Βιβλιοκριτική του μυθιστορήματος ΛΗΤΩ+


Δρ Χριστίνα Αργυροπούλου, 
Επίτιμη Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, συγγραφέας
Βιβλιοκριτική του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου
ΛΗΤΩ+, Εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2020, σελ. 220.

Πριν από έναν μήνα είχα μια μεγάλη έκπληξη, καθώς πήρα από αγαπημένη φίλη ένα εξαιρετικό βιβλίο του συζύγου της με πολύ γλυκιά αφιέρωση. Χάρηκα ιδιαίτερα και ανέμενα να βρω τον πιο κατάλληλο καιρό για να το μελετήσω. Όχι απλά μου άρεσε, συγχρόνως με εξέπληξε για τις αφηγηματικές τεχνικές και τα ευρήματά του, που αποκαλύπτουν τη δύναμη της γραφής του συγγραφέα.

Το μυθιστόρημα έχει τον τίτλο «Λητώ+» και το εξώφυλλο κοσμείται από μια υπέροχη  φωτογραφία του φωτογράφου Alexander Makushin. Στο βιβλίο αυτό η μυθοπλασία, τα κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία ως εξωτερικό πλαίσιο και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία δένονται άριστα σε μια αφήγηση που κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη.  Η οργάνωση του λόγου από ένα χρονικό σημείο, με αναφορές σε προγενέστερα στοιχεία, μέσα από τις μικροϊστορίες των κειμενικών ηρώων, επεκτείνεται σε χώρους και χρόνους. Σε δεκαοκτώ κεφάλαια εμφανίζονται πρόσωπα σε συγκεκριμένους χώρους με τη δράση τους, με τις μεταβολές στο εναντίον, με τις μύχιες ψυχικές καταστάσεις, που εμπλέκουν το φαντασιακό με το ρεαλιστικό και που αναδεικνύουν τη ζωή με τα απρόοπτά της, με εστίαση κυρίως στην ψυχολογία του άντρα. Η όλη αφήγηση λειτουργεί κινηματογραφικά, καθώς άλλοτε ρίχνει φως σε συγκεκριμένα πρόσωπα και άλλοτε σε πιο συνολικές καταστάσεις, σκηνοθετημένες υπέροχα, όπου δρουν οι κειμενικοί ήρωες. 

Ο συγγραφέας επινοεί συνεχώς πρόσωπα και δράσεις. Λειτουργεί με πλαστοπροσωπία ή με τις διάφορες εκδοχές του, φωτίζοντας την ψυχολογία του έφηβου, του φοιτητή και του άντρα με τις φαντασιώσεις του. Ζει ο ίδιος και οι ήρωές του τα προβλήματα της ζωής, που παρεμβάλλονται στις αφηγήσεις και τις εντάσσει σε ρεαλιστικό χώρο και χρόνο. Η αφήγηση γίνεται πολυεπίπεδη με τις εσωτερικές φωνές, τις διάφορες εκδοχές της ζωής των ηρώων του και ζωντανή με τους διαλόγους και τα εξαιρετικά ευρήματα των ανατροπών. Επίσης, ο συγγραφέας δοκιμάζει και την τεχνική του copy paste,  επαναλαμβάνοντας όχι φράσεις, αλλά ολόκληρα κείμενα στις σελίδες 78-79, 94-95, που ως εφαλτήρια οδηγούν σε νέες ιστορίες και δράσεις. Ακόμα, θεωρώ ότι τα κεφάλαια συγκροτούν κινηματογραφικές ή θεατρικές σκηνές, με ήρωες που μου θυμίζουν Πιραντέλλο. 

Η γλώσσα, συχνά κοντά στον προφορικό λόγο, σε ύφος εξομολογητικό ή καθημερινό, κερδίζει τον αναγνώστη. 

Το προλογικό σημείωμα από τη σύζυγο του συγγραφέα και φίλη φιλόλογο, εξοικειώνει εύστοχα τον αναγνώστη με το βιβλίο.

Το βιβλίο το μελέτησα πρώτα ως συνήθως από την αρχή έως το τέλος και μετά τμηματικά, οπότε βρήκα τα πατήματα, δηλαδή το στημόνι και υφάδι, της πλοκής και απόλαυσα τη γραφή του.

Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στον συγγραφέα και αφηγητή Αλέξανδρο Παπαδόπουλο, που έδωσε ένα εξαιρετικό έργο στα ελληνικά γράμματα. 


Χριστίνα Αργυροπούλου,                                                                                                    

Γλυφάδα Φεβρουάριος 2021


Για όσους έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το βιβλίο, η Δρ Χριστίνα Αργυροπούλου επιχειρεί μια εκτενέστερη παρουσίασή του. Επιλεγμένα αποσπάσματα αυτής της παρουσίασης δίνονται στη συνέχεια με τρόπο, ώστε να μην αποκαλύπτονται κομβικά στοιχεία της ιστορίας του έργου. 


Το βιβλίο αρχίζει από μια χρονολογία συνάντησης φίλων το 1975, που έχουν κοινά στοιχεία. Έτσι, δίνονται τόπος, χρόνος και πρόσωπα σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Ο αφηγητής-επόπτης βλέπει και ακούει τα πάντα. Χώρος εκκίνησης είναι η Κομοτηνή και επεκτείνεται μέχρι την Μπολόνια, όπου σπούδαζαν πολλοί Έλληνες φοιτητές. Κάποιοι με μετεγγραφή ήρθαν στην Αθήνα στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο ή σε άλλες Σχολές. Το όνομα του αφηγητή φοιτητή δεν δίνεται από την αρχή της αφήγησης. Δίνονται, όμως, όλα τα απαραίτητα πρόσωπα: οικογένεια, φίλοι και φίλες. Πρώτη παρουσιάζεται η μικροϊστορία της φίλης του συγγραφέα και αφηγητή, της Δώρας. Πολύ έξυπνα όχι μόνον την παρουσιάζει ηθογραφικά, αλλά με ένα Flash back δίνει και την οικογενειακή ιστορία της (διωγμοί του πατέρα κατά τον Εμφύλιο, ιστορία δρώσα για τα κατά και μετά τη δικτατορία του 1967 χρόνια). Έτσι, προβάλλεται η φανατική για γράμματα, φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Αθηνών, Δώρα, και ο αδελφός της, που δε φαίνεται να θεωρεί αντάξιό της τον φίλο της, με μετεγγραφή από την Μπολόνια, στοιχεία που φωτίζουν σχέσεις και δράσεις, π.χ. «Καλός αλλά βουτυρόπαιδο, ρε Δώρα. Άμα εσύ τον γουστάρεις, ο.κ.» (γλώσσα και ύφος ήπιας αργκό).

Ακολουθεί η παρουσίαση στον σκηνικό χώρο της δράσης των φίλων του αφηγητή, του Ντίνου με το χιούμορ του και τη δική του μικροϊστορία, με σχόλια για σύγχρονα επώνυμα άτομα.  Ακολουθούν ο Αντώνης με τον ΠΑΟΚ και τα δικά του θέλω, ο Απόστολος της Ιατρικής Σχολής, ο Ανέστης, ο συγκάτοικος και συμφοιτητής του αφηγητή στην Μπολόνια. Εδώ, σε μια σύντομη αναδρομή, η Δώρα τούς πληροφορεί ότι πέτυχαν τη μετεγγραφή τους στο Ε.Μ.Π. και στο εξής θα ζουν στην Αθήνα, μέσα από έναν έξυπνο διάλογο, που δίνει ζωντάνια στην αφήγηση. Δίνεται η παρουσία και άλλων φίλων, το σχόλιο για τη Σχολή Ξυνή, τον Ξυνή του χτες και του σήμερα, και η διασκέδαση στην Αθήνα των φίλων φοιτητών, που, με μνεία στα τότε τραγούδια, μας μεταφέρει σε εκείνη την εποχή. Μετά από αυτή την «παρέκβαση», που ξεπερνάει τον Ηρόδοτο, αλλά δεν κουράζει, διότι ο συγγραφέας κάνει ενδιαφέρουσα την αφήγηση, μας συνδέει με την αρχή, δηλαδή με το 1975 και το ταξίδι του Κομοτηνή-Αθήνα, με το ΚΤΕΛ.    

Και εδώ δίνεται με τα εντελώς απαραίτητα ο χώρος του ΚΤΕΛ Κομοτηνής και η διαδρομή, στην οποία μια τυχαία είσοδος φέρνει με το αφηγηματικό της εύρημα ανατροπή. Παρουσιάζεται η Λητώ, μια αιθέρια ύπαρξη, συνεπιβάτης του αφηγητή στη διπλανή θέση. Ζει με την οικογένειά της στο Αμβούργο, έχει αέρα κοσμοπολίτικο. Ταξιδεύει στην Αθήνα, για να δει τη γιαγιά της και να κάνει ένα 10ήμερο διακοπών. Μέσα από τον διάλογο και ό,τι ακολούθησε φαίνεται η ψυχική αναστάτωση, ο απρόσμενος έρωτας του αφηγητή, που μας συστήνεται πλέον ως Αλέξανδρος. Εδώ δίνεται πολύ όμορφα η ψυχολογία του άντρα, που προβάλλει τη δική του εσωτερική κατάσταση ως ζήλια στα μάτια των άλλων αντρών, που τον φθονούν, επειδή τον επέλεξε η λάμπουσα Λητώ. Η Λητώ, όντως, έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του, καθώς είχε ήδη πολυετή δεσμό με τη Δώρα. Ο αφηγητής στο σημείο αυτό με την εσωτερική φωνή του εμπλέκει τη φιγούρα της ελεγκτικής γιαγιάς του με τις αντιλήψεις της, όπως και της αυστηρής οικογένειάς του με τα «πρέπει», που, ωστόσο, δεν θα φανούν αρκετά για να τον εμποδίσουν να ριχτεί στη νέα περιπέτεια. 

Στη συνέχεια, με φυσικό τρόπο και με αναδρομή στο παρελθόν, παρουσιάζει τις μικροϊστορίες της οικογένειας σαν μία πολυπρισματική κινηματογραφική αφήγηση που ξεκινάει από τις ρίζες στη Μ. Ασία με τη γιαγιά και τον παππού και φτάνει στη χούντα του 1967. Έτσι, διευρύνεται ο χώρος και προστίθενται νέα πρόσωπα μέσα από τον ευρύτερο κύκλο της οικογένειας. Αμεσότητα δημιουργεί ο ευθύς λόγος της γιαγιάς. Ο ηλικιωμένος αναγνώστης θα αναγνωρίσει και τη δική του γιαγιά με τις συμβουλές της (πολυφωνική αφήγηση, σελ. 23). Ακολουθούν η ιστορία της οικογένειας, οι δυσκολίες επιβίωσης, η μνεία στη Βουλγαρική Κατοχή της Κομοτηνής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα «πρέπει» που η οικογένεια τού επέβαλε στις επιλογές του. Γίνεται μνεία σε τρεις επαγγελματικές επιλογές του τότε έφηβου αφηγητή, που απορρίφθηκαν συνοπτικά από την οικογένεια, όπως και σε δύο επιλογές ερωτικές του πριν από τη Δώρα. Η αφήγηση με τους διαλόγους και τον άμεσο λόγο γίνεται ευχάριστη και συγχρόνως αναδεικνύει την έντονη παρεμβατικότητα της ελληνικής οικογένειας στα παιδιά της. Έτσι, ο αφηγητής καταλήγει στην επιλογή της Μπολόνια ως τόπου σπουδών και όχι του Αμβούργου, διότι έτσι ήθελαν οι γονείς του. Με αυτή την αναδρομική αφήγηση ολοκληρώνεται το κεφάλαιο «Οικογένεια» και συνδεόμαστε πάλι με το προπροηγούμενο κεφάλαιο, δηλαδή με την αφήγηση της συνάντησής του στο λεωφορείο με τη Λητώ. 

Στο κεφάλαιο «Ταξίδι», πραγματικό και ερωτικό, γίνεται η σύσταση και το λογοπαίγνιο με το όνομά του (Αλέξανδρος, Αλέκος), ενώ η Λητώ αναφέρεται με υπερηφάνεια στην μυθολογία του δικού της ονόματος. Μέσα από τις συστάσεις και τον ζωντανό διάλογο γίνεται η γνωριμία των δύο νέων, όπου ο ένας λύνει και ο άλλος δένει, όπως λέμε. Η Λητώ μιλάει για την οικογένειά της στο Αμβούργο, με αναφορές στο παρελθόν μέσα από τον πατέρα της (1937), ενώ ο αφηγητής συνειρμικά θυμάται ότι του είχε προταθεί από την οικογένεια να σπουδάσει στο Αμβούργο. Οι ερωτήσεις φτάνουν στο επίμαχο θέμα αν κάποιος από τους δύο βρίσκεται σε σχέση.

Από εδώ αρχίζει η πρώτη πλοκή, καθώς ο Αλέξανδρος θα αραδιάσει επωφελή για εκείνον ψέματα, γιατί ήδη νιώθει ερωτευμένος με τη Λητώ, έρωτας με την πρώτη ματιά, όπως λέμε. Της εκμυστηρεύεται τα πάντα και ειδικά το πάθος του για το ποδόσφαιρο με πολλά ψέματα για τις επιδόσεις του, αλλά αποκρύπτει επιμελώς τη σχέση του με τη Δώρα. Η Λητώ τού προτείνει να πάει μαζί της στο Αμβούργο, γιατί εκεί υπάρχουν οι προϋποθέσεις, για να υλοποιήσει το όνειρό του. Τα δύο παιδιά έρχονται πολύ κοντά και τότε αρχίζει το δίλημμα του Αλέξανδρου, η εσωτερική του πάλη, πώς να ξεφύγει από τη Δώρα, για να περάσει δέκα μέρες με τη Λητώ και στη συνέχεια να φύγει μαζί της στο Αμβούργο. Δίνονται με πολύ λυρισμό οι δέκα μέρες, που περνούν μαζί στην Αθήνα, η ψυχολογία και οι εσωτερικές φωνές του Αλέξανδρου, όταν μένει για λίγο μόνος. Νέες σκέψεις, νέα πλοκή με ανατροπές και διαπλοκή της φαντασίας και της πραγματικότητας, δίνουν μια άλλη δυναμική στο έργο.

Το επόμενο κεφάλαιο «Αμβούργο» καλύπτει τη ζωή των δύο νέων στο Αμβούργο, με τον Πωλ, το παιδί που αποκτούν, χρόνος 1980 και την εκπλήρωση του παιδικού ονείρου να γίνει ποδοσφαιριστής. 

Στο κεφάλαιο «Η άλλη εκδοχή» ο αφηγητής πραγματεύεται μια άλλη οπτική ζωής με άλλη σκηνοθεσία. Στην άλλη εκδοχή ο ήρωας δεν ακολουθεί τη Λητώ και καταφεύγει μετά από έντονη εσωτερική πάλη στην ασφάλεια της Δώρας. Στην αφήγηση εντάσσεται ως διακείμενο η επιστολή της ερωτευμένης και αφοσιωμένης Λητώς, καθώς ο Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος της έρωτας.  Στη ζωή του με τη Δώρα, ωστόσο, συχνά εμπλέκεται ως εσωτερική φωνή η συνομιλία του με τη Λητώ. Το φαντασιακό και πραγματικό επίπεδο διαπλέκονται, δημιουργώντας ένα ξάφνιασμα, ένα μπέρδεμα αφηγηματικό, που εντείνει συναισθήματα και καταστάσεις, καθώς ο ήρωας ζει σε δύο αντιμαχόμενα επίπεδα, το πραγματικό και το εσωτερικό-ψυχολογικό. Είναι σαν να ζει διπλή ζωή, της επιθυμίας-ονείρου και της πραγματικότητας. Στην εκδοχή αυτή παρουσιάζονται με αναδρομή στο παρελθόν οι εξετάσεις του το 1970, το δίπλωμα το 1978, η μεγάλη χαρά των γονιών του, ο γάμος του με τη Δώρα, η γέννηση των δύο παιδιών τους, ο διορισμός το 1981 στη Νομαρχία Κομοτηνής με τον νόμο Πεπονή, οι επενδύσεις στη Θράκη το 1990 και η διασπάθιση δημόσιου χρήματος. Ο αφηγητής δεν ωραιοποιεί. Αναπαριστά την τότε πραγματικότητα, ανοίγοντας και κλείνοντας μικροαφηγήσεις. Σημαντική είναι η έμφαση στους φίλους, οι οποίοι είναι πάντα δίπλα του (εγκώμιο στην αληθινή φιλία). Έτσι, φαίνεται σαν να ζει εντός του δύο διαφορετικές οικογενειακές καταστάσεις, εκείνη με τη Δώρα και την άλλη με τη Λητώ, όπου οι δύο γυναίκες φαίνεται να ταυτίζονται στη σκέψη του. Τέλος, εκθέτει κάπως κρυπτικά και μια τρίτη εκδοχή στην εξέλιξη της ζωής του, πιο θολή και τυχοδιωκτική, την οποία, ωστόσο, όπως λέει, απορρίπτει η  φωνήεσσα λογική και η συνείδησή του.  

Στο κεφάλαιο «Η θέα του αίματος» δίνεται η μικροϊστορία ενός alter ego του αφηγητή. Του φίλου του Άλκη, γιατρού σε Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Ο Άλκης περιγράφεται ως ωραίος άντρας και καλός οικογενειάρχης. Όμως, η ζωή έχει τους απρόοπτους νόμους της. Έτσι, τον ταράζει και αυτόν με έναν αιφνίδιο έρωτα, τη δεκαεξάχρονη Νεφέλη, η οποία νοσηλεύεται ως ασθενής του. Ταυτόχρονα, με αναδρομή στο παρελθόν δίνεται το ατύχημα το 1977 στην επέτειο του Πολυτεχνείου, που του δημιούργησε τον φόβο στη θέα του αίματος. 

Στο κεφάλαιο «Το Ιατρικό περιστατικό» δίνονται όλα τα σχετικά με το ατύχημα της Νεφέλης αλλά και οι ενοχικές σκέψεις του Άλκη γι’ αυτήν, διότι ήδη νιώθει πολύ ερωτευμένος με την ανήλικη ασθενή του. Ο φίλος του Αλέξανδρος του συστήνει να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Να χωρίσει και να ακούσει την καρδιά του. Και εδώ με αναδρομή στο παρελθόν παρουσιάζεται η μικροϊστορία της οικογένειας του Άλκη, με καταγωγή από Μ. Ασία και Πόντο, με τις οικογενειακές δυσκολίες, με τις επιχειρήσεις του αδελφού του και τα προβλήματα που προκύπτουν, ιδιαίτερα όταν πεθαίνει ο πατέρας τους. 

Ο Άλκης στα «Δύο Άλφα» παρουσιάζεται από παιδί έως την επαγγελματική του ζωή, με εστίαση στη σχέση του με το άλλο «Α», τον μικρότερο αδελφό του τον Άρη (εξήγηση του τίτλου) και έμφαση στις διαταραγμένες σχέσεις τους. Αξίζει να προστεθεί ότι και εδώ η αφήγηση εντάσσεται στο εξωτερικό κοινωνικοπολιτικό της πλαίσιο (Ανδρέας Παπανδρέου, Τσοβόλας). Σε μεταγενέστερο κεφάλαιο θα αναγκαστούν οι δυο τους μαζί με άλλα ξαδέλφια τους να διαχειριστούν μια αναπάντεχη και περίπλοκη κληρονομική ιστορία, η οποία παρουσιάζεται από τον αφηγητή με σκωπτικό τρόπο.

Η αφήγηση επανέρχεται και στα ερωτικά με την ενήλικη πλέον Νεφέλη να ξαναπαρουσιάζεται στη ζωή του Άλκη στην επέτειο της γνωριμίας τους (νέος κύκλος, πλοκή, ανατροπές). Εδώ, ακούγονται οι μύχιες και φανερές σκέψεις και των δύο, μέσα από έναν ζωντανό διάλογο, εφόσον οι δύο ερωτευμένοι ζουν τον έρωτά τους έντονα, με καταφύγιο το υπό κατασκευή σπίτι του Άλκη στο Πανόραμα, που έχει σχεδιάσει ο φίλος του Αλέξανδρος. Παράλληλα, δημιουργείται και μια άλλη πολύπλοκη ερωτική κατάσταση (θυμίζει το αντίστοιχο τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη) με επίκεντρο την θεία της Νεφέλης, Ελεάνα, την οποία θέλει ο φίλος του Άλκη, ο Αντώνης, ενώ η ίδια επιθυμεί διακαώς τον Άλκη. Ο Αντώνης, για να την κερδίσει έστω και άπαξ, προτείνει στον φίλο του μια ερωτική συνάντηση σε «τρίο» στο προσεχές ιατρικό Συνέδριο στη Ρόδο (αντρική φαντασίωση). Ο Άλκης, ερωτευμένος με τη Νεφέλη, δεν θέλει με τίποτα να συμμετάσχει στην πρόταση του φίλου του. Βρίσκει με τη βοήθεια της Νεφέλης ως λύση ανάγκης το φλερτ με τη συνάδελφό του Κλειώ, για να τον απωθήσει η Ελεάνα. Έτσι, δίνεται η μικροϊστορία της Κλειώς και νέα ανατροπή, καθώς από μια προσχεδιασμένη πλάκα η σχέση αυτή δένει. Ακολουθεί με επιτάχυνση του χρόνου η ακτιβιστική δράση της Κλειώς ως γιατρού χωρίς Σύνορα με τη στήριξη του Άλκη και μια σειρά αφηγήσεων με ανατροπές, που κλείνουν σιγά σιγά τους κύκλους με τις ζωές των γυναικών και των φίλων του Άλκη. Οι προσωπικές αυτές ιστορίες διαπλέκονται με τη μακροιστορία της Ελλάδας (υπερβολικός δανεισμός της χώρας, φούσκα Χρηματιστηρίου Αθηνών, σύνδεση της Ελλάδας με την Ο.Ν.Ε., Ολυμπιακοί αγώνες 2004, πρωθυπουργία Γιώργου Παπανδρέου, οικονομική κρίση, πανδημία κορωνοϊού 2020). Έτσι, μέσα από αυτές τις αναμνήσεις, γίνεται σύνδεση με την αρχή του μυθιστορήματος και η όλη αφήγηση κλείνει με το σχήμα του κύκλου. 

Στο τέλος του μυθιστορήματος στην αφήγηση εισβάλει με φυσικό τρόπο η πραγματικότητα του Αλέξανδρου με την αναφορά στον σεισμό της Αθήνας το 1999. Ο Αλέξανδρος, συμμετέχοντας σε κλιμάκιο Μηχανικών, φτάνει στην Αθήνα για την καταγραφή των ζημιών. Μια τυχαία και συναισθηματικά φορτισμένη συνάντηση με τη Λητώ, που φτάνει επίσης στην Αθήνα, για να σώσει το πληγωμένο από τον σεισμό σπίτι της γιαγιάς της, θα φέρει την απόλυτη ανατροπή και επιτέλους θα τον οδηγήσει στην εξιλέωση και στη σταδιακή επούλωση του φοιτητικού του τραύματος.  


Χριστίνα Αργυροπούλου,                                                                                           

Γλυφάδα Φεβρουάριος 2021





















Χριστίνα Αργυροπούλου

Η Χριστίνα Αργυροπούλου γεννήθηκε στο Σκούρα Πατρών, φοίτησε στο ΑΠΘ και στη συνέχεια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
Υπηρέτησε ως φιλόλογος για πολλά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ως Σχολική Σύμβουλος. Επίσης, υπηρέτησε στο Υπουργείο Παιδείας της Πολιτείας της Victoria στη Μελβούρνη και στο Ευρωπαϊκό Σχολείο του Λουξεμβούργου και δίδαξε ευρωπαϊκό Baccalaureate. Από το 2000 μετακινήθηκε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έως και το 2007, καθώς εξελέγη για την έδρα της Συμβούλου στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. 
Είναι Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Βρυξελλών (ULB) με θέμα: «Η Γλώσσα στην ποίηση του Ε. Κακναβάτου, η Γραμματική και οι λειτουργίες της ποιητικής γλώσσας». Έχει DEA, Διδασκαλείο Μ.Ε., επιμορφώσεις και πλούσιο ερευνητικό έργο στη ΝΕ Λογοτεχνία και τη ΝΕ Γλώσσα. 
Έχει και πλούσιο συγγραφικό έργο τόσο σε σχολικά βιβλία όσο και σε ατομικά. Έχει πλούσιο αρθρογραφικό έργο και ως συνταξιούχος συμμετέχει σε Συνέδρια, Σεμινάρια και Ημερίδες με άρθρα της, γράφει ποίηση και συγγράφει βιβλία για τον ομηρικό πολιτισμό και για νεοέλληνες ποιητές και πεζογράφους.

Σημείωση
Τα παραπάνω στοιχεία μαζί με το πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο της περιλαμβάνονται στη Βιβλιοnet-Χριστίνα Αργυροπούλου.
Η Βιβλιοnet αποτελεί τη βιβλιογραφική βάση δεδομένων, η οποία καταγράφει ανελλιπώς από το 1998 όλη την ελληνική εκδοτική παραγωγή και διατίθεται δωρεάν από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού.