Σ.Φ.Ρ. - Έκθεση : Πλατείες της Ευρώπης

Εισήγηση : Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου

Κύριοι εκπρόσωποι των Αρχών του Τόπου,
Εκλεκτοί Φιλοξενούμενοι και προσκεκλημένοι,
είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να μιλώ από το βήμα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Θράκης, του μεγαλύτερου επιστημονικού φορέα του τόπου μας και μπροστά σ’ ένα τόσο ποιοτικό ακροατήριο.
Γι’ αυτό το λόγο ευχαριστώ από καρδιάς την Πρόεδρο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των φίλων του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, που με εμπιστεύτηκαν να πραγματευτώ από ιστορικής πλευράς το θέμα της ελληνικής πλατείας.
Ομολογώ ότι δεν έπληξα καθόλου το καλοκαίρι που μας πέρασε και επιπλέον εξοικειώθηκα πλήρως με τη μυρωδιά των βιβλίων της πολύ ενημερωμένης βιβλιοθήκης του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΑΤΕΙΑ : ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ

Πλατεία, place, piazza, plaza, platz :
ανοιχτός, επίπεδος, κοινόχρηστος χώρος σε σημείο όπου τέμνονται δύο ή περισσότεροι δρόμοι, ειδικά διαμορφωμένος για περίπατο και παιχνίδι. Έτσι ορίζει στο λεξικό του ο καθηγητής μου, Γεώργιος Μπαμπινιώτης, τη λέξη «πλατεία». Και συνεχίζει : πρόκειται για το θηλυκό γένος του αρχαίου επιθέτου «πλατύς». Από την αρχαία φράση «πλατεία οδός» προέκυψε κατά παράλειψη του ουσιαστικού «οδός» η λέξη «πλατεία». Η λέξη πλατεία χρησιμοποιείται πλέον στην καθομιλουμένη ως ουσιαστικό, που παραπέμπει στον ανοιχτό τόπο συνάθροισης ανθρώπων. Από την ίδια ρίζα προκύπτουν οι αντίστοιχες λέξεις στη γαλλική γλώσσα, την ιταλική, την ισπανική, τη γερμανική και σε άλλες νεολατινικές γλώσσες. Εξαίρεση αποτελούν οι αγγλοσαξονικές γλώσσες, που ορίζουν την πλατεία πιο ορθολογικά, από το σύνηθες σχήμα της: «square» που σημαίνει «τετράγωνο».
          Πέρα από τη γλωσσική ερμηνεία, από ιστορική/διαχρονική άποψη είναι γεγονός ότι κάθε πολιτισμός έχει δημιουργήσει χώρους δημόσιους, ανοιχτούς - πλατείες δηλαδή - που να καλύπτουν την ανάγκη των ανθρώπων για συλλογική έκφραση θρησκευτικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών ή οικονομικών δράσεων.
          Οι αρχαιολόγοι συνδέουν τη δημιουργία των πλατειών με τη μόνιμη εγκατάσταση των ανθρώπων σε συγκεκριμένους χώρους και με την ίδρυση των πόλεων, γύρω στο 3000 π.Χ., στην εποχή του Χαλκού.
Οι πόλεις προϋποθέτουν πολεοδομικό σχεδιασμό, σαφή διάκριση του ιδιωτικού από το δημόσιο χώρο αλλά και άλλα στοιχεία εξαστισμού της κοινωνίας, όπως είναι τα εγγειοβελτιωτικά έργα, τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, η τεχνική εξειδίκευση και ο καταμερισμός της εργασίας, τα συστήματα γραφής και μέτρησης, η δημιουργία υψηλής τέχνης, ο κεντρικός πολιτικός σχεδιασμός. Με κριτήριο, μάλιστα, την ετυμολογία της λέξης «πολιτισμός», πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες θεωρούν ότι στη βαθμίδα του πολιτισμού βρίσκονται μόνο οι κοινωνίες, που στη μακραίωνη ιστορική τους εξέλιξη έφτασαν να δημιουργήσουν πόλεις με κοινωνικούς θεσμούς, τους οποίους επέβαλε η ζωή στις πόλεις.
          Ωστόσο, η εμφάνιση των πόλεων στην ιστορία του ανθρώπινου γένους δεν είναι ένα τυχαίο και ξαφνικό γεγονός, που σημειώθηκε γύρω στο 3000 π.Χ., στην εποχή του Χαλκού. Ίσα - ίσα, πολεοδομικό σχεδιασμό με σαφή διάκριση ιδιωτικών και δημόσιων χώρων μπορούμε να ανιχνεύσουμε στις πρώτες κιόλας απόπειρες των ανθρώπινων κοινωνιών για μόνιμη εγκατάσταση. Τα παραδείγματα είναι πολλά, κυρίως από τη νεολιθική εποχή (7η – 6η χιλιετία π.Χ.), κατά την οποία οι ανθρώπινες κοινωνίες περνούν από το συλλεκτικό στάδιο της παλαιολιθικής εποχής στο παραγωγικό, με την καλλιέργεια της γης.
1) Ο Νεολιθικός οικισμός της Χοιροκοιτίας <Φ2> Κύπρου, χρονολογούμενος στην 7η χιλιετία π.Χ.
 2) Ολόκληροι οι νεολιθικοί οικισμοί του Σέσκλου <Φ3>  και του Διμηνίου <Φ4> στη Θεσσαλία, γύρω στο 6500 π.Χ., με οργανωμένη εναλλαγή στεγασμένων και αστέγαστων χώρων, πλατειών δηλαδή και μικρών δρόμων.

Στην εποχή του Χαλκού,
οι πρωτοελλαδικοί οικισμοί της 3ης χιλιετίας π.Χ. που αναπτύχθηκαν στην ανατολική Στερεά και στην Πελοπόννησο, διαθέτουν αμυντικούς περιβόλους, δρόμους και ελεύθερους χώρους λιθόστρωτους - πλατείες δηλαδή -, διαμορφωμένα οικοδομικά τετράγωνα, εκτεταμένες ισοπεδώσεις, στοιχεία που δείχνουν ότι η ανάπτυξη των οικισμών αυτών δεν είναι άναρχη.
          Την ίδια εποχή, μέσα στην 3η χιλιετία π.Χ. στο Βόρειο Αιγαίο και συγκεκριμένα στο Ηραίο Σάμου, στο Εμποριό Χίου, στη Θερμή Λέσβου, στην Πολιόχνη Λήμνου αναπτύσσονται οικισμοί με έντονα τα τεκμήρια του εξαστισμού. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν πολεοδομικό σχεδιασμό, προστατευτικά τείχη, λιθόστρωτους δρόμους, διάνοιξη πηγαδιών, αποχετευτικά δίκτυα, κοινόχρηστα κτίρια, στοιχεία που δείχνουν προφανή τεχνική εξειδίκευση και αντίστοιχο καταμερισμό εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Πολιόχνη Λήμνου <Φ5>, στη Δυτική πύλη του οικισμού, ενταγμένα σε μια πλατεία και κτισμένα στην εσωτερική πλευρά του τείχους του οικισμού αποκαλύφθηκαν δύο μεγάλα μακρόστενα οικοδομήματα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Πρόκειται για το λεγόμενο «βουλευτήριο» και τη λεγόμενη «σιταποθήκη». Το βουλευτήριο μάλιστα διαθέτει κατά μήκος των μακρών πλευρών του δύο βαθμίδες λίθινων εδράνων, στα οποία υπολογίζεται ότι μπορούσαν να καθίσουν περί τα 50 άτομα. Προφανώς ο χώρος προοριζόταν για δημόσιες συναθροίσεις, που εξυπηρετούσαν σκοπούς οικονομικούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς, ακόμη και πολιτικούς.
          Ο καθηγητής της προϊστορικής αρχαιολογίας του πανεπιστημίου της Αθήνας, Χρήστος Ντούμας, από τέτοιες υλικές καταγραφές των δραστηριοτήτων της κοινωνίας διαβλέπει εδώ, στο Αιγαίο, τα πρώτα σπέρματα της συλλογικής διακυβέρνησης, τη γέννηση δηλαδή της Δημοκρατίας.

Ακόμη, στις Κυκλάδες,
οι παράκτιες κώμες της 3ης χιλιετίας π.Χ. θα εξελιχθούν κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. σε αστικά κέντρα με λιμάνια, με δρόμους, πλατείες και διώροφες οικοδομές. Η Φυλακωπή στη Μήλο <Φ6>, η Αγία Ειρήνη στην Κέα, η Παροικιά στην Πάρο, Η Γκρόττα στη Νάξο και το Ακρωτήρι στη Θήρα εντάσσονται στην κατηγορία αυτή  <Φ7>.
Ο πολιτισμός, όμως, του οποίου η αρχιτεκτονική είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την πόλη και τους μεγάλους υπαίθριους χώρους που λειτουργούν είτε ως φωταγωγοί είτε ως κλιμακοστάσια είτε ως πλατείες και ανοιχτοί αμφιθεατρικοί χώροι είναι ο Μινωικός. Άκμασε από το 3000 π.Χ. έως το 1450 π.Χ.
Στα μινωικά ανάκτορα της Κνωσού <Φ8>, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, η κεντρική αυλή και η δυτική αυλή προσδιορίζουν την αρχιτεκτονική τους ταυτότητα και τη σχέση τους με την πόλη και τους πολίτες. Η κεντρική αυλή <Φ9>, με διαστάσεις περίπου 24 Χ 52 μέτρα (αναλογία διαστάσεων 1 προς 2), βρίσκεται σε άμεση οπτική επαφή με το πλησιέστερο ιερό κορυφής, ενώ έχει στο σχεδιασμό του ανακτόρου και στη ζωή των πολιτών τον πρώτο λόγο.
Η δυτική αυλή δεν εντάσσεται στον ιστό του ανακτόρου. Αποτελεί μεταβατική ζώνη μεταξύ αυτού και της πόλης και λειτουργεί ως χώρος ελεύθερης συγκέντρωσης των πολιτών, όπως ακριβώς και άλλες αμφιθεατρικά διαμορφωμένες πλατείες στην περίμετρο του ανακτόρου <Φ10>.
Οι πολίτες έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα ανάκτορα και αυτό σημειολογικά φαίνεται και στην Κνωσό και στη Φαιστό και στα Μάλια από το γεγονός ότι οι υπερυψωμένοι πεζόδρομοι αυτών των πόλεων – λειτουργώντας ως μίτος της Αριάδνης – συγκλίνουν στο σημείο όπου η πόλη συναντά το ανάκτορο, δηλαδή στη δυτική αυλή και δι’ αυτής εισβάλλουν μέσα στο ανάκτορο και οδηγούν στην κεντρική αυλή, τον κατεξοχήν υπαίθριο χώρο θρησκευτικών δρωμένων, όπως ήταν τα ταυροκαθάψια <Φ11>.

Αντίθετα, στη μυκηναϊκή Ελλάδα (1600-1100 π.Χ.) οι ανασκαφές δείχνουν ότι δεν υπήρξαν πόλεις, άρα δεν υπήρξε πολεοδομικός ιστός με διακριτούς ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, κοινόχρηστα κτίρια, δρόμους και πλατείες που μας ενδιαφέρουν. Ο πληθυσμός της μυκηναϊκής Ελλάδας γνώρισε δύο ειδών εγκαταστάσεις:
Α) τα ανακτορικά συγκροτήματα και
Β) τους οικισμούς.
Τα ανακτορικά συγκροτήματα <Φ12> καταλάμβαναν συνήθως μια ακρόπολη, δηλαδή ένα βραχώδες ύψωμα στο μέσον μιας λίγο ή πολύ εκτεταμένης περιοχής. Ήταν τειχισμένα με μεγάλους ακατέργαστους ογκόλιθους κατά το κυκλώπειο σύστημα <Φ13>.
Τέτοιες ακροπόλεις με ανακτορικά συγκροτήματα, των οποίων οι «άνακτες» έλεγχαν με απόλυτο τρόπο πλήθος γειτονικών οικισμών, σώζονται στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα και εν μέρει στην Πύλο, στην Αθήνα και στη Θήβα. Ίσως οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν με τα «άστεα» των πινακίδων της γραμμικής γραφής Β΄ <Φ14>.

Για την περίοδο των γεωμετρικών χρόνων (1100-800 π.Χ.) η εικόνα που προκύπτει από τις ανασκαφές είναι η εξής:
Α) τα ανακτορικά κέντρα της μυκηναϊκής εποχής έχουν εγκαταλειφθεί,
Β) η ζωή στην ηπειρωτική Ελλάδα συνεχίζεται σε οικισμούς με οχυρωμένες ακροπόλεις.
Ωστόσο, κατά τον 10ο αιώνα π.Χ., μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ίσως οι πιο δυναμικές ομάδες των Αιολέων, των Ιώνων και των Δωριέων (<Φ15> χάρτης), αναζήτησε καλύτερη τύχη δημιουργώντας αποικίες στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, στην Κύπρο και στα παράλια της Μικράς Ασίας, συμβάλλοντας στη μετατροπή των οικισμών σε πόλεις-κράτη. Το νέο στοιχείο, λοιπόν, στην πολιτική οργάνωση των Ελλήνων είναι η πόλις-κράτος, στο πλαίσιο της οποίας ο πολίτης αρχίζει να συμμετέχει στη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων.
          Ταυτόχρονα το νέο στοιχείο στον πολεοδομικό ιστό των πόλεων-κρατών, που μας ενδιαφέρει άμεσα, είναι η Αγορά. Η σημερινή πλατεία αποτελεί μετεξέλιξη αυτού του αρχαίου ελληνικού δημόσιου χώρου.
Η Αγορά (από το αρχαίο ρήμα «αγείρω» = συναθροίζω) σημαίνει βασικά «συνάθροιση ατόμων». Ομόρριζη και συνώνυμη είναι και η αρχαία ποιητική λέξη «άγυρις», καθώς και τα σύνθετά της «ομήγυρις» και «πανήγυρις». Η Αγορά ως κοινωνικός θεσμός συνάθροισης ατόμων και κατ’ επέκτασιν ως χώρος δημόσιος ανήκει στην πόλη-κράτος που δημιουργείται κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. στην περιοχή του Αιγαίου και των παραλίων της Μικράς Ασίας. Μαρτυρεί το πέρασμα από τη βασιλεία σε πιο συμμετοχικές μορφές πολιτικής οργάνωσης.
Παρακολουθώντας, λοιπόν, τη μορφή και το ρόλο της Αγοράς στη ουσία μελετούμε την ιστορία του δημόσιου χώρου που λέγεται πλατεία.
Φαίνεται πως η Αγορά αποκτά την αρχιτεκτονική μορφή της στην Κρήτη. Αυτή η μορφή οφείλεται στις μνήμες από τους βαθμιδωτούς αμφιθεατρικούς χώρους που υπήρχαν στα μινωικά ανάκτορα. Η πιο παλιά γνωστή αγορά είναι της αρχαίας Δρήρου στο νομό Λασιθίου. Κατασκευάζεται στο τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. σε άμεση συνάρτηση με το ναό του Δελφινίου Απόλλωνα.
Έτσι, από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται η Αγορά δίπλα στο ναό του πολιούχου θεού και σταδιακά πλαισιώνεται από δημόσια κτίρια που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του πολιτεύματος της πόλης-κράτους. Τέτοια είναι το βουλευτήριο, το πρυτανείο, το θέατρο και αργότερα οι στοές, τα γυμνάσια.

Κατά την αρχαϊκή εποχή (800 - 479 π.Χ.),
παράλληλα με τη συγκρότηση της πόλης-κράτους ο ελληνισμός ξεπερνάει τα όρια του Αιγαίου και αποικίζει τα παράλια της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου.
Από πολεοδομική άποψη, στις αποικίες τόσο της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία, Σικελία) (χάρτης <Φ16>) όσο και του Εύξεινου Πόντου (χάρτης <Φ17>) έχουμε ένα καινούριο ποιοτικό στοιχείο: οι περισσότερες διαθέτουν πολεοδομικό ιστό που αποτελείται από κανονικά οικοδομικά τετράγωνα <Φ18>, ενώ από την ίδρυσή τους οι άποικοι φροντίζουν να ξεχωρίζει ο δημόσιος χώρος, η Αγορά δηλαδή και το τέμενος (= ο ιερός χώρος του ναού) από τις ιδιωτικές κατοικίες.
Το θέμα και το ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι το εξής: πώς αιτιολογείται άποικοι που διέμεναν σε οικίες - καλύβες κατά βάση - και σε οικισμούς άναρχα δομημένους όπως ήταν οι μητροπόλεις τους (Ερέτρια, Χαλκίδα, Κόρινθος) να συλλάβουν τόσο εξορθολογισμένα πολεοδομικά σχήματα;
Οι απαντήσεις που δίνουν οι ειδικοί -  αρχαιολόγοι, ιστορικοί, αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι - είναι οι εξής:
Οι άποικοι με τον πολεοδομικό κάνναβο που δημιουργούν επαναλαμβάνουν εντός του νέου άστεως τα εκτός άστεως ορθογωνικά σχήματα των δίκαια μοιρασμένων αγρών τους. Ας μη ξεχνάμε ότι πήγαιναν στις αποικίες ως κληρούχοι, για να αποκτήσουν δηλαδή κλήρο-γη, εφόσον στις μητροπόλεις υπήρχε «στενοχωρία», έλλειψη δηλαδή καλλιεργήσιμης γης.
          Η άλλη ερμηνεία αναζητά τις ρίζες του πολεοδομικού σχεδίου των αποικιών στην εξορθολογισμένη προσωκρατική φιλοσοφία, που εμφανίζεται στην Ιωνία της Μ. Ασίας τον 7ο - 6ο  αιώνα π.Χ. με κέντρο τη Μίλητο.

Με τη μετάβαση από τους αρχαϊκούς στους κλασικούς χρόνους (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.),
δυο γεγονότα επιφέρουν σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, που αποτυπώθηκαν και στον πολεοδομικό σχεδιασμό.
Το πρώτο είναι η πτώση της τυραννίδας στην Αθήνα. Ο Κλεισθένης με τις μεταρρυθμίσεις του δημιουργεί για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία την αυτοδιοικούμενη κοινωνία των πολιτών, που αργότερα ονομάστηκε «δημοκρατία».
Το δεύτερο γεγονός είναι οι νίκες των Ελλήνων κατά των Περσών, οι οποίες ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση των πόλεων και των πολιτών. Έτσι, στις δημοκρατικές πόλεις-κράτη της κλασικής εποχής η συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση εξουσίας ενίσχυσε το ρόλο του δημόσιου χώρου.
          Στην κοινωνία της κλασικής περιόδου, ο δημόσιος χώρος απέκτησε μεγαλύτερη σημασία από κάθε άλλη εποχή. Η ταύτιση των πολιτών με την πόλη-κράτος ήταν τέτοια, που με τα σημερινά δεδομένα της ιδιώτευσης φαίνεται απίστευτη.
Στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., η Αγορά <Φ19> αποτελεί μαζί με τον Άρειο Πάγο και την Πνύκα το επίκεντρο της πολιτικής ζωής της πόλης. Η Αγορά πλαισιώνεται από διοικητικά κτίρια:
- Τη θόλο ή πρυτανείο (χάρτης <Φ20>, έδρα των 50 πρυτάνεων. Είναι το κέντρο της πολιτιστικής και θρησκευτικής ζωής, οργανισμός κοινωνικής πρόνοιας, χώρος υποδοχής ξένων πρεσβευτών και σίτισης διακεκριμένων πολιτών.
- Το παλαιό και νέο βουλευτήριο. Είναι ο τόπος που συνεδρίαζε η βουλή των 500.
- Την έδρα του δικαστηρίου της Ηλιαίας.
Ακόμα πλαισιώνεται από στοές, κρήνες, ναούς, γυμναστήρια, βαλανεία και φυσικά το θέατρο, τον κατεξοχήν χώρο ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης των πολιτών.
Η Αγορά θεωρείται, εκτός από πολιτικός, και χώρος ιερός. Έπρεπε, λοιπόν, να διατηρείται πάντοτε καθαρή και να απαγορεύεται εκεί η έκθεση και η πώληση τροφίμων καθώς και η είσοδος στους εγκληματίες, όπως ήταν οι φυγόστρατοι, οι δειλοί και οι λιποτάκτες.
Στην κλασική εποχή ο ρόλος της Αγοράς ως δημόσιου-πολιτικού χώρου ήταν τόσο ισχυρός που «εισχώρησε» και μέσα στην ιδιωτική κατοικία. Έτσι, στην κλασική εποχή ιδιαίτερη πολιτιστική αξία αποκτά στις ιδιωτικές κατοικίες ο «ανδρώνας», ο χώρος δηλαδή όπου οι άνδρες συζητούσαν θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος τρώγοντας και κυρίως πίνοντας (Συμπόσια).
          Στην Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Πολεοδομίας σώζεται το όνομα του Μιλήσιου Αρχιτέκτονα Ιππόδαμου. Ο Πατέρας της Πολεοδομίας έζησε τον 5ο αι. π.Χ. και έδωσε το όνομά του στο γνωστό Σύστημα Ρυμοτομίας με τους παράλληλους και τους κάθετους δρόμους, που σχηματίζουν ορθογωνικά οικοδομικά τετράγωνα, παρόλο που ο πολεοδομικός κάνναβος είχε ανακαλυφθεί πολύ πριν απ’ αυτόν. Τον συναντήσαμε ήδη στις αποικίες του 6ου αι. π.Χ.
Ωστόσο, η προσφορά του Ιππόδαμου στην Πολεοδομία ήταν ο καθορισμός εκ των προτέρων των περιοχών που θα καταλάμβαναν οι δημόσιοι χώροι – αγορές, ιερά, – τα κτίρια της διοίκησης και τα ιδιωτικά σπίτια, αλλά και η χάραξη με μαθηματική ακρίβεια των οικοδομικών τετραγώνων, η διαίρεσή τους σε οικόπεδα ίσου εμβαδού και η καθιέρωση ευθύγραμμων και μεγάλου πλάτους δρόμων. Στον ίδιο αποδίδεται η οικοδόμηση τριών πόλεων, του Πειραιά, των Θουρίων στον Κόλπο του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία και της Ρόδου.
Το σχέδιο του Πειραιά <Φ21> χαράχτηκε στο έδαφος από τον ίδιο τον Ιππόδαμο στον επίπεδο χώρο ανάμεσα στη Ζέα και στο σημερινό λιμάνι (στον Αρχαίο Κάνθαρο). Στα καίρια σημεία τοποθετήθηκαν ορόσημα, πέτρινες στήλες με την ονομασία της περιοχής που όριζαν. Δεκαέξι απ’ τις στήλες αυτές βρέθηκαν και μάλιστα αρκετές στην αρχική τους θέση.
Ο Ιππόδαμος στον Πειραιά κατένειμε εκ των προτέρων στο χώρο τα δημόσια κτίρια, τους ναούς, τις ιδιωτικές κατοικίες, τους ναυστάθμους, καθώς και 2 Αγορές, την Αγορά του Εμπορίου και την Αγορά των Ελευθέρων, γνωστή και με το όνομα «Ιπποδάμειος» Αγορά.

Κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους
(Τέλη 4ου αι. π.Χ., 3ος και 2ος αι. π.Χ.)       
Ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του στα ελληνιστικά βασίλεια της Μακεδονίας, της Συρίας, της Αιγύπτου, της Περγάμου ανακαίνισαν και καλλώπισαν πολλές πόλεις. Κυρίως, όμως, ακολούθησαν την πολιτική της ίδρυσης νέων πόλεων. Η πολιτική αυτή είχε πολλαπλές σκοπιμότητες, όπως τη διατήρηση του ελέγχου των κατακτημένων περιοχών ή την ανάπτυξη του εμπορίου.
Η ελληνική πόλη, ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε ως βασικό μέσο εξελληνισμού και ως όργανο για τη διάδοση του ελληνικού τρόπου ζωής στους ασιατικούς λαούς της πρώην περσικής αυτοκρατορίας. Μέσα από ένα εντατικό πρόγραμμα αστικής οικοδόμησης και κατασκευής έργων υποδομής, οι βασιλείς της ελληνιστικής περιόδου πρόβαλλαν το μεγαλείο της ισχύος τους και τον ελληνικό πολιτισμό, χωρίς να αρνούνται την πρόσμιξη εγχώριων θρησκευτικών, αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών παραδόσεων.
Έτσι, οι νεόδμητες πόλεις αποκτούσαν χαρακτήρα κοσμοπολίτικο, ενώ έπαιρναν συχνά το όνομα του Ιδρυτή τους (Αλεξάνδρεια, Σελεύκεια, Αντιόχεια, Δημητριάς) ή κάποιου άμεσου συγγενή του (Θεσσαλονίκη = αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου, σύζυγος του βασιλιά Κάσσανδρου. Έτος ίδρυσης 316 π.Χ.)
Οι περισσότερες ελληνιστικές πόλεις χτίζονται με το Ιπποδάμειο Πολεοδομικό Σύστημα (Μίλητος, Πριήνη, Δούρα –Εύρωπος, Πέργαμος, Δημητριάς) <Φ22>. Σχεδιάζονται ως σειρές από επαναλαμβανόμενα οικοδομικά τετράγωνα, που ονομάζονται νησίδες και έχουν αναλογία διαστάσεων 2:1.
Παρόλο που το πολίτευμα στους ελληνιστικούς χρόνους είναι βασιλεία, η αγορά παραμένει ως κέντρο της πόλης αλλά και επίκεντρο της πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής. Περιβάλλεται από το ναό της Πολιούχου Θεότητας, το Βουλευτήριο, το Πρυτανείο αλλά και από το ανάκτορο, τα γυμνάσια και τις στοές.
          Τα γυμνάσια και οι στοές, που περιβάλλουν τις αγορές, είναι εξαιρετικά επιτεύγματα της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής και έγιναν σύμβολα της ελληνικής αστικής ζωής, οπουδήποτε ιδρύθηκαν νέες πόλεις.
Τα γυμνάσια, περιλαμβάνουν ένα κεντρικό αίθριο άθλησης με περιστύλιο, που περιβαλλόταν από αίθουσες, θέατρο για διδασκαλία, βιβλιοθήκες <Φ23>, κρήνες, ναούς.
          Οι στοές στην απλούστερη μορφή τους ήταν επιμήκη, στενά, υπόστυλα, διώροφα κτίρια με ανοιχτή τη μία από τις μακριές πλευρές τους. Η στοά του Αττάλου <Φ24> στην ανατολική πλευρά της αγοράς της Αθήνας, που ξαναχτίστηκε από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή, έχει διαστάσεις 19,40μ. Χ 116μ. Διαθέτει δύο κιονοστοιχίες, στο ισόγειο και τον όροφο, που οδηγούν σε αντίστοιχες σειρές 21 δωματίων.
Η πόλη, όμως, που αναμφίβολα αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα του ελληνιστικού σχεδιασμού είναι η Πέργαμος, που διαθέτει δύο αγορές κτισμένες σε διαφορετικά επίπεδα. <Φ25 και Φ26>.

Κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή
          Οι πόλεμοι των Ρωμαίων για την κατάκτηση της Ελλάδας τον 2ο αι. π.Χ. και στη συνέχεια οι εμφύλιοι πόλεμοι των Ρωμαίων στρατηγών στον ελληνικό χώρο είχαν ολέθριες συνέπειες για τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας. Από το γενικό κλίμα της παρακμής διέφυγαν μόνον:
α. όσες πόλεις δημιουργήθηκαν ή επανιδρύθηκαν από τους Ρωμαίους ως αποικίες και
β. οι πόλεις που λειτούργησαν ως μουσεία και χώροι τουρισμού για τους πλούσιους Ρωμαίους με εκλεπτυσμένο γούστο.
Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται η Νικόπολη στην Ήπειρο, που ιδρύθηκε από τον Αύγουστο, για να επισφραγιστεί η νίκη του επί του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στο Άκτιο το 31 π.Χ., η Πάτρα και η Κόρινθος (πόλεις σε θέσεις κλειδιά για την επικοινωνία με την Ιταλία), αλλά και όσες πόλεις φέρουν το όνομα Ρωμαίου Αυτοκράτορα (Διοκλητιανούπολη, Αδριανούπολη, Τραϊανούπολη).
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται η Αθήνα και η Σπάρτη.
Ωστόσο, στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας οι ελληνικές πόλεις συνεχίζουν να ακμάζουν οικονομικά και πολιτιστικά και αυτές είναι η Έφεσος, η Πέργαμος, η Μίλητος, η Σμύρνη.
Οι καθαρά ρωμαϊκές πόλεις, ιδιαίτερα αυτές που ιδρύθηκαν πάνω σ’ έναν αρχικό πυρήνα ρωμαϊκού στρατοπέδου, έχουν σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου. Αντίθετα, οι ελληνικές πόλεις της ελληνιστικής περιόδου εμφανίζουν ακανόνιστα εξωτερικά όρια, εφόσον σέβονται τη μορφολογία του εδάφους. Η τετραγωνισμένη ρωμαϊκή πόλη χωρίζεται σε 4 μέρη από 2 κεντρικούς οδικούς άξονες που τέμνονται καθέτως. Είναι ο cardo maximus με κατεύθυνση από Β – Ν και ο decumanus maximus με κατεύθυνση από Α – Δ. Συνήθως στο σημείο τομής τους δημιουργείται η ρωμαϊκή αγορά, η οποία λόγω της παρακμής της δημοκρατίας χάνει τον πολιτικό της χαρακτήρα και γίνεται forum, δηλ. εμπορικό κέντρο με μνημειακή διαμόρφωση που τείνει προς τον εντυπωσιασμό.
Ταυτόχρονα με την απολιτικοποίηση της αγοράς «απολιτικοποιούνται» και άλλα δημόσια κτίρια, τα Πρυτανεία, τα Γυμνάσια, τα Θέατρα. Τώρα κυριαρχούν στους δημόσιους χώρους κρήνες μνημειώδεις, γνωστές ως Νυμφαία, λουτρά πολυτελή και Γυμνάσια <Φ27>, που έχουν μετατραπεί σε χώρους αναψυχής και συμποσίων. Με την παρακμή της δημοκρατίας και της πολιτικής ζωής το θέατρο ως δημόσιος χώρος έπαψε να έχει τον πολιτικό – παιδευτικό ρόλο που είχε στην κλασική Αθήνα. Τώρα πια κυριαρχούν θεάματα ωμής βίας, όπως οι θηριομαχίες και οι μονομαχίες.
Στη ρωμαϊκή πολεοδομία εντάσσεται επίσης και η πλήρης μνημειοποίηση των δρόμων της πόλης. Οι κύριοι δρόμοι διακοσμούνται πλούσια με μνημεία, αγάλματα, προπύλαια, αψίδες <Φ28>, πύλες <Φ29>, στοές και κιονοστοιχίες, στο πίσω μέρος των οποίων αναπτύσσονται σειρές καταστημάτων. Έτσι, προοικονομούν τους βυζαντινούς εμπορικούς δρόμους.

Βυζαντινή Εποχή
Η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, το αρχαίο Βυζάντιο, και η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους προετοίμασαν το πέρασμα από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα. Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. η ρωμαϊκή αυτοκρατορία χωρίστηκε σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Το δυτικό τμήμα καταλύθηκε από Γερμανικά φύλα στα τέλη του 5ου αι., αλλά το ανατολικό τμήμα μεταμορφώθηκε βαθμιαία σε χριστιανική βυζαντινή αυτοκρατορία που στηριζόταν στους ρωμαϊκούς πολιτικούς θεσμούς και στην ελληνική πνευματική παράδοση. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος βυζαντινή αυτοκρατορία επινοήθηκε από νεότερους ιστορικούς. Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί ονόμαζαν το κράτος τους «πολιτεία Ρωμαίων».
Η πόλη της πρώιμης βυζαντινής εποχής αποτελεί αναπόσπαστη συνέχεια της αρχαίας και ρωμαϊκής πόλης και είναι τειχισμένη με αρχαία τείχη ή με αυτά που χτίστηκαν κατά την εποχή των επιδρομών του 3ου και του 4ου αι. Εξακολουθεί να εφαρμόζεται το σύστημα των 2 διασταυρούμενων λεωφόρων, cardo και decumanus, οι οποίες απολήγουν στις πύλες της πόλεως και συχνά διακοσμούνται με κιονοστοιχίες. Στη συνάντησή τους δημιουργείται η αγορά, πάντα ως δημόσιος χώρος προορισμένος μόνον για εμπορικές δραστηριότητες.
Στη Μεσοβυζαντινή Περίοδο οι επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων ερημώνουν τα αστικά κέντρα της βαλκανικής και οδηγούν στη δημιουργία οχυρωμένων οικισμών (κάστρων) πάνω σε απότομες πλαγιές λόφων ή βουνών, με ακροπόλεις που διέθεταν δεξαμενές νερού (κινστέρνες) και τείχη με πύργους. <Φ30> . Αυτή η μετάβαση από την πόλη στο κάστρο είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στον ελλαδικό χώρο. Έτσι,
-        η Διοκλητιανούπολη μετασχηματίζεται σε οχυρωμένη Καστοριά,
-        η Αρέθουσα σε κάστρο της Ρεντίνας
-        η Αμφίπολη σε οχυρή Χρυσούπολη
-        η Χριστούπολη σε Καβάλα
-        οι Φίλιπποι σε κάστρο Φιλίππων
-        η Μαξιμιανούπολη σε οχυρό Περιθεώριον
-        η Πλωτινούπολη σε Διδυμότειχο
-        η Νικόπολη σε οχυρή Πρέβεζα.

Το κάστρο πρόσφερε συνήθως υπηρεσίες καταφυγίου και αποδεικνυόταν σωτήριο σε καιρό επιδρομών. Συχνά, όμως, ήταν πολύ δυσπρόσιτο και στενόχωρο. Οπότε ο δημόσιος χώρος, αυτό που μεταγενέστερα λέγεται πλατεία, περιορίζεται στον περίβολο ενός ναού ή μοναστηριού και είναι τόπος συγκέντρωσης ανθρώπων, που τιμούν πλέον έναν άγιο.
Μετά τον 10ο και 11ο αι. οι βυζαντινές πόλεις αναπτύσσονται και πάλι έξω από τα τείχη ή συχνά δημιουργούνται 2 σειρές τειχών, όπως στο Μυστρά και στην Αδριανούπολη. Έτσι, οι ύστερες βυζαντινές πόλεις διαιρούνται σε 3 μέρη: κάστρο, χώρα, εξέχωρο. Η διαίρεση αυτή είναι και κοινωνική και οικονομική. Πράγματι, στο κάστρο διαμένουν οι άρχοντες – δεσπότες, ανάμεσα στις 2 σειρές τειχών κατοικούν οι πιο πλούσιες οικογένειες, ενώ έξω από τα τείχη όσοι ασχολούνται με το εμπόριο και τη γεωργία. Η ουγγρική λέξη varos – στα ελληνικά Βαρόσι ή Βαρούσι – δήλωνε ακριβώς την ανάπτυξη της πόλης έξω από τα τείχη.
Στην Ύστερη Βυζαντινή Εποχή από τον 11ο αι. ως την κατάκτηση της Κων/πολης από τους Οθωμανούς το 15ο αι. είναι αξιοσημείωτο ότι σε καμιά από τις μεγάλες πόλεις δεν μαρτυρείται πλατεία, δηλ. σχεδιασμένος ελεύθερος χώρος με εξαίρεση ίσως το πλάτωμα μπροστά από το ανάκτορο των Δεσποτών του Μυστρά. Ακόμη και στην Κων/πολη μετά τον 7ο αι. οι μεγάλες πλατείες μετατρέπονται σε αγορές, ενώ ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος της πρωτεύουσας, ο ιππόδρομος, χάνει τη σημασία του. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι κατά τη Βυζαντινή Εποχή οι εκκλησίες αποτελούν σημεία αναφοράς μέσα στις πόλεις και οι περίβολοί τους είναι οι χώροι στους οποίους οι άνθρωποι συναθροίζονται για μια λιτανεία, αλλά και για να διασκεδάσουν ή να εμπορευτούν.

Κατά του πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας
          Ο διανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος φορολογίας που επιβάλλουν οι Τούρκοι επιδρά άμεσα στην πολεοδομική εξέλιξη. Το σύστημα φορολογίας καθορίζει κατανομή και είσπραξη φόρων κατά φορολογητέες ενότητες πληθυσμού. Ως μικρότερη φορολογητέα ενότητα θεωρείται ένα χωριό ή μια συνοικία – μαχαλάς – σε μια πόλη. Οι μαχαλάδες, λοιπόν, στις πόλεις συνιστούν αντίστοιχα και πολεοδομικές μονάδες.
Κάθε μαχαλάς έχει ένα κέντρο αναφοράς, μια εκκλησία, μια συναγωγή, ένα τζαμί. Το τελευταίο δίνει και την ονομασία του μουσουλμανικού μαχαλά, ενώ στους χριστιανικούς μαχαλάδες η ονομασία προέρχεται από την αντίστοιχη εκκλησία ή από το όνομα του ιερέα της. Τώρα ο δημόσιος χώρος με την έννοια της πλατείας υφίσταται στους περίβολους των εκκλησιών, αλλά και στο κέντρο των μεγαλύτερων πόλεων. Εκεί κτίζονται από τους μουσουλμάνους τα kulliye <Φ31>. Πρόκειται για κοινωφελή κτιριακά συγκροτήματα αποτελούμενα από μεντρεσέδες (=ιεροσπουδαστήρια), ιμαρέτια (=πτωχοκομεία), χάνια και τρουλοσκέπαστες αγορές, τα μπεζεστένια, που πλαισιώνουν το μεγάλο τζαμί. Τέτοια συγκροτήματα υπάρχουν στην Κων/πολη αλλά και στη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, την Άρτα, τις Σέρρες <Φ32>, την Κομοτηνή.
Κατά το 18ο αι. με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή 1774 η Ρωσία επεκτείνει έναντι των Οθωμανών την πολιτική κυριαρχία της στον Εύξεινο Πόντο και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ επιτρέπεται η ελεύθερη ναυσιπλοΐα των Χριστιανών εμπόρων στις θάλασσες που ελέγχει η Τουρκία.
Ο νησιωτικός και ο παράκτιος χώρος του Αιγαίου δέχτηκαν την ευεργετική επίδραση της Συνθήκης και το ελληνικό κεφάλαιο κατευθύνθηκε στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές, με επακόλουθο τη ραγδαία ανάπτυξη του εμπορικού στόλου στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Μύκονο, Πάρο, Κάσο, Σύμη, Σκόπελο. Παράλληλα, δημιουργείται μεταναστευτική κίνηση των Ελλήνων από την Πελοπόννησο και τα νησιά προς τη Νότια Ρωσία (Οδησσός), γεγονός αποφασιστικό για την Επανάσταση του 1821.
Έντονη οικονομική δραστηριότητα παρατηρείται και στα βιοτεχνικά κέντρα της Ηπείρου (Ζαγοροχώρια, Μαστοροχώρια, Μέτσοβο, Συρράκο, Καλαρύτες, Περιβόλι), της Θεσσαλίας (χωριά Πηλίου, Αμπελάκια) και της Μακεδονίας (Σιάτιστα, Κοζάνη, Καστοριά) καθώς επίσης και στις σταφιδοπαραγωγικές, πεδινές περιοχές της Πελοποννήσου (Πάτρα, Κόρινθο, Άργος, Ναύπλιο) και στα λιμάνια Μεθώνη, Κορώνη, Μονεμβασιά.
Την ίδια περίοδο – το 18ο και το 19ο αι. – από οικιστική – πολεοδομική άποψη διακρίνουμε στον ελληνικό χώρο 2 φάσεις :
- Κατά την Α΄ φάση από το 1774 ως το 1821 εμφανίζονται οικισμοί ορεινοί και νησιωτικοί που αναπτύσσονται γύρω από την πλατεία Πλατάνου. <Φ33>
Στο κέντρο του οικισμού βρίσκεται η πλατεία με τον αιωνόβιο πλάτανο, η κεντρική εκκλησία, η βρύση και τα μαγαζιά. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, ανάλογα με την εδαφική μορφολογία, ξεκινούν ακτινωτά οι δρόμοι, τα λιθόστρωτα, δηλαδή, καλντερίμια που οδηγούν στα κτήματα ή σε γειτονικούς οικισμούς. Επίσης, γύρω από την πλατεία πλατάνου συγκεντρώνονται αυθόρμητα και χωρίς σχεδιασμό όλες οι παραδοσιακές λειτουργίες του οικισμού, κοινοτική αυτοδιοίκηση, εμπορικές ανταλλαγές, θρησκευτικές τελετές, πανηγύρια, νυφοπάζαρο.
Στις Βενετοκρατούμενες περιοχές της Κρήτης,  των Επτανήσων και ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου εμφανίζονται πλατείες ορθογώνιες, πλακόστρωτες που βρίσκονται μπροστά από έναν Καθολικό Ναό.
- Κατά τη δεύτερη φάση, από το 1821 έως το 1913, από πολεοδομική – οικιστική άποψη ο ελληνικός χώρος δεν είναι ενιαίος.
Ο βόρειος ελληνικός χώρος περιλαμβάνει πόλεις μη σχεδιασμένες, πόλεις μωσαϊκά, με πολυεθνική σύνθεση πληθυσμού (Έλληνες, Τούρκους, Εβραίους, Τσιγγάνους).
Η κοινωνική κυριαρχία κάποιας από αυτές τις κουλτούρες προβάλλεται στον κεντρικό δημόσιο χώρο της πόλης, Έτσι, από οικιστική άποψη στο βόρειο ελληνικό χώρο διαμορφώνονται 3 μοντέλα πόλεων.
1ο μοντέλο: η πόλη – παζάρι με κυρίαρχη την Οθωμανική κουλτούρα. Παράδειγμα τα Γιάννενα <Φ34>. Σ’ αυτό το είδος πόλης κεντρική θέση αντί πλατείας κατέχει το παζάρι με υπαίθριες ή σκεπαστές αγορές (= τα μπεζεστένια), ενώ ο υπόλοιπος αστικός χώρος δομείται σε οικοδομικές νησίδες με κέντρο ένα θρησκευτικό κτίριο, Εκκλησία, Συναγωγή ή Τζαμί με δικό του περίβολο.
2ο μοντέλο: η πόλη – παζάρι στην οποία κυριαρχεί η ελληνική χριστιανική κουλτούρα. Παράδειγμα η Κοζάνη <Φ35>. Η πρώτη συνοικία – κύτταρο της Κοζάνης ιδρύεται μεταξύ 12ου – 13ου αι. με πυρήνα το Ναό του Αγίου Δημητρίου. Το 17ο αι. ο τοπικός άρχοντας Χαρίσης Τράντας ιδρύει την αγορά (τσαρσί) και το μεγαλοπρεπή Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου, με επακόλουθο τη συνένωση των συνοικιών με δρόμους και γεφύρια, αλλά και την κοινωνική συνοχή των μεγάλων οικογενειών και τη σταδιακή ανάπτυξη εμποροβιοτεχνικών δραστηριοτήτων.
3ο μοντέλο: Η πόλη – πρακτορείο.  Παράδειγμα η Θεσσαλονίκη <Φ36>. Αναπτύσσει τους δημόσιους χώρους και την αγορά της γύρω από το λιμάνι. Η Θεσσαλονίκη από τα μέσα του 19ου αι. με τις Οθωμανικές Διοικητικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των Χριστιανών (το Χάτι Χουμαγιούν 1856) εξάγει από το λιμάνι της βαμβάκι και σιτηρά. Το ανατολικό τμήμα της κεντρικής αγοράς της γύρω από τη σημερινή οδό Ελευθερίου Βενιζέλου το ελέγχουν οι Εβραίοι, το δυτικό οι Τούρκοι με πυρήνα το Μπεζεστένι, ενώ το νότιο τμήμα κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, εκεί που βρίσκονται συγκεντρωμένες οι τράπεζες, είναι το οικονομικό κέντρο και ο τόπος συνάθροισης των Ελλήνων.

Η νότια Ελλάδα ανάμεσα στα χρόνια 1821 – 1913 από εξαρτημένο τμήμα της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετασχηματίζεται ύστερα από το 1827 σε εθνικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου. Οι πόλεις, μάλιστα, που προσπαθεί το νεοσύστατο κράτος να σχεδιάσει είναι σύμφωνες πάλι με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, δηλαδή νεοκλασικές.
Στα χρόνια του Καποδίστρια, η παρουσία στις κρατικές υπηρεσίες κυρίως Γάλλων μηχανικών και στα χρόνια του Όθωνα η παρουσία Ελλήνων μηχανικών με σπουδές στο Βερολίνο και Βαυαρών αρχιτεκτόνων συμβάλλει στην εφαρμογή της ευρωπαϊκής νεοκλασικής πολεοδομίας στα σχέδια που εκπονούνται για τις πόλεις της νότιας Ελλάδας, το Ναύπλιο, την Τρίπολη, την Πάτρα, το Αίγιο, την Ιτέα, τη Ναύπακτο, την Κάρυστο και βέβαια την Αθήνα, που από το 1832 προορίζεται να γίνει πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου.
Ο Κερκυραίος μηχανικός Σταμάτης Βούλγαρης θα παρουσιάσει το 1829 για την Πάτρα ένα σχέδιο πόλεως που παραπέμπει σε ιδανικές πόλεις της Αναγέννησης <Φ37>  :
Δυο κύριοι άξονες τέμνονται σε σχήμα σταυρού στην κεντρική τετράγωνη πλατεία, ενώ τέσσερις ακόμη πλατείες τοποθετούνται στα μεσοδιαστήματα των αξόνων. Οι πλατείες πλαισιώνονται από ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα κατά το Ιπποδάμειο Σύστημα.
Στην περίοδο της Αντιβασιλείας οι αρχιτέκτονες Schaubert και Κλεάνθης, μαθητές της Bauakademie του Βερολίνου και γνώστες του γερμανικού νεοκλασικισμού σχεδιάζουν το 1832 τη νέα πόλη των Αθηνών. <Φ38>. Δημιουργούν στην ουσία ένα πολεοδομικό τρίγωνο, που έχει στην κορυφή του το παλάτι του μονάρχη με τη μεγάλη πλατεία του, την μετέπειτα Πλατεία Συντάγματος, ενώ ακριβώς απέναντι βρίσκεται ο ιερός βράχος της Ακρόπολης. Ο συμβολισμός είναι προφανής: οι σημαίνοντες χώροι της νέας πόλης βρίσκονται σε άμεσο και συνεχή διάλογο με την αρχαία Αθήνα, σε μια προσπάθεια να ξεχαστεί η ζοφερή περίοδος της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Στις αρχές, λοιπόν, του 19ου αι. γεννιέται και η νεοκλασική πλατεία με το ορθογώνιο σχήμα της, που περιβάλλεται από νεοκλασικά κτίρια. Τη συναντάμε σε όλες τις πόλεις που σχεδιάστηκαν από Ευρωπαίους αρχιτέκτονες, Αθήνα, Πάτρα, Σπάρτη, Ερμούπολη, Ναύπλιο <Φ39> (Πλατεία Συντάγματος).

Στον 20ο αι. τη θέση του νεοκλασικισμού στο σχεδιασμό των κτιρίων και των πόλεων καταλαμβάνει ο μοντέρνος φονξιοναλισμός, που εισήγαγε την οικονομική εκμετάλλευση του χώρου και την άποψη ότι στη Νέα Αρχιτεκτονική προτεραιότητα έχει η λειτουργία του κτιρίου ή του χώρου και έπεται η μορφή. Αποτέλεσμα των μοντέρνων αυτών απόψεων ήταν τα κτίρια και τα σχέδια πόλεων να έχουν απλούστερη μορφή από αισθητική άποψη αλλά πιο ορθολογική οργάνωση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το μοντέρνο πολεοδομικό σχεδιασμό, η πόλη έπρεπε να οργανωθεί κατά λειτουργικές ζώνες, όπως είναι αυτές της διοίκησης, της βιομηχανίας, της αναψυχής, της κατοικίας, ενώ θα έπρεπε να υπάρχει πρόβλεψη και για ελεύθερους χώρους.
Οι νέες τάσεις της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας επηρεάζουν και το χώρο της πλατείας. Τώρα στην Ελλάδα κατασκευάζονται πλατείες, για να υποδεχτούν καίριες αστικές λειτουργίες οικονομικές ή κοινωνικές, π.χ. η Πλατεία Αριστοτέλους και η Πλατεία Αρχαίας Αγοράς στη Θεσσαλονίκη.
Στην Ελλάδα η μετάβαση στον πολεοδομικό μοντερνισμό δεν συντελέστηκε ομαλά. Τη μόνιμη οικονομική δυσπραγία του κράτους επέτεινε η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, που δημιούργησε 1.300.000 πρόσφυγες, οι οποίοι έπρεπε να στεγαστούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων δημιούργησε 1.997 συνοικισμούς σε ολόκληρη τη χώρα μέχρι τον Ιούλιου του 1929, στους οποίους στεγάστηκαν μόλις 579.000 Μικρασιάτες. Από τους υπόλοιπους οι πιο εύποροι αγόρασαν δικά τους οικόπεδα ή σπίτια, ενώ οι περισσότεροι που ήταν φτωχοί έχτισαν αυθαίρετα στις παρυφές των μεγάλων πόλεων.
Η πλειονότητα των προσφυγικών συνοικισμών χωροθετήθηκε στη Μακεδονία (1.055 συνοικισμοί) και στη Θράκη (562 συνοικισμοί), εφόσον σε 5 πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης ο προσφυγικός πληθυσμός ήταν περισσότερος από το 50 % του συνολικού πληθυσμού τους. Στη Δράμα ο προσφυγικός πληθυσμός αποτελούσε το 70,2 % του συνολικού πληθυσμού, στην Αλεξ/πολη το 59 %, στα Γιαννιτσά το 58,4 %, στην Καβάλα το 56,9 % και στις Σέρρες το 50,4 %.
Τα πολεοδομικά σχέδια των προσφυγικών συνοικισμών συντάχθηκαν βιαστικά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο προβληματισμό έχοντας ως σχεδιαστικό μοντέλο ένα απλοποιημένο Ιπποδάμειο Σύστημα. Επομένως, πρόβλεψη για πλατείες και ελεύθερους χώρους δεν υπήρξε.

Στο τέλος του 20ου αι. και στις αρχές του 21ου η ελληνική πόλη εξαιτίας ιστορικών, οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συγκυριών κι ενός σαθρού νομοθετικού πλαισίου εμφανίζεται ασφυκτικά πυκνοκατοικημένη. Στο πλαίσιό της, πλέον, η πλατεία προκύπτει ευκαιριακά εκεί όπου υπάρχει ελεύθερος – αδόμητος δημόσιος χώρος.
Συχνά, ωστόσο, οι σύγχρονες πλατείες δημιουργούνται και για να αναδείξουν χώρους φυσικής ομορφιάς ή χώρους που έχουν ιστορική – αρχαιολογική σημασία.
Παράδειγμα η πλατεία Στα νερά της Αγίας Βαρβάρας στη Δράμα ή η πλατεία μπροστά στην γκρεμισμένη εκκλησία της Παναγιάς του Μπούργκου στη Ρόδο, τις οποίες θα εντοπίσετε και στην παρούσα έκθεση με θέμα τις πλατείες της Ευρώπης.

Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Επειδή προφανώς σας κούρασα με την ιστορική ανάγνωση του δημόσιου χώρου που λέγεται ελληνική πλατεία, αντί επιλόγου επέλεξα εικόνες, μουσικές και στίχους.
Οι εικόνες μας μεταφέρουν από τη μακροκλίμακα της ιστορίας στη μικροκλίμακα της πόλης μας: ένα πρωινό Κυριακής καταγράψαμε με κάμερα τις 25 + 1 πλατείες της πόλης μας, όσες ακριβώς περιέχονται στον «Οδηγό οδών και πλατειών της Κομοτηνής», που συνέταξε η ομάδα του αρχιτέκτονα Κώστα Κατσιμίγα και εξέδωσαν οι εκδόσεις «Παρατηρητής» το 2005. Η 26η  πλατεία είναι αυτή που βαφτίσαμε «Πλατεία Τεχνικού Επιμελητηρίου Θράκης» και που φιλοξενεί σήμερα τις πλατείες της Ευρώπης.
Σας παρουσιάζουμε, λοιπόν, τις πλατείες της πόλης μας, για να τις γνωρίσετε. Τα σχόλια για την εικόνα και τη χρήση τους θα είναι δικά σας.
Παράλληλα, 3 νέα παιδιά με αγάπη για τη μουσική: ο Χάρης Κυρατζόγλου στο πιάνο, ο Χρήστος Παπαδόπουλος στην κιθάρα και στο τραγούδι και η Ινώ Παπαδοπούλου στο τραγούδι, θα ερμηνεύσουν 2 τραγούδια:
Την «Οδό Αριστοτέλους» σε μουσική Γιάννη Σπανού και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και τη «Συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε.» σε μουσική και στίχους Διονύση Σαββόπουλου.
Το πρώτο τραγούδι αναφέρεται στον επικοινωνιακό – ψυχαγωγικό ρόλο της πλατείας, σε ειδυλλιακές σκηνές ενός πολιτισμού της καθημερινότητας που εκτυλίσσονται στην Πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης, αρχές του 20ου αι., και που, μάλλον, έχουν εκλείψει.
Το δεύτερο τραγούδι αναφέρεται στην πολιτική – αγωνιστική διάσταση της πλατείας που, επίσης, έχει υποσκελιστεί από την κυρίαρχη διάσταση του δημόσιου χώρου, που είναι πλέον η εμπορική, η αγοραία.

Σας ευχαριστώ!