"Οι Τσέντσι" του Percy Shelley

Οι Τσέντσι του Πέρσι Σέλλεϋ, του σημαντικού ποιητή εκπροσώπου του βρετανικού ρομαντισμού του 19ου αιώνα, είναι ένα έργο σπάνιο. Μένει ανεξίτηλα στη μνήμη. Η ποιητική γραφή του, μεστή νοημάτων, το λεπτό ψυχογράφημα των ηρώων, η φιλοσοφική αναζήτηση εννοιών όπως η δικαιοσύνη και η ελευθερία, τα όρια της ηθικής, μέσα από μια δυναμική πλοκή, κάνουν το έργο μοναδικό. Το υλικό του μια αληθινή ιστορία κακοποίησης και πατροκτονίας, που έλαβε χώρα σε μια γνωστή αρχοντική οικογένεια της Ρώμης του 1600, την οικογένεια Τσέντσι.

Ο αδίστακτος Φραντσέσκο Τσέντσι βγάζει από τον δρόμο του όποιο εμπόδιο μπει ανάμεσα σ΄αυτόν και τα σχέδιά του. Το έγκλημα δεν είναι πρόβλημα γι’ αυτόν και η άφεση αμαρτιών που εξαγοράζει από την παπική εξουσία με τον πλούτο του, του εξασφαλίζει και την επίγεια ατιμωρησία. Όταν φτάνει στα άκρα, προκαλώντας τον θάνατο των γιων του και τον βιασμό της κόρης του Μπεατρίτσε,  η υποστήριξή του από την εξουσία μεταστρέφεται, και συγχρόνως η κόρη του αποφασίζει την πατροκτονία. Μία δίκη θα λάβει χώρα, όπου δε δικάζονται μόνο άνθρωποι και πράξεις, αλλά και τα σύμβολα του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου.  Τίποτα δεν είναι καθαρό, βρίσκεις τα αντίθετα το ένα μέσα στο άλλο. Τι μπορεί να σημαίνει μία «κακή αλλά αναγκαία πράξη»; Τι συνέπειες μπορεί να έχει η ολιγωρία του νόμου; Μπορεί ποτέ η αυτοδικία να δικαιωθεί;

Η  Μπεατρίτσε, μέσα από την φαύλη πράξη της, «καθαγιάζεται», και γίνεται ένα σύμβολο ηθικής ελευθερίας. Ο  Φραντσέσκο Τσέντσι, μέσα από την σχεδόν καλλιτεχνική επιθυμία του να φτιάξει έναν δρόμο απόλυτου Κακού,  ξαναβρίσκει μια παράδοξη παιδικότητα, αλλά δεν γίνεται να συγχωρεθεί.

Η παράσταση θέλει να φέρει αυτή τη σκληρή ιστορία του 1600, βουτηγμένη μέσα από τον ρομαντισμό του Σέλλεϋ σε ένα χρόνο τόσο προσωπικό, τόσο άμεσο, ώστε να μην έχει σημασία αν είναι τότε ή σήμερα, αλλά μόνο η βαθιά ψυχική εντύπωση που μας προκαλεί.

Το φιλύποπτο περιβάλλον διαρκώς παρόν, ωτακουστές, υπηρέτες, κινούμενοι τοίχοι, πλάσματα μεσαιωνικά, επιβιώνουν σε έναν υπερχρόνο. Η συγκινητική πορεία της Μπεατρίτσε από το σκοτάδι προς το  φως μας παρασέρνει και μας κάνει να αναζητήσουμε μέσα μας το σε τι πιστεύουμε, σε τι θα μπορούσαμε να πιστεύουμε και το τι μένει.


Συντελεστές


Μετάφραση: Γιάννης Νταλιάνης


Σκηνοθεσία: Μαριλίτα Λαμπροπούλου


Σκηνικά - Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού


Ηχητικός Σχεδιασμός: Γιώργος Κορομπίλης


Σχεδιασμός Φωτισμού: Αλέκος Αναστασίου


Κίνηση - Χορογραφία: Ιωάννα Αποστόλου


Βοηθός σκηνοθέτη: Έλσα Θεοχάρη


Βοηθός σκηνογράφου: Ζωή Κελέση


Κατασκευή σκηνικών: Γκέντι


Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη


Γραφιστικά: Μάριος Γαμπιεράκης


Επικοινωνία παράστασης: Ευαγγελία Σκρομπόλα


Προώθηση στα μέσα: Renegade (Σταυρούλα Διακουμάκου)


Παραγωγή: ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ, ZERO GRAVITY


Ηθοποιοί


Γιάννης Νταλιάνης: Φραντσκέσκο Τσέντσι και Δικαστής


Ελίζα Σκολίδη: Μπεατρίτσε Τσέντσι


Ελένη Ζαραφίδου: Λουκρέτια Τσέντσι


Χρήστος Παπαδόπουλος: Τζάκομο Τσέντσι και Ολύμπιο


Δημήτρης Κολλιός: Μπερνάρντο Τσέντσι


Γιώργος Κορομπίλης: Ορσίνο και Εκπρόσωπος του Πάπα


Πανάγος Ιωακείμ: Καρδινάλιος Καμίλο και Μάρτσιο



Πρεμιέρα: Σάββατο 9 Μαρτίου στην σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά


Παραστάσεις


Τετάρτη 19.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00


Από 9 Μαρτίου μέχρι 28 Απριλίου


Διάρκεια Παράστασης: 1 ώρα και 30 λεπτά.


Τιμές εισιτηρίων: 17 και 13 ευρώ.


Προσφορά μέχρι και 3 Μαρτίου (για όλες τις παραστάσεις): 10 ευρώ


Προπώληση εισιτηρίων: more.com 



ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ


BookPress | 26.03.2024

Κριτική: Νίκος Ξένιος


Την τραγωδία "ήρεμου πάθους" των Τσέντσι του Πέρσι Μπους Σέλλεϋ μεταφράζει υπέροχα ο Γιάννης Νταλιάνης και τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει η Μαριλίτα Λαμπροπούλου, στην παράσταση που ξεκίνησε στην αίθουσα "Ω" του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά…

…Κεντρικό ζήτημα του έργου είναι μια συνεχής προσπάθεια ρητορικής υπεράσπισης μιας υποτιθέμενης αθωότητας. Αφενός ο εγκληματικός κόμης Τσέντσι "κλείνει στόματα" και συγκαλύπτει την τεράστια ενοχή του με χρηματισμό και εξαγορά συνειδήσεων υψηλά ιστάμενων προσώπων (του ίδιου του διεφθαρμένου Πάπα Κλήμεντα) κι αφετέρου η Μπεατρίτσε προασπίζεται την αθωότητά της ενώπιον του Ιεροεξεταστή…

…Από το σύνολο των επτασφράγιστων, μη κατονομασθέντων εγκλημάτων που συνοδεύουν το όνομα των Τσέντσι (αλλά και των Βοργίων, σε όλη τη γραμματολογική παράδοση που διαθέτουμε) θεωρώ ότι το πιο δυσθεώρητο και ζοφερό είναι το έγκλημα που διαπράττεται εις βάρος της γυναικείας φύσης: όχι αποκλειστικά ο βιασμός, και δη εκ μέρους του πατέρα, αλλά το σύνολο της ανηλεούς βίας και της ιδιοκτησιακής προβολής εξουσίας εις βάρος των γυναικών, των οποίων οι ενστάσεις προβάλλονται ως "λεκτικές υπερβολές": το ζήτημα επικαιροποιείται στην εποχή του Me-too, όταν διαπιστώνουμε πως τα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα της έμφυλης βίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άθικτα…

…Η σύγκρουση προθέσεων που με τόση λεπτότητα καταγράφει ο Σέλλεϋ στον δέκατο ένατο αιώνα καθιστά το έργο του ιδιαίτερα σύγχρονο, εφόσον η Μπεατρίτσε προβάλλει ανυποχώρητα το προφίλ της αθωότητάς της σε ένα φόντο ηθικής αναλγησίας και κοινωνικής "παραχωρητικότητας" έναντι των προνομίων των ανδρών εξουσιαστών- υπό αυτό το πρίσμα, το έργο είναι ιδιαίτερα φεμινιστικό και βέβηλο, καθώς θίγει ζητήματα που ακόμη και σήμερα δεν έχουν επιλυθεί.

Η τραγική του απόληξη είναι, ως εκ των παραπάνω, η φυσική συνέπεια της ανισότητας και της αδικίας που διέπει τις σχέσεις των ισχυρών του ανδρικού φύλου και των ανίσχυρων του γυναικείου.

Ο χαρακτήρας που περνά, συνήθως, ασχολίαστος σ’ αυτό το έργο είναι ο χαρακτήρας της Λουκρητίας, της συζύγου του Τσέντσι, που η ίδια έχει υποστεί τη συζυγική βία, έχει περάσει, τρόπον τινά, σε ένα "σύνδρομο Στοκχόλμης", αποδεχόμενη μέχρις ενός σημείου τη μοίρα της ως γυναίκας και παραμένοντας συγκρουσιακή ως προς τις προθέσεις. Η Ελένη Ζαραφίδου σε αυτόν τον ρόλο υιοθετεί μια κινησιολογία που συγκατανεύει στη συνθήκη της υποταγής, σε αντίθεση με την ελευθερία των κινήσεων του κόμητα Τσέντσι-τουλάχιστον όπως αυτά αποδίδονται στη συγκεκριμένη παράσταση. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το ρομαντικό ύφος του έργου στην ακροτελεύτια σκηνή, λίγο πριν από ένα ομαδικό λεκτικό παραλήρημα κορύφωσης, εκεί όπου οι καταδικασμένες μάνα και κόρη φτιάχνουν τα μαλλιά η μια της άλλης…

…Ο Γιάννης Νταλιάνης, με απόλυτη φυσικότητα περνά από τον ρόλο του ανήθικου Τσέντσι στον ρόλο του εξίσου ανήθικου Δικαστή της Ιεράς Εξέτασης. Στον σπουδαιότερο, ίσως, ρόλο της καριέρας του, ταυτίζεται επί σκηνής με την προσωπικότητα του Φραντσέσκο Τσένσι, κύρια γνωρίσματα της οποίας είναι ο κυνισμός και η απουσία ηθικών ερεισμάτων: ο χαρακτήρας που υποδύεται διακρίνεται τόσο για τον αμοραλισμό του, όσο και για τη φυσική του ροπή στην κατάκτηση ενός είδους "προσωπικής ελευθερίας" μη παραιτούμενος των απολαύσεων μιας προκεχωρημένης νεότητας…

…Η Ελίζα Σκολίδη λάμπει επί σκηνής με την απλότητα και διαύγεια της ερμηνείας της: η Μπεατρίτσε Τσέντσι δεν είναι μια ανυποψίαστη παρθένα, είναι μια νέα γυναίκα που υφίσταται σωρευμένη βία-και μάλιστα οικογενειακή - και βιώνει τη στυγνή δολοφονία των δύο μεγάλων αδελφών της και τον εγκλεισμό της στον ρόλο της "θυγατέρας μέσα στο κάστρο", είναι αυτόπτις μάρτυρας της υποτακτικής, παθητικής στάσης της μητριάς της απέναντι σ’αυτήν τη βία, ενώ παράλληλα έχει αναλάβει τον ρόλο της προστάτιδας του μικρού, ονειροπόλου αδελφού της και του αμέσως μεγαλύτερου, που αδυνατούν να υποστηρίξουν τις δολοφονικές της προθέσεις.

Ολομόναχη, αυτή, στο ανδροκρατούμενο σκηνικό της θεσμοθετημένης βίας κατά των γυναικών, και προτιθέμενη να υποστηρίξει την αθωότητά της μέχρις υστάτων, προδίδεται ακόμη και από τον εραστή της Ορσίνο: ο Γιώργος Κορομπίλης υποδύεται ευφυώς τον Ορσίνο ως "κινούμενη άμμο" που εκπροσωπεί τη φαυλότητα του κόσμου των ανδρών υπεκφεύγοντας των ευθυνών του, ενώ με ευκολία περνά στον αντίποδα ρόλο του Εκπροσώπου του Πάπα, διανθίζοντάς τον με χιουμοριστικές παρεκβάσεις.

Όσο για τον Χρήστο Παπαδόπουλο, πρόκειται για ένα ταλαντούχο νέο ηθοποιό που δίνει διαρκώς δείγματα της σοβαρής δουλειάς του: με τεράστια ευαισθησία κινείται στον ρόλο του μεγαλύτερου αδελφού Τζάκομο Τσέντσι, αφοπλισμένου και θυματοποιημένου, η μαρτυρία του οποίου, εν όψει βασανιστηρίων, θα είναι καθοριστική για την εκτέλεση της οικογένειάς του.

Έπαινος, τέλος, στις Νίκη Ψυχογιού και Ζωή Κελέση για την αισθητική αρτιότητα σκηνικών και κοστουμιών της παράστασης, στον Γιώργο Κορομπίλη για τη μουσική, στον Αλέκο Αναστασίου για τους φωτισμούς και στην Ιωάννα Αποστόλου για την κίνηση.

Πρόκειται για ένα κορυφαίο έργο ποιητικού λόγου της εποχής του Ρομαντισμού, άψογα μεταφρασμένο και σκηνοθετημένο βάσει βαθειάς έρευνας: αυτό είναι εμφανέστατο στην εξέλιξη μιας παράστασης αισθητικά άρτιας, όπου, με αναφορά σε ένα ιστορικό έγκλημα της Αναγέννησης, επανέρχονται μείζονα ζητήματα προσωπικής ηθικής και ηθικής ελευθερίας, το ζήτημα της δεινής θέσης και κακοποίησης των γυναικών στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες, το προφανές ζήτημα του απηνούς χαρακτήρα των εγκλημάτων και της ατιμωρησίας των ηγετών κάθε λογής (πολιτικών και θρησκευτικών), καθώς και το ζήτημα της αμαρτίας και του αξιόποινου χαρακτήρα του φόνου, σε αντιπαράθεση προς την ιερότητα των οικογενειακών δεσμών…



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Μαρίζα Καψαμπέλη