Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Η παρουσία σας εδώ σήμερα εκφράζει μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ποίησης. Εκφράζει μια μικρή πράξη αντίστασης προς την κρατούσα αντιποιητική στάση ζωής, που μας θέλει σ’ αυτήν την ιστορική συγκυρία "λαό πτωχευμένο, ξεπεσμένο, χρεωμένο, ξεγελασμένο, ματαιωμένο, απελπισμένο και πρόσφατα αγριεμένο και μισαλλόδοξο, απαξιωμένο και αντιπαραγωγικό, αφερέγγυο και αναξιόπιστο, που ξεροσταλιάζει πλέον στην πίσω αυλή της Ευρώπης, ζητώντας στήριξη πολιτική ή οικονομική."
Είναι μερικοί συλλογικοί απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί που σταχυολόγησα από άρθρα και επιφυλλίδες μιας μόνο πρόσφατης κυριακάτικης εφημερίδας.
Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον ολισθηρό και επικίνδυνο για τη συλλογική μας ύπαρξη δρόμο της αυτοϋποτίμησης χρειαζόμαστε στήριξη. Στήριξη από το πιο παραγωγικό και δημιουργικό κομμάτι του λαού μας. Σ’ αυτό ακριβώς το κομμάτι του λαού ανήκουν σίγουρα οι ποιητές μας, γιατί μας απελευθερώνουν από νοσηρά στερεότυπα και μικρόψυχα συναισθήματα, καλλιεργώντας ελευθερία και γλώσσα, ευθύνη, ευαισθησία και ανθρωπιά, αξίες και οράματα.
Απ’ αυτήν την άποψη είμαστε απόψε ευγνώμονες προς το Σύλλογο Ανατολικορωμυλιωτών, που επανέφερε στο προσκήνιο της ζωής μας την ποίηση και προς το τιμώμενο πρόσωπο, την ποιήτρια με ρίζες από την Ανατολική Ρωμυλία, κυρία Θεοδώρα Μηνούδη, που με τη συλλογή των ποιημάτων της "Ο Ήχος της Σιωπής" αναζητά την ουσία των πραγμάτων με την ψυχή και όχι με ποσοτικά μέτρα και σταθμά.
Η κυρία Θεοδώρα Μηνούδη γράφει ποίηση για τους ίδιους λόγους που αναπνέει : για να έχει όραμα, ανάταση, ελπίδα, διέξοδο και απόδραση από τη μιζέρια και την καταπίεση, για να πολεμάει το άδικο, για να ταξιδεύει ελεύθερη σαν τον άνεμο, για να ερωτεύεται και να νικά τη μοναξιά, τα γηρατειά και το θάνατο, για να σκέφτεται για να γυρίζει την πλάτη της στον αγοραίο λόγο και στην αγοραία εικόνα, για να ανταμώνει με άλλες ψυχές, που θέλουν να ξεφύγουν από την καθημερινή χυδαιότητα.
Μπορεί η ποίησή της να μην έχει τον πλούτο και το εύρος του Παλαμά, την τεταμένη πυκνότητα και ιστορικότητα του Σεφέρη, την παθιασμένη λυρικότητα του Ελύτη, ή τη δαιμονική ειρωνεία, την ανατρεπτικότητα και την παιγνιώδη διάθεση κάποιων νεότερων ποιητών.
Η κυρία Μηνούδη γράφει ποίηση λιτή, χαμηλότονη, για απλά πράγματα, για καθημερινά συμβάντα αλλά τη διαποτίζει μ’ αυτό που λέμε ευαίσθητη, παρηγορητική γυναικεία ματιά, που λειτουργεί σα βάλσαμο στην ψυχή του αναγνώστη, που αναζητεί στην ποίηση την ανθρώπινη διάστασή της, δηλαδή καταφύγιο και παραμυθία.
Στη συλλογή της "Ο Ήχος της σιωπής" υπερρεαλιστικός είναι μόνον ο τίτλος. Το περιεχόμενο των ποιημάτων είναι εντελώς αληθινό και ανθρώπινο. Έτσι, με γραφή ευαίσθητη καταγράφεται η σιωπή του μοναχικού ανθρώπου, του ανέραστου ή του προδομένου από τον έρωτα, η σιωπή του ανθρώπου που γερνάει και αναπολεί τη χαμένη νιότη του, η σιωπή της περισυλλογής του σκεπτόμενου, η ένοχη σιωπή των καθημερινών ανθρώπων, που εθελοτυφλούν μπροστά στα συλλογικά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα εστιάζοντας μυωπικά μόνο στο προσωπικό τους συμφέρον.
Τα περισσότερα από τα 43 ποιήματα της συλλογής αυτής διαπνέονται από τον έρωτα, έναν έρωτα άλλοτε δυνατό, χωρίς όρια και άλλοτε ματαιωμένο και μελαγχολικό.
Τα υπόλοιπα έχουν έναν ήπιο κοινωνικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα, αλλά όλα ανεξαρτήτως έχουν μία λακωνικότητα, που τους προσδίδει τη διαύγεια, τη φωτεινότητα και την απλότητα του καθαρού κρύσταλλου.
Γι’ αυτό και ο αναγνώστης δε σκοτίζεται, δεν μπλέκει σε δήθεν βαθυστόχαστα νοήματα, δεν "κομπλάρει", όταν διαβάζει την ποίηση της κυρίας Μηνούδη. Η στερεότυπη φοβία προς τον ποιητικό λόγο που νιώθει κάθε συνηθισμένος άνθρωπος αίρεται αμέσως με την πρώτη ματιά στο πρώτο ποίημά της. Σταδιακά, το φευγαλέο κοίταγμα γίνεται ανάγνωση και η ανάγνωση μεταλαβιά.
Έχει, μάλιστα ο αναγνώστης την αίσθηση ότι η χαμηλόφωνη, ψιθυριστή αυτή ποίηση θυμίζει στοιχεία από την ποίηση τον Κώστα Καρυωτάκη και του Κωνσταντίνου Καβάφη, γιατί αυτά νομίζω πως είναι και τα ποιητικά πρότυπα της κυρίας Μηνούδη. Έτσι, από την ποιητική ιδεολογία του Καρυωτάκη μπορεί κανείς να διακρίνει μέσα στην ποίηση της κυρίας Μηνούδη το υπαρξιακό αδιέξοδο, κάποτε την ηττημένη στάση απέναντι στη ζωή, τη μελαγχολική διάθεση, τη μοναξιά και τη σιωπή, αλλά και τη διαμαρτυρία με κοινωνικές προεκτάσεις, το πνεύμα κριτικής και σαρκασμού για τα κακώς κείμενα.
Ο ποιητικός κόσμος του Κωνσταντίνου Καβάφη μετάγγισε στην ποίηση της κυρίας Μηνούδη έναν ήπιο διδακτισμό, έναν φιλοσοφημένο λακωνικό λόγο. Αυτό δε σημαίνει ότι τα ποιήματά της έχουν πάψει να λειτουργούν ως καθαρά αισθητικά δημιουργήματα. Κάθε άλλο. Όταν λειτουργεί ο διδακτισμός, τα μηνύματα προβάλλονται στον αναγνώστη με τρόπο οικείο, υποβλητικό και όχι με τρόπο ρητορικό και κηρυγματικό που απωθεί. Η χρήση, μάλιστα, σε ορισμένα ποιήματα του β΄ προσώπου δίνει στον αναγνώστη την ψευδαίσθηση ότι το ποίημα γράφτηκε αποκλειστικά γι’ αυτόν και γι’ αυτό ταυτίζεται πιο εύκολα.
Όπως ήδη τονίστηκε, τα ποιήματα της κυρίας Μηνούδη δεν είναι μακροσκελή αλλά λακωνικά. Αυτό σημαίνει ότι είναι δουλεμένα. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια έχει έγνοια για το λόγο, έγνοια για το καίριο, το ουσιαστικό.
Άλλωστε, βασική ιδιότητα του ποιητή είναι τα αποστάζει τα γεγονότα της καθημερινότητας, τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις ιδέες και από τα πολλά να μας προτείνει τα λίγα και ουσιώδη. Κι αυτό το πετυχαίνει η κυρία Μηνούδη.
Γι’ αυτό και τα ποιήματά της αντέχουν σε δεύτερη, τρίτη και τέταρτη ανάγνωση. Προερχόμενη, μάλιστα από τη μεγάλη οικογένεια της Ιατρικής, Μαία η ίδια, δε θα μπορούσε παρά να καλλιεργήσει λόγο καίριο, λιτό, ευαίσθητο, παρήγορο, ιαματικό.
Στην ενδόμυχη ένστασή μου ότι από τον ποιητικό λόγο της λείπει η αγωνιστικότητα, η ίδια απαντά με μια γενναιόδωρη πράξη κοινωνικής αλληλεγγύης : διαθέτει όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις της ποιητικής συλλογής "Ο Ήχος της Σιωπής" στο Παιδικό Χωριό SOS της Αλεξανδρούπολης.
Έτσι, ως άνθρωπος του πνεύματος ολοκληρώνει την αποστολή της, εφόσον δεν αφουγκράζεται μόνο τα προβλήματα της κοινωνίας, αλλά πασχίζει έμπρακτα στο μέτρο των δυνάμεών της, να τα αντιμετωπίσει.
Αν η ποίηση της κ. Μηνούδη ήταν πίνακας ζωγραφικής, θα είχε την τεχνική και τα χρώματα του Γάλλου Ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Κλωντ Μονέ, ο οποίος ζωγράφιζε έξω από το εργαστήρι του τη φύση και τους ανθρώπους με μικρές, γρήγορες πινελιές από καθαρά χρώματα, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει τις εντυπώσεις του. Δημιούργησε, λοιπόν πίνακες που πάλλονται από ζωντάνια και φως.
Τέλος, αν η ποίηση της κ. Μηνούδη γινόταν μουσική, για μένα θα ηχούσε σαν ένα πρελούδιο του Σοπέν, ηχόχρωμα που ταυτόχρονα σε θωπεύει, σε ηρεμεί αλλά και σε ταξιδεύει σε μια θάλασσα ήρεμη και διαυγή σαν τον ψυχικό κόσμο της ποιήτριας.
Με μουσική υπόκρουση ένα πρελούδιο του Σοπέν (από την 1η Μαρτίου 2010 όλη η Ευρώπη γιορτάζει τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Γαλλοπολωνού συνθέτη) και με τα χρώματα του Κλωντ Μονέ η κυρία Σούλα Κυρατζόγλου, μέλος της θεατρικής ομάδας της Πολιτιστική Κίνησης Ν. Ροδόπης θα μας διαβάσει μερικά από τα ποιήματα της κας Μηνούδη από τη συλλογή "Ο Ήχος της Σιωπής".
Στο πιάνο η χαριτόβρυτος κυρία Σοφία Ιερωνύμου, καθηγήτρια μουσικής στο Μουσικό Γυμνάσιο – Λύκειο Κομοτηνής.
Σας ευχαριστώ
Δώρα Κάσσα - Παπαδοπούλου
Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Ροδόπης