Περίληψη
Η ιστορία εξελίσσεται μέσα από την αφήγηση του μυστηριώδη μάνατζερ του Elvis Presley, συνταγματάρχη Tom Parker. Αυτός είναι που σταδιακά αποκαλύπτει την ολέθρια και περίπλοκη δυναμική που είχε η σχέση των δύο αντρών στα είκοσι και παραπάνω χρόνια της συνεργασίας τους. Μια συνεργασία που ουσιαστικά ξεκινάει από τη σύναψη συμβολαίου με τη μεγάλη δισκογραφική εταιρεία RCA, κατόπιν εξαγοράς των δικαιωμάτων του Elvis από τη δισκογραφική εταιρεία Sun Records. Η σχέση του Elvis με τον μάνατζέρ του ήταν σχεδόν ανάλογη με τη στενή σχέση που είχε ο Elvis με τη μητέρα του Gladys.
Κάπου στο βάθος υπάρχει και ένα εξελισσόμενο κοινωνικό τοπίο με τις δολοφονίες σπουδαίων προσώπων, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Μπομπ Κένεντι, η Σάρον Τέιτ, που σηματοδοτούν την απώλεια της αθωότητας στην Αμερική. Στο επίκεντρο της ζωής του Elvis Presley βρίσκεται η γυναίκα του Priscilla, ακόμη και μετά το διαζύγιό τους.
Προσωπικές σκέψεις
Η ταινία έχει, λοιπόν, όλα τα εχέγγυα για να είναι αριστουργηματική. Είναι; Και ναι και όχι.
Είναι απίστευτο το πρώτο μισάωρό της. Ξέφρενο και εμπνευσμένο, θυμίζει πολύ τη γλώσσα των κόμικς, με μια οθόνη χωρισμένη σε κινούμενα σχέδια και έναν φρενήρη αφηγηματικό ρυθμό για τα χρόνια του μικρού Elvis. Ενός παιδιού που μεγαλώνει με ψωμί και βιβλία κόμικς, έχοντας αγαπημένο υπερήρωα τον Shazam. Ο σκηνοθέτης σε μια σχεδόν μυστικιστική τελετουργική σκηνή –ίσως η καλύτερη της ταινίας– μας δείχνει πώς έλκεται ο μικρός Elvis από τη μουσική Gospel και Rhythm and Blues και πώς αποκτά τις απίστευτες για λευκό χορευτικές του δεξιότητες. Έτσι, μας κάνει να αντιληφθούμε το ταλέντο του Elvis ως μια υπερδύναμη, ως μια μουσική δόνηση που διατρέχει το σώμα του, μπαίνει για πάντα στις φλέβες του και τον κάνει να τραγουδάει και να χορεύει με την ψυχή ενός μαύρου.
Εξίσου δυνατή είναι αργότερα η σκηνή της συναυλίας, όπου ο Elvis συλλαμβάνεται, έχοντας εξαπολύσει το απόλυτο χάος με τη μουσική και τις κινήσεις του, που έφερναν τα κορίτσια σε έκσταση. Και είναι δυνατή γιατί υπογραμμίζει την ασυμβατότητα και το πείσμα του να μην υποκύπτει σε όσους ήθελαν να καταστείλουν το τεράστιο ταλέντο του, στοιχεία που τον κατέστησαν ως την επαναστατική ψυχή της Αμερικής στις δεκαετίες του '50 του '60 και του '70.
Η σκηνοθεσία του Baz Luhrmann δίνει, αναμφισβήτητα, πνοή στις μουσικές στιγμές, κάνοντας τις ζωντανές και ενεργητικές. Το καστ είναι ευδιάκριτο στους αντίστοιχους ρόλους, ενώ στον σκηνογραφικό και ενδυματολογικό τομέα η ταινία αγγίζει το άριστα. Μοιάζει περισσότερο με υπερπαραγωγή παρά με βιογραφική ταινία, εστιάζοντας στη μουσική με αδημοσίευτες διασκευές, χωρίς να προδίδει τη μουσική φύση του καλλιτέχνη. Οι μουσικές σκηνές, με μια αισθητική υπερβολής, είναι απίστευτα κινηματογραφικές και δυνατές, αλλά είναι οι μόνες στις οποίες γίνεται αντιληπτό το μεγαλείο του Elvis μέσα στο πολιτιστικό τοπίο της εποχής.
Ο σκηνοθέτης από την αρχή της ταινίας υποδηλώνει την αντισυμβατική πρόθεσή του, καθώς επιλέγει να αναθέσει την αφήγηση της ιστορίας στον μάνατζερ του τραγουδιστή, συνταγματάρχη Tom Parker, τον οποίο υποδύεται μαεστρικά ο Tom Hanks. Η επιλογή, όμως, του σκηνοθέτη καταλήγει να είναι η αχίλλειος πτέρνα της ταινίας, καθώς εύλογα αναρωτιόμαστε: γιατί να δώσει τόσο χώρο σε μια φιγούρα, που, αν και θεμελιώδης στη ζωή του Elvis, καταλαμβάνει τεράστιο ειδικό βάρος σε σχέση με τον πραγματικό πρωταγωνιστή της, τον Elvis; Σημειωτέον, μάλιστα, ότι ο διορατικός Ολλανδός λάτρης του τσίρκου και του τζόγου –δεν ήταν συνταγματάρχης και δεν ονομαζόταν Tom Parker– είναι ο άνθρωπος που με χειριστικές έως και φασιστικές μεθόδους πετυχαίνει στην πορεία την αφαίμαξη της περιουσίας αλλά και της καλλιτεχνικής ενέργειας του Elvis. Έτσι, όμως, σε μια βιογραφική για τον Elvis ταινία δεν κυριαρχεί η φιγούρα του ίδιου του Elvis αλλά η ολέθρια σχέση του με τον μυστηριώδη μάνατζερ Tom Parker, κάτι που δείχνει πρόθεση για την τυποποίηση της ιστορίας στο κλασικό δίπολο: καλός καλλιτέχνης - αδίστακτος μάνατζερ.
Αλέξανδρος Παπαδόπουλος
Βαθμολογία : 8/10
………………………………………………………………………………………..
Το τρέιλερ της ταινίας