Τα λουμινάκια - Η βιβλιοπαρουσίαση

Την Τετάρτη 10 Μαΐου 2017 και ώρα 7.30 μ.μ., στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Παπανικολάου, παρουσιάστηκε στο κοινό της πόλης μας το βιβλίο της Φιλολόγου Βάντας Παπαϊωάννου - Βουτσά "Τα λουμινάκια" (Εκδόσεις ΑΩ) από τις Φιλολόγους Σοφία Σουβατζόγλου και Ειρήνη Νικούδη, την επίσης Φιλόλογο αλλά και Ηθοποιό Χρύσα Ιωαννίδου και την ίδια τη Συγγραφέα.
Η εκδήλωση εντάχθηκε από την Δ.Κ.Ε.Π.Π.Α.Κομοτηνής στο Πρόγραμμα των Ελευθερίων Θράκης 2017.

Η νουβέλα "Τα λουμινάκια" της Βάντας Παπαϊωάννου - Βουτσά συγκίνησε το ακροατήριο με το θέμα και το περιεχόμενό της. Πρόκειται για μια ιστορία αληθινή και τρυφερή ανθρώπινης αλληλεγγύης σε πολλές μορφές, που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε προσφυγικές οικογένειες του Λαυρίου ως αντίβαρο στη φτώχεια και στην κοινωνική απομόνωσή τους και ως βάλσαμο για τις παλιές και νέες πληγές που προκάλεσε ο ξεριζωμός τους από τη Μικρά Ασία. 
Το βιβλίο συγκίνησε, επίσης, γιατί διασώζει κομμάτια ατόφια του λαϊκού μας πολιτισμού, που δονείται από γνήσιες ανθρωπιστικές αξίες, υψηλή αισθητική και ξεχωριστή ταυτότητα. 

Όλα αυτά τα χαρίσματα της μορφής και του περιεχομένου τα ανέδειξαν με τις εισηγήσεις τους η Σοφία Σουβατζόγλου με ενδελεχή τρόπο, η Ειρήνη Νικούδη με συγκινησιακό τρόπο, η Χρύσα Ιωαννίδου με την αναπαραστατική της τέχνη και πάνω από όλα η Συγγραφέας Βάντα Παπαϊωάννου - Βουτσά με τον βιωματικό της λόγο.
Το πολυπληθές κοινό της εκδήλωσης ανταποκρίθηκε με θέρμη στη μετάγγιση γνήσιων συναισθημάτων που προκάλεσαν τόσο η Συγγραφέας και οι Εισηγήτριες με την παρουσίαση του βιβλίου όσο και η Πρόεδρος της Δ.Κ.Ε.Π.Α.Κ. κ. Νατάσα Λιβεριάδου, που ενίσχυσε στο τέλος τη συγκίνηση με τις προσωπικές της αναμνήσεις από την κοινή εκπαιδευτική - παιδαγωγική πορεία των 34 χρόνων που είχε με την Βάντα Παπαϊωάννου - Βουτσά.

Βάντα Παπαϊωάννου - Βουτσά

Η Βάντα Παπαϊωάννου - Βουτσά γεννήθηκε το 1947 στο Λαύριο Αττικής από γονείς πρόσφυγες (Πέραμος Κυζικηνής χερσονήσου - Κερτς Κριμαίας).
Σπούδασε Ιστορία - Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως καθηγήτρια στον νομό Ροδόπης.
Παράλληλα αρθρογραφούσε περιστασιακά σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, επιμελήθηκε εκδόσεις της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, έγραψε Τουριστικό Οδηγό για τον Δήμο Μαρώνειας και άλλα τουριστικά φυλλάδια. Πήρε, επίσης, μέρος στη συλλογική έκδοση της Ένωσης Φιλολόγων νομού Ροδόπης "Η ξένη Λογοτεχνία στη Β/θμια Εκπαίδευση".
Το 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της "…μύριζε γαζία" (εκδόσεις Διάνυσμα), με βιωματικά αφηγήματα, ενώ η νουβέλα "Τα λουμινάκια" (εκδόσεις ΑΩ), είναι το δεύτερο βιβλίο της.

Εισήγηση : Σοφία Σουβατζόγλου, Φιλόλογος

"Δεν είχα τη χαρά να είμαι μαθήτρια της κ. Παπαϊωάννου-Βουτσά στο σχολείο. Μάθαινα όμως πάντα, όταν πλέον γίναμε συνάδελφοι, για τον διδακτικό της ζήλο και την ακαταπόνητη δραστηριοποίησή της σε ό,τι είχε σχέση με τη σχολική ζωή. Κατά ένα παράδοξο τρόπο τη γνώρισα καλύτερα μέσω της τεχνολογίας και συγκεκριμένα μέσω του Facebook. Οι καθημερινές ημερολογιακές καταγραφές της ομορφαίνουν τη ρουτίνα μου και παράλληλα αποκαλύπτουν τις λογοτεχνικές της διαθέσεις. Ομολογώ ευθαρσώς ότι έχω κατ’ επανάληψη ζηλέψει τις δημόσιες δηλώσεις αγάπης, εκτίμησης και ανυπόκριτου θαυμασμού παλιών μαθητών της, οι οποίες συνήθως συνοδεύουν τις αναρτήσεις της. 
Πνεύμα ανήσυχο η κ. Παπαϊωάννου, συλλέγει, επιλέγει, ταξινομεί, διευθετεί με ιδιαίτερη φροντίδα λουλούδια κι αρωματικά φυτά, κοχύλια και πέτρες, στιγμές και εικόνες και κυρίως λέξεις. 
«Τα λουμινάκια» είναι το δεύτερο συγγραφικό της πόνημα μετά τα αυτοβιογραφικά δοκίμια στοχασμού που … μοσχοβολούσαν γαζία. Τούτη τη φορά πρόκειται για μία νουβέλα, αποτελούμενη από 8 κεφάλαια. Είχα μάλιστα την τιμή να τη διαβάσω στην πρώτη της μορφή, προ του τυπογραφικού πιεστηρίου, γι’ αυτό και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη που έχω σήμερα την ευκαιρία να σας την παρουσιάσω.
Διαδραματίζεται - πού αλλού; - στο Λαύριο, στον γενέθλιο τόπο της κ. Παπαϊωάννου. Διότι αν η μισή της καρδιά βρίσκεται πλέον στη θρακική γη – δεν είναι και λίγα άλλωστε 44 χρόνια διαμονής - , η άλλη μισή βολτάρει στο Λαύριο. Η αυλαία ανοίγει με ένα εικοσάχρονο παλληκάρι, τον Ζήση, «αγνώστου πατρός», με «κτήματα παραθαλάσσια και στο πευκοδάσος», με δυο σπίτια, αλλά και με σοβαρά ελλείμματα «σε πρόσωπα, σε χάδια, σε αγάπη», ιδίως μητρική. Τον επισκέπτεται η κυρά Κλειώ, μια γειτόνισσα με την οποία τον δένουν «δεσμοί γάλακτος», για να τον φιλέψει λίγο μουσακά, «συνταγή πολίτικη της συγχωρεμένης της γιαγιάς του». Σε ηλικία 5 ετών ο Ζήσης έχει ήδη βιώσει την πρώτη του σημαντική απώλεια.

Ανάγνωση σελ. 26 - 29 του βιβλίου.....

Μια υπέροχη μύηση του εγγονού στα αρώματα της φύσης από τον έμπειρο παππού. Μου φέρνει στον νου τη μυσταγωγική εισαγωγή ενός άλλου εγγονού και πάλι από τον παππού του, στα αρώματα των μπαχαρικών αυτή τη φορά, στην «Πολίτικη Κουζίνα».
Κεφάλαιο 2ο και αναδρομή στο παρελθόν. Δύο οικογένειες, η οικογένεια Δικαίου και η οικογένεια Φιλώτα, ανάμεσα σε τόσους άλλους ξεριζωμένους Μικρασιάτες πρόσφυγες, στήνουν το καινούργιο τους σπιτικό κυριολεκτικά με τον ιδρώτα του προσώπου τους, στη συνοικία του Κούκου, «σε μια κορφή, σ’ ένα απόμερο παράθυρο με θέα», στη ΝΑ εσχατιά της Αττικής, το Λαύριο. «Πρόσφυγες στα πάτρια εδάφη», κατά ένα οξύμωρο σχήμα, αντιμετωπίζουν, όπως οι απανταχού ξενομερίτες, επιφύλαξη, καχυποψία, ρατσισμό. Με υπομονή και επιμονή, χαλύβδινο πείσμα και ακατάβλητο θάρρος, κερδίζουν σιγά σιγά την εμπιστοσύνη των υπόλοιπων κατοίκων, ενσωματώνονται. Σ’ αυτή τη συνοικία γεννιέται το μοναχοπαίδι της οικογένειας Δικαίου, η Χαρά, κι ένα χρόνο αργότερα, η κόρη της οικογένειας Φιλώτα, η Ιωάννα. Ο γιος τους, ο Αλέξης, είναι ήδη 7 χρονών όταν εγκαθίστανται εκεί.
Λίγα χρόνια μετά η πολιτεία στήνει έναν προσφυγικό συνοικισμό και στην οικογένεια Δικαίου παραχωρείται «ένα σπιτάκι αμιαντένιο χαμηλά στην πλαγιά της μεγάλης εκκλησίας του Αγ. Αντρέα». Και λίγο πιο πέρα ένα άλλο στην οικογένεια Φιλώτα.
Τα πατροπαράδοτα ήθη των προσφύγων, «άυλα προικιά», διαιωνίζονται με θρησκευτική ευλάβεια. Ακούστε πώς περιγράφει η κ. Παπαϊωάννου το παραδοσιακό πλύσιμο της προίκας με την πάνδημη συμμετοχή της γειτονιάς. Λογοτεχνία και Λαογραφία «μπερδεύονται γλυκά».

Ανάγνωση σελ. 42 - 44 του βιβλίου.....
  
Σ’ αυτές ακριβώς τις σκηνές που ο Αφηγητής περπατά στο μονοπάτι με τις θύμησες, όπως και στην προηγούμενη που σας διάβασε η Χρύσα, με το «μάθημα» αρωμάτων από τον παππού προς τον εγγονό, θα έλεγα, παραφράζοντας τον Σολωμό, πως η Βάντα μας «ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα».
Εν τω μεταξύ η κόρη της οικογένειας Δικαίου, η Χαρά «μεγαλώνει κι ομορφαίνει». «Ψηλή, σμιλεμένη, μακρυκόκκαλη, με μέση δαχτυλίδι, με χείλη σαρκώδη, πράσινα σαν τσάγαλα μάτια, χρυσά σαν στάχυα μαλλιά», έτσι την περιγράφει ο Αφηγητής. Μα και «κάπως απόκοσμη, παράξενη, ασυλλόγιστη», «ένα ηφαίστειο που χοχλάζει». Βρίσκει διέξοδο στο τραγούδι και μαγεύει τη γειτονιά. Μεγαλώνει παρέα με την Ιωάννα και τον Αλέξη Φιλώτα. Δε μαλώνουν ποτέ. Μα τα Φιλωτάκια έχουν, σε αντίθεση με τη Χαρά, ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Έτσι η οικογένειά τους μετακομίζει στους Ποδαράδες όπου υπάρχει καλύτερο σχολείο και σιγά σιγά οι επισκέψεις στο Λαύριο αραιώνουν.
Ο Αλέξης «πρώτος επιτυχών στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών» γίνεται «διαπρεπής πνευμονολόγος σε μια εποχή που η φυματίωση ήταν μάστιγα» και μετακομίζει στην Πεντέλη, κοντά στο σανατόριο. «Βυθίζεται στα «σπήλαια» των πνευμόνων και ξεχνάει την προσωπική του ζωή». Η αδελφή του ακολουθεί το παράδειγμά του και διαπρέπει στον εκπαιδευτικό χώρο. Λαμπρές προδιαγεγραμμένες πορείες που κάνουν τους γονείς να φουσκώνουν από περηφάνια.
Και η Χαρά; Αυτή αναζητά καταφύγιο σε μια καινούργια φίλη, τη Νίνα. Η Νίνα είναι το χαϊδεμένο μικρότερο παιδί της οικογένειας Μάρναρη, «φωτεινή σαν τον ήλιο, δροσερή σαν το κύμα, κοκκινομάλλα σαν τα φθινοπωρινά φυλλώματα, με μάτια γατίσια, που σίγουρα έβλεπαν και στο σκοτάδι». Καθώς βολτάρει στο Λαύριο, γνωρίζει μια μεσόκοπη γυναίκα που «μαντάρει γυναικείες κάλτσες». Γίνεται βοηθός της κι όταν αυτή δεν μπορεί πια να δουλέψει, η Νίνα παίρνει τη θέση της. Βοηθός της γίνεται τώρα η Χαρά, όχι όμως από μεράκι, παρά για τη βόλτα που ακολουθεί. Έτσι «οι κούκλες της γειτονιάς γίνονται δυο». Και είναι αποφασισμένες να χαρούν τη ζωή τους, ακόμη και σε πείσμα του Β΄ Παγκοσμίου που ξεσπά ισοπεδωτικός. Η πρώτη ερωτική συνεύρεση της Χαράς είναι με έναν Ιταλό καπετάνιο. 

Ανάγνωση σελ. 66 - 67 του βιβλίου.....
  
Θα ακολουθήσει ένας Γερμανός αξιωματικός. Τα δεματάκια μαζί με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, σήμα κατατεθέν της Χαράς, θα καταφτάνουν σε τακτά διαστήματα στο πατρικό σπίτι. «Παραλήπτης της πακεταρισμένης ντροπής» η δόλια μάνα, η πολύπαθη κυρά Ευτέρπη.
Και η Χαρά ανυπότακτη, ατίθαση. Καπνίζει μανιωδώς, προβάλλει αντιρρήσεις, ακροβατεί διαρκώς σε τεντωμένο σχοινί. Οι γονείς σιωπούν, αποσβολωμένοι από αυτό το αναποδογύρισμα της καθιερωμένης τάξης πραγμάτων. Χαρά και Νίνα πηγαινοέρχονται στην Αθήνα, «σ’ ένα ξενοδοχείο της σειράς», στην πλατεία Ομονοίας, με άλλοθι «το εργαστήρι μανταρίσματος καλτσών» και την εξυπηρέτηση των πελατισσών. «Γλεντούν μα δε χαίρονται. Ξεφεύγουν από τη μιζέρια, μα πάλι μέσα τους φωλιάζει», σχολιάζει ο αφηγητής. Οι συνέπειες δε θα αργήσουν να φανούν: Η Χαρά μένει έγκυος. Όταν ο πιθανός πατέρας ξεσπά σε ασυγκράτητα γέλια στην ανακοίνωση της εγκυμοσύνης, η περηφάνια της Χαράς δεν της επιτρέπει να παραμείνει μαζί του ούτε δευτερόλεπτο. Γιατί η Χαρά «νέτα σκέτα, αποφασιστικά αντιδρούσε στις προσβολές. Δεν της ταίριαζαν τα νάζια».
Κι έτσι μια φθινοπωρινή νύχτα έρχεται στη ζωή «ένα ρόδινο αγόρι», ο Ζήσης, ενώ «κοντεύει να φύγει η κερένια μάνα. Λεκάνες, σκάφες το αίμα, ασταμάτητο». Η προσφυγική γειτονιά αυθόρμητα ανοίγει την αγκαλιά της για να το υποδεχτεί. Μα η Χαρά, ταλαιπωρημένη, μπερδεμένη, θλιμμένη, «θηρίο σε κλουβί», «ασαράντιστη λεχώνα ακόμα» ξεπορτίζει στη Νίνα. «Στους πέντε μήνες απάνω αρχίζει και τα ταξιδάκια στην Αθήνα», ενώ ακόμη θηλάζει το μωρό. Στη διάρκεια μιας τέτοιας απουσίας κι ενώ ο μικρός Ζήσης σπαράζει στο κλάμα, εμφανίζεται, από μηχανής θεός, η πονετική γειτόνισσα, η κυρά Κλειώ. Ακούστε με πόση τρυφερότητα περιγράφει τη σκηνή η κ. Παπαϊωάννου. Θα μας λύσει τις απορίες και για τους «δεσμούς γάλακτος».

Ανάγνωση σελ. 91 - 93 του βιβλίου.....
  
Μια τυχαία συνάντηση με κάποιον παλιό εραστή, τον Φίλιππο, που είναι όμορφος, δυναμικός και μικρότερος σε ηλικία, οδηγεί στην κυριολεκτικά άνευ όρων παράδοση της κουρασμένης Χαράς και σε ένα σύντομο διάλειμμα στιγμών ευτυχίας για το νέο οικογενειακό τρίο, καθώς ο Φίλιππος έρχεται να μείνει μαζί τους και ο Ζήσης τον φωνάζει «μπαμπά».
Η υγεία της Χαράς όμως είναι ήδη κλονισμένη και η πορεία μη αναστρέψιμη: καλπάζουσα φυματίωση που απαιτεί μακροχρόνια θεραπεία σε σανατόριο. Και κει, στο σανατόριο, «στο ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης», θα συμβεί μια αναπάντεχη συνάντηση, μια συνάντηση  ζωής: ο επικεφαλής γιατρός της ομάδας δεν είναι άλλος από τον Αλέξη Φιλώτα, το γειτονόπουλο με το οποίο «έτρεχαν στις πλαγιές χέρι χέρι, γλιστρούσαν στις πευκοβελόνες, αγκαλιάζονταν με λανθάνοντα έρωτα, ολημερίς έκαναν ανομολόγητα όνειρα», όπως το θέτει ο Αφηγητής. Θύμησες, τρυφερά ενσταντανέ, στιγμές ευτυχίας, «θηκιασμένες» επιθυμίες, βασανιστικά πρέπει, ασυγκράτητα θέλω, «χίλιες και μια τύψεις» αναδύονται στην επιφάνεια, πλημμυρίζουν τα μάτια και τις καρδιές και των δύο.

Ανάγνωση σελ. 112 - 113 του βιβλίου...... 

Ο Ζήσης είναι μόλις 8 χρονών και δεν έχει χορτάσει τη μητρική αγάπη. Και πώς να τη χορτάσει άλλωστε; Με το σταγονόμετρο την έδινε η Χαρά. Ο Φίλιππος δεν αργεί να μεταφέρει τα πράγματά του και να εξαφανιστεί από τη ζωή του μικρού. Ο Ζήσης μένει μόνος, με φύλακα – άγγελο τη γιαγιά του, «ένα αερικό» πια, καταπονημένη καθώς είναι από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της ζωής. «Οι καημοί, η ντροπή, ο πόνος, η ευθύνη, η μοναξιά» θα αρχίσουν να της προκαλούν επιληπτικές κρίσεις.
Έφηβος στα 14 ο Ζήσης εργάζεται βοηθός σε φωτογραφείο. Κοντά στα 15 κάνει μια αποτυχημένη προσπάθεια εγγραφής στη Γεωργική Σχολή στη Θεσσαλονίκη. 
Στα 20 πιάνει δουλειά σε ένα νέο εργοστάσιο, πιο πολύ για να νιώσει ότι στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Μα η μοίρα δεν έχει δώσει ακόμη τη χαριστική της βολή: παίρνει μακριά του για πάντα το τελευταίο αγαπημένο του πρόσωπο, τον φάρο της ζωής του, τη γιαγιά του. Η δύναμη μιας σχέσης βέβαια δε διακόπτεται ακόμη κι από τον θάνατο. Καμιά φορά μάλιστα ενισχύεται, ξεκαθαρίζει. Έτσι ο Ζήσης συνειδητοποιεί εν τέλει πως «δεν ήταν θέμα τροφοδοσίας καυσίμων η ζωή του καθενός, μα Θεού δουλειά». Κι απομένει ολομόναχος.
Ωστόσο η ζωή πάντα βρίσκει τους ρυθμούς της. Η γειτονιά είναι δίπλα του, πρόθυμη να του παρασταθεί, να τον συντρέξει. Κι αίφνης καταφτάνει μια επιστολή – χάδι. Αποστολέας η κόρη της κυρά Κλειώς, η Ερατώ, η φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο, η παλιά γειτονοπούλα. Του αποκαλύπτει το μυστικό που τόσα χρόνια αγνοούσε: πως και τους δύο τους θήλαζε η ίδια μάνα, η κυρά Κλειώ. Πως η ίδια παρακολουθούσε πάντα και κατέγραφε τα σκαμπανεβάσματα της ζωής του αθέατη . Καημούς και βάσανα, χαρές και στιγμές ευτυχίας. «Χαρτογραφημένα» όλα τα παραδίδει στον «ομογάλακτο αδελφό της». Κι ο Ζήσης μπορεί ακόμη να ελπίζει. «Έτσι σοφός που έγινε, με τόση πείρα», μπορεί ακόμη να αντικρίζει τη ζωή με αισιοδοξία, να ονειρεύεται, να αγωνίζεται «να διακόψει τη φθίνουσα πορεία της χαράς, να αγκιστρώσει πάλι το χ στην αρά».
Αυτή τη γλυκόπικρη γεύση μου άφησε το αφηγηματικό ταξίδι της Βάντας: «τίποτα δε χάθηκε ακόμα, όσο ζούμε και πονάμε». Και πόσο όμορφη ήταν η διαδρομή: ζωντανή, παλλόμενη ανασύσταση αλλοτινών  εποχών και σκηνικών. Μια Συνοικία το Όνειρο, με τα προβλήματά της, τις αντιφάσεις της, τα λάθη ενδεχομένως, τα ατοπήματα αλλά και την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τους στόχους, τα οράματα. Ένιωσα να περιδιαβαίνω στα χωμάτινα σοκάκια του Λαυρίου, με το πευκοδάσος πίσω μου και τον ανοιχτό θαλασσινό ορίζοντα μπροστά. Εισέπνευσα τα αρώματα του ευκάλυπτου, της αγριοπασχαλιάς, του δυόσμου και του άνηθου. Γεύτηκα τις τηγανίτες με μέλι και κανέλλα, το καφεδάκι στη χόβολη και τα ροσόλια. Άκουσα το τραγούδι της  Χαράς, τον ήχο του μεγάλου σιδερένιου κλειδιού του Ζήση στην ξύλινη πόρτα. Αφουγκράστηκα τις σιωπές, τη μοναξιά, τη θλίψη μάνας και γιου, το βουβό παράπονο της γιαγιάς. Ένας προσφυγικός μικρόκοσμος ζυμωμένος με τόσο ανθρώπινα υλικά. Προβάλλει σαν θεατρικό σκηνικό στα μάτια του αναγνώστη με τις αρετές, τις αξίες, τις φιλοδοξίες του, τους γλωσσικούς και λαογραφικούς θησαυρούς του,  μα και τις στερήσεις, τα βάσανα, τους εγωισμούς.
Εμβληματικές φυσιογνωμίες οι τρεις πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες: η γιαγιά, ένας βράχος απαντοχής, ένας φάρος ελπίδας για τον εγγονό της, ένα σταθερό σημείο αναφοράς διά βίου. Δεν εγκρίνει τις επιλογές της κόρης αλλά σιωπά. Σιωπά και αγωνιά. «Ένα χρυσό πάπλωμα». Μια γυναίκα άλλης στόφας, με ανεξάντλητα κοιτάσματα υπομονής, μόνιμος αποδέκτης παραπόνων της κόρης. Μια Μικρασιάτισσα γιαγιά και μάνα ταυτόχρονα, βγαλμένη από άλλη εποχή.
Κι έπειτα η Χαρά, που μια ζωή κυνηγάει τη χαρά και μια ζωή αυτή της ξεφεύγει. Η γαζέλα των 18 Απρίληδων που «βιβλία ανοίγει, μα σαλόνια, μουσικές και χοροεσπερίδες ξεπηδούν μπροστά της σαν τρισδιάστατη εικόνα», που «δεν την εντυπωσιάζει η φύση». Μια νεράιδα που ορθώνει περήφανη το ανάστημά της ενάντια στους κληροδοτημένους τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς, ενάντια στις καθιερωμένες αξίες. Που «φουμάρει τον δικό της καπνό», με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο και αδιαφορεί για τις αντιδράσεις των υπολοίπων. Δεν της ταιριάζουν «δεσμεύσεις και μονιμότητες». Αρέσει στον αντρικό πληθυσμό και το ξέρει. Το εκμεταλλεύεται μάλιστα κατ’ επανάληψη. Αντισυμβατική, επαναστάτρια μα και κυκλοθυμική. Γράφει χαρακτηριστικά η κ. Παπαϊωάννου: «Μαινάδα γινόταν η Χαρά όταν την πίκραιναν. Λες και την αποκεφάλιζαν παίρνοντάς της το Χ και την ανάγκαζαν να μεταμορφωθεί σε Αρά, κατάρα πάει να πει». Δίνεται με όλο της το είναι μα και αποσύρεται αυτοστιγμεί, αν αισθανθεί προσβεβλημένη. Λαχταράει να κοιτάει τον ήλιο κατάματα κι ας καεί. Να κολυμπάει σε αβαθείς θάλασσες κι ας πνιγεί. Μου φέρνει στον νου ένα άλλο εξαίσιο πλάσμα, την αγέρωχη κινηματογραφική «Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη. Προκαλεί συνεχώς τη μοίρα της αλλά και δέχεται αδιαμαρτύρητα τις συνέπειες των επιλογών της, ηδονικά αθωράκιστη. Φειδωλή στις εκδηλώσεις αγάπης προς τον γιο της, μάλλον από απειρία, από ατσαλοσύνη, παρά από έλλειψη αγάπης. 
Κι ο εγγονός, ο Ζήσης, μια τραγική φιγούρα, ένας εσαεί στερημένος, όχι υλικά, μα συναισθηματικά. Μια περιφερόμενη μοναξιά που εκλιπαρεί βουβά, σπάνια με επιτυχία, το μητρικό χάδι, τη μητρική αγκαλιά. Που αναγκάζεται να αρκεστεί σε όσα λίγα του παρέχει η Χαρά και βρίσκει καταφύγιο στα πολύ περισσότερα που γενναιόδωρα του προσφέρει η κυρά Ευτέρπη. Όμορφο παλληκάρι, εργατικό, υπομονετικό, τσακισμένο από όσα του έλαχαν. Βιώνει από την παιδική του ηλικία τον θάνατο, την απώλεια αλλά δεν καταθέτει τα όπλα.
Το αφηγηματικό κείμενο μαρτυρά τη φιλολογική εξάρτυση της κ. Παπαϊωάνννου. Περιέχει ετυμολογικά παιχνίδια, ποιητικές παραπομπές, άμεσες κι έμμεσες, μυθολογικές και ιστορικές αναφορές, μέχρι και ομηρικές παρομοιώσεις. Επίσης λέξεις, ξεχασμένες πια, που έρχονται να αναστήσουν αλλοτινούς καιρούς και συνήθειες: αλισίβα, πυροστιές, μπακράτσια, μπροστοποδιές, γαλέντζια, χράμια, μπιμπίλες κι ασπροκέντια, ξυλίκια και τσέρκια. Μια ολόκληρη εποχή, ένας πολιτισμός, περασμένα αλλά όχι λησμονημένα.
Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Ένας παντογνώστης αφηγητής παρακολουθεί τα πρόσωπα στην πορεία τους, έχοντας πρόσβαση και στις πιο μύχιες σκέψεις τους. Συμπάσχει με τους ήρωες, τους πλησιάζει με τρυφερότητα, με διάθεση κατανόησης, «δίκαιος και ίσος, αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία». Σε κάποια σημεία συναντούμε και αποστροφές σε β΄πρόσωπο, σαν να συνομιλεί με πρόσωπα οικεία. Υπάρχουν επίσης κάποιες εμβόλιμες «νησίδες» με ευθύ λόγο που αποδίδουν το προφορικό ύφος ή την ιδιόλεκτο των προσώπων.
Η αφήγηση δεν παρουσιάζει τα εξιστορούμενα περιστατικά στη χρονική τους τάξη και αλληλουχία. Ξεκινά, όπως ήδη αναφέρθηκε, με τον Ζήση, παλληκάρι 20 χρονών, καταρημαγμένο ψυχικά κι ολομόναχο, βυθισμένο στην απόγνωση και τελειώνει, με ένα κυκλικό σχήμα, πάλι με τον Ζήση, στην ίδια περίπου ηλικία, μόνο που τώρα οι εμπειρίες του κι ένα γράμμα – βάλσαμο ψυχής, έρχονται να του αναπτερώσουν το ηθικό και να του ξαναδώσουν τη διάθεση και θέληση για ζωή. Ενδιάμεσα ο αφηγητής μετατοπίζεται από το «τώρα» στο «τότε» της ιστορίας, φωτίζει γεγονότα και καταστάσεις που ανάγονται στο παρελθόν. Ήδη στο πρώτο κεφάλαιο δίνονται ψηφίδες από την προϊστορία του Ζήση που θα επιβεβαιωθούν και θα σχολιαστούν και στη συνέχεια. Αυτό το ζιγκ ζαγκ στον χρόνο χαρίζει βάθος στην αφήγηση και εντείνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Η Σ. Νικολαίδου έχει γράψει στο βιβλίο της «Πώς έρχονται οι λέξεις» το εξής: «Η μνήμη, η εμπειρία και η επινόηση γίνονται τέτοιο αξεδιάλυτο μάγμα στο κεφάλι του συγγραφέα, που είναι δύσκολο ακόμη και γι’ αυτόν, να ξεχωρίσει τι είναι αυτό που διάβασε, άκουσε, έζησε και τι σκαρφίστηκε γράφοντας». Νομίζω πως η διαπίστωση αυτή ταιριάζει γάντι στην περίπτωση της κ. Παπαϊωάννου. Άλλωστε το έχει πει και ο Ph. Roth: «Ο συγγραφέας είναι κατεξοχήν ο εαυτός του, όταν ταυτόχρονα γίνεται κάποιος άλλος». Αναμνήσεις λοιπόν ή απόηχος αναμνήσεων, βιώματα, ακούσματα αλλά και μυθοπλαστικός οίστρος, φαντασία συνυπάρχουν σε αγαστή σύμπνοια στο αφηγηματικό  μωσαϊκό που φέρει τον τίτλο «Τα λουμινάκια».
Κι αν η χρήση τους στα καντηλάκια συνδέεται με τη βασανιστική αγωνία του Ζήση να μη φύγει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο από τη ζωή, η ετυμολογία τους από τη λατινική λέξη lumen, που σημαίνει φως, παραπέμπει σε κάτι πιο λαμπερό, πιο αισιόδοξο. Ας κρατήσουμε λοιπόν αυτή την απόχρωση. Εύχομαι η καταβύθιση στα αφηγηματικά νερά της κ. Παπαϊωάννου να είναι για σας όσο συναρπαστική ήταν και για μένα."

Φωτογραφίες







Βίντεο (μικρά αποσπάσματα)



Αλέξανδρος Παπαδόπουλος