Αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία

Εισήγηση : Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου

Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Η προσέγγιση της προσωπικότητας και του έργου ενός Λογοτέχνη είναι γινόμενο πολλών παραγόντων, άλλοτε σταθμισμένων και αντικειμενικών, εφόσον βασίζονται σε τεκμήρια, και άλλοτε αστάθμητων και φευγαλέων, γιατί έχουν να κάνουν με τη βιοψυχική ιδιαιτερότητα του δημιουργού και με το γοητευτικό άγγιγμα της τέχνης.
Έτσι, όσοι ασχοληθήκαμε με το αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία (1910 – 1975) και στα 100 χρόνια από τη γέννησή του αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε μια πολυεπίπεδη – ας μου επιτραπεί ο όρος – παρουσίαση, που αποτελείται από 4 διακριτά μέρη:
1. Από μια συνοπτική αποτίμηση του έργου του, που θα προσπαθήσει να δώσει και στον πλέον αμύητο μερικούς κώδικες και κλειδιά, για να εισέλθει στον ποιητικό κόσμο του Καββαδία.
2. Από τη σύντομη βιογραφία του, που έγραψε με τρυφερότητα η αδελφή του Τζένια Καββαδία και από μερικά αποσπάσματα που προέρχονται από τα λιγότερο γνωστά έργα του, τα πεζογραφήματα «Βάρδια» και «Λι». Τα κείμενα αυτά αναδεικνύουν στοιχεία της προσωπικότητας του Καββαδία και της καθημερινής του ζωής μέσα στα εμπορικά πλοία και στα ποστάλια, δηλαδή στα επιβατικά πλοία, με τα οποία ταξίδεψε μια ζωή. Όλα τα πεζά κείμενα αποδίδονται από μέλη της θεατρικής ομάδας της Πολιτιστικής Κίνησης.
3. Ο ποιητικός λόγος θα αναδειχθεί από τα μελοποιημένα ποιήματά του, που αγάπησαν πολλές γενιές Ελλήνων, από τη δεκαετία του ΄70 μέχρι σήμερα. Θα τα ερμηνεύσουν νέοι μουσικοί, μέλη και φίλοι της Πολιτιστικής.
4. Τέλος, για όσους αντέχουν ακόμη, υπάρχει και το 40λεπτο ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά από τη σειρά της ΝΕΤ «Εποχές και Συγγραφείς».
Στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω θερμά εκ μέρους της Πολιτιστικής Κίνησης και του Συνδέσμου Φιλολόγων, που συνδιοργανώνουν την αποψινή εκδήλωση, το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, γιατί μας εμπιστεύτηκαν ένα cd με φωτογραφικό υλικό και το dvd του Τάσου Ψαρρά, που παρουσιάζουν όψεις από τη ζωή και το έργο του Νίκου Καββαδία. Έτσι, συνέβαλαν αποφασιστικά στην καλύτερη τεκμηρίωση του αφιερώματος.

Αγαπητοί φίλοι,
Από την αρχή της εισήγησης το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι το εξής:
Ο Νίκος Καββαδίας είναι ο ποιητής που έγινε ναυτικός από συνειδητή επιλογή και όχι ο ναυτικός που έγινε ποιητής, για να υπερβαίνει τη δύσκολη ζωή του.
Επιπλέον, ο Ν.Κ. έχει μιαν αντίστροφη συγγένεια με τον Ομηρικό Οδυσσέα. Δεν αναζητάει το νόστο με επιστροφή στην πατρίδα. Αντίθετα, νόστος γι’ αυτόν είναι το ταξίδι και μάλιστα το ταξίδι διά βίου. Αυτό τον τρέφει ως άνθρωπο και ως ποιητή.
Από τα 65 χρόνια που έζησε (1910 – 1975) σχεδόν 50, αν εξαιρέσει κανείς τα χρόνια του πολέμου και του Εμφυλίου, ταξίδεψε, στην αρχή ως ναυτόπαις και μετά ως ασυρματιστής, μαρκόνης, σε πλοία εμπορικά και επιβατικά, τα λεγόμενα ποστάλια. Είναι, επομένως, στην πραγματική του ζωή εξαρχής στιγματισμένος «από των αναχωρήσεων τη μανία». Το ταξίδι είναι γι’ αυτόν όλη του η ζωή, η εργασία του, το συμπαντικό στοιχείο της ύπαρξής του.
Γι’ αυτό, αντίστοιχα, και στο ποιητικό του έργο, το ταξίδι είναι το αυτονόητο σκηνικό, το πλοίο το ονειρώδες αφροδίσιο σώμα, το νερό η πλήρης ερωτική φαντασίωση, οι περιπέτειες των ναυτικών σε μέρη εξωτικά όχι όμως τουριστικά, σε λιμάνια κοσμοπολίτικα, εκεί όπου αρώματα, γυναίκες, αρρώστιες, ναρκωτικά και θάνατος συναντιούνται, είναι το πρωτογενές και ταυτόχρονα βιωματικό υλικό της ποίησης και των πεζογραφημάτων του.
Όπως τονίστηκε εξαρχής ο Ν.Κ., πριν ραντιστεί από τη θάλασσα, ήταν ήδη από παιδί εμποτισμένος και εμβαπτισμένος στην ποίηση. Η αδελφή του Τζένια Καββαδία αναφέρεται στα πρώτα του διαβάσματα: Το Βοτάνι της Αγάπης του Δροσίνη, Τα Ημερολόγια του Σκόκκου, Η Κασσιανή του Κυριακού, Ποιήματα από τη Συλλογή των Ελληνικών Ασμάτων του Κωνσταντινίδη. Στο δημοτικό ο Κ. εκδίδει 3 τεύχη με σατιρικά ποιήματα. Στο γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και γιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα, που λειτουργεί ως πρότυπό του, ενώ στα 18 του αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το τευτονικό ψευδώνυμο «Πέτρος Βαλχάλας».
Ως έφηβος και ως νέος διαβάζει τους Έλληνες καταραμένους ποιητές Ουράνη, Φιλύρα, Λάσκο, Μπάρα αλλά και ως νέος ποιητής σφραγίζεται στην κυριολεξία από τους Γάλλους καταραμένους ποιητές του Συμβολισμού, το Μποντλέρ, το Ρεμπό, το Λεβέ, τον Κορμπιέρ, τον Απολινέρ.
Το δικό του, επομένως, ώριμο ποιητικό έργο φορτίζεται από το γαλλικό Συμβολισμό και από τα βιώματα της ναυτοσύνης του. Το τελικό αποτέλεσμα, 52 μόλις ποιήματα, το 1/3 της επίσημης παραγωγής του Καβάφη, κατανεμημένα σε 3 συλλογές:
Μαραμπού - 1933
Πούσι - 1947
Τραβέρσο - 1975
Αυτά τα 52 ποιήματα των επίσημων συλλογών του στάθηκαν αρκετά για τους αναγνώστες, για να τον αναδείξουν ως τον πιο αγαπημένο, τον πιο διαβασμένο και τον πιο μελοποιημένο ποιητή από το 1933 μέχρι και σήμερα.
Σε αντίστιξη, ωστόσο, με το μαγεμένο από την ποίηση του Κ. κυρίως νεανικό κοινό, οι επίσημες γραμματολογίες με τη γνωστή φιλολογική γραφειοκρατία δεν τον ναυτολόγησαν στο σκάφος της γενιάς του, δηλαδή στο σκάφος της γενιάς του ’30, που είχε ως κυβερνήτες λαμπρά ονόματα, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο. Τον άφησαν απέξω, σαν εξωτικό πτηνό, «να ακροβατεί στα παταράτσα», στα σκοινιά, δηλαδή, που στερεώνουν το κατάρτι στα πλαϊνά του πλοίου.

Η αιτιολογία γι’ αυτή τη φιλολογική έξωση:
- οι δήθεν παρακμιακές υφολογικές καταβολές του Κ. από τον γαλλικό Συμβολισμό,
- οι θεματολογικές εμμονές του, που σχετίζονταν αποκλειστικά με την αμαρτωλή ζωή των ναυτικών και που έθιγαν βαθύτατα τον τότε μικροαστικό καθωσπρεπισμό,
- οι στιχουργικές αδεξιότητες της πρώτης συλλογής του,
- και κυρίως η εμμονή του Κ. στον παραδοσιακό στίχο με μέτρο και ομοιοκαταληξία, την εποχή που η γενιά του ’30 με τη «Στροφή» του Σεφέρη στράφηκε εξολοκλήρου προς τον ελεύθερο, το μοντέρνο στίχο.
Εξαίρεση σ’ αυτήν την επίσημη φιλολογική αμφισβήτηση του ποιητή αποτελεί ο Φώτος Πολίτης, που παρουσίασε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Πρωία» την πρώτη συλλογή του Κ. «Μαραμπού» με πολύ θετικά σχόλια.
Τον Ιούνιο, λοιπόν, του 1933, 23 μόλις ετών, ο Ν.Κ. εκδίδει με δικά του έξοδα σε 245 αντίτυπα το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Μαραμπού», από το όνομα ενός εξωτικού πουλιού, που μοιάζει με μεγάλο πελαργό.

- Την ίδια εποχή κυκλοφορεί «Η Ζωή εν Τάφω» του Μυριβήλη (1930) και το «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη (1930).
- Το 1931 εκδίδονται: η «Στροφή» του Σεφέρη, «Τα ρόδα της Μυρτάλης» του Βαφόπουλου και «Το νούμερο 31328» του Βενέζη.
- Την άνοιξη του 1932 ο Καββαδίας δημοσιεύει σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πειραϊκόν Βήμα» την «Απίστευτη ιστορία του λοστρόμου Νακαχαμόκο».
- Το 1933 ο Χίτλερ γίνεται Καγγελάριος της Γερμανίας. Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Χαμένος Ορίζοντας» του Τζέιμς Χίλτον, η «Ανθρώπινη μοίρα» του Αντρέ Μαλρό και ο «Ματωμένος γάμος» του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στον «άπατρη» Ρώσο Ιβάν Μπούνιν.
- Στην Ελλάδα, ο Θεοτοκάς τυπώνει την «Αργώ» και ο Αλέξανδρος Μπάρας τις «Συνθέσεις». Τον Απρίλιο πεθαίνει ο Καβάφης.

Τα 19 ποιήματα της Συλλογής γίνονται δεκτά με ενθουσιασμό ιδιαίτερα από τους νέους. Ο ίδιος αποκτά το παρωνύμιο «Μαραμπού» και καθιερώνεται ως ποιητής της Θάλασσας και της Αμαρτίας, εφόσον μιλά με αιχμηρή και ωμή γλώσσα για τα αμαρτωλά βιώματα των ναυτικών, ακόμα και για πράγματα απόκρυφα, που λειτουργούσαν τότε ως ταμπού.

Στο «Μαραμπού» ο Κ. αφηγείται με θεατρικότητα και μουσικότητα ιστορίες από τις σχέσεις των ναυτικών μέσα στο καράβι, από τις σχέσεις τους με τον κόσμο και τον υπόκοσμο του λιμανιού, καθώς και μελοδραματικές ιστορίες γυναικών προγεγραμμένων από τη μοίρα. Το «εγώ» του ποιητή είναι ακόμη αποστασιοποιημένο από τους υπόλοιπους ναυτικούς και γι’ αυτό παρεμβαίνει στα 15 από τα 19 ποιήματα του βιβλίου:
- Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά…
- Κι εγώ, κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό…
- Κι εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα…
- Κι εγώ, που τόσο πόθησα μια μέρα να ταφώ…
Έτσι, υποβάλλει ευθύς εξαρχής τη μορφή ενός ηττημένου, αλλά άγρυπνου ανθρώπου, που ταξιδεύει στους ωκεανούς χωρίς να ποζάρει σαν γραφικός θαλασσόλυκος, που είναι φιλολογικά ενημερωμένος, αλλά αποφεύγει να δείχνει διανοούμενος, που έχει επίγνωση της λογιότητάς του, αλλά παραμένει λαϊκότροπος και αποθεώνει στην ποίησή του τη γοητεία των άλλων τόπων. Άλλωστε ο Κ. περιγράφει έναν εαυτό που είναι ξένος όχι μόνο για τους στεριανούς,  αλλά και για τους συναδέλφους του ναυτικούς. Από την άλλη, και ο ίδιος αρκετές φορές κρύβει την ταυτότητά του. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσπαθεί να πείσει πως δεν είναι ο ποιητής Κ., αλλά ένας πρώτος ξάδερφός του.

1947. Ο Κ. είναι 37 χρονών. Από τις εκδόσεις του φίλου του Νότη Καραβία κυκλοφορεί τον Ιανουάριο σε 1.000 αντίτυπα η 2η Συλλογή του «Πούσι». Πούσι σημαίνει καταχνιά. Εδώ κυριαρχεί το β΄ πρόσωπο, το «εσύ», κάτι που δίνει μεγαλύτερη αμεσότητα και θέρμη στον εξομολογητικό χαρακτήρα των ποιημάτων. Τα ποιήματα μοιάζουν σαν γράμματα ενός ναυτικού προς συγγενείς και φίλους ή μάλλον σαν σύντομες καρτ ποστάλ που τις ταχυδρομεί από λιμάνια. Οι αφιερώσεις, μάλιστα, που υπάρχουν σε όλα τα ποιήματα λειτουργούν ως παραλήπτες τους.
- Έτος 1947. Οι Γερμανοί έχουν φύγει κι έχει αρχίσει ο Εμφύλιος. Με δημοψήφισμα επανέρχεται η Βασιλεία. Η Ιταλία υπογράφει συνθήκη και παραχωρεί τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Το δόγμα Τρούμαν παρέχει οικονομική βοήθεια. Σχέδιο Μάρσαλ. Αλληλοδιαδοχή ελληνικών κυβερνήσεων, ενώ ο «Δημοκρατικός Στρατός» σχηματίζει «Κυβέρνηση του Βουνού» υπό το Μάρκο Βαφειάδη.
- Στο χώρο της Λογοτεχνίας: ο Τενεσή Ουίλιαμς δρομολογεί το «Λεωφορείο ο Πόθος», ο Αλμπέρ Καμί ξορκίζει την «Πανούκλα», εκδίδεται «Το Ημερολόγιο της Άννας Φράνκ». Το βραβείο Νόμπελ απονέμεται στον Αντρέ Ζιντ.
- Στην Ελλάδα εκδίδονται το «Contre Temps» της Μιμίκας Κρανάκη, το «Γαλαξίδι» της Εύας Βλάμη και «Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός» του Στρατή Τσίρκα».

Στο «Πούσι» ο Κ. ακολουθεί την πιο σφιχτή παραδοσιακή μετρική. Ρίμες πλεκτές ή σταυρωτές εναλλάσσονται χωρίς νόμο στο ίδιο ποίημα. Η εμμονή στον παραδοσιακό στίχο του Κ. είναι περίεργη, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι ποιητές της εποχής του, της γενιάς του ’30, αναζητώντας το καινούριο, καταλήγουν στον ελεύθερο στίχο. Ωστόσο, υπάρχει ένα στοιχείο που φέρνει τα ποιήματα της Συλλογής «Πούσι» πιο κοντά στη μοντέρνα ποίηση. Κι αυτό είναι η κατάργηση του ομαλού χρόνου αφήγησης. Τα ποιήματα δεν είναι πλέον μικρές ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος. Υιοθετείται η ελλειπτική γραφή, στην οποία τα αφηγηματικά κενά αυξάνουν τελικά τη γοητεία του ποιήματος.
Ο λόγος του είναι σαφώς λογιότερος και λυρικότερος, με μουσικότητα ανάλογη με αυτήν της γαλλικής ποίησης του Συμβολισμού, η οποία λειτούργησε ως πρότυπό του. Ο ποιητής στο «Πούσι» είναι σοβαρός, πικρός, αλλά και περισσότερο ευδιάθετος και το κέφι κορυφώνεται με ξεφάντωμα στην «Αρμίδα»,
το πειρατικό του Captain Jimmy
που μ’ αυτό θα φύγετε κι εσείς
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμνη

1954. Ο Κ. 44 ετών εκδίδει τη «Βάρδια». Οι γραμματολόγοι δεν έχουν καταλήξει πού ακριβώς να εντάξουν ειδολογικά το βιβλίο αυτό. Γι’ αυτό και προτιμούν το χαρακτηρισμό πεζογράφημα.

- Το 1954 η Φρανσουά Σαγκάν παρουσιάζει το «Καλημέρα θλίψη»,
- Ο Ντίλαν Τόμας το «Κάτω από το γαλατόδασος»
- Ο Τόλκιν αρχίζει την τριλογία «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών»
- Το βραβείο Νόμπελ απονέμεται στον Αμερικανό Έρνεστ Χέμινγουέη, ο οποίος εξέδωσε δυο χρόνια πριν την έξοχη νουβέλα «Ο γέρος και η θάλασσα».
- Στην Ελλάδα εκδίδονται το «Ζητείται Ελπίς» του Αντώνη Σαμαράκη,
- «Ο κύριός μου Αλκιβιάδης» του Άγγελου Βλάχου,
- «Μια σκοτεινή υπόθεση» του Αλέξανδρου Κοτζιά,
- «Άνθρωποι και σπίτια» του Αντρέα Φραγκιά.

Ο Καραντώνης θεωρεί τη «Βάρδια» νατουραλιστικό σενάριο όλης της ποίησης του Καββαδία. Με τη «Βάρδια» ο Κ. αποδείχτηκε πρώτης τάξεως πεζογράφος, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την έκδοση των υπόλοιπων πεζών κειμένων του, «Του πολέμου», «Στο άλογό μου» και «Λι».

Σύμφωνα με το Γάλλο Ελληνιστή Φιλόλογο Μισέλ Σονιέ, που δίδαξε τη «Βάρδια» στη Σορβόννη, το πεζογράφημα αυτό είναι μια περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας οι ναυτικοί θυμούνται και αναμασούν τις περιπέτειες της ζωής τους.
Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν, γιατί για τους ναυτικούς δεν υπάρχει χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά. Κυρίαρχα θέματα στη «Βάρδια» ο έρωτας και ο θάνατος. Εντυπωσιάζει, όμως, και η ιδιόμορφη και ελεύθερη γλώσσα των ναυτικών, ο έκδηλος και ειλικρινής ανθρωπισμός τους. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο ασυρματιστής Νικόλας, Κόλιας, που λειτουργεί ως περσόνα του ποιητή. Σ’ αυτόν προβάλλει την αυστηρή αυτοκριτική του:

- «Ταξιδεύεις, γιατί φοβάσαι τη στεριά. Πας με τις πόρνες, γιατί είσαι δειλός. Νίκησες από ανάγκη την αηδία. Είσαι γιομάτος τατού. Μασκαραλίκια. Δεν τα κέντησες από θαλασσινή πίστη. Όλοι σταμπάρονται μεθυσμένοι και μετανιώνουν, εσύ πήγες ξεμέθυστος. Τα’ βαλες, για να μπορείς να τα δείχνεις. Μόστρα. Είσαι έτοιμος κάθε στιγμή να κάνεις τούμπες, για να γελάσουν οι άλλοι».

Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος με αφορμή την προηγούμενη εξομολογητική παράγραφο από τη «Βάρδια» και ειδικά από τη φράση «εσύ πήγες ξεμέθυστος» διερευνά την υπόθεση της λανθάνουσας ενοχής, που διαπερνά ολόκληρο σχεδόν το έργο του Καββαδία.
Ο ναύτης – ποιητής νιώθει στο βάθος ένοχος, γιατί διέπραξε μια «προδοσία»: δε μπόρεσε ποτέ να ενσωματωθεί ψυχή τε και σώματι στη ζωή των ναυτικών. Ο ποιητής έμεινε ποιητής μέσα στο ναύτη, που κατά τα άλλα ήταν γεμάτος τατουάζ, αλλά χωρίς θαλασσινή πίστη, «ξεμέθυστος». Προσωπικά, θα προσέθετα ότι ο Κ., κι όταν κυκλοφορούσε στη στεριά, ήταν ανένταχτος και μονήρης, εφόσον έφερε μέσα του πολύ βαριά το γεγονός ότι οι ομότεχνοί του – και ειδικά ο Σεφέρης – δεν τον ενσωμάτωσαν ποτέ στη γενιά του ’30.
Μετά το θάνατο του Κ., στις 10 Φεβρουαρίου 1975, εκδόθηκε η 3η ποιητική του Συλλογή «Τραβέρσο» με 14 ποιήματα και 3 νανουρίσματα. Τραβέρσο σημαίνει «πορεία κόντρα στον καιρό που παίρνουν τα καράβια με όλη την ισχύ των μηχανών τους, για να κρατηθούν και να σωθούν σε σφοδρή θαλασσοταραχή, όταν κάθε άλλη πλεύση είναι επικίνδυνη», σημειώνει ο Τάσος Κόρφης. Στην Συλλογή αυτή το θαλασσινό σκηνικό διατηρείται μόνο ως εξωτερικό στοιχείο. Ο ναύτης του Κ. δεν είναι πλέον η προσωποποίηση ενός επαγγέλματος, αλλά η ποιητική σύνοψη μιας ανθρώπινης κατάστασης.
Στο «Τραβέρσο» διαπλέκονται ελεύθερα στοιχεία μυθικά με στοιχεία της πραγματικότητας, πρόσωπα μυθικά με πρόσωπα της Ιστορίας. Ξεχωρίζει η αρχετυπική μορφή της γυναίκας – γοργόνας. Εδώ, παραδόξως, τα κορίτσια είναι πλέον τρυφερά και καλόγνωμα. Τώρα η γυναίκα δεν χαρακτηρίζεται ούτε κοινή ούτε χαμένη. Μπορεί να παραμένει ονειρική, νεφελώδης, αλλά είναι απόλυτα γυναίκα.
Έχει όνομα: «Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία», συγκεκριμένη καταγωγή: «Ξέστρωσες το νυφικό κρεβάτι σου Θιακιά», «Βίρα Κεφαλονίτισσα». Αλλού είναι θαλασσοκόρη ξανθή και γαλανή ή μοιραία τσιγγάνα, δίπλα στη βιβλική Ρουθ, την Εσθήρ και τη θολή Φάτα Μοργκάνα. Ο στίχος, εξάλλου, κερδίζει σε σκληρότητα και δύναμη. Ο επικός τόνος ανεβαίνει.
Αξιοσημείωτο είναι ότι και στις 3 ποιητικές Συλλογές του Κ. παρατηρείται μια διαδοχή επαναλαμβανόμενων στοιχείων – μοτίβων. Δηλαδή, μοτίβα μεταφέρονται από το ένα ποίημα στο αμέσως επόμενο ή μεθεπόμενο ή ακόμη και σε άλλα πολύ μεταγενέστερα. Μελετητές του Κ. μιλούν για παλινδρομική διαδικασία του ποιητή, που ξεφυλλίζει τα προηγούμενα, για να ξαναπιάσει το νήμα για τα επόμενα, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι όλο του το ποιητικό έργο είναι ένα ποίημα εν προόδω και το πεζογράφημα «Βάρδια» ο υπομνηματισμός του.

Ο Κ. ως διανοούμενος και ως ποιητής εισέπραξε και πολύ σκληρές κριτικές. Ο πεζογράφος Βασίλης Λούλης, ναυτικός κι αυτός, τον κατηγόρησε το 1969 ότι στο «Μαραμπού» δίνει στους αναγνώστες του μια ψευδή εικόνα για τη ζωή των ναυτικών κι έτσι μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι διάλεξαν το επάγγελμά τους όχι από ανάγκη, αλλά ζητώντας περιπέτεια, σαν τους παλιούς εξερευνητές ή σαν τους σημερινούς αργόσχολους τουρίστες.
Τον κατηγόρησαν, επίσης, πως στάθηκε αδιάφορος σε όλη την άλλη έξω από τα καράβια, τις αντένες, τις βάρδιες και τους πνιχτούς μεθυσμένους έρωτες των λιμανιών ζωή, πως έμεινε ξένος στα δράματα του Έθνους του.
- Ο ποιητής Τάσος Κόρφης, φίλος του Κ. απαντά στη δεύτερη κατηγορία λέγοντας ότι ο ποιητής έχει πολιτική συνείδηση, εφόσον, εκτός απ’ τα ποιήματα που έγραψε για την Αντίσταση, το Λόρκα και τον Γκεβάρα, παρουσιάζει τους ήρωές του, τους ναυτικούς ως ανθρώπους βασανισμένους, τσακισμένους, που, αν και δεν είναι πολιτικά ενταγμένοι, συνεχώς ελπίζουν κι αγωνίζονται για μια προσωπική ελευθερία πάνω από κάθε κατασκευασμένο σχήμα ή ιδεολογικό περίγραμμα.
- Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εξάλλου, απαντά με αφοπλιστικό τρόπο στην πρώτη κατηγορία περί ψευδούς εικόνας των ναυτικών στην ποίηση του Κ. Λέει ότι η αλήθεια στην ποίηση του Κ. βρίσκεται ακριβώς στο ψέμα της και μάλιστα σ’ εκείνο το δημιουργικό ψέμα που έχει να κάνει με την αληθινή τέχνη. Έτσι, η ποιητική τέχνη του Κ. μετουσιώνει την αθλιότητα και τον τρόμο του μεροκάματου των ναυτικών σε μελαγχολική συνομιλία με αρχέγονα στοιχεία, το νερό, τη θάλασσα, τη γυναίκα, τον έρωτα, το ταξίδι, τη φυγή, τη ζωή, το θάνατο. Με την τέχνη του Κ. ο απλός ναυτικός μετουσιώνεται σ’ έναν άνθρωπο οικουμενικό, χωρίς τόπο, σ’ έναν ταξιδιώτη παράξενο, ευαίσθητο, απροσάρμοστο στη στεριά, που νιώθει ως υπαρξιακή του ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Όμως, αναζητάει τον έρωτα στις πόρνες των λιμανιών, γιατί φοβάται τις δεσμεύσεις και τα ριζώματα στις στεριές. Θέλει να είναι ελεύθερος, διότι παντοτινή του αγάπη είναι η θάλασσα και η ελευθερία της, η απεραντοσύνη και το μυστήριό της.

Τέλος, για τη γλώσσα του ποιητή ο Γιώργος Τράπαλης που συνέγραψε «Γλωσσάρι στο έργο του Ν. Καββαδία» σημειώνει: Τόσο το ποιητικό όσο και το πεζό έργο του Κ. είναι ένα χωνευτήρι γλωσσών, παραδόσεων, ηθών απ’ όλο τον κόσμο, μια περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, όπου καταργούνται συνοριακές γραμμές, εθνικές και φυλετικές διακρίσεις και όπου κυριαρχεί ένας γλωσσικός συγκρητισμός δημιουργώντας στο γλωσσικό επίπεδο μια γλωσσική Βαβέλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 52 ποιήματα του Κ. τα 18 έχουν ξενόγλωσσο τίτλο. Από τις 3 Συλλογές του το Μαραμπού είναι λέξη αραβική, το Πούσι τουρκική, το Τραβέρσο ιταλική, ενώ η Βάρδια είναι λέξη βενετσιάνικη και η Λι κινεζική.

Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Μου φαίνεται πως σας κούρασα αρκετά με όλες αυτές τις φιλολογικές θεωρήσεις. Επί της ουσίας, λοιπόν,
- Η Σούλα Κυρατζόγλου θα διαβάσει τη βιογραφία του ποιητή, που έγραψε η αδελφή του Τζένια Καββαδία.
- Ο Κεβόρκ Μελκονιάν, ο Αντώνης Ρουπγίδης και η Ευγενία Τσολάκη θα διαβάσουν αποσπάσματα από τη «Βάρδια».
- Ο Θανάσης Χαριτόπουλος και η Ζωή Τίλιου θα αποδώσουν απόσπασμα από το διήγημα «Λι».
- 11 μελοποιημένα ποιήματα από τις Συλλογές «Μαραμπού», «Πούσι» και «Τραβέρσο» θα ερμηνεύσουν οι μουσικοί Χάρης Κυρατζόγλου πιάνο – τραγούδι, Χάρης Τίλιος κιθάρα – τραγούδι, Μάκης Καλλιάνης πιάνο, Πέτρος Μούχτσης τρομπέτα, Χρήστος Παπαδόπουλος κιθάρα – τραγούδι.
- Τραγουδούν Ειρήνη Αραμπατζή, Σούλα Κυρατζόγλου, Ινώ Παπαδοπούλου.
Απολαύστε τους.

..........................................................................


Βίντεο από την εκδήλωση :



Καραντί - Χρήστος Παπαδόπουλος και η Ινώ Παπαδοπούλου

Από το αφιέρωμα, που έγινε το Νοέμβριο του 2010 στο Στέκι της Πολιτιστικής Κίνησης Ν. Ροδόπης, για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Νίκου Καββαδία (1910-1975).
Στο πιάνο ο Μάκης Καλλιάνης και στην τρομπέτα ο Πέτρος Μούχτσης.
 


Σταυρός του Νότου - Χρήστος Παπαδόπουλος και η Ινώ Παπαδοπούλου

Από το αφιέρωμα, που έγινε το Νοέμβριο του 2010 στο Στέκι της Πολιτιστικής Κίνησης Ν. Ροδόπης, για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Νίκου Καββαδία (1910-1975).