Ένα Γράμμα

ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Θεσσαλονίκη 5 Οκτωβρίου 2019 (2011)

Ξεφύλλιζα το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, όταν είδα μπροστά μου εκείνες από το ταξίδι μας στην Κωνσταντινούπολη πριν οκτώ ακριβώς χρόνια. Ο χρόνος μας παίζει παιχνίδια. Νόμισα ότι αυτό το ταξίδι το κάναμε χθες, ένα ταξίδι που ποτέ δεν θα έκανα μόνος μου, αν δεν επέμενες να μου γνωρίσεις αυτή την ομορφιά που γεύεται κανείς σε αυτή την Πόλη την παραμυθένια.

Εξάλλου πάντα μου άρεσαν τα μαγικά παραμύθια, σαν αυτά που τώρα λέω και εγώ στα εγγόνια μας και εσύ κρυφακούς. Τα παραμύθια έχουν χαράξει την αρχή της μνήμης μου. Θυμάμαι μια γυναικεία ισχνή φιγούρα που για πρώτη φορά μου διηγήθηκε παραμύθια. Ήταν η γιαγιά μου. Μια γυναίκα που είχε μεγαλώσει εννιά παιδιά και έκανε το λάθος να αρχίσει να λέει παραμύθια στο πρώτο της εγγόνι. Όλα άρχιζαν  όμορφα, όπως όλα τα παραμύθια και κάποτε τέλειωναν. Στην παιδική μου όμως περιέργεια τίποτε δεν τέλειωνε. Έτσι σε κάθε παραμύθι το τέλος του συνοδευόταν πάντα από την ερώτησή μου και μετά; Και η ταλαιπωρημένη μου γιαγιά έφτιαχνε μια καινούργια συνέχεια και μετά μια άλλη, μέχρις ότου αποκοιμιόμουνα και συνέχιζα εγώ το παραμύθι μέσα στο όνειρό μου.

Αυτά ήταν τα ατέλειωτα παραμύθια της παιδικής μου ηλικίας. Μετά με περιέλαβαν οι δάσκαλοι και μου μάθανε τα δικά τους παραμύθια, που τα είπαν ιστορία. Αυτά τα παραμύθια είχαν αρχή και τέλος, άλλοτε καλό και άλλοτε άσχημο. Έτσι, μου έκοψαν την φόρα να κάνω την κλασική ερώτηση και μετά; Μόνο δυο παραμύθια μου απόμειναν ατέλειωτα, το ένα είναι το παραμύθι όλων μας, το παραμύθι της ζωής μας και το άλλο είναι το παραμύθι, που μου είπαν, για μια  πόλη με πύργους και επάλξεις, χρυσές εκκλησιές και έναν μαρμαρωμένο βασιλιά που περιμένει μια ερώτηση και ένα όνειρο για να ξυπνήσει.

Η Πόλη αυτή για χρόνια έστεκε πραγματική και ζωντανή πλάι στην πόλη του παραμυθιού μου, με προκαλούσε και με καλούσε να τη γνωρίσω. Όμως ένα ταξίδι στη μνήμη και το όνειρο φάνταζε στη σκέψη μου δύσκολο και μάλλον ακατόρθωτο. Είναι εκείνος ο φόβος που σε πιάνει μη σου χαλάσουν αυτό που έχεις φτιάξει, σα συνέχεια στο παραμύθι που σου έχουν μάθει. Τελικά αφέθηκα στη σιγουριά και την κρίση σου, που για χρόνια μου έλεγες ότι τίποτε δεν θα χαλάσει το όνειρό μου μια και η μαγεία αυτής της πόλης είναι  που κρατάει κάθε όνειρο ζωντανό. Με αυτή τη σκέψη ξεκίνησα μαζί σου το ταξίδι για την Πόλη.

Θυμόμουνα ένα άλλο ταξίδι στην Ιωνία, καλοκαίρι στο Αϊβαλή και την Πέργαμο, που με είχε πληγώσει. Ιωνία, γυναίκα μαγική, γυναίκα ποθητή που ο τραχύς Δωριεύς την αγκάλιασε πάνω από το Αιγαίο και έσπειρε Κόσμο λαμπερό. Αιώνες πέρασαν και μέσα σε αυτόν τον Κόσμο, τον μικρό τον μέγα, βαπτίστηκαν μοναδικά πολιτισμοί, θρησκείες και ένας Ρωμαίος που έκτισε μια Πόλη δοξαστική. Κατακτητές την ζήλεψαν κατά καιρούς την κούρσεψαν με τον Βοναπάρτη, αιώνες μετά, να λέει «αν ο κόσμος ήταν μια χώρα και μοναδική, πρωτεύουσά της θα ήταν η Κωνσταντινούπολη».

Έτσι, η επίσκεψή μου σε αυτή την  Πόλη - με τους χιλιάδες για μας συμβολισμούς - συνέχιζα να πιστεύω ότι θα ήταν πολύ  δύσκολη. Όμως οι πρώτες εντυπώσεις μου ήταν μοναδικές, πλημμυρισμένες από ομορφιά, ιστορία και μερικές φορές δάκρυ και σφίξιμο στη καρδιά.

Η Πόλη είχε το δικό της τρόπο  να σου επιβάλλεται και να σε παρασύρει μέσα στην απίθανη μοναδικότητά της. Δεν είναι τυχαίο που έμεινε πρωτεύουσα δύο αυτοκρατοριών, η θέση της μοναδική, η φυσική της ομορφιά απερίγραπτη, σε κάθε στροφή γυρίζεις και βλέπεις διαφορετικό τοπίο, σε κάθε βήμα έχεις το γαλάζιο της θάλασσας να σε περικυκλώνει  και τα ονόματα να αλλάζουν αλλά να μένουν ίδια Βόσπορος, Κεράτιος, συνοικία του Πέραν, Γαλατάς, Φανάρι, Αγία Σοφία.

Πήγαινε στη Πόλη όχι σαν τουρίστας, νομίζω αυτό της το χρωστάμε. Άνοιξε την καρδιά σου στους ναούς της,  «Ναούς στο σχήμα του Ουρανού». Άρχισε από τη Μονή της Χώρας και δες τα μοναδικά ψηφιδωτά της, τις αγιογραφίες γεμάτες χρώματα, κίνηση, εκφραστικότητα. Τούτο το πέρασμα  από το αρχαϊκό αγλάισμα του αγάλματος στο εσωτερικό φώς της αγιογραφίας σε καλεί να μεταλάβεις τη θέωση του πνεύματος. Ένας  Χριστός και μια Παναγιά που σε καλούν στη ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ και στη ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ. Η ζωή η αχώρητος, όπως αυτή αποτυπώνεται με τον αναστημένο Χριστό  φωτεινό, ντυμένο στα κατάλευκα να λυτρώνει τον άνθρωπο με αυτό «το ενδόμυχο φώς που ασπρογαλιάζει κατ΄ εικόνα και ομοίωση του απείρου» (Οδ. Ελύτης) και να νικάει το θάνατο. Λίγο πιο μπροστά στην κόχη και στο θόλο βλέπεις τη Δευτέρα Παρουσία με την συμβολική κίνηση ενός αγγέλου που μαζεύει σε ένα κοχλία όλο τον υπαρκτό κόσμο (ήλιο και φεγγάρι) για να τον φέρει στα πόδια του Χριστού, αυτό να είναι το καλωσόρισμά σου στη δικιά μας Πόλη, στην Πόλη της ψυχής μας.

Λίγο πιο πάνω στέκουν τα τείχη και άμα είσαι λίγο ονειροπαρμένος θα ακούσεις τις φωνές και τη βουή της μάχης, το Υπερμάχω στις λιτανείες με την εικόνα της Παναγιάς, το τρίξιμο της Κερκόπορτας που ύπουλα ανοίγει και το Εάλω η Πόλη.

Περπατήσαμε στην Πόλη ώρες ολόκληρες και είναι αρκετά δύσκολο με τις ανηφοριές της, περάσαμε από μέρη που ακόμα για λίγο ο ήχος της γλώσσας μας θα αχνοακούγεται. Το 1960 οι Έλληνες της Πόλης ήταν 200 χιλιάδες σε συνολικό πληθυσμό ενός εκατομμυρίου, τώρα είναι 3.500.- σε συνολικό πληθυσμό 15 εκατομμυρίων. Τους μιναρέδες και τον ιμάμη που ψέλνει δεν θα αργήσεις να τα συνηθίσεις. Η Ανατολή έχει τον τρόπο της να σε παρασύρει. Οι κάτοικοι μας φαίνονται οικείοι με συνήθειες που δεν μας ξενίζουν και οι χώροι έχουν γνώριμες μυρωδιές που σε κάνουν να αισθάνεσαι ένα γλυκό κάψιμο στο στομάχι.

Η αναζήτηση στην Πόλη δεν τελειώνει. Το οδοιπορικό κατά μήκος του Κεράτιου μας αποζημιώνει.  Ψηλά σε έναν λόφο η θέαση στην παλιά Πόλη είναι μοναδική. Βλέπεις τα Τείχη, φαντάζεσαι την αλυσίδα που έκλεινε τον κόλπο, τις γενοβέζικες γαλέρες. Το μάτι πλανιέται μέχρι το βάθος και σταματάει στο θόλο της Αγιάς Σοφιάς. Τότε, όσο και αν αντιστέκεσαι σε παρασέρνει η Ιστορία, οι Μύθοι, τα Παραμύθια όλα μπερδεμένα και ανάκατα και ο χώρος αλλάζει και η σκέψη ξεφεύγει προσπαθώντας να αναπλάσει, να βιώσει, το τότε και το τώρα, να ψηλαφίσει αυτό που χάθηκε και αυτό που υπάρχει σήμερα. Θα μένουν πάντα χαραγμένα στη ψυχή μας, ελεύθερα παρερμηνεύοντας, τα λόγια του Ποιητή «της Ασίας αν αγγίζει από τη μια, της Ευρώπης αν ακουμπά, στον αιθέρα στέκει, νά και στη θάλασσα μόνη της!»

Όμως εκεί στο Χρυσό Κέρας, η ίδια η Πόλη με την εικόνα της, ντυμένη στα χρώματα του δειλινού, σου προσφέρει τη λύτρωση, καθώς πέρα από σύνορα και εθνότητες γίνεται για πάντα δικιά σου, ζωντανή και όχι χαμένη μες στη καρδιά σου.

Μόνο τότε προχώρα στο δρόμο που θα σε οδηγήσει στην Αγιά Σοφιά, τη Μεγάλη Εκκλησία των Βυζαντινών. Την εκκλησιά που κατέκτησε τον κατακτητή και τον έκανε να γεμίσει την Πόλη με αντίγραφά της προσπαθώντας να φτάσει την τελειότητά της, χωρίς όμως ποτέ να τα καταφέρει. Τα τεμένη, όσο περίτεχνα και να είναι, παραμένουν βαριά μέσα στο υλικό τους βάρος. Εκείνο που σε εντυπωσιάζει με το πρώτο βλέμμα στην Αγιά Σοφιά είναι η απόλυτη απουσία περίτεχνων αρχιτεκτονικών στοιχείων στο εξωτερικό της. Εκείνο που τραβάει το μάτι και το πνεύμα και σε καλεί στο εσωτερικό είναι ο θόλος  που κυριαρχεί στο όλο οικοδόμημα. Περάσαμε με περίεργα συναισθήματα τον εξωνάρθηκα και την μαρμάρινη κεντρική είσοδο του ναού και βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα χώρο περίκλειστα ανοικτό, αποκτήσαμε την πραγματικά μικρή μας ανθρώπινη διάσταση πού, όμως, αντί να μας συντρίψει, μας απάλλαξε από κάθε γήινο βάρος και μας επέτρεψε να μετεωρισθούμε ανάμεσα γης και ουρανού. Ο χώρος τετράγωνος με ευθείες που ξεκινούσαν από το έδαφος και εξακοντιζόταν στα ψηλά για να καταλήξουν ομαλά άνετα και αβίαστα  σε κάτι μοναδικό, στον κύκλο του θόλου. Τίποτε περιττό, τίποτε τυχαίο που όπως λέει ο ιστορικός «ούτε τι υπεράγαν ούτε τι ενδεώς έχουσα», με τον «σφαιροειδή θόλο» το «δεύτερον τούτο στερέωμα» να κρατιέται «τη σειρά τη χρυσή, από του ουρανού».

Μένουμε εκεί αισθανόμενοι την Τετράγωνη ανθρώπινη Λογική να ξεκινά από χαμηλά και να καταλήγει στην απόλυτη σύνθεσή της στον Κύκλο του στερεώματος, στο Υπέρλογο. Είτε είσαι ένας πιστός, είτε όχι, ο Βυζαντινός απευθύνεται στη σκέψη και το πνεύμα όλων. Η Τράπεζα γέμει συμβολισμών και μας καλεί να συμμετάσχουμε.

Αν ο θόλος συμβολίζει την μήτρα στην οποία γεννιέται το πνεύμα μας, η Μάνα και το Βρέφος στην κόχη του ιερού τονίζουν την αρχή της επίγειας ζωής μας με μια άφθαστη γλυκύτητα. Ο Χριστός κριτής αλλά και δέκτης της ανθρώπινης δέησης, όπως αυτή εκφράζεται με τα πρόσωπα της Παναγίας και του Ιωάννη. Οι αυτοκράτορες, δυνάστες, εξουσιαστές πλαισιώνουν την Παναγιά και το Χριστό αναζητώντας την Σοφία να διοικήσουν ή μήπως την δύναμη να κυβερνήσουν εξουσιάζοντας, καταπιέζοντας και σφαγιάζοντας λαούς;

Μοναδικά ο καλλιτέχνης αποδίδει, με αλάνθαστο κριτήριο, στις ασυγκίνητες μορφές των αυτοκρατόρων και στις φοβερά αυστηρές μορφές του Παντοκράτορα και του σχεδόν όρθιου θείου Βρέφους την τελική κρίση και την καταδίκη τους για τα λάθη και τα πάθη της εγκόσμιας εξουσίας. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τα λόγια του Ποιητή: «…Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει…Και μετά θα μιλήσει, να πεί: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο. –Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών…» (Οδ. Ελύτης Άξιον Εστί)

Περπατάμε ανάμεσα στους βαθυπράσινους κίονες του ναού της Εφέσου που τώρα στηρίζουν το άφατο οικοδόμημα του Βυζαντινού Έλληνα. Βλέπουμε τη ρήξη και τη σύνθεση του πρότερου  και του μεταγενέστερου και περνάμε από το πραγματικό υλικό φώς του αρχαίου ναού στο εσωτερικό φώς  του βυζαντινού μυστικισμού. Τότε μέσα στην ομορφιά και την μοναδικότητα των στιγμών, παρατηρητής εγώ, είδα να κυλά στο πρόσωπο της καρδιάς μου ένα δάκρυ λυγμός και προσευχή, που φώτισε τον χώρο και τον έντυσε για πάντα  με όλη την αλλοτινή του ιερότητα.

Αντίκρυ στην Αγιά Σοφιά κτισμένο το  τέμενος Σουλταναχμέτ  πάνω στον αυτοκρατορικό ναό των Αγ. Αποστόλων. Αν η Αγιά Σοφιά είναι ακόμα η ζώσα ψυχή του Βυζαντίου, που σαν ειρωνεία την κράτησε όρθια ο κατακτητής που λάτρεψε μέσα της το δικό του Θεό, ο χαμένος για πάντα ναός των Αγ. Αποστόλων ήταν η καρδιά μιας αυτοκρατορίας που έπαψε να χτυπά από την φυγή του πρώτου μετά την άλωση Πατριάρχη Γεννάδιου, ο οποίος «φοβηθείς μη τι εναντίον συμβή αυτώ δια την ερημίαν» εγκατέλειψε τον ναό που ο Πορθητής είχε ορίσει σαν έδρα του Πατριαρχείου. Ο ναός, όπου οι τάφοι όλων των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, στολισμένος σύμφωνα με την ιστορική καταγραφή με τα μοναδικότερα ψηφιδωτά,  παραδόθηκε εκ των έσω από τον φύλακά του, κατεδαφίστηκε και οι τάφοι αφανίστηκαν.

Όμως την ομορφιά του δεύτερου, μετά την Αγιά Σοφιά, μοναδικού οικοδομήματος που έχτισε ο Ιουστινιανός τη μαντεύουμε, στην δυτική εσχατιά της Ανατολής τη Βενετία. Είναι ο ναός που κοσμεί την πόλη, ο ναός του Αγ. Μάρκου  που κτίσθηκε βασιζόμενος πάνω στο πρότυπο που είχε ενσαρκώσει ο χαμένος για πάντα ναός. Στην πρόσοψή του θα στέκουν τα τέσσερα χαλκόχρυσα άλογα του ιπποδρόμου της Πόλης και στο εσωτερικό του θα σώζονται και άλλα κειμήλια των ναών της Πόλης από αυτά που απέσπασαν «νόμω λείας» οι ομόθρησκοι σταυροφόροι.

Σήμερα το Τέμενος κτισμένο με τα υλικά τη σκόνη των αυτοκρατορικών λειψάνων, στολισμένο με τα μοναδικά μπλε πλακάκια της Νίκαιας, πέρα από την ομορφιά του, καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να εγκλωβίζει το ουράνιο χρώμα, που τελικά όμως αποτελεί ψευδαίσθηση, για να τονίζει την  ματαιότητα της εξουσίας που, όταν υπάρχει, παραμένει πάντοτε ετερόφωτη βασισμένη μόνο στη λάμψη της ανθρώπινης ύπαρξης.

Με αυτές τις σκέψεις βγήκαμε στο φως που άπλετα έλουζε τον χώρο του αρχαίου ιπποδρόμου με τον τρικάρηνο όφι που έφερε ο Μ. Κωνσταντίνος από τους Δελφούς και τον οβελίσκο, που έφερε ο Θεοδόσιος από την Αίγυπτο, να στέκουν όρθιοι στο κέντρο του, σε πείσμα του χρόνου, μοναδικό πάντρεμα πολιτισμών, κοροϊδεύοντας ταυτόχρονα την ανθρώπινη θνητότητα. 

Αφήσαμε μια καλή μας φίλη να μας οδηγήσει, πίσω από το μόνο σωζόμενο τμήμα του ιπποδρόμου, το Πέταλο,  στο ναό του Σέργιου και Βάκχου, τη μικρή Αγιά Σοφιά. Χώρος μυστικός μακριά από το θόρυβο των τουριστών διατηρεί την ηρεμία που του έδωσε η λατρεία δύο θρησκειών. Εσωτερικά ο βυζαντινός διάκοσμος δεν υπάρχει, μόνο τα μονογράμματα των αυτοκρατόρων, διατηρούνται στη κορυφή των κιονόκρανων  με την αναθηματική επιγραφή να διατρέχει τη βάση όλου του υπερώου. Ο κήπος στο εξωτερικό του, περιτριγυρισμένος από κελιά παλαιότερου μουσουλμανικού θρησκευτικού τάγματος, σου μεταδίδει ακόμη και σήμερα τη χαλάρωση και την ξεκούραση στο πνεύμα που άλλοτε αναζητούσαν οι μοναχοί.

Η πορεία σου στη παλιά Βασιλεύουσα ας τελειώσει με την κατάβαση στον σκοτεινό και ιδιαίτερο χώρο της κινστέρνας, το υδραγωγείο της Πόλης, με τους εκατοντάδες κίονες να στηρίζουν την οροφή χώρου άλλοτε ζωτικού για την ανθρώπινη επιβίωση. Και εκεί στην άκρη, στήριγμα του κτίσματος και φόβητρο για τους επίβουλους, η Γυναίκα με τη μορφή της Μέδουσας, θύτης και θύμα, βυθισμένη στο νερό, αστείρευτη Πηγή ζωής, Μάγισσα ζωντανή σε όλους τους καιρούς, αυτή που, σίγουρα λίγο πριν το τέλος, μαρμάρωσε τον χριστιανό βασιλιά και τον παρέδωσε κρίκο συνέχειας στη ζωή ενός λαού.

Η Πόλη όμως δεν τελειώνει στο τότε συνεχίζει να ζει, χωνευτήρι κόσμων, Ανατολή και Δύση, χάνεται κάτω από τους θόλους της αρχαίας αγοράς της και σου προσφέρει μυρωδιές εξωτικές στην αγορά των μπαχαριών.

Ξεχύνεται γεμάτη ζωντάνια στους δρόμους  με τους ανθρώπους ντυμένους στη ζέστη και την οικειότητα  της Ανατολής. Μόνη αυτή συνεχίζει να τους προσφέρει τη δυνατότητα να περπατούν με τα χέρια περασμένα ο ένας στον ώμο του άλλου. Μυρωδιές και γεύσεις  μοναδικές στα πιο απλά και φτωχικά σημεία στην άκρη του Βόσπορου και έπειτα είναι οι ήχοι από μουσικές αρχαίες, κληρονομιά λαών, λύρα με ήχο Βυζαντινό και το νέι να σε παρασέρνει μακριά στο χρόνο και να περνάει μέσα σου ήχους ζωής που δεν γνωρίζουν σύνορα και φραγμούς γλώσσας.

Μη προσπαθήσεις να ορίσεις την Πόλη μέσα σε μια εθνότητα, σε έναν λαό. Όσοι το έκαναν απέτυχαν. Αυτός ο χώρος παραμένει δοσμένος στον άνθρωπο. Είναι Κέντρο στολισμένο απλόχερα από τους λαούς που το κατοίκησαν, προσφέρεται σε όλους κόντρα στη προσπάθεια κάποιων να θέτουν όρια εθνικισμών. Περπατώντας στους δρόμους, παρέα με Ίμβριο ομογενή, αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώθηκε με την απάντηση που ο ίδιος έδωσε, όταν του τέθηκε το δίλημμα Ελλάδα ή Πόλη; Η Πόλη παρά τις αντιξοότητες που βιώνει κανείς, σα μειονότητα εθνική, σου προσφέρει πολύ περισσότερες ευκαιρίες αναγνώρισης παρά η πατρίδα που τρώει τα παιδιά της. Κουβέντες δύσκολες και σκέψεις που πονάνε. Ήταν όμως οι βραδιές, εκεί στη Πόλη, μαγικά φωτισμένες με ένα νιόγιομο φεγγάρι φθινοπωρινό, που όλα αυτά έφυγαν και έμεινε στο στόμα μόνο μια γεύση γλυκιά και στη καρδιά η ζέστη μιας αγάπης.

Ένα πρωί φύγαμε, με την Πόλη κοιμισμένη και τότε καθώς περπατούσαμε, μόνο οι δυό μας, κάτω από τον Πύργο του Γαλατά, σκέφτηκα ξανά το παραμύθι και είδα ότι είχες δίκαιο. Τίποτε δεν χάλασε το όνειρο. Μέσα από το τώρα μπορούσα να δω το πριν, να βρω αυτό που με πληγώνει και αυτό που με λυτρώνει. Αυτή την Πόλη, και αν μας την αρνήθηκαν, την κάναμε δική μας, για να επιβεβαιωθεί ο Ποιητής που ξέρει μόνο αυτός να κλείσει το παραμύθι

Δικά μας γίναν όσα μας αρνήθηκες
Πίσω από τον άνεμο, που σε πήρε, ξεκινήσαμε
Με μια Ιστορία που δεν τελειώνει παρά μόνο με τον ήλιο.

Στέφανος Στεφούλης




Μουσική Περιήγηση στην Κωνσταντινούπολη