Βερολίνο η πόλη με τον φράχτη

Φέτος η άνοιξη μπήκε εκρηκτικά σαρώνοντας την καταχνιά του χειμώνα και μοίρασε απλόχερα τα χρώματά της σ΄ αυτή τη βορεινή πρωτεύουσα. Εκείνο, όμως, που την έντυσε και την ομόρφυνε είναι τα λιλά χρώματα της πασχαλιάς, που μοιάζουν να την κυριεύουν μαζί με εκείνη την ευωδία στον αέρα που σου θυμίζει πατρίδα, Πασχαλιά μαζί με την πίκρα του επιτάφιου. Άνοιξη και αναγέννηση εδώ στο μακρινό Βερολίνο, χαμένος στη γαλάζια θάλασσα των ματιών ενός λατρεμένου παιδιού.
Περπατώ σε μια ολοζώντανη πόλη και νιώθω τις πτώσεις και τις υπερβάσεις που γνώρισε αυτός ο τόπος. Όλα αλλάζουν εδώ και όμως σε κάθε σου βήμα νιώθεις να σε κυκλώνει η ιστορία με κρότους πολυβόλων, αίμα, καταστροφή και διαίρεση που κράτησε περίπου 45 χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος της κοντινής μας ιστορίας γράφτηκε εδώ. Στα χέρια μου έπεσε ένα κολάζ φωτογραφιών (Σεργκέϊ Λαρένκωβ) με κοινή απεικόνιση του τότε και του σήμερα 

"…Το Βερολίνο! Μια πόλη αντιθέσεων, προπολεμικός παράδεισος που εδώ και δεκαετίες οι συμμαχικές δυνάμεις, το μίσος και η προπαγάνδα είχαν χωρίσει στα δύο. Αυτά σκεφτόταν η Μαρίτα, την ώρα που ξέπνοη σχεδόν κοιτούσε την πύλη του Μαγδεμβούργου, το κοινό πλευρό των σιαμαίων. Η παγωνιά τρυπούσε το σώμα της, καθώς το βλέμμα της καρφώθηκε στο φυλάκιο. Ο κόσμος γύρω της ήταν αφύσικα πολύς, ένα πλήθος που βούιζε. Η Μαρίτα έτριψε τα γαντοφορεμένα χέρια της κι αναρωτήθηκε αν ο Νοέμβριος ήταν τόσο τουριστικός μήνας. Έριξε μια τελευταία ματιά στην πινακίδα που προειδοποιούσε τον ανύποπτο περαστικό πως από αυτό το σημείο έμπαινε στον ανατολικό τομέα, κι απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το τείχος έκανε και τον πιο αδαή να αναρωτιέται πώς ένας σωρός άψυχες πέτρες έφτανε για να χωρίσει ανθρώπους με κοινή καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία - τον αδελφό από τον αδελφό. …
…"Το τείχος άνοιξε!" Οι τρεις λέξεις ήχησαν παράδοξα μέσα στην ξαφνική νεκρική σιγή. Από την άλλη άκρη της αίθουσας κάποιος ξερόβηξε. Πέρασαν μερικά λεπτά που κανείς δεν κουνιόταν, λες και χρειαζόταν να χωνέψουν αυτό που έμελλε να αποτελέσει το γεγονός του εικοστού αιώνα. Και ξαφνικά, άνθρωποι από όλες τις μεριές της αίθουσας σηκώνονταν και αγκαλιάζονταν. 
Η Μαρίτα παρατηρούσε αποσβολωμένη τους Γερμανούς να κάνουν σαν τα μικρά παιδιά, ώσπου συνειδητοποίησε πως ο πόλεμος είχε κοστίσει και σ’ αυτούς, χωρίζοντας οικογένειες με όγκους τσιμέντου και τούβλων. Επί είκοσι οκτώ χρόνια, χιλιάδες άτομα περίμεναν πίσω από τα συρματοπλέγματα, μέχρι να αντικρίσουν ένα γνώριμο πρόσωπο. 
Η συγκίνηση έμοιαζε συμπυκνωμένη σαν ατμός. Κάποιοι άρχισαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο. Δυο σερβιτόροι έσπρωξαν στην αίθουσα ένα τραπέζι με μια τηλεόραση. Τα κανάλια το ένα μετά το άλλο πρόβαλλαν το απίστευτο νέο. Εικόνες εναλλάσσονταν, τα πλήθη των διαδηλωτών των προηγούμενων ημερών, οι ανθρώπινες αλυσίδες, τα χαρακτηριστικά τραβηγμένα από την αγωνία για τη διεκδίκηση του αυτονόητου, οι συνοριακοί φρουροί να διαφυλάσσουν το πόστο τους σαν τόπο ιερό, και από την άλλη ο κόσμος που ξεχυνόταν στους δρόμους, απ’ τη μεριά του Δυτικού Βερολίνου αυτή τη φορά. Είκοσι οκτώ χρόνια είναι πάρα πολλά για μια διχοτομημένη πόλη. Η κάμερα μετατοπιζόταν, έπιανε παλάμες να σκουπίζουν αμήχανα δακρυσμένα μάτια, νοτισμένα μάγουλα, ανακατεμένα μαλλιά, καθώς Ανατολικοί και Δυτικοί κατευθύνονταν σαν να τους τραβούσε μαγνήτης προς το ίδιο σημείο…"                 
(ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ "Η ακριβή ανάσα του νερού") 

Πύλη του Βρανδεμβούργου σημείο αναφοράς ενός λαού, μιας πόλης, αντίγραφο των προπυλαίων του Παρθενώνα, σκοτεινό και φωτεινό σημείο συνάμα στην ανθρώπινη μνήμη.

Αναρωτιέται ο Albert Camus στην "Πτώση", μετά από αυτό το ξέπλυμα του πολέμου υπάρχει κάτι που να έχει απομείνει στον άνθρωπο; Τίποτε, μόνο ερείπια. Από δω ξεκίνησε ο εφιάλτης και έγιναν αυτή η πόλη μαζί με τόσες άλλες τα κάτοπτρα όπου ο άνθρωπος 



είδε να διαλύονται τα πάντα, να χάνεται η ψυχή του και αυτός να βλέπει το είδωλό του γυμνό και παραμορφωμένο. Και η ελπίδα; Έμεινε μια στάλα ελπίδας; Η απάντηση κρύβεται προσεκτικά στην παρακάτω φωτογραφία, τραβηγμένη στο Βερολίνο, την πόλη της καταστροφής. Σε ό,τι καίγεται και χάνεται υπάρχει κάτι που το αντισταθμίζει και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από το καταλυτικό και λυτρωτικό παιχνίδι των παιδιών.

Βερολίνο κατεστραμμένο, πόλεις του κόσμου κατεστραμμένες

με την ελπίδα, όμως, να ζει στα μάτια των παιδιών και έτσι να παίρνει απάντηση το ερώτημα του Camus, τελικά έμεινε κάτι για να αλλάξει τα πράγματα να δώσει νέο νόημα στη ζωή.

Γράφει ο Μπρεχτ : "Υπάρχει ένας λόγος να προτιμήσει κανείς το Βερολίνο γατί είναι μια πόλη που συνέχεια αλλάζει".

Πριν φτάσει όμως σ΄αυτό, κομματιάστηκε, διαμελίστηκε από ανθρώπους που ύψωσαν τείχη, υπερασπίζοντας ιδεολογίες και πιστεύω που φτιάχτηκαν στο όνομα μιας καλύτερης ζωής. Υπήρξε για 40 χρόνια μια μικρογραφία ολόκληρης της σύγχρονης μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας, χωρισμένο σε ανατολικό και δυτικό κομμάτι. Ένα εκατομμύριο Ανατολικοί. Το "τείχος του αίσχους" με 250 φυλάκια, 5.000 προβολείς και 14.000 φρουρούς. Πέντε χιλιάδες κατάφεραν να δραπετεύσουν. 

Ογδόντα βρήκαν το θάνατο την ώρα της προσπάθειας. Σε μικρές ταμπελίτσες, σε σχήμα σταυρού, τα ονόματά τους. Η ιστορία εδώ είναι πάντα παρούσα. Ο άνθρωπος είναι πάντα παρών. Κάνει λάθη, αγωνίζεται, σκοτώνεται 



και τελικά νικάει μέσα από τα ερωτευμένα μάτια των παιδιών της φωτιάς που μεγάλωσαν και άλλαξαν αυτήν την πόλη. Ξόρκισαν τα μιάσματα του παρελθόντος και ξανοίχτηκαν μπροστά με τρόπο καταλυτικό.

Τύλιξαν με προσοχή τις πληγές του πολέμου και του χωρισμού

και παρέδωσαν στη γενιά τους την παλιά μνήμη καθαρμένη,

φωτεινή, διάφανη, όπου τίποτε δεν θα μένει μυστικό κάτω από τον γυάλινο θόλο με τα κάτοπτρα, 

που σου επιτρέπει να παρακολουθείς τη συνεδρίαση της βουλής.

Συμβολισμοί, απόρριψη της μνήμης που πληγώνει. Οι Γερμανοί θα πολεμούνε πάντα το φάντασμα του ανθρώπου με τη καμπαρντίνα και το μικρό μουστάκι. Θα πολεμούνε με τη διαίρεση απορρίπτοντας κάθε στοιχείο ακόμα και θετικό της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και κατεδαφίζοντας την έδρα της κυβέρνησής της. Η αλαζονεία του νικητή;

Θα πολεμούνε τα κρεματόρια με την ανέγερση δίπλα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, σε μικρή απόσταση από το κτίριο του Ράιχσταγκ και κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν το μπούνκερ του Χίτλερ, ενός μνημείου που καταλαμβάνει μια έκταση μεγέθους δύο ποδοσφαιρικών γηπέδων - όση περίπου και το στρατόπεδο του Νταχάου - και είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο : 1.751 στήλες από μπετόν, βάρους αρκετών τόνων η κάθε μία και ύψους έως πέντε μέτρων, έχουν πια βάλει τη σφραγίδα τους (πληγή) στο βερολινέζικο κέντρο.

Θα πολεμούνε αυτά που τους πληγώνουν και θα αγωνίζονται για άλλα, ή μήπως για τα ίδια, απλά με άλλο τρόπο επαναλαμβάνοντας λάθη του παρελθόντος, έχοντας σκεπάσει με πράξεις συμβολικής κάθαρσης αυτό που έπρεπε να μείνει στη συλλογική τους μνήμη στοιχείο όχι μόνο πόνου και ενοχής αλλά κυρίως αποτροπής.

Potsdamer Platz, χώρος ερημικός, κενός άλλοτε ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση ξαναζεί την αλλοτινή της δόξα μέσα σε μια έκρηξη από γυαλί και ατσάλι.

Η μνήμη σβήνεται, η δύναμη της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας κυριαρχεί με τα κτίρια που υψώνονται, η αρχιτεκτονική παίζει με αντικατοπτρισμούς, με αποκαλύψεις, αφού αφήνει το μάτι να μπει μέσα στα κτίρια αφήνοντας ελεύθερη τη θέαση των ανθρώπων που δουλεύουν στα σπλάχνα τους.

Ο θόλος στο γυάλινο μεταμοντέρνο Sony Center, 

το πρώτο κτίριο μοιάζει με τεράστιο τεντωμένο πανί, το δεύτερο, καθρέπτης που σπάει τον όγκο και το βάρος του μεσαίου και εκεί ανάμεσα στα σύγχρονα κατασκευάσματα εντοιχισμένα σε γυάλινο περίβλημα κομμάτια του παρελθόντος από προπολεμικό μέγαρο με ένα μέρος της οροφής, σκαλοπάτια με δυο κίονες, ένα τζάκι περίτεχνο,

ξεχασμένη δόξα χαμένη μέσα στη σύγχρονη αρχιτεκτονική σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης του νέου με το παλιό.

ALEXANDER PLATZ μελαγχολική, χλωμή, βρώμικη, ωστόσο πολύβουη, κατάλοιπο μιας αντίληψης ζωής που κατέρρευσε μέσα από λάθη τραγικά, μέσα από την αντίληψη ότι η ιδεολογία βρίσκεται πάνω από τον άνθρωπο

Τα τρένα φεύγουν περαστικά από το σταθμό μεταφέροντας την κίνηση από τη μια άκρη στην άλλη. Υπάλληλοι, εργάτες, τουρίστες, μεθυσμένοι, ζητιάνοι όλοι ανακατεμένοι, αίμα στη καρδιά μιας πόλης, με τον πύργο να στέκει δίπλα, υπόμνηση της ουτοπίας του υπαρκτού σοσιαλισμού, καρφί στο μάτι και τα σύννεφα. 

OPERPLATZ Μάης του 1939 η φωτιά θεριεύει, φωτίζει όλο το τετράγωνο, καίει τη γνώση των αιώνων.



Ο πνευματικός πλούτος, όχι μόνο μιας χώρας, γίνεται παρανάλωμα. Βιβλία που καίγονταν απροστάτευτα, μαζί με τα τελευταία ίχνη ελπίδας να γλυτώσει ο κόσμος τον τρόμο, που τώρα ερχόταν να κυριαρχήσει ανατρέποντας κάθε φυσικό νόμο, με μια φωτιά που δεν φώτισε αλλά έριξε στο σκοτάδι τα σώματα και τις ψυχές των ανθρώπων. Σήμερα υπάρχει μια μνήμη εκεί που άναψε αυτή η σκοτεινή φωτιά. 


Στο δάπεδο μια άδεια βιβλιοθήκη ψυχρά λευκή, για να θυμίζει το κενό εκείνων των χρόνων στην ανθρώπινη σκέψη. Τώρα τα πάντα είναι ανοικτά στον πολιτισμό, το πνεύμα. Εκθέσεις, μουσεία, μουσική σε όλες τις εκφράσεις της.





Αργεντίνικοι ρυθμοί στο ελεύθερο lunchkonzert στο foyer της Philharmonie.



Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια του βωμού της Περγάμου  και συμπληρώνω το ταξίδι μου στην ακρόπολη της πόλης στα παράλια της Ιωνίας.

Αναψυχή στις αυλές της Hackescher Hof. 








Περίπατοι στη καταπράσινη καρδιά της πόλης με το Tiergarten να βρίσκεται στις δόξες του.

Βερολίνο του πολέμου, Βερολίνο της ουτοπίας, Βερολίνο του σύγχρονου ρεαλισμού. Εκατομμύρια ανθρώπινες ψυχές ζουν σήμερα σ΄ αυτή την πόλη, άγνωστες μεταξύ τους, που όμως συνεχίζουν να κουβαλούν μέσα στην ανωνυμία τους τις προσωπικές τους ακαταχώρητες ιστορίες και κτίζουν μια πόλη μακριά από τα φώτα της δημόσιας θέασης. Θα παραμείνουν σχεδόν όλες τους άγνωστες για πάντα, θα είναι όμως βιωμένες και γι΄ αυτό θα αποτελούν την ψυχή της πόλης. Μιας ψυχής που είναι δύσκολο να τη βρει κανείς. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ανιχνεύει εικόνες, να βλέπει πίσω από αυτό που δείχνουν.

Οι αλυσίδες που έσπασαν ανοίξανε τους κρίκους που φυλάκιζαν την ελευθερία στη σκέψη, στην κίνηση, στο σώμα. Τώρα όλα εκφράζονται, όλα βιώνονται και η ζωή παίρνει την εκδίκησή της. Πανσπερμία εθνών Πολωνοί, Ρώσοι, Τούρκοι, Ασιάτες, Αφρικανοί, Ρομά, άλλοι ενταγμένοι αρμονικά στη πόλη, άλλοι έχοντας δημιουργήσει τα δικά τους γκέτο - τείχη μεταφέροντας και προφυλάσσοντας παράλογα ένα κομμάτι της μακρινής τους πατρίδας. Πολυπολιτισμική πόλη στην οποία επικρατεί η πλέον φιλελεύθερη αντίληψη ζωής. 
Η ιστορία κάνει κύκλους αντίστροφους. Αυτό που ορίστηκε σαν καθαρότητα φυλής τώρα συντρίβεται, αυτό που απορρίφθηκε ως μόλυσμα τώρα γίνεται αποδεκτό.
Παιδιά όλων των φυλών κατακλύζουν την πόλη μέσα στις εκατοντάδες παιδικές χαρές και αυτό δεν ξαφνιάζει.
Σώματα σημαδεμένα από τατουάζ, που πέρα από τη μόδα, δείχνουν την αγωνία, το θυμό του σύγχρονου ανθρώπου και τη ρήξη του με κάθε στείρο καθωσπρεπισμό και αυτό δεν ξαφνιάζει.
Prenzlauer Allee, δύο νεαροί αγκαλιάζονται, ανάβουν τσιγάρο και απομακρύνονται στη δικιά τους επιλογή ζωής και αυτό δεν ξαφνιάζει.
Philharmonie, ένας εβραίος διευθύνει την συμφωνική μελαχρινών Ισπανών και αυτό δεν ξαφνιάζει.
Όμως, εκεί μέσα στους θεατές κάνει την εμφάνισή του ένα ζευγάρι νέων ντυμένο αταίριαστα για την ηλικία τους, με σμόκιν ο άνδρας και τουαλέτα η γυναίκα, ξανθοί, ωραίοι και οι δυο, παρακολουθούν με ενδιαφέρον και ενώ ένα εκρηκτικό μπολερό μας παρασέρνει όλους και μας ντύνει με χρώματα ζωής, αυτοί παραμένουν αμόλυντοι, ψυχρά αμέτοχοι, συγκαταβατικοί, λευκοί όπως τα ράφια της άδειας βιβλιοθήκης και αυτό ξαφνιάζει.
Στην τηλεόραση ο Γερμανός υπουργός οικονομικών απαντά στο σχολιασμό του δημοσιογράφου ότι πολλοί διακρίνουν μια τάση της Γερμανίας για επικυριαρχία στην Ευρώπη και η απάντηση έρχεται αφοπλιστική : "κάναμε δύο πολέμους και αποτύχαμε τώρα πια δεν θέλουμε το ίδιο". Έτσι απλά "δύο πόλεμοι", τώρα αυτοί φαίνεται να αποκλείονται, όλα τα άλλα όμως, για μια νέα κυριαρχία, είναι ανοιχτά και αυτό ξαφνιάζει.
Ο Markus μας ξαφνιάζει, καθώς μας εξηγεί ότι ακόμη και σήμερα για την ίδια εργασία ο Ανατολικογερμανός αμείβεται με χαμηλότερο μισθό από τον Δυτικογερμανό και φυσικά παίρνει χαμηλότερη σύνταξη. Και συνεχίζει, ο Ανατολικογερμανός, αφού σπαταλήθηκε στις φάμπρικες ενός απάνθρωπου συστήματος, παραδόθηκε βορά στον δυτικό καταναλωτισμό και έχασε αυτό που τα προηγούμενα χρόνια είχε διαφυλάξει..., εδώ η λέξη στα ελληνικά του ξεφεύγει ανοίγει το λεξικό και διαβάζει συλλαβιστά,... την Αξιοπρέπειά του.  
Τελικά ο Σπρέε συνεχίζει να κυλά μαύρος στο Βερολίνο.
Αντιφατικότητες.

Τώρα το τείχος είναι σκόνη, θλιβερό τουριστικό απομεινάρι. Περπατώ πάνω του  και σκέφτομαι ότι σε λίγα χρόνια, καθώς οι γενιές θα φεύγουν θα ξεχαστεί, προκαλώντας την απορία των περιπατητών του μέλλοντος γι΄ αυτό το ξεκάρφωτο σημάδι στο δρόμο.
Στη μνήμη έρχεται ένα μακρινό φωτεινό απόγευμα στη Θεσσαλονίκη. Ο Πολυχρόνης από τα Βρυσικά, που βιάστηκε να φύγει από κοντά μας, μου περιγράφει το Βερολίνο που επισκέφθηκε, ξαφνικά σταματά την κουβέντα με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει "είδα και το φράχτη, άσχημο πράμα". Για μια στιγμή δεν καταλαβαίνω, μετά συνειδητοποιώ ότι μιλά για το "τείχος" μόνο που είχε καταφέρει μέσα σε δύο λέξεις να δώσει νέα διάσταση και νέα μορφή σ΄ αυτό που φάνταζε για χρόνια στο μυαλό μου απόρθητο σημείο χωρισμού.
Το Τείχος έπεσε. Ο χωρισμός σβήνει. Μπρος στην ανθρώπινη θέληση όμως ... θα υπάρχει πάντα κάτι που θα μένει άλλοτε κρυμμένο, άλλοτε φανερό. 

Κιτρινισμένα φύλλα εφημερίδας στα χέρια μου (Ελευθεροτυπία της Τρίτης 9 Μαΐου 1995 ΜΑΡ. ΠΟΛ.)
Β΄ Παγκόσμιος, 50 χρόνια μετά. Και μείς ανατρέχουμε 50 χρόνια πριν. Συγκεκριμένα, σε ένα άρθρο της εποχής εκείνης, που αναδημοσιευόταν στην εφημερίδα (Ελευθερία).
Μόλις έχει λήξει ο πόλεμος και ένας Ελβετός δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη από έναν ανώτατο αξιωματούχο της Καγκελαρίας, ρωτώντας τον χαρακτηριστικά: "και τώρα τι σκοπεύετε να κάνετε; Νικηθήκατε. Ο κόσμος σάς μισεί. Δεν πρόκειται να ξεχάσει αυτά που κάνατε. Πώς θα ορθοποδήσετε ξανά ως έθνος;"
Και ο Γερμανός του απαντά με ψύχραιμη ειρωνεία, με λόγια που όταν τα διαβάσαμε ξανακοιτάξαμε πολλές φορές την ημερομηνία του κιτρινισμένου τόμου που διαβάζαμε, μήπως και λαθεύαμε, μήπως και το φύλλο ήταν σημερινό…Όμως η ημερομηνία δεν άφηνε περιθώρια. Ήταν όντως 50 χρόνια πριν!
"Οι λαοί - απάντησε ο Γερμανός ναζί ξεχνούν γρήγορα. Αυτή είναι εξάλλου και η διαφορά τους από ένα έθνος που θυμάται, όπως η ανώτερη φυλή των Γερμανών (!). Τα χρήματα που θα δοθούν για την ανοικοδόμηση της Γερμανίας θα είναι πολλά, θα έρθουν να δουλέψουν για μας και αυτοί που μέχρι τώρα πολέμησαν εναντίον μας (!). Είμαστε μια φυλή εργατική, που θα ξαναδημιουργήσει την ισχυρή, ενωμένη Γερμανία (!). Θα δείτε ότι θα γίνουμε η ισχυρότερη οικονομικά χώρα(!). Και τότε ο Γκαίμπελς θα μπορέσει να σηκωθεί από τον τάφο του και να αναφωνήσει: "Και όμως νικήσαμε"!!!  
Μνήμες, μνήμες... θα πορευόμαστε πάντα μαζί τους, θα μας πληγώνουν, θα μας λυτρώνουν και σαν από ειρωνεία θα μάχονται τη θνητότητά μας καταγράφοντας σε αδιάλειπτη συνέχεια την ανθρώπινη πορεία. 

Όμως, τώρα δύο μάτια γαλάζια περιμένουν ένα παραμύθι για να κοιμηθούν και εγώ ένα παραμύθι για να βάλω τα όνειρά μου... Μια φορά και ένα καιρό σε μια χώρα μακρινή ήταν μια πόλη όπου ζούσαν οι άνθρωποι όλοι μαζί και τα σπίτια δεν είχαν φράχτες και τα ζώα είχαν ανθρώπινη λαλιά...

Βερολίνο καληνύχτα.

Στέφανος Στεφούλης