Νεκρές Ψυχές

Οι "Νεκρές Ψυχές", ένα από τα κορυφαία έργα του Νικολάι Γκόγκολ, παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε θεατρική απόδοση και σκηνοθεσία από τη Σοφία Καραγιάννη και τη βραβευμένη ομάδα GAFF.
Ο Γκόγκολ με το μυθιστόρημα αυτό παραδίδει ένα ευφυές σατιρικό έργο, που βασίζεται σε μία μοναδική σε σύλληψη ιδέα: 
Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς, ένας φιλόδοξος και αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από πόλη σε πόλη, για να εξαγοράσει σε εξευτελιστική τιμή τους δουλοπάροικους που έχουν πεθάνει στη δεκαετία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο απογραφές, δηλαδή τις νεκρές ψυχές, που οι αφέντες τους εξακολουθούν να πληρώνουν γι’ αυτούς κεφαλικό φόρο. Σκοπός του είναι να χρησιμοποιήσει τα ονόματα των νεκρών εργατών προκειμένου να αποκτήσει μια υψηλή θέση στη ρωσική κοινωνία.
Αναδεικνύεται η εικόνα μιας κοινωνίας με όλα τα κουσούρια της και εστιάζει, κυρίως, στο ηθικό και πνευματικό τέλμα της αστικής υποκρισίας. Μέσα από το ανελέητο χιούμορ και την παράλογη συμπεριφορά των γαιοκτημόνων, βγαίνει στην επιφάνεια με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η αγωνία του μεγάλου αυτού Ρώσου συγγραφέα να κρατήσει τη συνείδηση του λαού του καθαρή και την ψυχή του ζωντανή. Η αγορά των νεκρών ψυχών μοιάζει λογική και οι χαρακτήρες του έργου μας γίνονται ξαφνικά οικείοι. Και εύλογα προκύπτει το ερώτημα, οι νεκρές ψυχές μήπως τελικά είναι οι ζωντανοί;

Μετά το "...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς", του Χρόνη Μίσσιου, η ομάδα GAFF καταπιάνεται με ακόμα ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο φέρνοντάς το στη σκηνή στο θέατρο Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες.

Σημείωμα Σκηνοθέτη

Όταν αποφασίσαμε να ανεβάσουμε τις Νεκρές Ψυχές, του Νικολάι Γκόγκολ, ήρθαμε αντιμέτωποι με ένα έργο που, αν και γραμμένο το 1842, παραμένει αφοπλιστικά επίκαιρο. Η κοινωνία που περιγράφει, γεμάτη μικροαπατεώνες, παρακμή, υποκρισία και παραλογισμό, μοιάζει ανησυχητικά γνώριμη. Ο ήρωάς του, ο Τσίτσικωφ, ένας άνδρας που εμπορεύεται νεκρούς δουλοπάροικους για να στήσει την προσωπική του ευημερία, δεν είναι παρά μια αντανάκλαση του κόσμου μας, όπου η αξία συχνά μετριέται σε αριθμούς και όχι σε ανθρώπινες ψυχές.
Οι νεκρές ψυχές, από την άλλη, δεν είναι μόνο χαρτιά σε ένα κατάστιχο. Είναι οι χαμένες φωνές που δεν ακούστηκαν ποτέ, οι αδικημένοι που έμειναν χωρίς δικαίωση, οι μνήμες που παλεύουν με τη λήθη. Τις κουβαλούμε μέσα μας, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε, ζουν στις κραυγές των δικών τους και στη συλλογική μας συνείδηση που απαιτεί δικαιοσύνη για τον άδικο χαμό τους. Μας στοιχειώνουν ως μια ανεπούλωτη πληγή που μας υπενθυμίζει ότι η ύβρις της εξουσίας δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητη. Σε μια εποχή όπου η διαφθορά μεταμφιέζεται σε κανονικότητα, η δικαιοσύνη απέναντί τους δεν είναι απλώς ένα χρέος, αλλά μια αναγκαιότητα. Οφείλουμε να τις σεβαστούμε και να μην σιωπήσουμε.
Γι’ αυτό, το έργο αυτό είναι μια τολμηρή σάτιρα, ένας καθρέφτης που μας αναγκάζει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας. Με γκροτέσκο χιούμορ και σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, η παράστασή μας αναδεικνύει όχι μόνο τη διαχρονικότητα της κοινωνικής κριτικής του Γκόγκολ, αλλά και την αναπόφευκτη σύγκρουση του ανθρώπου με τις ίδιες του τις ευθύνες.
Σε μια εποχή όπου η απάτη και η ματαιοδοξία συνεχίζουν να βασιλεύουν, οι Νεκρές Ψυχές δεν είναι απλώς ένα κλασικό έργο, αλλά ένα αναγκαίο σχόλιο για τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Ταυτότητα της παράστασης


Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη

Ελεύθερη απόδοση-Διασκευή: Σοφία Καραγιάννη

Σύμβουλος Δραματουργίας: Σβετλάνα Μαμαλούι

Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα

Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης

Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα

Σχεδιασμός φωτισμών: Βασιλική Γώγου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Χαριτοπούλου

Μακιγιάζ: Στέλλα Χατζοπούλου

Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Trailer: Στέφανος Κοσμίδης

Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη

Παραγωγή: GAFF


Παίζουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά):

Ιωσήφ Ιωσηφίδης

Διονύσης Λάνης

Γιάννης Μάνθος

Χρήστος Παπαδόπουλος

Κωνσταντίνος Πασσάς



Παραστάσεις: Από Παρασκευή 14 Μαρτίου

Ημέρες & ώρες παραστάσεων:

Τετάρτη στις 19:00 

Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00 

Κυριακή στις 18:15

Διάρκεια παράστασης : 90 λεπτά



Τιμές εισιτηρίων

Κανονικό: 18€

Μειωμένο (Φοιτητικό, Ανέργων - ΑΜΕΑ - Άνω των 65): 15€

Ομαδικό (πάνω από 10 άτομα): 12€

Ατέλεια: 5€ (αγορά στο ταμείο)

Προσφορά Προπώλησης: 12€ - Μέχρι τις 5 Μαρτίου


Προπώληση εισιτηρίων στο MORE.COM


Θέατρο Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες

Τουρναβίτου 7, Αθήνα

Τηλ. 21 0325 5444


Η παράσταση πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.


Σοφία Καραγιάννη

Η Σοφία Καραγιάννη γεννήθηκε στη Βέροια το 1975 και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Βεάκη και  του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. 
Βραβεύτηκε  από την Ένωση θεατρικών και μουσικών κριτικών με το Βραβείο Διεθνούς Θεατρικού Ρεπερτορίου 2020/21 για την Πανούκλα του  Αλμπέρ Καμύ, ενώ για  την τελευταία της σκηνοθεσία …καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς του Χ. Μίσσιου, πήρε από την  Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, το Βραβείο Δραματουργίας 2022/2023.
Από το 1998 εργάστηκε ως ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης, το ΚΘΒΕ , το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το Μέγαρο Μουσικής ,το Θέατρο της Άνοιξης, το Νέο Ελληνικό Θέατρο, το Θέατρο Ροές, το Θέατρο Εμπρός, το θέατρο Βασιλάκου, τα ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας,  Ιωαννίνων, Σερρών κ.α. σε έργα κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου.

Το 2011 ίδρυσε την εταιρεία θεάτρου "GAFF" και μέχρι σήμερα έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση. 

Έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: 
- Μην παίζεις με τα χώματα της Σ. Βλαχογιάννη (2010 - Θέατρο Βασιλάκου)
- Κραχ (2011 - Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης)
- Ψυχολογία Συριανού Συζύγου του Ε. Ροΐδη (2012 - 2013 Θέατρο του Νέου Κόσμου)
- Μάρτυς μου ο Θεός του Μ.Τσίτα (2014 - Θέατρο Vault)
- Οφσάιντ του Σ. Μπελμπέλ (2016 - Θεσσαλικό Θέατρο)
- Το μικρό Πόνι του Π. Μπεθέρα (2017 - Θέατρο του Νέου Κόσμου)
- Διγενής Ακρίτης στα όρια (2018 - Θέατρο 104)
- Ο Παίκτης του Φ. Ντοστογιέφσκι (2019 - Θέατρο 104)
- Η Πανούκλα του Α. Καμύ (2021 - Θέατρο 104)
- Ο κατά φαντασίαν ασθενής του Μολιέρου (2022 - Σύγχρονο Θέατρο)
- …καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς του Χ. Μίσσιου (2023 - Σύγχρονο Θέατρο)

Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη θεατρική αγωγή και τον σχεδιασμό θεατρικών εργαστηρίων. Έχει συνεργαστεί με το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση εργαστηρίων για εφήβους, έχει πραγματοποιήσει εργαστήρια για ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες καθώς και εργαστήρια για εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. 
Με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά συμμετείχε στο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για εφήβους "Το Τρίτο κουδούνι-Το θέατρο αλλιώς" και σχεδίασε τα βιωματικά εργαστήρια "Τεχνικές θεάτρου στην τάξη". Επίσης έχει εργαστεί ως θεατρολόγος στην ιδιωτική εκπαίδευση (CGSκαι Εκπαιδευτήρια Παιδαγωγική). Δίδαξε στο "3ο σχολείο σκηνοθεσίας" που οργάνωσε το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας.


Βίντεο τρέιλερ (Στέφανος Κοσμίδης)




Φωτογραφίες (Χριστίνα Φυλακτοπούλου)








ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Keysmash | 15.03.2025

Κριτική: Κώστας Κούλης

Ο πρώτος στη σειρά κράτησε την αναπνοή του. Οι τέσσερις πίσω του το ίδιο. Όταν επιτέλους ανέπνευσαν, το ίδιο κάναμε και εμείς, οι θεατές. Η φωνή του αφηγητή, αθέατη και πανταχού παρούσα, μας έβαζε σιγά-σιγά στο κλίμα. «Μου αρέσει πολύ το θέατρο. Μάζευα λεφτά για να πάω. Μόνο τα γουρούνια δεν πάνε στο θέατρο. Μόνο με πρόσκληση». Το κοινό γελά. Η πεντάδα αρχίζει να εξιστορεί. Έργα και ημέρες του Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικωφ, ο οποίος περιδιαβαίνει τα χωριά της Ρωσίας και ζητά να αγοράσει πεθαμένους. Ψυχές που έχουν ήδη φύγει προς το φως, παραμένουν όμως εγγεγραμμένες στους καταλόγους των ζωντανών. Προσφέρει ογδόντα καπίκια «ανά τεμάχιο», αλλά η τιμή μπορεί να ανέβει, ανάλογα με το ποιον έχει απέναντί του.
Τι ιστορία είναι πάλι τούτη; Πώς είναι δυνατό να κατεβάζει τέτοιες ιδέες το ανθρώπινο μυαλό; Ένα εκπληκτικό αφήγημα με την υπογραφή του υπέρ-θεόρατου Νικολάι Γκόγκολ, το οποίο πήρε η κυρία Σοφία Καραγιάννη, του έκανε μία τρομερή απόδοση, το σκηνοθέτησε ακόμα πιο τρομερά και μετά ήλθε η απίστευτη ομάδα GAFF, την οποία έχουμε λατρέψει με το συγκλονιστικό «Καλά, εσύ πέθανες νωρίς» και η οποία έκανε πάλι το θαύμα της. Οι πέντε ηθοποιοί ίπτανται σε διάφορους ρόλους, μεταφέροντας στη σκηνή την Οδύσσεια του Τσίτσικωφ, καθώς και τα ανταμώματά του με τους Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες της περιοχής του.
Η μεθοδολογία κοντινή σε αυτά που μας έχει συνηθίσει αυτή η σπουδαία καλλιτεχνική παρέα. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης υποδύεται τον Τσίτσικωφ καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και οι υπόλοιποι κύριοι, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος και Κωνσταντίνος Πασσάς, παίζουν όλους τους υπόλοιπους ρόλους, σε πολλαπλές διανομές. Για τον κύριο Ιωσηφίδη τα είπαμε και στην παράσταση «Το ημερολόγιο ενός τρελού». Πρόκειται για φαινόμενο της υποκριτικής και –καθώς φαίνεται– για έναν άνθρωπο που παθιάζεται πολύ με τη δουλειά του. Και ξέρετε ποιο είναι το εντελώς τρελό εδώ, σε αυτό το έργο; Ότι οι κύριοι Λάνης, Μάνθος, Παπαδόπουλος και Πασσάς παίζουν το ίδιο απίστευτα. Μεταξύ διάνοιας, οξύνοιας, πάθους και τρέλας, οι πέντε τους μας καθιστούν κοινωνούς μίας ροής, που έχει σκοπό να ψυχαγωγήσει και να προβληματίσει. Με κίνηση για βραβείο, με την υπογραφή της κυρίας Μαργαρίτας Τρίκκα και με πλήθος νοημάτων να εκτοξεύονται κατά πάνω μας.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το κοινό γέλασε και μάλιστα πολύ. Το αντίθετο μάλιστα. Κάποια στιγμή οι θεατές γελούσαν κάθε πέντε δευτερόλεπτα και το θέαμα ήταν πλέον σουρεάλ ή σχεδόν σουρεάλ. Οι πέντε τους εναλλάσσονται σε διάφορες μορφές της ιστορίας. Γαιοκτήμονες, γυναίκες και άντρες, δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι, εισαγγελείς και διάφοροι αξιωματούχοι. Και τα παζάρια καλά κρατούν. Πόσα θέλει για τετρακόσιες ψυχές; Πόσα δίνει για χίλιες ψυχές; Γιατί τόσα λίγα, γιατί τόσα πολλά; Και κάποια στιγμή η εσωτερική αναζήτηση χτυπά κόκκινο.
Ο ήρωας αναρωτιέται. Είναι σαν να βρέθηκε στον κάτω κόσμο και να συνάντησε όλους εκείνους για τους οποίους μέχρι πριν λίγο παζάρευε. Ήταν σαν να ήταν οι πρωταγωνιστές οι νεκροί και όλοι οι υπόλοιποι οι ζωντανοί. Πώς βρέθηκαν ο τάδε και ο δείνα εκεί; Τι δουλειά έχουν εδώ ο Χι και ο Ψι; Και ενώ νομίσαμε πως δεν γίνεται να πάει πιο πάνω η έμπνευση, εκεί μας αποτελειώνουν. Ο ήρωας αναρωτιέται. Και εσείς οι πενήντα εφτά, πώς βρεθήκατε εδώ, όλοι μαζί; Τι συνέβη; Τελείωσε σε όλους σας το οξυγόνο; Το καρφί έφτασε μέχρι τα Τέμπη και γύρισε πίσω, πιστοποιώντας πως η τέχνη πάντα συγκινείται και πάντα παίρνει το μέρος εκείνων που δεν έφταιξαν σε τίποτα και πλήρωσαν για όλα. Τοξότες, φάλαγγες και λεγεώνες…
Το μπιζάρισμα κρατά πάνω από πέντε λεπτά. Το κοινό ξεσπά σε ξέφρενα χειροκροτήματα. Ανθοδέσμες, γλάστρες, χαμόγελα, συγκίνηση, αγκαλιές και υποσχέσεις για τα καλύτερα. Μία παράσταση που αξίζει την προσοχή σας και την προσέλευσή σας.

All4Fun | 18.03.2025

Κριτική: Έλενα Γαζγαλή

Πάντα με αγγίζει βαθιά η τέχνη που αφυπνίζει, που σου ανοίγει νέα μονοπάτια σκέψης χωρίς να γίνεται διδακτική ή να λαϊκίζει πιάνοντας απλά τον κοινωνικό σφυγμό. Το θέατρο έχει ένα μαγικό τρόπο να εκθέτει μπροστά σου μια πραγματικότητα από οποιοδήποτε τόπο και χρόνο και συγχρόνως να καθρεφτίζει και ένα ολοζώντανο παρόν και όταν αυτό κατορθώνεται έχεις ζήσει μια μυσταγωγική εμπειρία. Στην παράσταση «Νεκρές Ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία και θεατρική διασκευή της Σοφίας Καραγιάννη ζήσαμε για ακόμη μια φορά από την ομάδα Gaff τη θαυματουργική τέχνη του θεάτρου. 
Η Σοφία Καραγιάννη επέλεξε ένα λογοτεχνικό έργο του 1840, το μοναδικό μυθιστόρημα του Γκόγκολ και απέδειξε για άλλη μια φορά πως όταν γίνεται η σωστή ανάγνωση και μια ουσιαστική θεατρική διασκευή μπορούν οι θεατές να νιώσουν πόσο βαθιά επίκαιρο είναι σήμερα ένας κλασικός συγγραφέας. Κατόρθωσε να διατηρήσει την λογοτεχνική αξία του κειμένου επιλέγοντας σκηνοθετικά να είναι παρών ο συγγραφέας σε όλο το έργο ως παντογνώστης αφηγητής που κινεί τη δράση και ορίζει την αρχή και το τέλος του κύκλου της ζωής των ηρώων. Ακόμα και το τέλος που επέλεξε να δώσει (καθώς δεν μας το παρέδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας αλλά κατέστρεψε το δεύτερο μέρος ) έχει ίσως ασυνείδητα κάτι από το τέλος της ζωής του Γκόγκολ. Έχοντας ζυγίσει με ακρίβεια κάθε μικρή λεπτομέρεια από την κάθε κίνηση ,την αλλαγή φωτισμού, την επιλογή σκηνικών και κοστουμιών, τα σημεία της μουσικής υπόκρουσης ενορχήστρωσε μια καθόλα άρτια παράσταση με ρυθμό, μέτρο και αρμονία. Έχοντας στη φαρέτρα της πέντε ταλαντούχους ηθοποιούς κατορθώνει και παρουσιάζει ολόκληρο το λογοτεχνικό σύμπαν του Γκόγκολ και μάλιστα με τα απολύτως απαραίτητα σκηνικά, κοστούμια και αντικείμενα τα οποία επιμελήθηκε η Γεωργία Μπούρδα.
Λιτά σκηνικά και κοστούμια που όμως μας μετέφεραν την ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και απόλυτα λειτουργικά εξυπηρετούσαν την δράση και την πλοκή.
Ο Γιώργος Χριστιανάκης έγραψε την πρωτότυπη μουσική για την παράσταση και ειλικρινά με ταξίδεψε στον κόσμο του παραμυθιού. Εκεί που οι άψυχες κούκλες αρχίζουν να ζωντανεύουν λες και τους φύσηξε πνοή ο ήχος της μουσικής. Σαν τις νεκρές ψυχές του Γκόγκολ που τους δίνει φωνή για δικαίωση η γραφή του. Έδεναν και τόσο αρμονικά και οι φωτισμοί που σχεδίασε η Βασιλική Γώγου δημιουργώντας την αίσθηση ενός δυστοπικού τοπίου.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας ενσαρκώνει τον κεντρικό ρόλο του Τσιτσικώφ αποκαλύπτοντας την απελπιστική κατάσταση της ανθρώπινης ψυχής όπως την διαμόρφωσαν οι κοινωνικές δομές μιας παραπαίουσας κοινωνίας Συνοδοιπόροι του στην σκηνή ο Κωνσταντίνος Πασσάς, ο Γιάννης Μάνθος , ο Διονύσης Λάνης και ο Χρήστος Παπαδόπουλος ερμηνεύουν σχεδόν με μαγική εναλλαγή όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες από τους μουζίκους και τους γαιοκτήμονες έως τα σκυλιά και τις γυναίκες συζύγους με ισάξιο υποκριτικό ταλέντο. Υποδειγματική έκφραση του λόγου, έκφραση που εικονοποιεί κάθε συναίσθημα, άριστη κίνηση την οποία επιμελήθηκε η Μαργαρίτα Τρίκκα και της αξίζουν πολλά συγχαρητήρια καθώς έφτανε μόνο η κίνηση των βουβών ηθοποιών για να στείλει το ηχηρό μήνυμα και σχόλιο για τα βαθιά κοινωνικά προβλήματα που καυτηριάζει.
Η θεατρική ομάδα GAFF για άλλη μια φορά μας πρόσφερε αξιοθαύμαστη σκηνική παρουσία που ξεπέρασε κάθε μας προσδοκία και ξεδίψασε την ψυχή μας. Εκτός της υποκριτικής δεινότητας των ηθοποιών αξίζει να σημειωθεί πως φαίνεται η σκληρή δουλειά, η προσήλωση και το μεράκι τους. Πάνω απ’ όλα κυριαρχεί το « εμείς» έναντι του «εγώ», η ομαδικότητα, ο σεβασμός και η συνοχή αυτής της ομάδας ακόμα και όταν υπάρχει ένταξη και νέων μελών όπως τώρα. Μια παράσταση άριστη, άψογη όπου τίποτα και κανείς δεν περισσεύει και που συγχρόνως θα μπορούσε να αποτελέσει και πρότυπη θεατρική διδασκαλία. Από τις κορυφαίες παραστάσεις της χρονιάς που πρέπει να ιδωθεί, για μένα σίγουρα θα υπάρξουν πολλές ακόμη φορές.



Κριτική: Μαίρη Μαρκογιαννάκη

Τι παράξενη σύλληψη να καταπιαστεί κανείς! Ένας μοναχικός άντρας περιδιαβαίνει την επαρχία της Ρωσίας αναζητώντας "νεκρές ψυχές". Οχι, ο Γκόγκολ δεν μιλάει μεταφορικά. Το κείμενο του μπορεί να είναι πολυεπίπεδο, όμως σίγουρα δεν είναι μεταφυσικό.
Ο Νικολάι Γκόγκολ δημοσίευσε το μυθιστόρημα Νεκρές Ψυχές το 1842, όταν η ρωσική αυτοκρατορία ήταν ένα απέραντο φεουδαρχικό κράτος. Στην κυριότητα του γαιοκτήμονα βρίσκονταν εκτός από τα αντικείμενα και τα έμψυχα όντα, όπως τα ζώα και οι δουλοπάροικοι εργάτες. Οι δεύτεροι ήταν οι περιβόητες "ψυχές" που καταγράφονταν σε λίστες ιδιοκτησίας.
Ο Τσίτσικωφ, ο πρωταγωνιστής του έργου, επιδιώκει να εξαγοράσει "νεκρές ψυχές". Επιθυμεί, δηλαδή, να φέρει στην κατοχή του ανθρώπους που στα χαρτιά υπάρχουν, αλλά όχι και στην πραγματικότητα. Βρίσκει, λοιπόν, το "σφάλμα" του συστήματος ανάμεσα σε δυο απογραφές κάποιοι εργάτες πεθαίνουν. Ο θάνατός τους, όμως, δεν φαίνεται στο "σύστημα" μέχρι τη δεύτερη απογραφή. Στο μεσοδιάστημα αυτοί οι νεκροί λογίζονται για ζωντανοί και τους θέλει!
Γιατί διατηρεί αυτή την εμμονή ο ήρωάς μας; Πρόκειται για ιδιοτροπία ή έχει κάποιο απώτερο όφελος; Πόσο κοστίζει κάτι -ή μάλλον κάποιος- που δεν υπάρχει; Και, τελοσπάντων, ποια η αξία του νεκρού; 
Στη διαδρομή του θα συναντήσει διάφορους τύπους ανθρώπων και θα τους ζητήσει να του πουλήσουν τους νεκρούς τους. Για άλλους οι νεκροί είναι βάρος που σπεύδουν να ξεφορτωθούν, για άλλους αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Η μικρογραφία της ρωσικής κοινωνίας της εποχής. Τόσο μακριά από εμάς και τόσο πίσω στον χρόνο, πώς γίνεται να θυμίζει τόσο τη δική μας κοινωνία;
Πόσο κυνική η μεταχείριση των νεκρών ως καταλόγου ονομάτων; Γιατί βρίσκονται σ’ αυτή τη λίστα; Πώς είναι δυνατόν από τη μια στιγμή στην άλλη να μην αναπνέεις, να μην έχεις οξυγόνο; Ενδιαφέρεται κανείς να μάθει πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι ενός κατώτερου θεού; Ποια η διαφορά στην τιμή ενός νεκρού πεταλωτή από έναν νεκρό σιδερά; Έχει παραπάνω αξία ο ενάρετος από τον μεθύστακα μουζίκο μετά θάνατον;
Η ομάδα GAFF για ακόμη μία φορά παραδίδει μαθήματα υποκριτικής σωματικού θεάτρου. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης σκοτεινός και μυστηριώδης είναι ο Τσίτσικωφ, ο ιδιόρρυθμος αγοραστής. Η τοποθέτηση των θέσεων εκατέρωθεν της σκηνής του θεάτρου Θησείον, δίνουν τη δυνατότητα στον θεατή να θαυμάζει τη σκυφτή του στάση καθόλη την διάρκεια της παράστασης. Οι κινήσεις του μελετημένες, οι παύσεις του κινηματογραφικά δοσμένες.
Οι άνθρωποι που συναντάει, ενσαρκώνονται αριστοτεχνικά από τους Κωνσταντίνο Πασσά, Γιάννη Μάνθο, Διονύση Λάνη, Χρήστο Παπαδόπουλο. Ο κάθε χαρακτήρας δεν θυμίζει σε τίποτα τον άλλο, απολύτως κωμικοί και ταυτόχρονα βαθιά τραγικοί φέροντας ο καθένας τα σημάδια από τα τραύματά του. Δεκάδες καθαροί χαρακτήρες υπηρετούνται και εναλλάσσονται ραγδαία σε μια καλοκουρδισμένη μηχανή.
Αυτή η ακρίβεια κινήσεων, λέξεων, παύσεων κι εκφράσεων, αυτό το απόλυτα χορογραφημένο γαϊτανάκι των εφήμερων σχέσεων-αγοραπωλησιών που ξεδιπλώνονται μπροστά μας, είναι το αποτέλεσμα του χειρουργικού σκηνοθετικού αγγίγματος της Σοφίας Καραγιάννη. Η πάντα ιδιαίτερη ματιά της εξειδικεύεται εδώ στη μετουσίωση ενός καταρχήν σατιρικού κειμένου σε σχόλιο για τη μεταχείριση των ανθρώπων –νεκρών και ζωντανών– ως αριθμών, καταλόγων, αντικειμένων στυγνής εκμετάλλευσης κι ευτελούς μεταχείρισης, προπάντων ως εμπορευμάτων, ως προϊόντων προς αγορά και πώληση.
Όπως μας έχει συνηθίσει η ομάδα GAFF, η παράσταση διαπνέεται από μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική. Τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα και το μακιγιάζ της Στέλλας Χατζοπούλου συνεισφέρουν σε μια ατμόσφαιρα μεταιχμιακή μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, σε έναν κόσμο που εξαρχής προμηνύει το τέλος. 
Όσο κι αν μας συνεπαίρνει ο Τσίτσικωφ στην προσπάθειά του να κατακτήσει αυτόν τον παράξενο στόχο, όσο κι αν εξοικειωνόμαστε μαζί του, στο τέλος αναπόδραστα αναρωτιόμαστε, τελικά ποιοι είναι οι νεκροί; Αυτοί που πέθαναν ή αυτοί που μεταχειρίζονται τους νεκρούς σα λίστα ονομάτων;  "Νεκρές ψυχές" ή νεκροί στην ψυχή;


BoemRadio | 24.03.2025

Κριτική: Νάγια Παπαπάνου

Οι Νεκρές Ψυχές, είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Νικολάι Γκόγκολ, ένα εμβληματικό έργο που στιγμάτισε την πορεία της ζωής του συγγραφέα. Πρωταγωνιστής των "Νεκρών Ψυχών" είναι ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, ένας φιλόδοξος άνθρωπος που έχει συλλάβει ένα ιδιοφυές σχέδιο για να ανέλθει στην ρωσική κοινωνία. Η απογραφή των δουλοπάροικων γίνεται κάθε δέκα χρόνια, όσοι εν τω μεταξύ πεθαίνουν για το κράτος παραμένουν ζωντανοί έως την επόμενη απογραφή, κι έως τότε οι γαιοκτήμονες οφείλουν να καταβάλλουν φόρο και για τους νεκρούς. Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς προσφέρεται να τους αγοράσει, ούτως ώστε να τους απαλλάξει από το κόστος του φόρου. Έως το τέλος της περιοδείας του στην επαρχία ο Πάβελ Ιβάνοβιτς έχει συγκεντρώσει τόσες “νεκρές ψυχές” όσες να δικαιολογούν τον αποικισμό εκτάσεων και να επιτρέπουν στο κράτος να τον χρηματοδοτήσει με διακόσιες χιλιάδες ρούβλια. Όμως ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ δεν υπολόγισε ποτέ τις υποψίες που θα κινήσουν οι συνεχείς εξαγορές.
Η ομάδα GAFF και η Σοφία Καραγιάννη έχουν διαγράψει μια μακρά πορεία στην θεατρική απόδοση λογοτεχνικών έργων, μια διαδικασία που την πραγματοποιούν με εξαιρετική τέχνη και τεχνική μεταφέροντας στην θεατρική σκηνή τον λόγο του συγγραφέα με δραματική συνέπεια. Η δραματουργική επεξεργασία είναι ισότιμη και εφάμιλλη της σκηνοθετικής πρόθεσης και της υποδειγματικής υποκριτικής και ερμηνείας των ηθοποιών. Η Γεωργία Μπούρδα υπογράφει τα σκηνικά που είναι λιτά και κυρίως λειτουργικά για την ιδιαίτερη σκηνή του θεάτρου Θησείον, ενώ τα κοστούμια της είναι σαφώς πιο επιβλητικά και υπαινικτικά της αισθητικής της παράστασης. Η πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη ταιριάζει γάντι στην ατμόσφαιρα της παράστασης, σαν να συνόδευε από την πρώτη ανάγνωση του έργου τους ηθοποιούς, οι οποίοι μας μεταφέρουν το δόλιο σχέδιο του Τσίτσικοφ με την εξαιρετική επιμέλεια κίνησης της Μαργαρίτα Τρίκκα. 
Η παράσταση είναι μια μεγάλη ερμηνευτική αρένα στην οποία ρίχνονται με ορμή και περίσσια υποκριτική μαεστρία όλοι οι ηθοποιοι. Οι Ιωσήφ Ιωσηφίδης και Κωνσταντίνος Πασσάς αποτελούν ένα θεατρικό ντουέτο που έχει δοκιμαστεί πολλαπλά, έχει χημεία και έναν ξεχωριστό κώδικα επί σκηνής. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος είναι απολαυστικός σε όλους τους ρόλους που ερμηνεύει. Ο Γιάννης Μάνθος φέρνει μια ιδιαίτερη εσωτερικότητα μαζί με σωματική άνεση επί σκηνής, αποσπώντας τα βλέμματα με την εξαιρετική του παρουσία. Ο Διονύσης Λάνης είναι ένας ηθοποιός που πρώτη φορά βλέπω επί σκηνής και είναι πάρα πολύ αξιόλογος. Το σημαντικότερο είναι ότι συνολικά οι ηθοποιοί κινούνται με την ίδια συμμετοχικότητα στην δραματική εξέλιξη, παραμένουν ενεργοί και παρόντες, επιδεικνύουν αγάπη και εντιμότητα σε αυτό που παραδίδουν στον θεατή. 
Η Σοφία Καραγιάννη σημειώνει: "το έργο αυτό είναι μια τολμηρή σάτιρα, ένας καθρέφτης που μας αναγκάζει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας. Με γκροτέσκο χιούμορ και σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, η παράστασή μας αναδεικνύει όχι μόνο τη διαχρονικότητα της κοινωνικής κριτικής του Γκόγκολ, αλλά και την αναπόφευκτη σύγκρουση του ανθρώπου με τις ίδιες του τις ευθύνες."
Αυτή η σκηνοθετική πρόθεση αποτυπώνεται με σαφήνεια στην θεατρική σκηνή, και επιτρέπει στο έργο του Γκόγκολ να αναπτυχθεί δραματικά αφήνοντας τον θεατή να παρακολουθήσει μια καλλιτεχνικά άρτια παράσταση με δυνατό πολιτικο-κοινωνικό υπόβαθρο.


Fractal | 25.03.2025

Κριτική: Δημήτρης Φιλελές

Η υπόθεση

Στις «Νεκρές ψυχές», το ένα του και μοναδικό μυθιστόρημα, ο Νικολάι Γκόγκολ καυτηριάζει με λόγο εύστοχο και διαπεραστικό το καθεστώς της δουλοπαροικίας που ίσχυε στην τσαρική Ρωσία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς οι δουλοπάροικοι (ψυχές) αποτελούσαν ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων, που είχαν το δικαίωμα αγοραπωλησίας ή υποθήκευσής τους, όπως ακριβώς μπορούσαν να κάνουν με κάθε άλλο περιουσιακό τους στοιχείο. Τουλάχιστον αυτό δηλώνεται στην επιφάνεια του αφηγήματος. Όμως το πρόβλημα είναι πολύ πιο βαθύ και ουσιώδες, όταν ο αδύναμος άνθρωπος, ο κοινός θνητός, μεταμορφώνεται νόμιμα σε αντικείμενο εμπορικής διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει δικαίωμα στην ίδια του την ύπαρξη. Και όταν μία κοινωνία στο σύνολό της αποδέχεται ως λογική αυτή τη συνθήκη, τότε η νέκρωση και η σήψη της ανθρώπινης ψυχής έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που μόνο το εκ θεμελίων γκρέμισμα είναι η ενδεδειγμένη λύση.
Ωστόσο, και μέχρι αυτό να συμβεί, άνθρωποι της μεσαίας κυρίως τάξης, όπως ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, δεν θα πάψουν να μηχανεύονται τρόπους και να εκμεταλλεύονται την ευκαιρία πλουτισμού που μπορεί να τους δοθεί, αν βάλουν σε εφαρμογή μια «έξυπνη» ιδέα. Ο ήρωας δεν είναι παρά ένας αδίστακτος και ανήθικος –πλην νομιμοφανής– απατεωνίσκος που σκαρφίζεται την αγορά τίτλων νεκρών δουλοπάροικων από τους πρώην ιδιοκτήτες τους, ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως εχέγγυο για να αναπτύξει υποτιθέμενη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Νεκρά ανθρώπινα αισθήματα, νεκρές συνειδήσεις, νεκρές ηθικές αξίες που περιγράφονται με υποδόριο διδακτισμό μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα, τις ρεαλιστικές καταστάσεις, αλλά και τη σωστή δόση πικρής κοινωνικής σάτιρας.
Όταν όμως η αλγεινή πραγματικότητα του παρελθόντος διασυνδεθεί –όπως συμβαίνει στην παράσταση– με αντίστοιχες σημερινές απάνθρωπες τακτικές αντιμετώπισης του ανθρώπου, διάχυτες στην παγκόσμια κοινότητα, ως αριθμού στατιστικής, ως ανώνυμης μονάδας παραγωγής κέρδους, ως χρεογράφου που μπορεί να γίνει χαρτί διαπραγμάτευσης στην αγορά εργασίας και στην πολιτική, ή ως άχρηστου υλικού όταν δεν μπορεί πλέον να αποφέρει κέρδος (βλέπε συνταξιοδότηση), το κλασικό αποκτά δυναμική που το μετασχηματίζει σε σύγχρονο και επίκαιρο. Και αν στις μέρες μας οι εκλιπόντες, οι «νεκρές ψυχές», δεν μπορούν να είναι επενδυτικό προϊόν (και αυτό υπό αίρεση), μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης των οικείων τους από τους επαγγελματίες της εκφοράς στην τελευταία τους κατοικία.

Η παράσταση ως συνολική εικόνα

Η βραβευμένη (δικαίως!) σκηνοθέτις Σοφία Καραγιάννη αναλαμβάνει για μια ακόμα φορά το εγχείρημα της μεταφοράς του αφηγηματικού-ποιητικού λόγου και της μυθιστορηματικής πλοκής σε λόγο θεατρικό και δράση επί σκηνής. Καταπιάνεται με ένα κείμενο με σημαντικές ελλείψεις, αξιοποιεί κάθε σημαντική λεπτομέρεια, αφαιρεί, προσθέτει και τροποποιεί με σεβασμό και χειρουργική ακρίβεια, μέχρι να δημιουργήσει μια στιβαρή συνολική θεατρική εικόνα, που από την πρώτη στιγμή κερδίζει τον θεατή και τον κρατά εθελούσια δέσμιο της δράσης μέχρι το συγκλονιστικό φινάλε. Επιλέγει τον γοργό ρυθμό εξέλιξης, έναν καλπασμό αμείωτης έντασης από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ παράλληλα φωτίζει το παρόν μέσα από το παρελθόν και κινεί τα νήματα που οδηγούν στην κορύφωση.
Για μια ακόμα φορά, με αξιοζήλευτη ευρηματικότητα που ξεπερνά τα συνήθη όρια μεταφέρει το κοινό νοερά στους χώρους –εσωτερικούς ή εξωτερικούς– που διαδραματίζονται τα γεγονότα με το μίνιμουμ των απαιτούμενων μέσων, ενώ καθοδηγεί τους δρώντες επί σκηνής στην απόλυτη εργαλειοποίηση κάθε μέλους του σώματός τους και στην ακραία εκμετάλλευση των υποκριτικών τους δυνατοτήτων.
Η αισθητική αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος είναι καθηλωτική. Η σκηνοθετική προσέγγιση της Σοφίας Καραγιάννη είναι για μια ακόμα φορά εμπνευσμένη, υποδειγματική, αξιοθαύμαστη και αξιέπαινη από κάθε άποψη. Συνεργάτιδές της στην επίπονη αυτή διαδρομή η έμπειρη Σβετλάνα Μαμαλούι ως σύμβουλος δραματουργίας και η Μαρία Χαριτοπούλου ως βοηθός σκηνοθέτη.
Η σκηνογράφος και ενδυματολόγος Γεωργία Μπούρδα, ο συνθέτης της μουσικής Γιώργος Χριστιανάκης, η επιμελήτρια της κίνησης Μαργαρίτα Τρίκκα, η υπεύθυνη για τους φωτισμούς Βασιλική Γώγου και η μακιγιέζ Στέλλα Χατζοπούλου κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Καθένας στον τομέα του είναι προφανές ότι έχει δώσει τον καλύτερό του εαυτό, έχει συντονιστεί και συγχρονιστεί με τη σκηνοθετική ματιά και από τη θέση του συμπράττει με όλες του τις δυνάμεις, ώστε να φτάσει στο κοινό η άριστη τελική εικόνα.

Οι ερμηνείες

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ως πρώτος μεταξύ ίσων στον πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν υποδύεται, αλλά είναι ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, είναι ο τυχοδιώκτης που θέλει να αναρριχηθεί κοινωνικά πατώντας κυριολεκτικά επί πτωμάτων. Επί σκηνής δρα εξαντλητικά τόσο ως προς τις σωματικές του δυνάμεις όσο και ως προς τις ψυχικές ακροβασίες. Η συναισθηματική του κατάσταση έχει αλλεπάλληλες εναλλαγές που συμβαίνουν με ταχύ ρυθμό, ενώ το σώμα του ταυτίζεται απόλυτα με τις απαιτήσεις της στιγμής. Γίνεται κωμικός ή δραματικός, απαιτητικός ή παρακλητικός, σκληρός ή ιπποτικά ευγενικός, ή όλα αυτά μαζί σε ένα παραλήρημα αρκεί να πετύχει τον σκοπό του. Φοράει κάθε φορά το προσωπείο που τον φέρνει πιο κοντά στο επιθυμητό χωρίς τύψεις ή ενοχές. Οι μορφασμοί του προσώπου και οι έντονες σωματικές του συσπάσεις είναι το όχημα πάνω στο οποίο συνταξιδεύει ο θεατής και αισθάνεται κάθε απώλεια της ισορροπίας που οδηγεί σε πιθανή πτώση, ο λόγος του είναι το ρεύμα του ποταμού μέσα στο οποίο συμπαρασύρεται ο θεατής και βιώνει τη σταδιακή απώλεια της ανθρωπιάς που προκαλεί ο αμοραλισμός – όχι μόνο ενός ανθρώπου, αλλά μιας κοινωνίας. Ο θεατής συνοδοιπορεί μαζί του από την άνοδο μέχρι την πτώση και επισφραγίζει την ανεπανάληπτη ερμηνεία του με ένα παρατεταμένο ζωηρό και από καρδιάς χειροκρότημα.
Ο Διονύσης Λάνης, ο Γιάννης Μάνθος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και ο Κωνσταντίνος Πασσάς είναι οι τέσσερις συμπρωταγωνιστές και ισάξιοι στυλοβάτες της παράστασης. Υποδύονται ρόλους (γυναικείους και ανδρικούς) αδιάκοπα εναλλασσόμενους και εκ περιτροπής επαναλαμβανόμενους. Μοχθούν σωματικά και ψυχικά, με την ηδονή αποτυπωμένη στα κάθιδρα πρόσωπά τους, με το πάθος που αναδύεται σε κάθε τους κίνηση, με τον εκπληκτικό συντονισμό των κινήσεων που υποδηλώνει στρατιωτική πειθαρχία και πλήρη έλεγχο κάθε εκατοστού της σκηνής. Τέσσερις σκηνικές παρουσίες που λειτουργούν ως ένα σώμα διαιρεμένο σε ισοδύναμα κλάσματα, που το κάθε ένα ανά πάσα στιγμή συμπεριφέρεται υποδειγματικά ως μέρος του όλου. Και όλοι μαζί αλληλεπιδρούν και ωθούν τον πρωταγωνιστή σε ακρότητες, τον υποβάλλουν σε συνεχή περιδίνηση, είναι ταυτόχρονα συνεταίροι και αντίπαλοί του σε από κοινού εγκλήματα, συνεργάτες και αντίζηλοί του όταν τα συμφέροντα συγκρούονται, συνυπεύθυνοι στην εξάπλωση της κοινωνικής σήψης, και καθώς μεταμορφώνονται αστραπιαία με πρωτόγνωρο συντονισμό, συναποτελούν τον απόλυτο μηχανισμό σωμάτων και συναισθημάτων με κορυφαίες και ισότιμες ερμηνείες. Απόλυτα δικαιολογημένο το θερμό και ενθουσιώδες χειροκρότημα που επίσης εισπράττουν από το κοινό.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια εξαιρετική θεατρική παράσταση που συνιστάται ανεπιφύλακτα και το θεατρόφιλο κοινό πρέπει οπωσδήποτε να δει.


BookPress | 29.3.2025

Κριτική: Νίκος Ξένιος

Είδα την εξαιρετική σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη και της ομάδας Gaff στις «Νεκρές Ψυχές» (1842–52) του Νικολάι Γκόγκολ, στο θέατρο «Θησείον». Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης δίνει μιαν ερμηνεία αντάξια του ρόλου του Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, αυτού του «ούτε πολύ λεπτού, ούτε πολύ χοντρού, ούτε πολύ φτωχού, ούτε πολύ πλούσιου, ούτε πολύ νέου, ούτε πολύ γέρου, ούτε πολύ όμορφου, ούτε πολύ άσχημου» άνδρα που (συνοδευόμενος από τον αμαξά του Σελιφάν και τον πεζό μουζίκο Πετρούσκα) διασχίζει πάνω στην «μπρίτσκα» (ατομική άμαξά) του τη σκονισμένη, λασπώδη επαρχία που επονομάζεται «Ν», ώστε να επιχειρήσει το πιο περίεργο εμπορικό κόλπο που έχει ποτέ συλλάβει συγγραφικός νους. Η συμπεριφορά αυτού του picaresque πρωταγωνιστή, η ξέγνοιαστη, α-ήθικη ραθυμία του, η συμπεριφορά του στα δείπνα και στον προσωπικό του συσχετισμό προς μια σειρά τύπων της επαρχίας, τον τοποθετούν σε θέση υπεροχής έναντι των υποκριτικών δομών αυτής της κοινωνίας. Ο Τσίτσικοφ θα αγοράσει σε χαμηλή τιμή λίστες με δουλοπαροίκους που έχουν πεθάνει στη δεκαετία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο απογραφές (δηλαδή «νεκρές ψυχές» για τις οποίες οι αφέντες τους εξακολουθούν να πληρώνουν κεφαλικό φόρο), ώστε να πλασαριστεί ως ιδιοκτήτης μιας αποικίας «ζωντανών» και να αποκτήσει υψηλή θέση στη ρωσική κοινωνία.
Αυτό το έργο του 1840 (που στρώνει τον δρόμο για τον «κωμικό σουρρεαλισμό» του 20ού αιώνα) ανεβάζει στη σκηνή η κυρία Καραγιάννη με μια διανομή 25 χαρακτήρων σε πέντε ηθοποιούς: τους υπόλοιπους ρόλους μοιράζονται επάξια ο Διονύσης Λάνης, ο Γιάννης Μάνθος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και ο Κωνσταντίνος Πασσάς. Μεταμφιέζονται σε ταλαιπωρημένους μουζίκους, υπεροπτικούς, γελοίους γαιοκτήμονες σαν τον Μανίλοφ και τη γυναίκα του, σε κομπλεξικούς και μικροπρεπείς κρατικούς υπαλλήλους ή σε ανώνυμους χωρικούς, γίνονται άλογα και σκυλιά, μεταμορφώνονται σε κουτσομπόλες κυράδες και σε αμόρφωτους, γραφικούς αμαξάδες ή σε αποτρόπαιους λακέδες χαρτόμουτρα σαν τον Νοσντριόφ, περιβάλλοντας τον Τσίτσικοφ με όλα τους τα υποκριτικά μέσα και με τρόπο άμεσο και χιούμορ που σπάει κόκκαλα. Μια ξεπεσμένη επαρχιακή κοινωνική δομή με αυστηρή φεουδαρχική ιεράρχηση δίνει ζωτικό χώρο στην ανάπτυξη των ευτελέστερων ανθρώπινων ιδιοτήτων: το άκρον άωτον της υποκρισίας, της ευτέλειας και της φιλαργυρίας γίνεται ο κανόνας σ’έναν κόσμο που φεύγει ανεπιστρεπτί μαζί με τον ζόφο της δουλείας, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της ανομίας και του απόλυτου κρατικού ολοκληρωτισμού.

Ο πλούτος μετριέται σε «ψυχές»

Οι εθνικοί πολιτισμικοί κώδικες της ιδιαίτερης πατρίδας του Γκόγκολ, της Ουκρανίας, διαρκώς έρχονται σε σύγκρουση με την αυτοκρατορική κουλτούρα της «Μαμάς» Ρωσίας, παράγοντας μιαν «υβριδική» λογοτεχνία, γεμάτη συγκρούσεις και αντιφάσεις, γεμάτη ιδιαιτερότητες και πρωτοτυπία. Ο ουκρανικός πολιτισμός συνεχίζει, έως και σήμερα, να υφίσταται τη βίαιη επιβολή της «ρωσικότητας», και η περίπτωση του Γκόγκολ είναι μοναδικό γραμματολογικό παράδειγμα αυτής της άνισης σχέσης, δηλαδή η περίπτωση ενός sui generis συγγραφέα που διατηρεί τη μοναδικότητά του μέσα σ’ένα ευρύ πολιτισμικό μόρφωμα που τείνει να τον απορροφήσει (το ίδιο συμβαίνει και με την εβραϊκή ταυτότητα του Φραντς Κάφκα, που έγραφε στα Γερμανικά μέσα στο τσεχικό κλίμα της Πράγας, στην καρδιά της Αυστροουγγρικής δυναστείας). Τα Ουκρανικά για τον Γκόγκολ ήταν ταυτόχρονα η γλώσσα της χώρας του και η «μυστικιστική» του γλώσσα: μια λογοτεχνία φαντασμαγορική αναδύθηκε μέσα από αυτόν τον εγκιβωτισμό, μια λογοτεχνική ιδιοφυΐα παρήγαγε αμείλικτη, διαχρονική σάτιρα.
Ο Γκόγκολ δεν μπορούσε να κατανοήσει τα χούγια της ρωσικής ελίτ, η οποία τον επέπληττε για την αδυναμία του να εξυμνήσει τον τσαρισμό κατά τις προσδοκίες της, με αποτέλεσμα να καταστρέψει το sequel των «Νεκρών Ψυχών» με τα ίδια του τα χέρια και να περάσει σ’ένα οδυνηρό στάδιο προσωπικής κατάρρευσης και αυτοκαταστροφής (αν και είχε δεσμευτεί, στον πρώτο τόμο των «Νεκρών Ψυχών», να δημιουργήσει μια τριλογία του είδους της Θείας Κωμωδίας του Dante, που θα αποκάλυπτε το μεγαλείο της Ρωσίας, η μόνη μυθοπλασία του που εν τέλει εξυμνεί τον ρωσικό εθνικισμό παραμένει ο «Τάρας Μπούλμπα», το 1842). Το ακλόνητο βλέμμα ενός ρεαλιστή συγκρούεται, στις «Νεκρές Ψυχές», με την ειλικρινή κατάθεση ενός απόλυτα ιδεαλιστή δημιουργού, ενός επίδοξου «Ρώσου» που καλείται να περιφρονήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να αναδείξει τις ομορφιές μιας κρατικής οντότητας που αποδεικνυόταν γκροτέσκα στην παρακμή της. Αυτή του η ανατρεπτική ματιά έκανε τους Μπολσεβίκους, αργότερα, να διαστρέψουν (όπως ήταν και αναμενόμενο) την κληρονομιά της μεγάλης αυτής λογοτεχνίας και να μετατρέψουν τα «μικρά ρωσικά» θέματα του Γκόγκολ σε φολκ-κλορ που σατιρίζει την αστική τάξη: κατά τις προδιαγραφές, βεβαίως, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η μοχθηρία των χαρακτήρων που πλάθει ο Γκόγκολ στις «Νεκρές Ψυχές» και το παραξένισμα που προκαλούν οι διάλογοί του αποτυπώνει την απόμακρη στάση του απέναντι στους συγχρόνους του, που τους παρατηρούσε υπό το πρίσμα της ιδιοφυΐας. Έως το 1836 η μυθοπλασία του ήταν επαρκώς ουκρανική(το έθνος που αντανακλάται στο «Απογεύματα σε μια φάρμα κοντά στη Ντικάνκα» {1831–1832} δεν ήταν η Ρωσία αλλά η Ουκρανία, γράφουν οι αναλυτές), ενώ η εθνικιστική ρομαντική μυθοπλασία της Ρωσίας εμφανίζεται στο έργο του από τότε και στο εξής. 

Μια σκηνοθεσία συμπεριληπτική με ραγδαίο ρυθμό

Η ασάφεια και η ειρωνεία του μοναδικού (ημιτελούς, αλλά πλήρους νοήματος) μυθιστορήματος του μεγάλου συγγραφέα μαρτυρεί ξεκάθαρα την αμφιθυμία του ως προς την απόδοση του κλίματος της τσαρικής Ρωσίας. Τον επίκαιρο χαρακτήρα του κειμένου αποδίδει αυτή η (κάπως συνοπτική) εκδοχή της κυρίας Καραγιάννη, που για τα δεδομένα του θεάτρου μας συνιστά ένα επίτευγμα. Οι χαμένες φωνές που δεν ακούστηκαν ποτέ και παρέμειναν αδικαίωτες, να αιωρούνται σ’ένα ατελείωτο «καθαρτήριο» μεταξύ γης και ουρανού, αυτό το «συλλαλητήριο» νεκρών του τέλους της παράστασης, δεν είναι παρά οι κριτές των διεφθαρμένων εκμεταλλευτών του σήμερα. Ο ίδιος ο Γκόγκολ ακούγεται voice off, επισημαίνοντας διαρκώς τα κοινωνικά ζητήματα που βλέπει να μαστίζουν τη Ρωσία και αποκαλύπτοντας πώς η προσήλωση των γαιοκτημόνων στο χρήμα και η άδικη συμπεριφορά τους προς τους δουλοπάροικους αποτυπώνουν τη σήψη της αχανούς τσαρικής επικράτειας. Οι λίστες των «ζωντανών-νεκρών» υποβιβάζουν τους δουλοπάροικους σε αντικείμενο εξωφρενικού παζαρέματος, άνομου πλουτισμού και κοινωνικής αναρρίχησης, ενώ η συγκατάβαση των εμπλεκόμενων στη φρικτή αυτήν συναλλαγή καταδεικνύει την καταχρηστικότητα του θεσμού.
Το ζήτημα της συγκεντρωτικής, γραφειοκρατικής οργάνωσης ενός τόσο αυταρχικού κράτους είναι επίσης κεντρικό στη μυθοπλασία των «Νεκρών Ψυχών»: η ίδια η ατελέσφορη γραφειοκρατία με τις καθυστερήσεις της επιτρέπει τη δόμηση της υπόθεσης καθεαυτήν, ο ανυπόφορος υπαλληλικός συγκεντρωτισμός της κεντρικής εξουσίας επιτρέπει την ύπαρξη τέτοιων ανθρώπινων χαρακτήρων όπως ο Τσίτσικοφ. Άλλο κεντρικό θέμα διακωμώδησης του Γκόγκολ είναι η ρητορική της κολακείας σε συνδυασμό με την απληστία (πόσο αληθινοί πράγματι, είναι ακόμη και σήμερα ο τσιγγούνης Πλιούτσκιν και η ακόρεστη χήρα Κορομπόσκα!). Τέλος, πρόκειται για ένα μάθημα περί της εύπιστης φύσης της ανθρώπινης κοινότητας: πόσες παγίδες κρύβει η αποδοχή ενός αγνώστου για τον οποίο κατ’ουσίαν δεν γνωρίζουμε τίποτε!
Τα σκηνικά αντικείμενα και τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα αποδίδουν αφαιρετικά κάθε σημείο της αφήγησης με μέτρο και ακρίβεια, αφήνοντας τον θεατή να συμπληρώσει με τη φαντασία του το τοπίο. Η μουσική επένδυση του Γιώργου Χριστιανάκη, σε συνδυασμό με τους φωτισμούς της Βασιλικής Γώγου και την εξαίσια χορογραφική προσέγγιση της Μαργαρίτας Τρίκκα, συμπληρώνουν τη σύλληψη της κυρίας Καραγιάννη, που για δεύτερη φορά (μετά το υπέροχο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου) αξιοποιεί το δυναμικό της πολύ δεμένης αυτής ομάδας, αφήνοντας ένα στίγμα συγκεκριμένου, δυναμικού ρεαλισμού στην αθηναϊκή σκηνή.