Εισήγηση : Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Αν τύχη αγαθή είναι που είμαστε απόψε εδώ, στο Στέκι
της Πολιτιστικής Κίνησης, παρόντες σ’ αυτήν την εκδήλωση, υγιείς και με ακέραιη
ακόμη την αξιοπρέπειά μας, εξίσου τύχη αγαθή είναι που έχουμε στην παρέα μας
δυο ανθρώπους του πολιτισμού, νέους με ήθος, ταλέντο και αισθητική.
Είναι ο Θοδωρής Γκόνης, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής
του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής, ηθοποιός, σκηνοθέτης, στιχουργός και πεζογράφος και ο
Γιώργος Ανδρέου, συνθέτης και στιχουργός.
Παρόλο που φαινομενικά στο πεδίο του πολιτισμού οι
δρόμοι τους είναι παράλληλοι, με τη θεατρική γλώσσα εκφράζεται κυρίως ο
Θοδωρής, με τη γλώσσα της μουσικής ο Γιώργος, ωστόσο, απόψε, συγκλίνουν σ’ έναν
κοινό γεωμετρικό τόπο, που λέγεται λογοτεχνία.
Με την πλατιά αφήγηση, με τον εκτεταμένο πολύ-επεισοδιακό
μύθο, τα πολλά επίπεδα του χώρου και του χρόνου, τα πολλά πρόσωπα διάλεξε να
αναμετρηθεί για πρώτη φορά ο Γιώργος Ανδρέου, γράφοντας εδώ και 5 χρόνια το
μυθιστόρημα «Δαίμονας Ξένος», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις
Γαβριηλίδη. Το προφίλ αυτού του βιβλίου θα μας το παρουσιάσει σε λίγο ο ίδιος ο
δημιουργός του.
Ο Θοδωρής Γκόνης με το βιβλίο του «Ο Ύπνος της
Αδριανουπόλεως» των εκδόσεων Άγρα επέλεξε άλλη κειμενική μορφή, άλλη γραφή,
ιδιότυπη, εντελώς προσωπική, ιδιόρρυθμη, για να μην πω ρυθμική, ποιητική, που
θυμίζει πολύ τη στιχουργική του.
72 κείμενα, σύντομα, χωρίς τίτλο, μόνο με αρίθμηση,
που κατά καιρούς δημοσιεύτηκαν ως επιφυλλίδες σε εφημερίδες, συνιστούν το
ημερολόγιο ενός ταξιδευτή, που κινείται από το Νότο στο Βορρά της χώρας και
αντίθετα. Στο ημερολόγιο αυτό συνηθισμένες εξωτερικές εικόνες ή καθημερινές
εμπειρίες, αδιάφορες σε μας που έχουμε χαμηλό δείκτη ευαισθησίας, δίνουν στον
ταξιδευτή ένα ερέθισμα, για να ξεδιπλώσει με τη μέθοδο των πολλαπλών συνειρμών
πτυχές του εσώτερου κόσμου του.
Έτσι, ανοίγονται μπροστά στα μάτια μας μικρές
φωτεινές χαραμάδες, απ’ όπου παρακολουθούμε σε σύντομα πλάνα στοχασμούς,
συναισθήματα, αναμνήσεις, σχέσεις – τη σχέση με τη μάνα, τη σχέση την ερωτική,
τη φιλική – πρόσωπα υπαρκτά και πρόσωπα του μύθου, διαβάσματα, όνειρα,
απογοητεύσεις, προβλήματα, ενοχές, ελπίδες, ό, τι, τέλος πάντων, αποτελεί υλικό
ζωής και υλικό τέχνης για έναν άνθρωπο που θέτει το σώμα και το πνεύμα του σε
διαρκή κίνηση και εγρήγορση αντίστοιχα (σελ. 14 – 15).
Σ’ αυτά τα κείμενα, που συνιστούν όπως είπαμε το
ημερολόγιο, το χρονικό της θητείας του στο Βορρά, ο Θοδωρής Γκόνης επέλεξε να
βάλει τον τίτλο «Ο Ύπνος της Αδριανουπόλεως». Πρόκειται για φράση παροιμιακή,
που συνήθιζε να λέει ο πατέρας του, για όποιον είχε ύπνο ανήσυχο, γεμάτο όνειρα
ταραγμένα, ευοίωνα ή και δυσοίωνα, για όποιον υπέφερε τον ύπνο του Πορθητή, μια
νύχτα πριν την Άλωση.
Το κύριο θέμα του βιβλίου, όπως εύστοχα σημείωσε ο
Μιχάλης Γκανάς, το νόημα δηλαδή που διατρέχει ως συνεκτική ουσία και τα 72
κείμενά του είναι «ο ύπνος και ο ξύπνος ενός ανθρώπου εν εγρηγόρσει», ενός
ανθρώπου αγωνιζόμενου, που προσπαθεί εκτός απ’ τον επιούσιο, να κερδίσει και
την ψυχή του, το ήθος του, τις αξίες του, την αισθητική του. Στον αγώνα αυτό
πληγώνεται, σταυρώνεται, συχνά από φίλους, έχει ενοχές, λυπάται, αλλά δεν
απελπίζεται. Ο Θοδωρής Γκόνης πιστεύει στην αξία του αγώνα, του επίμονου και
υπομονετικού αγώνα – άλλωστε επιλέγει σ’ αυτά τα κείμενα ως alter ego του το
ταπεινό γαϊδούρι – και έχει ως σηματωρούς του, για να μη χάνει το δρόμο και
τους στόχους του, τον Τολστόι, τον Κορνάρο, το Σεφέρη, τον Καρυωτάκη, τον
Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Παπαδιαμάντη, τον Σκαρίμπα, τον Οιδίποδα, το δημοτικό
και λαϊκό τραγούδι.
Το άλλο μικρό θαύμα που συντελείται στον αγώνα αυτό
του Θοδωρή είναι η γλώσσα του. Μια γλώσσα πληθωρική, λαμπερή, σπινθηροβόλα, που
γεννά μέσα από αλλεπάλληλες αλυσιδωτές εκρήξεις μικρούς κόσμους χρωμάτων,
γεύσεων, αρωμάτων, εικόνων. Ουσιαστικό για την ουσία των πραγμάτων, ρήμα για
την ενεργοποίησή τους είναι τα μέρη του λόγου που κυριαρχούν στα 72 κείμενα του
«Ύπνου της Αδριανουπόλεως».
Στη συνέχεια, με παραλλαγές, περιφράσεις, ασύνδετα,
ομοιοτέλευτα, κλιμακώσεις, υφέσεις και ανατάσεις, μεταφορές και ερωτήματα, η
όψη του κόσμου η πεζή ανανεώνεται και αποκτά χυμούς ζωής. (σελ. 40 – 41).
Στο πιθανό ερώτημα πώς διαβάζεται ένα τέτοιο βιβλίο,
η απάντηση είναι διττή, με μια μόνο πνοή, αν επιθυμεί κανείς μεγάλη απόλαυση ή
σε δόσεις μικρές και εξίσου απολαυστικές, ακούγοντας τραγούδια σε στίχους του
Θοδωρή Γκόνη, όπως θα κάνουμε κι εμείς σε λίγο.
Σας ευχαριστώ.