Νεκρές Ψυχές

Οι "Νεκρές Ψυχές", ένα από τα κορυφαία έργα του Νικολάι Γκόγκολ, παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε θεατρική απόδοση και σκηνοθεσία από τη Σοφία Καραγιάννη και τη βραβευμένη ομάδα GAFF.
Ο Γκόγκολ με το μυθιστόρημα αυτό παραδίδει ένα ευφυές σατιρικό έργο, που βασίζεται σε μία μοναδική σε σύλληψη ιδέα: 
Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς, ένας φιλόδοξος και αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από πόλη σε πόλη, για να εξαγοράσει σε εξευτελιστική τιμή τους δουλοπάροικους που έχουν πεθάνει στη δεκαετία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο απογραφές, δηλαδή τις νεκρές ψυχές, που οι αφέντες τους εξακολουθούν να πληρώνουν γι’ αυτούς κεφαλικό φόρο. Σκοπός του είναι να χρησιμοποιήσει τα ονόματα των νεκρών εργατών προκειμένου να αποκτήσει μια υψηλή θέση στη ρωσική κοινωνία.
Αναδεικνύεται η εικόνα μιας κοινωνίας με όλα τα κουσούρια της και εστιάζει, κυρίως, στο ηθικό και πνευματικό τέλμα της αστικής υποκρισίας. Μέσα από το ανελέητο χιούμορ και την παράλογη συμπεριφορά των γαιοκτημόνων, βγαίνει στην επιφάνεια με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η αγωνία του μεγάλου αυτού Ρώσου συγγραφέα να κρατήσει τη συνείδηση του λαού του καθαρή και την ψυχή του ζωντανή. Η αγορά των νεκρών ψυχών μοιάζει λογική και οι χαρακτήρες του έργου μας γίνονται ξαφνικά οικείοι. Και εύλογα προκύπτει το ερώτημα, οι νεκρές ψυχές μήπως τελικά είναι οι ζωντανοί;

Μετά το "...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς", του Χρόνη Μίσσιου, η ομάδα GAFF καταπιάνεται με ακόμα ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο φέρνοντάς το στη σκηνή στο θέατρο Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες.

Σημείωμα Σκηνοθέτη

Όταν αποφασίσαμε να ανεβάσουμε τις Νεκρές Ψυχές, του Νικολάι Γκόγκολ, ήρθαμε αντιμέτωποι με ένα έργο που, αν και γραμμένο το 1842, παραμένει αφοπλιστικά επίκαιρο. Η κοινωνία που περιγράφει, γεμάτη μικροαπατεώνες, παρακμή, υποκρισία και παραλογισμό, μοιάζει ανησυχητικά γνώριμη. Ο ήρωάς του, ο Τσίτσικωφ, ένας άνδρας που εμπορεύεται νεκρούς δουλοπάροικους για να στήσει την προσωπική του ευημερία, δεν είναι παρά μια αντανάκλαση του κόσμου μας, όπου η αξία συχνά μετριέται σε αριθμούς και όχι σε ανθρώπινες ψυχές.
Οι νεκρές ψυχές, από την άλλη, δεν είναι μόνο χαρτιά σε ένα κατάστιχο. Είναι οι χαμένες φωνές που δεν ακούστηκαν ποτέ, οι αδικημένοι που έμειναν χωρίς δικαίωση, οι μνήμες που παλεύουν με τη λήθη. Τις κουβαλούμε μέσα μας, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε, ζουν στις κραυγές των δικών τους και στη συλλογική μας συνείδηση που απαιτεί δικαιοσύνη για τον άδικο χαμό τους. Μας στοιχειώνουν ως μια ανεπούλωτη πληγή που μας υπενθυμίζει ότι η ύβρις της εξουσίας δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητη. Σε μια εποχή όπου η διαφθορά μεταμφιέζεται σε κανονικότητα, η δικαιοσύνη απέναντί τους δεν είναι απλώς ένα χρέος, αλλά μια αναγκαιότητα. Οφείλουμε να τις σεβαστούμε και να μην σιωπήσουμε.
Γι’ αυτό, το έργο αυτό είναι μια τολμηρή σάτιρα, ένας καθρέφτης που μας αναγκάζει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας. Με γκροτέσκο χιούμορ και σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, η παράστασή μας αναδεικνύει όχι μόνο τη διαχρονικότητα της κοινωνικής κριτικής του Γκόγκολ, αλλά και την αναπόφευκτη σύγκρουση του ανθρώπου με τις ίδιες του τις ευθύνες.
Σε μια εποχή όπου η απάτη και η ματαιοδοξία συνεχίζουν να βασιλεύουν, οι Νεκρές Ψυχές δεν είναι απλώς ένα κλασικό έργο, αλλά ένα αναγκαίο σχόλιο για τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Ταυτότητα της παράστασης


Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη

Ελεύθερη απόδοση-Διασκευή: Σοφία Καραγιάννη

Σύμβουλος Δραματουργίας: Σβετλάνα Μαμαλούι

Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα

Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης

Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα

Σχεδιασμός φωτισμών: Βασιλική Γώγου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Χαριτοπούλου

Μακιγιάζ: Στέλλα Χατζοπούλου

Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Trailer: Στέφανος Κοσμίδης

Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη

Παραγωγή: GAFF


Παίζουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά):

Ιωσήφ Ιωσηφίδης

Διονύσης Λάνης

Γιάννης Μάνθος

Χρήστος Παπαδόπουλος

Κωνσταντίνος Πασσάς



Παραστάσεις: Από Παρασκευή 14 Μαρτίου

Ημέρες & ώρες παραστάσεων:

Τετάρτη στις 19:00 

Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00 

Κυριακή στις 18:15

Διάρκεια παράστασης : 90 λεπτά



Τιμές εισιτηρίων

Κανονικό: 18€

Μειωμένο (Φοιτητικό, Ανέργων - ΑΜΕΑ - Άνω των 65): 15€

Ομαδικό (πάνω από 10 άτομα): 12€

Ατέλεια: 5€ (αγορά στο ταμείο)

Προσφορά Προπώλησης: 12€ - Μέχρι τις 5 Μαρτίου


Προπώληση εισιτηρίων στο MORE.COM


Θέατρο Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες

Τουρναβίτου 7, Αθήνα

Τηλ. 21 0325 5444


Η παράσταση πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.


Σοφία Καραγιάννη

Η Σοφία Καραγιάννη γεννήθηκε στη Βέροια το 1975 και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Βεάκη και  του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. 
Βραβεύτηκε  από την Ένωση θεατρικών και μουσικών κριτικών με το Βραβείο Διεθνούς Θεατρικού Ρεπερτορίου 2020/21 για την Πανούκλα του  Αλμπέρ Καμύ, ενώ για  την τελευταία της σκηνοθεσία …καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς του Χ. Μίσσιου, πήρε από την  Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, το Βραβείο Δραματουργίας 2022/2023.
Από το 1998 εργάστηκε ως ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης, το ΚΘΒΕ , το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το Μέγαρο Μουσικής ,το Θέατρο της Άνοιξης, το Νέο Ελληνικό Θέατρο, το Θέατρο Ροές, το Θέατρο Εμπρός, το θέατρο Βασιλάκου, τα ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας,  Ιωαννίνων, Σερρών κ.α. σε έργα κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου.

Το 2011 ίδρυσε την εταιρεία θεάτρου "GAFF" και μέχρι σήμερα έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση. 

Έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: 
- Μην παίζεις με τα χώματα της Σ. Βλαχογιάννη (2010 - Θέατρο Βασιλάκου)
- Κραχ (2011 - Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης)
- Ψυχολογία Συριανού Συζύγου του Ε. Ροΐδη (2012 - 2013 Θέατρο του Νέου Κόσμου)
- Μάρτυς μου ο Θεός του Μ.Τσίτα (2014 - Θέατρο Vault)
- Οφσάιντ του Σ. Μπελμπέλ (2016 - Θεσσαλικό Θέατρο)
- Το μικρό Πόνι του Π. Μπεθέρα (2017 - Θέατρο του Νέου Κόσμου)
- Διγενής Ακρίτης στα όρια (2018 - Θέατρο 104)
- Ο Παίκτης του Φ. Ντοστογιέφσκι (2019 - Θέατρο 104)
- Η Πανούκλα του Α. Καμύ (2021 - Θέατρο 104)
- Ο κατά φαντασίαν ασθενής του Μολιέρου (2022 - Σύγχρονο Θέατρο)
- …καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς του Χ. Μίσσιου (2023 - Σύγχρονο Θέατρο)

Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη θεατρική αγωγή και τον σχεδιασμό θεατρικών εργαστηρίων. Έχει συνεργαστεί με το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση εργαστηρίων για εφήβους, έχει πραγματοποιήσει εργαστήρια για ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες καθώς και εργαστήρια για εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. 
Με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά συμμετείχε στο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για εφήβους "Το Τρίτο κουδούνι-Το θέατρο αλλιώς" και σχεδίασε τα βιωματικά εργαστήρια "Τεχνικές θεάτρου στην τάξη". Επίσης έχει εργαστεί ως θεατρολόγος στην ιδιωτική εκπαίδευση (CGSκαι Εκπαιδευτήρια Παιδαγωγική). Δίδαξε στο "3ο σχολείο σκηνοθεσίας" που οργάνωσε το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας.


Βίντεο τρέιλερ (Στέφανος Κοσμίδης)




Φωτογραφίες (Χριστίνα Φυλακτοπούλου)








ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Keysmash | 15.03.2025

Κριτική: Κώστας Κούλης

Ο πρώτος στη σειρά κράτησε την αναπνοή του. Οι τέσσερις πίσω του το ίδιο. Όταν επιτέλους ανέπνευσαν, το ίδιο κάναμε και εμείς, οι θεατές. Η φωνή του αφηγητή, αθέατη και πανταχού παρούσα, μας έβαζε σιγά-σιγά στο κλίμα. «Μου αρέσει πολύ το θέατρο. Μάζευα λεφτά για να πάω. Μόνο τα γουρούνια δεν πάνε στο θέατρο. Μόνο με πρόσκληση». Το κοινό γελά. Η πεντάδα αρχίζει να εξιστορεί. Έργα και ημέρες του Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικωφ, ο οποίος περιδιαβαίνει τα χωριά της Ρωσίας και ζητά να αγοράσει πεθαμένους. Ψυχές που έχουν ήδη φύγει προς το φως, παραμένουν όμως εγγεγραμμένες στους καταλόγους των ζωντανών. Προσφέρει ογδόντα καπίκια «ανά τεμάχιο», αλλά η τιμή μπορεί να ανέβει, ανάλογα με το ποιον έχει απέναντί του.
Τι ιστορία είναι πάλι τούτη; Πώς είναι δυνατό να κατεβάζει τέτοιες ιδέες το ανθρώπινο μυαλό; Ένα εκπληκτικό αφήγημα με την υπογραφή του υπέρ-θεόρατου Νικολάι Γκόγκολ, το οποίο πήρε η κυρία Σοφία Καραγιάννη, του έκανε μία τρομερή απόδοση, το σκηνοθέτησε ακόμα πιο τρομερά και μετά ήλθε η απίστευτη ομάδα GAFF, την οποία έχουμε λατρέψει με το συγκλονιστικό «Καλά, εσύ πέθανες νωρίς» και η οποία έκανε πάλι το θαύμα της. Οι πέντε ηθοποιοί ίπτανται σε διάφορους ρόλους, μεταφέροντας στη σκηνή την Οδύσσεια του Τσίτσικωφ, καθώς και τα ανταμώματά του με τους Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες της περιοχής του.
Η μεθοδολογία κοντινή σε αυτά που μας έχει συνηθίσει αυτή η σπουδαία καλλιτεχνική παρέα. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης υποδύεται τον Τσίτσικωφ καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και οι υπόλοιποι κύριοι, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος και Κωνσταντίνος Πασσάς, παίζουν όλους τους υπόλοιπους ρόλους, σε πολλαπλές διανομές. Για τον κύριο Ιωσηφίδη τα είπαμε και στην παράσταση «Το ημερολόγιο ενός τρελού». Πρόκειται για φαινόμενο της υποκριτικής και –καθώς φαίνεται– για έναν άνθρωπο που παθιάζεται πολύ με τη δουλειά του. Και ξέρετε ποιο είναι το εντελώς τρελό εδώ, σε αυτό το έργο; Ότι οι κύριοι Λάνης, Μάνθος, Παπαδόπουλος και Πασσάς παίζουν το ίδιο απίστευτα. Μεταξύ διάνοιας, οξύνοιας, πάθους και τρέλας, οι πέντε τους μας καθιστούν κοινωνούς μίας ροής, που έχει σκοπό να ψυχαγωγήσει και να προβληματίσει. Με κίνηση για βραβείο, με την υπογραφή της κυρίας Μαργαρίτας Τρίκκα και με πλήθος νοημάτων να εκτοξεύονται κατά πάνω μας.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το κοινό γέλασε και μάλιστα πολύ. Το αντίθετο μάλιστα. Κάποια στιγμή οι θεατές γελούσαν κάθε πέντε δευτερόλεπτα και το θέαμα ήταν πλέον σουρεάλ ή σχεδόν σουρεάλ. Οι πέντε τους εναλλάσσονται σε διάφορες μορφές της ιστορίας. Γαιοκτήμονες, γυναίκες και άντρες, δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι, εισαγγελείς και διάφοροι αξιωματούχοι. Και τα παζάρια καλά κρατούν. Πόσα θέλει για τετρακόσιες ψυχές; Πόσα δίνει για χίλιες ψυχές; Γιατί τόσα λίγα, γιατί τόσα πολλά; Και κάποια στιγμή η εσωτερική αναζήτηση χτυπά κόκκινο.
Ο ήρωας αναρωτιέται. Είναι σαν να βρέθηκε στον κάτω κόσμο και να συνάντησε όλους εκείνους για τους οποίους μέχρι πριν λίγο παζάρευε. Ήταν σαν να ήταν οι πρωταγωνιστές οι νεκροί και όλοι οι υπόλοιποι οι ζωντανοί. Πώς βρέθηκαν ο τάδε και ο δείνα εκεί; Τι δουλειά έχουν εδώ ο Χι και ο Ψι; Και ενώ νομίσαμε πως δεν γίνεται να πάει πιο πάνω η έμπνευση, εκεί μας αποτελειώνουν. Ο ήρωας αναρωτιέται. Και εσείς οι πενήντα εφτά, πώς βρεθήκατε εδώ, όλοι μαζί; Τι συνέβη; Τελείωσε σε όλους σας το οξυγόνο; Το καρφί έφτασε μέχρι τα Τέμπη και γύρισε πίσω, πιστοποιώντας πως η τέχνη πάντα συγκινείται και πάντα παίρνει το μέρος εκείνων που δεν έφταιξαν σε τίποτα και πλήρωσαν για όλα. Τοξότες, φάλαγγες και λεγεώνες…
Το μπιζάρισμα κρατά πάνω από πέντε λεπτά. Το κοινό ξεσπά σε ξέφρενα χειροκροτήματα. Ανθοδέσμες, γλάστρες, χαμόγελα, συγκίνηση, αγκαλιές και υποσχέσεις για τα καλύτερα. Μία παράσταση που αξίζει την προσοχή σας και την προσέλευσή σας.

All4Fun | 18.03.2025

Κριτική: Έλενα Γαζγαλή

Πάντα με αγγίζει βαθιά η τέχνη που αφυπνίζει, που σου ανοίγει νέα μονοπάτια σκέψης χωρίς να γίνεται διδακτική ή να λαϊκίζει πιάνοντας απλά τον κοινωνικό σφυγμό. Το θέατρο έχει ένα μαγικό τρόπο να εκθέτει μπροστά σου μια πραγματικότητα από οποιοδήποτε τόπο και χρόνο και συγχρόνως να καθρεφτίζει και ένα ολοζώντανο παρόν και όταν αυτό κατορθώνεται έχεις ζήσει μια μυσταγωγική εμπειρία. Στην παράσταση «Νεκρές Ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία και θεατρική διασκευή της Σοφίας Καραγιάννη ζήσαμε για ακόμη μια φορά από την ομάδα Gaff τη θαυματουργική τέχνη του θεάτρου. 
Η Σοφία Καραγιάννη επέλεξε ένα λογοτεχνικό έργο του 1840, το μοναδικό μυθιστόρημα του Γκόγκολ και απέδειξε για άλλη μια φορά πως όταν γίνεται η σωστή ανάγνωση και μια ουσιαστική θεατρική διασκευή μπορούν οι θεατές να νιώσουν πόσο βαθιά επίκαιρο είναι σήμερα ένας κλασικός συγγραφέας. Κατόρθωσε να διατηρήσει την λογοτεχνική αξία του κειμένου επιλέγοντας σκηνοθετικά να είναι παρών ο συγγραφέας σε όλο το έργο ως παντογνώστης αφηγητής που κινεί τη δράση και ορίζει την αρχή και το τέλος του κύκλου της ζωής των ηρώων. Ακόμα και το τέλος που επέλεξε να δώσει (καθώς δεν μας το παρέδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας αλλά κατέστρεψε το δεύτερο μέρος ) έχει ίσως ασυνείδητα κάτι από το τέλος της ζωής του Γκόγκολ. Έχοντας ζυγίσει με ακρίβεια κάθε μικρή λεπτομέρεια από την κάθε κίνηση ,την αλλαγή φωτισμού, την επιλογή σκηνικών και κοστουμιών, τα σημεία της μουσικής υπόκρουσης ενορχήστρωσε μια καθόλα άρτια παράσταση με ρυθμό, μέτρο και αρμονία. Έχοντας στη φαρέτρα της πέντε ταλαντούχους ηθοποιούς κατορθώνει και παρουσιάζει ολόκληρο το λογοτεχνικό σύμπαν του Γκόγκολ και μάλιστα με τα απολύτως απαραίτητα σκηνικά, κοστούμια και αντικείμενα τα οποία επιμελήθηκε η Γεωργία Μπούρδα.
Λιτά σκηνικά και κοστούμια που όμως μας μετέφεραν την ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και απόλυτα λειτουργικά εξυπηρετούσαν την δράση και την πλοκή.
Ο Γιώργος Χριστιανάκης έγραψε την πρωτότυπη μουσική για την παράσταση και ειλικρινά με ταξίδεψε στον κόσμο του παραμυθιού. Εκεί που οι άψυχες κούκλες αρχίζουν να ζωντανεύουν λες και τους φύσηξε πνοή ο ήχος της μουσικής. Σαν τις νεκρές ψυχές του Γκόγκολ που τους δίνει φωνή για δικαίωση η γραφή του. Έδεναν και τόσο αρμονικά και οι φωτισμοί που σχεδίασε η Βασιλική Γώγου δημιουργώντας την αίσθηση ενός δυστοπικού τοπίου.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας ενσαρκώνει τον κεντρικό ρόλο του Τσιτσικώφ αποκαλύπτοντας την απελπιστική κατάσταση της ανθρώπινης ψυχής όπως την διαμόρφωσαν οι κοινωνικές δομές μιας παραπαίουσας κοινωνίας Συνοδοιπόροι του στην σκηνή ο Κωνσταντίνος Πασσάς, ο Γιάννης Μάνθος , ο Διονύσης Λάνης και ο Χρήστος Παπαδόπουλος ερμηνεύουν σχεδόν με μαγική εναλλαγή όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες από τους μουζίκους και τους γαιοκτήμονες έως τα σκυλιά και τις γυναίκες συζύγους με ισάξιο υποκριτικό ταλέντο. Υποδειγματική έκφραση του λόγου, έκφραση που εικονοποιεί κάθε συναίσθημα, άριστη κίνηση την οποία επιμελήθηκε η Μαργαρίτα Τρίκκα και της αξίζουν πολλά συγχαρητήρια καθώς έφτανε μόνο η κίνηση των βουβών ηθοποιών για να στείλει το ηχηρό μήνυμα και σχόλιο για τα βαθιά κοινωνικά προβλήματα που καυτηριάζει.
Η θεατρική ομάδα GAFF για άλλη μια φορά μας πρόσφερε αξιοθαύμαστη σκηνική παρουσία που ξεπέρασε κάθε μας προσδοκία και ξεδίψασε την ψυχή μας. Εκτός της υποκριτικής δεινότητας των ηθοποιών αξίζει να σημειωθεί πως φαίνεται η σκληρή δουλειά, η προσήλωση και το μεράκι τους. Πάνω απ’ όλα κυριαρχεί το « εμείς» έναντι του «εγώ», η ομαδικότητα, ο σεβασμός και η συνοχή αυτής της ομάδας ακόμα και όταν υπάρχει ένταξη και νέων μελών όπως τώρα. Μια παράσταση άριστη, άψογη όπου τίποτα και κανείς δεν περισσεύει και που συγχρόνως θα μπορούσε να αποτελέσει και πρότυπη θεατρική διδασκαλία. Από τις κορυφαίες παραστάσεις της χρονιάς που πρέπει να ιδωθεί, για μένα σίγουρα θα υπάρξουν πολλές ακόμη φορές.


Ζω ένα δράμα | 23.03.2025

Κριτική: Μαίρη Μαρκογιαννάκη

Τι παράξενη σύλληψη να καταπιαστεί κανείς! Ένας μοναχικός άντρας περιδιαβαίνει την επαρχία της Ρωσίας αναζητώντας "νεκρές ψυχές". Οχι, ο Γκόγκολ δεν μιλάει μεταφορικά. Το κείμενο του μπορεί να είναι πολυεπίπεδο, όμως σίγουρα δεν είναι μεταφυσικό.
Ο Νικολάι Γκόγκολ δημοσίευσε το μυθιστόρημα Νεκρές Ψυχές το 1842, όταν η ρωσική αυτοκρατορία ήταν ένα απέραντο φεουδαρχικό κράτος. Στην κυριότητα του γαιοκτήμονα βρίσκονταν εκτός από τα αντικείμενα και τα έμψυχα όντα, όπως τα ζώα και οι δουλοπάροικοι εργάτες. Οι δεύτεροι ήταν οι περιβόητες "ψυχές" που καταγράφονταν σε λίστες ιδιοκτησίας.
Ο Τσίτσικωφ, ο πρωταγωνιστής του έργου, επιδιώκει να εξαγοράσει "νεκρές ψυχές". Επιθυμεί, δηλαδή, να φέρει στην κατοχή του ανθρώπους που στα χαρτιά υπάρχουν, αλλά όχι και στην πραγματικότητα. Βρίσκει, λοιπόν, το "σφάλμα" του συστήματος ανάμεσα σε δυο απογραφές κάποιοι εργάτες πεθαίνουν. Ο θάνατός τους, όμως, δεν φαίνεται στο "σύστημα" μέχρι τη δεύτερη απογραφή. Στο μεσοδιάστημα αυτοί οι νεκροί λογίζονται για ζωντανοί και τους θέλει!
Γιατί διατηρεί αυτή την εμμονή ο ήρωάς μας; Πρόκειται για ιδιοτροπία ή έχει κάποιο απώτερο όφελος; Πόσο κοστίζει κάτι -ή μάλλον κάποιος- που δεν υπάρχει; Και, τελοσπάντων, ποια η αξία του νεκρού; 
Στη διαδρομή του θα συναντήσει διάφορους τύπους ανθρώπων και θα τους ζητήσει να του πουλήσουν τους νεκρούς τους. Για άλλους οι νεκροί είναι βάρος που σπεύδουν να ξεφορτωθούν, για άλλους αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Η μικρογραφία της ρωσικής κοινωνίας της εποχής. Τόσο μακριά από εμάς και τόσο πίσω στον χρόνο, πώς γίνεται να θυμίζει τόσο τη δική μας κοινωνία;
Πόσο κυνική η μεταχείριση των νεκρών ως καταλόγου ονομάτων; Γιατί βρίσκονται σ’ αυτή τη λίστα; Πώς είναι δυνατόν από τη μια στιγμή στην άλλη να μην αναπνέεις, να μην έχεις οξυγόνο; Ενδιαφέρεται κανείς να μάθει πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι ενός κατώτερου θεού; Ποια η διαφορά στην τιμή ενός νεκρού πεταλωτή από έναν νεκρό σιδερά; Έχει παραπάνω αξία ο ενάρετος από τον μεθύστακα μουζίκο μετά θάνατον;
Η ομάδα GAFF για ακόμη μία φορά παραδίδει μαθήματα υποκριτικής σωματικού θεάτρου. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης σκοτεινός και μυστηριώδης είναι ο Τσίτσικωφ, ο ιδιόρρυθμος αγοραστής. Η τοποθέτηση των θέσεων εκατέρωθεν της σκηνής του θεάτρου Θησείον, δίνουν τη δυνατότητα στον θεατή να θαυμάζει τη σκυφτή του στάση καθόλη την διάρκεια της παράστασης. Οι κινήσεις του μελετημένες, οι παύσεις του κινηματογραφικά δοσμένες.
Οι άνθρωποι που συναντάει, ενσαρκώνονται αριστοτεχνικά από τους Κωνσταντίνο Πασσά, Γιάννη Μάνθο, Διονύση Λάνη, Χρήστο Παπαδόπουλο. Ο κάθε χαρακτήρας δεν θυμίζει σε τίποτα τον άλλο, απολύτως κωμικοί και ταυτόχρονα βαθιά τραγικοί φέροντας ο καθένας τα σημάδια από τα τραύματά του. Δεκάδες καθαροί χαρακτήρες υπηρετούνται και εναλλάσσονται ραγδαία σε μια καλοκουρδισμένη μηχανή.
Αυτή η ακρίβεια κινήσεων, λέξεων, παύσεων κι εκφράσεων, αυτό το απόλυτα χορογραφημένο γαϊτανάκι των εφήμερων σχέσεων-αγοραπωλησιών που ξεδιπλώνονται μπροστά μας, είναι το αποτέλεσμα του χειρουργικού σκηνοθετικού αγγίγματος της Σοφίας Καραγιάννη. Η πάντα ιδιαίτερη ματιά της εξειδικεύεται εδώ στη μετουσίωση ενός καταρχήν σατιρικού κειμένου σε σχόλιο για τη μεταχείριση των ανθρώπων –νεκρών και ζωντανών– ως αριθμών, καταλόγων, αντικειμένων στυγνής εκμετάλλευσης κι ευτελούς μεταχείρισης, προπάντων ως εμπορευμάτων, ως προϊόντων προς αγορά και πώληση.
Όπως μας έχει συνηθίσει η ομάδα GAFF, η παράσταση διαπνέεται από μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική. Τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα και το μακιγιάζ της Στέλλας Χατζοπούλου συνεισφέρουν σε μια ατμόσφαιρα μεταιχμιακή μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, σε έναν κόσμο που εξαρχής προμηνύει το τέλος. 
Όσο κι αν μας συνεπαίρνει ο Τσίτσικωφ στην προσπάθειά του να κατακτήσει αυτόν τον παράξενο στόχο, όσο κι αν εξοικειωνόμαστε μαζί του, στο τέλος αναπόδραστα αναρωτιόμαστε, τελικά ποιοι είναι οι νεκροί; Αυτοί που πέθαναν ή αυτοί που μεταχειρίζονται τους νεκρούς σα λίστα ονομάτων;  "Νεκρές ψυχές" ή νεκροί στην ψυχή;


BoemRadio | 24.03.2025

Κριτική: Νάγια Παπαπάνου

Οι Νεκρές Ψυχές, είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Νικολάι Γκόγκολ, ένα εμβληματικό έργο που στιγμάτισε την πορεία της ζωής του συγγραφέα. Πρωταγωνιστής των "Νεκρών Ψυχών" είναι ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, ένας φιλόδοξος άνθρωπος που έχει συλλάβει ένα ιδιοφυές σχέδιο για να ανέλθει στην ρωσική κοινωνία. Η απογραφή των δουλοπάροικων γίνεται κάθε δέκα χρόνια, όσοι εν τω μεταξύ πεθαίνουν για το κράτος παραμένουν ζωντανοί έως την επόμενη απογραφή, κι έως τότε οι γαιοκτήμονες οφείλουν να καταβάλλουν φόρο και για τους νεκρούς. Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς προσφέρεται να τους αγοράσει, ούτως ώστε να τους απαλλάξει από το κόστος του φόρου. Έως το τέλος της περιοδείας του στην επαρχία ο Πάβελ Ιβάνοβιτς έχει συγκεντρώσει τόσες “νεκρές ψυχές” όσες να δικαιολογούν τον αποικισμό εκτάσεων και να επιτρέπουν στο κράτος να τον χρηματοδοτήσει με διακόσιες χιλιάδες ρούβλια. Όμως ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ δεν υπολόγισε ποτέ τις υποψίες που θα κινήσουν οι συνεχείς εξαγορές.
Η ομάδα GAFF και η Σοφία Καραγιάννη έχουν διαγράψει μια μακρά πορεία στην θεατρική απόδοση λογοτεχνικών έργων, μια διαδικασία που την πραγματοποιούν με εξαιρετική τέχνη και τεχνική μεταφέροντας στην θεατρική σκηνή τον λόγο του συγγραφέα με δραματική συνέπεια. Η δραματουργική επεξεργασία είναι ισότιμη και εφάμιλλη της σκηνοθετικής πρόθεσης και της υποδειγματικής υποκριτικής και ερμηνείας των ηθοποιών. Η Γεωργία Μπούρδα υπογράφει τα σκηνικά που είναι λιτά και κυρίως λειτουργικά για την ιδιαίτερη σκηνή του θεάτρου Θησείον, ενώ τα κοστούμια της είναι σαφώς πιο επιβλητικά και υπαινικτικά της αισθητικής της παράστασης. Η πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη ταιριάζει γάντι στην ατμόσφαιρα της παράστασης, σαν να συνόδευε από την πρώτη ανάγνωση του έργου τους ηθοποιούς, οι οποίοι μας μεταφέρουν το δόλιο σχέδιο του Τσίτσικοφ με την εξαιρετική επιμέλεια κίνησης της Μαργαρίτα Τρίκκα. 
Η παράσταση είναι μια μεγάλη ερμηνευτική αρένα στην οποία ρίχνονται με ορμή και περίσσια υποκριτική μαεστρία όλοι οι ηθοποιοι. Οι Ιωσήφ Ιωσηφίδης και Κωνσταντίνος Πασσάς αποτελούν ένα θεατρικό ντουέτο που έχει δοκιμαστεί πολλαπλά, έχει χημεία και έναν ξεχωριστό κώδικα επί σκηνής. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος είναι απολαυστικός σε όλους τους ρόλους που ερμηνεύει. Ο Γιάννης Μάνθος φέρνει μια ιδιαίτερη εσωτερικότητα μαζί με σωματική άνεση επί σκηνής, αποσπώντας τα βλέμματα με την εξαιρετική του παρουσία. Ο Διονύσης Λάνης είναι ένας ηθοποιός που πρώτη φορά βλέπω επί σκηνής και είναι πάρα πολύ αξιόλογος. Το σημαντικότερο είναι ότι συνολικά οι ηθοποιοί κινούνται με την ίδια συμμετοχικότητα στην δραματική εξέλιξη, παραμένουν ενεργοί και παρόντες, επιδεικνύουν αγάπη και εντιμότητα σε αυτό που παραδίδουν στον θεατή. 
Η Σοφία Καραγιάννη σημειώνει: "το έργο αυτό είναι μια τολμηρή σάτιρα, ένας καθρέφτης που μας αναγκάζει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας. Με γκροτέσκο χιούμορ και σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, η παράστασή μας αναδεικνύει όχι μόνο τη διαχρονικότητα της κοινωνικής κριτικής του Γκόγκολ, αλλά και την αναπόφευκτη σύγκρουση του ανθρώπου με τις ίδιες του τις ευθύνες."
Αυτή η σκηνοθετική πρόθεση αποτυπώνεται με σαφήνεια στην θεατρική σκηνή, και επιτρέπει στο έργο του Γκόγκολ να αναπτυχθεί δραματικά αφήνοντας τον θεατή να παρακολουθήσει μια καλλιτεχνικά άρτια παράσταση με δυνατό πολιτικο-κοινωνικό υπόβαθρο.


Fractal | 25.03.2025

Κριτική: Δημήτρης Φιλελές

Η υπόθεση

Στις «Νεκρές ψυχές», το ένα του και μοναδικό μυθιστόρημα, ο Νικολάι Γκόγκολ καυτηριάζει με λόγο εύστοχο και διαπεραστικό το καθεστώς της δουλοπαροικίας που ίσχυε στην τσαρική Ρωσία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς οι δουλοπάροικοι (ψυχές) αποτελούσαν ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων, που είχαν το δικαίωμα αγοραπωλησίας ή υποθήκευσής τους, όπως ακριβώς μπορούσαν να κάνουν με κάθε άλλο περιουσιακό τους στοιχείο. Τουλάχιστον αυτό δηλώνεται στην επιφάνεια του αφηγήματος. Όμως το πρόβλημα είναι πολύ πιο βαθύ και ουσιώδες, όταν ο αδύναμος άνθρωπος, ο κοινός θνητός, μεταμορφώνεται νόμιμα σε αντικείμενο εμπορικής διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει δικαίωμα στην ίδια του την ύπαρξη. Και όταν μία κοινωνία στο σύνολό της αποδέχεται ως λογική αυτή τη συνθήκη, τότε η νέκρωση και η σήψη της ανθρώπινης ψυχής έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που μόνο το εκ θεμελίων γκρέμισμα είναι η ενδεδειγμένη λύση.
Ωστόσο, και μέχρι αυτό να συμβεί, άνθρωποι της μεσαίας κυρίως τάξης, όπως ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, δεν θα πάψουν να μηχανεύονται τρόπους και να εκμεταλλεύονται την ευκαιρία πλουτισμού που μπορεί να τους δοθεί, αν βάλουν σε εφαρμογή μια «έξυπνη» ιδέα. Ο ήρωας δεν είναι παρά ένας αδίστακτος και ανήθικος –πλην νομιμοφανής– απατεωνίσκος που σκαρφίζεται την αγορά τίτλων νεκρών δουλοπάροικων από τους πρώην ιδιοκτήτες τους, ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως εχέγγυο για να αναπτύξει υποτιθέμενη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Νεκρά ανθρώπινα αισθήματα, νεκρές συνειδήσεις, νεκρές ηθικές αξίες που περιγράφονται με υποδόριο διδακτισμό μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα, τις ρεαλιστικές καταστάσεις, αλλά και τη σωστή δόση πικρής κοινωνικής σάτιρας.
Όταν όμως η αλγεινή πραγματικότητα του παρελθόντος διασυνδεθεί –όπως συμβαίνει στην παράσταση– με αντίστοιχες σημερινές απάνθρωπες τακτικές αντιμετώπισης του ανθρώπου, διάχυτες στην παγκόσμια κοινότητα, ως αριθμού στατιστικής, ως ανώνυμης μονάδας παραγωγής κέρδους, ως χρεογράφου που μπορεί να γίνει χαρτί διαπραγμάτευσης στην αγορά εργασίας και στην πολιτική, ή ως άχρηστου υλικού όταν δεν μπορεί πλέον να αποφέρει κέρδος (βλέπε συνταξιοδότηση), το κλασικό αποκτά δυναμική που το μετασχηματίζει σε σύγχρονο και επίκαιρο. Και αν στις μέρες μας οι εκλιπόντες, οι «νεκρές ψυχές», δεν μπορούν να είναι επενδυτικό προϊόν (και αυτό υπό αίρεση), μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης των οικείων τους από τους επαγγελματίες της εκφοράς στην τελευταία τους κατοικία.

Η παράσταση ως συνολική εικόνα

Η βραβευμένη (δικαίως!) σκηνοθέτις Σοφία Καραγιάννη αναλαμβάνει για μια ακόμα φορά το εγχείρημα της μεταφοράς του αφηγηματικού-ποιητικού λόγου και της μυθιστορηματικής πλοκής σε λόγο θεατρικό και δράση επί σκηνής. Καταπιάνεται με ένα κείμενο με σημαντικές ελλείψεις, αξιοποιεί κάθε σημαντική λεπτομέρεια, αφαιρεί, προσθέτει και τροποποιεί με σεβασμό και χειρουργική ακρίβεια, μέχρι να δημιουργήσει μια στιβαρή συνολική θεατρική εικόνα, που από την πρώτη στιγμή κερδίζει τον θεατή και τον κρατά εθελούσια δέσμιο της δράσης μέχρι το συγκλονιστικό φινάλε. Επιλέγει τον γοργό ρυθμό εξέλιξης, έναν καλπασμό αμείωτης έντασης από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ παράλληλα φωτίζει το παρόν μέσα από το παρελθόν και κινεί τα νήματα που οδηγούν στην κορύφωση.
Για μια ακόμα φορά, με αξιοζήλευτη ευρηματικότητα που ξεπερνά τα συνήθη όρια μεταφέρει το κοινό νοερά στους χώρους –εσωτερικούς ή εξωτερικούς– που διαδραματίζονται τα γεγονότα με το μίνιμουμ των απαιτούμενων μέσων, ενώ καθοδηγεί τους δρώντες επί σκηνής στην απόλυτη εργαλειοποίηση κάθε μέλους του σώματός τους και στην ακραία εκμετάλλευση των υποκριτικών τους δυνατοτήτων.
Η αισθητική αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος είναι καθηλωτική. Η σκηνοθετική προσέγγιση της Σοφίας Καραγιάννη είναι για μια ακόμα φορά εμπνευσμένη, υποδειγματική, αξιοθαύμαστη και αξιέπαινη από κάθε άποψη. Συνεργάτιδές της στην επίπονη αυτή διαδρομή η έμπειρη Σβετλάνα Μαμαλούι ως σύμβουλος δραματουργίας και η Μαρία Χαριτοπούλου ως βοηθός σκηνοθέτη.
Η σκηνογράφος και ενδυματολόγος Γεωργία Μπούρδα, ο συνθέτης της μουσικής Γιώργος Χριστιανάκης, η επιμελήτρια της κίνησης Μαργαρίτα Τρίκκα, η υπεύθυνη για τους φωτισμούς Βασιλική Γώγου και η μακιγιέζ Στέλλα Χατζοπούλου κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Καθένας στον τομέα του είναι προφανές ότι έχει δώσει τον καλύτερό του εαυτό, έχει συντονιστεί και συγχρονιστεί με τη σκηνοθετική ματιά και από τη θέση του συμπράττει με όλες του τις δυνάμεις, ώστε να φτάσει στο κοινό η άριστη τελική εικόνα.

Οι ερμηνείες

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ως πρώτος μεταξύ ίσων στον πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν υποδύεται, αλλά είναι ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, είναι ο τυχοδιώκτης που θέλει να αναρριχηθεί κοινωνικά πατώντας κυριολεκτικά επί πτωμάτων. Επί σκηνής δρα εξαντλητικά τόσο ως προς τις σωματικές του δυνάμεις όσο και ως προς τις ψυχικές ακροβασίες. Η συναισθηματική του κατάσταση έχει αλλεπάλληλες εναλλαγές που συμβαίνουν με ταχύ ρυθμό, ενώ το σώμα του ταυτίζεται απόλυτα με τις απαιτήσεις της στιγμής. Γίνεται κωμικός ή δραματικός, απαιτητικός ή παρακλητικός, σκληρός ή ιπποτικά ευγενικός, ή όλα αυτά μαζί σε ένα παραλήρημα αρκεί να πετύχει τον σκοπό του. Φοράει κάθε φορά το προσωπείο που τον φέρνει πιο κοντά στο επιθυμητό χωρίς τύψεις ή ενοχές. Οι μορφασμοί του προσώπου και οι έντονες σωματικές του συσπάσεις είναι το όχημα πάνω στο οποίο συνταξιδεύει ο θεατής και αισθάνεται κάθε απώλεια της ισορροπίας που οδηγεί σε πιθανή πτώση, ο λόγος του είναι το ρεύμα του ποταμού μέσα στο οποίο συμπαρασύρεται ο θεατής και βιώνει τη σταδιακή απώλεια της ανθρωπιάς που προκαλεί ο αμοραλισμός – όχι μόνο ενός ανθρώπου, αλλά μιας κοινωνίας. Ο θεατής συνοδοιπορεί μαζί του από την άνοδο μέχρι την πτώση και επισφραγίζει την ανεπανάληπτη ερμηνεία του με ένα παρατεταμένο ζωηρό και από καρδιάς χειροκρότημα.
Ο Διονύσης Λάνης, ο Γιάννης Μάνθος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και ο Κωνσταντίνος Πασσάς είναι οι τέσσερις συμπρωταγωνιστές και ισάξιοι στυλοβάτες της παράστασης. Υποδύονται ρόλους (γυναικείους και ανδρικούς) αδιάκοπα εναλλασσόμενους και εκ περιτροπής επαναλαμβανόμενους. Μοχθούν σωματικά και ψυχικά, με την ηδονή αποτυπωμένη στα κάθιδρα πρόσωπά τους, με το πάθος που αναδύεται σε κάθε τους κίνηση, με τον εκπληκτικό συντονισμό των κινήσεων που υποδηλώνει στρατιωτική πειθαρχία και πλήρη έλεγχο κάθε εκατοστού της σκηνής. Τέσσερις σκηνικές παρουσίες που λειτουργούν ως ένα σώμα διαιρεμένο σε ισοδύναμα κλάσματα, που το κάθε ένα ανά πάσα στιγμή συμπεριφέρεται υποδειγματικά ως μέρος του όλου. Και όλοι μαζί αλληλεπιδρούν και ωθούν τον πρωταγωνιστή σε ακρότητες, τον υποβάλλουν σε συνεχή περιδίνηση, είναι ταυτόχρονα συνεταίροι και αντίπαλοί του σε από κοινού εγκλήματα, συνεργάτες και αντίζηλοί του όταν τα συμφέροντα συγκρούονται, συνυπεύθυνοι στην εξάπλωση της κοινωνικής σήψης, και καθώς μεταμορφώνονται αστραπιαία με πρωτόγνωρο συντονισμό, συναποτελούν τον απόλυτο μηχανισμό σωμάτων και συναισθημάτων με κορυφαίες και ισότιμες ερμηνείες. Απόλυτα δικαιολογημένο το θερμό και ενθουσιώδες χειροκρότημα που επίσης εισπράττουν από το κοινό.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια εξαιρετική θεατρική παράσταση που συνιστάται ανεπιφύλακτα και το θεατρόφιλο κοινό πρέπει οπωσδήποτε να δει.


BookPress | 29.3.2025

Κριτική: Νίκος Ξένιος

Είδα την εξαιρετική σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη και της ομάδας Gaff στις «Νεκρές Ψυχές» (1842–52) του Νικολάι Γκόγκολ, στο θέατρο «Θησείον». Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης δίνει μιαν ερμηνεία αντάξια του ρόλου του Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, αυτού του «ούτε πολύ λεπτού, ούτε πολύ χοντρού, ούτε πολύ φτωχού, ούτε πολύ πλούσιου, ούτε πολύ νέου, ούτε πολύ γέρου, ούτε πολύ όμορφου, ούτε πολύ άσχημου» άνδρα που (συνοδευόμενος από τον αμαξά του Σελιφάν και τον πεζό μουζίκο Πετρούσκα) διασχίζει πάνω στην «μπρίτσκα» (ατομική άμαξά) του τη σκονισμένη, λασπώδη επαρχία που επονομάζεται «Ν», ώστε να επιχειρήσει το πιο περίεργο εμπορικό κόλπο που έχει ποτέ συλλάβει συγγραφικός νους. Η συμπεριφορά αυτού του picaresque πρωταγωνιστή, η ξέγνοιαστη, α-ήθικη ραθυμία του, η συμπεριφορά του στα δείπνα και στον προσωπικό του συσχετισμό προς μια σειρά τύπων της επαρχίας, τον τοποθετούν σε θέση υπεροχής έναντι των υποκριτικών δομών αυτής της κοινωνίας. Ο Τσίτσικοφ θα αγοράσει σε χαμηλή τιμή λίστες με δουλοπαροίκους που έχουν πεθάνει στη δεκαετία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο απογραφές (δηλαδή «νεκρές ψυχές» για τις οποίες οι αφέντες τους εξακολουθούν να πληρώνουν κεφαλικό φόρο), ώστε να πλασαριστεί ως ιδιοκτήτης μιας αποικίας «ζωντανών» και να αποκτήσει υψηλή θέση στη ρωσική κοινωνία.
Αυτό το έργο του 1840 (που στρώνει τον δρόμο για τον «κωμικό σουρρεαλισμό» του 20ού αιώνα) ανεβάζει στη σκηνή η κυρία Καραγιάννη με μια διανομή 25 χαρακτήρων σε πέντε ηθοποιούς: τους υπόλοιπους ρόλους μοιράζονται επάξια ο Διονύσης Λάνης, ο Γιάννης Μάνθος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και ο Κωνσταντίνος Πασσάς. Μεταμφιέζονται σε ταλαιπωρημένους μουζίκους, υπεροπτικούς, γελοίους γαιοκτήμονες σαν τον Μανίλοφ και τη γυναίκα του, σε κομπλεξικούς και μικροπρεπείς κρατικούς υπαλλήλους ή σε ανώνυμους χωρικούς, γίνονται άλογα και σκυλιά, μεταμορφώνονται σε κουτσομπόλες κυράδες και σε αμόρφωτους, γραφικούς αμαξάδες ή σε αποτρόπαιους λακέδες χαρτόμουτρα σαν τον Νοσντριόφ, περιβάλλοντας τον Τσίτσικοφ με όλα τους τα υποκριτικά μέσα και με τρόπο άμεσο και χιούμορ που σπάει κόκκαλα. Μια ξεπεσμένη επαρχιακή κοινωνική δομή με αυστηρή φεουδαρχική ιεράρχηση δίνει ζωτικό χώρο στην ανάπτυξη των ευτελέστερων ανθρώπινων ιδιοτήτων: το άκρον άωτον της υποκρισίας, της ευτέλειας και της φιλαργυρίας γίνεται ο κανόνας σ’έναν κόσμο που φεύγει ανεπιστρεπτί μαζί με τον ζόφο της δουλείας, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της ανομίας και του απόλυτου κρατικού ολοκληρωτισμού.

Ο πλούτος μετριέται σε «ψυχές»

Οι εθνικοί πολιτισμικοί κώδικες της ιδιαίτερης πατρίδας του Γκόγκολ, της Ουκρανίας, διαρκώς έρχονται σε σύγκρουση με την αυτοκρατορική κουλτούρα της «Μαμάς» Ρωσίας, παράγοντας μιαν «υβριδική» λογοτεχνία, γεμάτη συγκρούσεις και αντιφάσεις, γεμάτη ιδιαιτερότητες και πρωτοτυπία. Ο ουκρανικός πολιτισμός συνεχίζει, έως και σήμερα, να υφίσταται τη βίαιη επιβολή της «ρωσικότητας», και η περίπτωση του Γκόγκολ είναι μοναδικό γραμματολογικό παράδειγμα αυτής της άνισης σχέσης, δηλαδή η περίπτωση ενός sui generis συγγραφέα που διατηρεί τη μοναδικότητά του μέσα σ’ένα ευρύ πολιτισμικό μόρφωμα που τείνει να τον απορροφήσει (το ίδιο συμβαίνει και με την εβραϊκή ταυτότητα του Φραντς Κάφκα, που έγραφε στα Γερμανικά μέσα στο τσεχικό κλίμα της Πράγας, στην καρδιά της Αυστροουγγρικής δυναστείας). Τα Ουκρανικά για τον Γκόγκολ ήταν ταυτόχρονα η γλώσσα της χώρας του και η «μυστικιστική» του γλώσσα: μια λογοτεχνία φαντασμαγορική αναδύθηκε μέσα από αυτόν τον εγκιβωτισμό, μια λογοτεχνική ιδιοφυΐα παρήγαγε αμείλικτη, διαχρονική σάτιρα.
Ο Γκόγκολ δεν μπορούσε να κατανοήσει τα χούγια της ρωσικής ελίτ, η οποία τον επέπληττε για την αδυναμία του να εξυμνήσει τον τσαρισμό κατά τις προσδοκίες της, με αποτέλεσμα να καταστρέψει το sequel των «Νεκρών Ψυχών» με τα ίδια του τα χέρια και να περάσει σ’ένα οδυνηρό στάδιο προσωπικής κατάρρευσης και αυτοκαταστροφής (αν και είχε δεσμευτεί, στον πρώτο τόμο των «Νεκρών Ψυχών», να δημιουργήσει μια τριλογία του είδους της Θείας Κωμωδίας του Dante, που θα αποκάλυπτε το μεγαλείο της Ρωσίας, η μόνη μυθοπλασία του που εν τέλει εξυμνεί τον ρωσικό εθνικισμό παραμένει ο «Τάρας Μπούλμπα», το 1842). Το ακλόνητο βλέμμα ενός ρεαλιστή συγκρούεται, στις «Νεκρές Ψυχές», με την ειλικρινή κατάθεση ενός απόλυτα ιδεαλιστή δημιουργού, ενός επίδοξου «Ρώσου» που καλείται να περιφρονήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να αναδείξει τις ομορφιές μιας κρατικής οντότητας που αποδεικνυόταν γκροτέσκα στην παρακμή της. Αυτή του η ανατρεπτική ματιά έκανε τους Μπολσεβίκους, αργότερα, να διαστρέψουν (όπως ήταν και αναμενόμενο) την κληρονομιά της μεγάλης αυτής λογοτεχνίας και να μετατρέψουν τα «μικρά ρωσικά» θέματα του Γκόγκολ σε φολκ-κλορ που σατιρίζει την αστική τάξη: κατά τις προδιαγραφές, βεβαίως, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η μοχθηρία των χαρακτήρων που πλάθει ο Γκόγκολ στις «Νεκρές Ψυχές» και το παραξένισμα που προκαλούν οι διάλογοί του αποτυπώνει την απόμακρη στάση του απέναντι στους συγχρόνους του, που τους παρατηρούσε υπό το πρίσμα της ιδιοφυΐας. Έως το 1836 η μυθοπλασία του ήταν επαρκώς ουκρανική(το έθνος που αντανακλάται στο «Απογεύματα σε μια φάρμα κοντά στη Ντικάνκα» {1831–1832} δεν ήταν η Ρωσία αλλά η Ουκρανία, γράφουν οι αναλυτές), ενώ η εθνικιστική ρομαντική μυθοπλασία της Ρωσίας εμφανίζεται στο έργο του από τότε και στο εξής. 

Μια σκηνοθεσία συμπεριληπτική με ραγδαίο ρυθμό

Η ασάφεια και η ειρωνεία του μοναδικού (ημιτελούς, αλλά πλήρους νοήματος) μυθιστορήματος του μεγάλου συγγραφέα μαρτυρεί ξεκάθαρα την αμφιθυμία του ως προς την απόδοση του κλίματος της τσαρικής Ρωσίας. Τον επίκαιρο χαρακτήρα του κειμένου αποδίδει αυτή η (κάπως συνοπτική) εκδοχή της κυρίας Καραγιάννη, που για τα δεδομένα του θεάτρου μας συνιστά ένα επίτευγμα. Οι χαμένες φωνές που δεν ακούστηκαν ποτέ και παρέμειναν αδικαίωτες, να αιωρούνται σ’ένα ατελείωτο «καθαρτήριο» μεταξύ γης και ουρανού, αυτό το «συλλαλητήριο» νεκρών του τέλους της παράστασης, δεν είναι παρά οι κριτές των διεφθαρμένων εκμεταλλευτών του σήμερα. Ο ίδιος ο Γκόγκολ ακούγεται voice off, επισημαίνοντας διαρκώς τα κοινωνικά ζητήματα που βλέπει να μαστίζουν τη Ρωσία και αποκαλύπτοντας πώς η προσήλωση των γαιοκτημόνων στο χρήμα και η άδικη συμπεριφορά τους προς τους δουλοπάροικους αποτυπώνουν τη σήψη της αχανούς τσαρικής επικράτειας. Οι λίστες των «ζωντανών-νεκρών» υποβιβάζουν τους δουλοπάροικους σε αντικείμενο εξωφρενικού παζαρέματος, άνομου πλουτισμού και κοινωνικής αναρρίχησης, ενώ η συγκατάβαση των εμπλεκόμενων στη φρικτή αυτήν συναλλαγή καταδεικνύει την καταχρηστικότητα του θεσμού.
Το ζήτημα της συγκεντρωτικής, γραφειοκρατικής οργάνωσης ενός τόσο αυταρχικού κράτους είναι επίσης κεντρικό στη μυθοπλασία των «Νεκρών Ψυχών»: η ίδια η ατελέσφορη γραφειοκρατία με τις καθυστερήσεις της επιτρέπει τη δόμηση της υπόθεσης καθεαυτήν, ο ανυπόφορος υπαλληλικός συγκεντρωτισμός της κεντρικής εξουσίας επιτρέπει την ύπαρξη τέτοιων ανθρώπινων χαρακτήρων όπως ο Τσίτσικοφ. Άλλο κεντρικό θέμα διακωμώδησης του Γκόγκολ είναι η ρητορική της κολακείας σε συνδυασμό με την απληστία (πόσο αληθινοί πράγματι, είναι ακόμη και σήμερα ο τσιγγούνης Πλιούτσκιν και η ακόρεστη χήρα Κορομπόσκα!). Τέλος, πρόκειται για ένα μάθημα περί της εύπιστης φύσης της ανθρώπινης κοινότητας: πόσες παγίδες κρύβει η αποδοχή ενός αγνώστου για τον οποίο κατ’ουσίαν δεν γνωρίζουμε τίποτε!
Τα σκηνικά αντικείμενα και τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα αποδίδουν αφαιρετικά κάθε σημείο της αφήγησης με μέτρο και ακρίβεια, αφήνοντας τον θεατή να συμπληρώσει με τη φαντασία του το τοπίο. Η μουσική επένδυση του Γιώργου Χριστιανάκη, σε συνδυασμό με τους φωτισμούς της Βασιλικής Γώγου και την εξαίσια χορογραφική προσέγγιση της Μαργαρίτας Τρίκκα, συμπληρώνουν τη σύλληψη της κυρίας Καραγιάννη, που για δεύτερη φορά (μετά το υπέροχο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου) αξιοποιεί το δυναμικό της πολύ δεμένης αυτής ομάδας, αφήνοντας ένα στίγμα συγκεκριμένου, δυναμικού ρεαλισμού στην αθηναϊκή σκηνή.


Onlytheater | 31.03.2025

Κριτική: Ντίνα Καρρά

Πιστεύω ακράδαντα ότι οι ομάδες γράφουν ιστορία, όταν έχουν στα χέρια τους καλή πρώτη ύλη και λειτουργούν σαν ένα σώμα. Η ομάδα GAFF διαγράφει μία αξιοζήλευτη πορεία στον τρόπο σύλληψης και προσέγγισης λογοτεχνικών κειμένων. Αυτή τη φορά, καταπιάνεται με το έργο του Νικολάι Γκόγκολ, «Νεκρές Ψυχές», το οποίο φιλοτεχνεί με περίσσια δεξιοτεχνία το πορτρέτο ενός «χαρισματικού» απατεώνα, που κατορθώνει να «σπάσει» τον τρόπο λειτουργίας του ρωσικού συστήματος με μια μοναδική και σαρδόνια, σε σύλληψη, ιδέα. Ο συγγραφέας με περιπαικτικό χιούμορ και δόσεις ειρωνείας σκιαγραφεί κρατικούς θεσμούς, κοινωνικά στερεότυπα και γραφειοκρατία που σαπίζουν αέναα. Πλούσιοι και φτωχοί τύποι συνθέτουν ένα ποικιλόμορφο σατιρικό μωσαϊκό με την αγωνία να είναι εξίσου παρούσα. Οι λέξεις μετασχηματίζονται, αποκαλύπτουν πληγές, ξεσκεπάζουν κρυμμένες αρρώστιες, εκεί που η αθωότητα λιθοβολείται και η κακία θριαμβεύει…
Ο ανυπότακτος τελωνειακός Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικωφ έχει μια ιδέα που αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Επιθυμεί να ανελιχτεί κοινωνικά και γι' αυτό εμπορεύεται…νεκρές ψυχές. Εμφανίζεται στις επαύλεις διαφόρων γαιοκτημόνων της ρωσικής επαρχίας, δηλώνοντας πως είναι πρόθυμος να αγοράσει τους τίτλους ιδιοκτησίας όσων «νεκρών ψυχών» έχουν στην κατοχή τους, δηλαδή όσων μουζίκων είχαν στη δούλεψή τους και έχουν, πλέον, πεθάνει. Απλοί άνθρωποι, δουλοπάροικοι, κάποιοι άριστοι τεχνίτες, κάποιοι χωρίς οικογένεια, που για λίγα ρούβλια θα γίνουν η περιουσία του. Για εκείνους, έτσι κι αλλιώς, είναι «άχρηστοι» αριθμοί και ασύμφοροι, μιας και εξακολουθούν να πληρώνουν φόρους για κάθε κεφάλι. Για εκείνον, όμως, είναι το εισιτήριο για την καλή ζωή, κι ας είναι βουτηγμένος στις λάσπες από την κορυφή έως τα νύχια…
Η Σοφία Καραγιάννη σκηνοθετεί ξανά με ουσία, γνώση και ευρηματικότητα. Θα λέγαμε πως είναι μετρ των θεατρικών διασκευών με μία οργιάζουσα φαντασία και με ευρήματα μοναδικά. Με την αρωγή της Σβετλάνας Μαμαλούι στη δραματουργική επεξεργασία, στήνει μια παράσταση έξοχα καλοκουρδισμένη σε σκηνική οικονομία, σπιρτάδα, ρυθμό και σωματικότητα (κίνηση Μαργαρίτας Τρίκκα), στηριγμένη στη συντονισμένη ομάδα των ικανών ηθοποιών: Ιωσήφ Ιωσηφίδη, Διονύση Λάνη, Γιάννη Μάνθο, Χρήστου Παπαδόπουλου και Κωνσταντίνου Πασσά. Εκείνοι με τη σειρά τους, επιδίδονται σε έναν αγώνα δρόμου χωρίς ανάσα, αποδίδοντας ομόψυχα τα πρόσωπα του έργου. Συμπλέουν με υποκριτική νηφαλιότητα και ακμαία σκηνική δεξιότητα στις πολλαπλές τους ενσαρκώσεις.
Τα σκηνικά-κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα απολύτως λειτουργικά, οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου εγκιβωτίζουν όλη την απάνθρωπη χυδαιότητα της διαφθοράς, η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη υπογραμμίζει τη ροή της συνθήκης.
«Νεκρές Ψυχές», του Ν. Γκόγκολ, μια αλληγορία όχι μόνο για τους πεθαμένους αλλά και για τους ζωντανούς-νεκρούς που «πνέουν τα λοίσθια». Για όλους εκείνους που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εκφάνσεις ηθικού και πνευματικού τέλματος με αποχρώσεις αστικής υποκρισίας και αγραμματοσύνης. Για τη μνήμη των αδικοχαμένων που έμειναν χωρίς δικαίωση και παλεύουν με τη λήθη. Για την αναγκαιότητα του χρέους…ποτέ ξανά σιωπή!


Sinwebradio | 01.04.2025

Κριτική: Έλενα Χατζοπούλου

Ο, Ουκρανικής καταγωγής, Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος, Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (1809-1852), έγραψε ποιήματα και διηγήματά που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά, μέχρι που το έργο του «Βραδινές συντροφιές στο χωριό» θα τον κάνει γνωστό και αποδεκτό στον πνευματικό κόσμο της χώρας. Έτσι, στα 23 του χρόνια, ο Γκόγκολ αποτελεί μια προσωπικότητα των ρωσικών γραμμάτων και αρχίζει τη συγγραφή και θεατρικών έργων, σατιρίζοντας, με τρόπο σκληρό, όλη τη γραφειοκρατική δομή της αυτοκρατορίας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι πρώτοι που ξεκινούν εναντίον του μια πολεμική και πικραμένος αναγκάζεται να εγκατασταθεί μόνιμα στη Ρώμη. Εκεί, αρχίζει να γράφει ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα στην παγκόσμια λογοτεχνία, με τίτλο «Νεκρές ψυχές» (1842), όπου, μέσα από ένα σαρδόνιο χιούμορ, ο Γκόγκολ αποκαλύπτει την απληστία, τη ματαιοδοξία και τη διαφθορά της εποχής του. Ένα έργο που συγκλόνισε ολόκληρη τη Ρωσία και δίχασε ακόμα μια φορά το κοινό.
Ένα περίτεχνο σχέδιο απάτης αρχίζει να υφαίνεται. Δημιουργός του ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσιτσίκοφ, ένας τυχοδιώκτης, απατεώνας ταξιδευτής, που φτάνει στην περιοχή με τους πολλούς γαιοκτήμονες, έχοντας κατά νου το σατανικό του σχέδιο. Αρχικά, επισκέπτεται τους αξιωματούχους της πόλης, κολακεύοντάς τους και λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα προσκλήσεις για δείπνα και βραδιές. Στη συνέχεια, τους συναναστρέφεται και γίνεται φιλικός με τους ιδιοκτήτες γης, θέτοντας τις βάσεις για τον πραγματικό σκοπό της επίσκεψής του…
Ο Τσιτσίκοφ γνωρίζει ότι ο πλούτος ενός Ρώσου γαιοκτήμονα δεν μετριέται σε στρέμματα γης ή σε ρούβλια, αλλά στις «ψυχές» των δουλοπάροικων που έχει στην κατοχή του. Το φορολογικό σύστημα βασίζεται επίσης σε αυτές τις ίδιες ψυχές, που μετρώνται σε κάθε απογραφή, ενώ αν κάποιος δουλοπάροικος-ψυχή πεθαίνει, μεταξύ των ετών απογραφής, συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως ζωντανός και ο ιδιοκτήτης του φορολογείται ανάλογα. Και καθώς αυτές οι ψυχές φορολογούνται και αποτελούν βάρος για τον ιδιοκτήτη, έρχεται ο Τσιτσίκοφ, ο οποίος, αφού πρώτα βολιδοσκοπήσει την προσωπικότητα και την κατάσταση του κάθε γαιοκτήμονα, του κάνει μια οικονομική πρόταση, προκειμένου να τους αγοράσει και έτσι να απαλλάξει τον γαιοκτήμονα από αυτό το δυσβάσταχτο βάρος…
Κάθε συνάντηση είναι διαφορετική, όπως και τα παζάρια και η αδηφάγα όρεξή του για να αποκτήσει όσο περισσότερες νεκρές ψυχές μπορεί. Μόνο που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το γιατί…
Μια σάτιρα για τη ρωσική κοινωνία, όπου καταδεικνύονται οι ματαιόδοξοι, χυδαίοι και άπληστοι άνθρωποι που συναντά ο Τσιτσίκοφ, μιας και οι ψυχές αυτών των γαιοκτημόνων είναι τόσο νεκρές, όσο και των δουλοπάροικων που κάποτε δούλευαν τα εδάφη τους. Ένα έργο που φτύνει κατάμουτρα την ιεραρχία ενός φεουδαρχικού συστήματος, ενώ οι χαρακτήρες εμφανίζονται παράλογοι και κακομαθημένοι, που ενεργούν προς το συμφέρον τους, με ελάχιστη κατανόηση ή φροντίδα για οτιδήποτε πέρα από την περιορισμένη τους οπτική γωνία. Και ο Τσιτσίκοφ είναι ένας μεγαλομανής απατεώνας, που εκμεταλλεύεται τη λαγνεία των άλλων για χρήμα. Μια ιστορία ηθικής, διαφθοράς κι εγωκεντρικής φιλοδοξίας, άκρως συμβατή με τη σημερινή πραγματικότητα.
Σήμερα, και για πρώτη φορά, στο θέατρο Θησείο, η Σοφία Καραγιάννη αναδεικνύει το εμβληματικό έργο του Νικολάι Γκόγκολ, σε ελεύθερη απόδοση, διασκευή και σκηνοθεσία. Και ο θεατής απολαμβάνει με όλο του το είναι την παράσταση, η οποία βρίθει ευρηματικότητας και συμβολισμών.
Σε ένα περιβάλλον, όπου τα άλογα καλπάζουν, τα σκυλιά αλυχτούν, τα ευφυή σκηνικά, κοστούμια-περούκες (Γεωργία Μπούρδα), οι φωτισμοί (Βασιλική Γώγου), η πρωτότυπη μουσική (Γιώργος Χριστιανάκης) και οι χορογραφημένες κινήσεις (Μαργαρίτα Τρίκκα), πλάθουν μια παράσταση που αναγκάζει τον θεατή, μέσα από το γκροτέσκο και το σουρεάλ, να σκάψει βαθιά στον εαυτό του.
Όσον αφορά στην ομάδα GAFF, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς, ερμηνεύουν με τρόπο αριστοτεχνικά σαγηνευτικό, ακόμη κι όταν κάπου στη γωνιά κινούνται όπως τα vintage σκυλάκια μπροστά στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων.
Ο Γκόγκολ ζωγραφίζει μια θλιβερή εικόνα, μέσα από χιουμοριστικούς και υπερβολικούς χαρακτήρες, εξετάζοντας τη βαθύτερη διαφθορά, ενώ μιλάει για ανθρώπινα ελαττώματα, σε ένα έργο που ακόμη και σήμερα είναι επίκαιρο και ζωντανό, σε μια παράσταση σάτιρας και κωμικού παραλογισμού.

Και η ερώτηση που θέτει, από τότε ο συγγραφέας, παραμένει: «Μήπως υπάρχει και μέσα σε εμένα στοιχείο του Τσιτσίκοφ;».


Monopoli | 01.04.2025

Κριτική: Στέλλα Χαραμή

Το έργο

Στο θεατρικό πάνθεο των Ρώσων, ο Νικολάϊ Γκόγκολ κατέχει μια περίοπτη θέση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν άφησε σπουδαία δείγματα εργασίας και σε άλλες συγγραφικές φόρμες. Είναι πολλά τα διηγήματα και οι νουβέλες του τα οποία γνώρισαν και θεατρικά ανεβάσματα (όπως «Η μύτη» και «Το ημερολόγιο ενός τρελού») αλλά ένα και μοναδικό το μυθιστόρημα του, οι «Νεκρές ψυχές», το οποίο και γράφει το 1842. Θύμα της αυτοκρατορικής λογοκρισίας – όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοι του – καταφεύγει στο εξωτερικό και μετά από μια πολυετή περιπλάνηση στην Ελβετία και τη Γαλλία, καταλήγει στην Ιταλία όπου και το ολοκληρώνει.
Ήρωας των «Νεκρών Ψυχών» είναι ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικωφ, ένας δήθεν «αξιαγάπητος» δήθεν «μορφωμένος», δήθεν «άξιος» αλλά σίγουρα αδίστακτος τυχοδιώκτης. Στα χρόνια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας –πριν τη Μεταρρύθμιση Απελευθέρωσης του 1861 που πραγματοποίησε ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Β΄, βάσει του οποίου 23 εκατομμύρια δουλοπάροικοι απόκτησαν την ελευθερία τους– ο Τσίτσικωφ περιφέρεται από πόλη σε πόλη, οργανώνοντας συναντήσεις με κρατικούς αξιωματούχους και γαιοκτήμονες της κάθε επαρχίας αποκαλύπτοντας σταδιακά το σατανικό σχέδιο του. Επιδιώκει να εξαγοράσει σε εξευτελιστική τιμή τους νεκρούς δουλοπάροικους που, μέχρι πρότινος, καλλιεργούσαν τη γη τους· και τους οποίους μπορούσαν να διαχειριστούν όπως ακριβώς και όλα τα άλλα περιουσιακά τους στοιχεία.
Γι’ αυτούς τους δουλοπάροικους που είχαν πεθάνει ανάμεσα σε δύο απογραφές, οι ιδιοκτήτες εξακολουθούσαν να καταβάλουν στο κράτος κεφαλικό φόρο, γεγονός που αποτελεί και το κυρίαρχο επιχείρημα του Πάβελ Ιβάνοβιτς: Θα απαλλάξει τους γαιοκτήμονες από τον φόρο και την ίδια ώρα το δημόσιο ταμείο δεν θα ζημιώνεται καθώς θα εισπράξει από τα τέλη της καταγραφής.
Όσο παράλογο, ανήθικο και ανατριχιαστικό κι αν είναι το σχέδιο του Τσίτσικωφ, στο τέλος καταφέρνει να το υλοποιήσει βρίσκοντας συμμάχους σε αυτό όχι μόνο τους φεουδάρχες της Ρωσίας, αλλά και τους κρατικούς λειτουργούς της, οι οποίοι για λίγα καπίκια, είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν και την ψυχή τους.
Οι «Νεκρές Ψυχές» είναι μια μαύρη, κατάμαυρη πολιτική σάτιρα που αναδεικνύει τα διαβρωμένα μεγέθη κάθε κοινωνικού σχήματος: Αφενός την αστική τάξη που βαλτώνει στην υποκρισία της –«πόσο λίγο ενδιαφέρον προκαλούν οι κατώτερες τάξεις στο κοινό», σχολιάζει ο Γκόγκολ– και προκειμένου να αυξήσει την περιουσία της δεν προβάλλει κανέναν ηθικό φραγμό. Αφετέρου, τους διεφθαρμένους υπαλλήλους της κρατικής μηχανής που δεν διστάζουν να συνθηκολογήσουν με τους αστούς αρκεί να εξασφαλίσουν λίγη παραπάνω εξουσία και κάποια χρήματα στην τσέπη. Και τέλος, τη μεσαία τάξη που ως, ασταμάτητος αποδέκτης των παραπάνω πρακτικών, σαπίζει κι αυτή ψυχικά· μηχανεύεται τρόπους νεοπλουτισμού, με όποιο κόστος: Ακόμα κι αν εμπορεύεται νεκρούς χωρικούς που όσο ζούσαν έφτυναν αίμα. «Η δίψα να αποκτήσουμε κάτι είναι η αιτία των πάντων», απολογείται ο Πάβελ Ιβάνοβιτς, αφήνοντας ανοιχτή την ερμηνεία για το ποιες τελικά είναι οι νεκρές ψυχές: Οι ηθικά νεκρές ή οι σωματικά;
Διόλου τυχαίο που το έργο του Νικολάϊ Γκόγκολ σκόνταφτε για μήνες στην επιτροπή λογοκρισίας αλλά, ακόμα κι όταν δημοσιεύτηκε, προκάλεσε δριμείες αντιδράσεις στην πτέρυγα των Ρώσων αστών αλλά και μεγάλη αποδοχή από τον δημοκρατικό πνευματικό κόσμο για την τόλμη του.
Στον απόηχο των αντιδράσεων, ο Γκόγκολ άρχισε να αμφιταλαντεύεται για την αυστηρότητα της κριτικής του στην «ρωσική ψυχή» και αποφάσισε να δημιουργήσει μια τριλογία αποκαθιστώντας, τρόπον τινά, το πρώτο μέρος των «Νεκρών Ψυχών». Δεν θα μάθουμε ποτέ τι έγραψε, αφού κατέστρεψε όλα τα τελευταία χειρόγραφα του.

H παράσταση

Το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Νικολάϊ Γκόγκολ συναντά –εκτός από την διαχρονία– και την τωρινότητα του στην πρώτη του θεατρική απόδοση. H Σοφία Καραγιάννη παίρνει το ρίσκο να μιλήσει για τις «νεκρές ψυχές» έτσι όπως τις ερμηνεύει το σημερινό βίωμα και δικαιώνεται. Το ανδρικό σύνολο των πρωταγωνιστών –Ιωσηφίδης, Λάνης, Μάνθος, Παπαδόπουλος, Πασσάς– αναδεικνύουν τις τραγικές, δυστοπικές αλλά και τις γκροτέσκ καμπές του έργου σε μια παράσταση που έχει έλλειμα αισθητικών ερεθισμάτων.

Τα Συν (+)

Η θεατρική διασκευή
Στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας οι «Νεκρές ψυχές» εκπροσωπούν επάξια το Νικολάϊ Γκόγκολ – παρότι τα διηγήματα και τα αφηγήματα που είχε νωρίτερα υπογράψει ήταν, επίσης, σπουδαία. Η σκηνοθέτρια Σοφία Καραγιάννη, έχοντας πρόσφατο το προηγούμενο δείγμα προσαρμογής για το θέατρο (του επίσης πολιτικού βιβλίου του Χρόνη Μίσσιου «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς») επιχειρεί (σε συνεργασία με την δραματουργό Σβετλάνα Μαμαλούι) την ελεύθερη διασκευή των «Νεκρών ψυχών».
Παραδίδει μια φροντισμένη θεατρική εκδοχή του, όπου τόσο ο κεντρικός ήρωας Τσίτσικωφ όσο και οι εκπρόσωποι της παρηκμασμένης ρωσικής κοινωνίας, οργανώνουν ένα στιβαρό πορτρέτο της ηθικής διαφθοράς, ανεξαιρέτως τάξεων και εποχών. Η στροφή του κειμένου προς την αντανάκλαση της σημερινής κοινωνικής κατάστασης και ο συμβολισμός που, εξ αυτής, αποκτά κάθε «αλλόκοτο εμπόριο» νεκρών ψυχών θα μπορούσε να κοστίσει στην προσπάθεια. Γίνεται, ωστόσο, διακριτικά (ακόμα και η ‘επικίνδυνη’ αναφορά στις «57 ψυχές» των Τεμπών) διατηρώντας την δυναμική διείσδυση ενός κλασικού έργου στο σημερινό βίωμα.
Η σκηνοθεσία
Καθώς η διασκευή και η σκηνοθεσία υπογράφονται από την ίδια δημιουργό, την Σοφία Καραγιάννη, είναι δυσδιάκριτο αν η σκέψη για τον συσχετισμό της καπηλείας των νεκρών, φτωχών και αδικαίωτων από τους έχοντες εξουσία, προέκυψε κατά την πρώτη φάση δουλειάς με το κείμενο ή φωτίστηκε στην φάση των προβών. Σε κάθε περίπτωση, η Καραγιάννη επιχειρεί να ερευνήσει την τωρινότητα της κοινωνικής και πολιτικής σήψης και να την αναγάγει σε ύβρη. Η ανάγνωση της δεν έχει τόσο ως οδηγό της σάτιρα, αλλά την ανάδειξη του τραγικού που αυτή υποθάλπει. Φυσικά και δεν λείπει το γκροτέσκο στοιχείο (μιλάμε για Γκόγκολ, εξάλλου), οι σύντομες σκηνές, ο γρήγορος ρυθμός και η καλή διδασκαλία του λόγου.
Οι ερμηνείες
Μια ασκημένη, μεταξύ τους, ομάδα ηθοποιών ξανασμίγει με αφορμή τον Γκόγκολ. Παρότι η παράσταση έχει ανάγκη να «τρέξει» – κάτι ορατή που θα αναδείξει περαιτέρω την θερμοκρασία της επικοινωνίας τους – μια από τις αρετές της παραμένουν οι ερμηνείες των ηθοποιών. Στον κεντρικό ρόλο, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης αποδίδει εύστοχα την ηθική πτώση του ήρωα του: αρχικά, η ακραία ιδέα του προκαλεί σοκ και δυσθυμία και τελικά αφομοιώνεται πλήρως από το, ήδη, σαπισμένο σύστημα. Εμπύρετη κυρίως προς την κορύφωση της, η ερμηνεία του Ιωσηφίδη οικειοποιείται τις αποχρώσεις του παραλογισμού. Στον ίδιο τόνο αν και με πιο γκροτέσκα υλικά, κινούνται και οι συμπρωταγωνιστές του στο ρόλο των γαιοκτημόνων – αξιωματούχων: Ο Κωνσταντίνος Πασσάς (ειδικά στην εμφάνιση του ως τυραννικού τσιγγούνη ιδιοκτήτη δούλων), ο Γιάννης Μάνθος (κυρίως για τη σωματική του ενέργεια) ενώ οι νεοφερμένοι στην ομάδα Διονύσης Λάνης και Χρήστος Παπαδόπουλος έχουν επίσης ωραίες στιγμές. Ο μεν πρώτος διακρίνεται περισσότερο για την σουρεαλιστική εμφάνιση της παραδόπιστης γριάς εμπόρου, ο δε δεύτερος ως σατανικά σκληρός γαιοκτήμονας.

Τα Πλην (-)

Η κινησιολογία
Παρότι η εμπειρία της Μαργαρίτας Τρίκκα στον κινησιολογικό σχεδιασμό είναι κατ’ επανάληψη επιβεβαιωμένη – εδώ αποδεικνύεται άλλοτε φλύαρη κι άλλοτε λιγότερο λειτουργική· με εξαίρεση την εμπνευσμένη σκηνή του φινάλε.
Τα σκηνικά
Η ελαφριά σκηνογραφία που προφανώς έχει ανάγκη ένα θέατρο εναλλασσόμενου ρεπερτορίου οδήγησε λογικά την Γεωργία Μπούρδα σε αυτές τις τροχήλατες πλατφόρμες που δημιουργούν διαφορετικούς χώρους εξέλιξης της πλοκής. Ωστόσο, η απλότητα τους δεν προσφέρει αισθητικά στην παράσταση. Αντίθετα, τα δίχρωμα κοστούμια της που συμβολίζουν, θα έλεγε κανείς, την ηθική αλλοίωση των ηρώων έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Το άθροισμα (=)

Τολμηρή διασκευή ενός εξίσου τολμηρού, στην εποχή του, μυθιστορήματος που ευτυχεί και ερμηνευτικά.


Θέατρο | 05.04.2025

Κριτική: Λένα Σάββα

"Το νου σου γιε μου, μορφώσου καλά. Κοίταξε να σε πάρουν με καλό μάτι οι δάσκαλοι και οι ανώτεροι σου. Μην πιάνεις φιλίες με τους συμμαθητές σου, δεν θα μάθεις τίποτα καλό. Μα αν τύχει και συμβεί κάτι τέτοιο, κοίταξε νάναι πλούσιοι και να σου φανούν χρήσιμοι. Μην κερνάς κανέναν, μη χαρίζεις τίποτα και προπαντός γιε μου μάζευε λεφτά. Αν έχεις λεφτά είσαι παντοδύναμος".
Αυτή είναι η πατρική διδασκαλία με την οποία ο ευφυής Γκόγκολ αναγάγει το θέμα της παιδείας σε ύψιστη αρχή και περιγράφει ένα κυρίαρχο αξιακό σύστημα που φτάνει δυστυχώς μέχρι τις μέρες μας."
Για μια φορά ακόμα η θεατρική ομάδα GAFF πρωταγωνιστεί στα θεατρικά δρώμενα με το βαθιά σατυρικό και πολιτικοκοινωνικό μυθιστόρημα του Γκόγκολ.
Η σκηνοθέτρια Σοφία Καραγιάννη που κάνει την θεατρική απόδοση, σε αγαστή - όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος- συνεργασία με την δραματουργική επέμβαση της Σβετλάνα Μαμαλούι, φέρνει μια δυνατή παράσταση στο Αθηναϊκό κοινό.
Από την πρώτη στιγμή γίνεται αντιληπτή η σκηνική χημεία των συντελεστών.
Η Μαργαρίτα Τρίκκα με την επιμέλεια κίνησης στήνει και κινεί σημειολογικά τους ηθοποιούς μέσα σε ένα ολοφάνερα Γκογκολικό περιβάλλον.
Άνθρωποι-ρομπότ που ωθούνται από χαμηλά κίνητρα, χωρίς επαφή με αυτό που λέμε καρδιά, με αυτό που αναγνωρίζεται κι από τους επιστήμονες πλέον ως συνείδηση και ειδικότερα από από την λεπτοφυή διάσταση της συνείδησης, την συνειδητότητα (consciousness) που δύναται να συνδέεται με τον ορατό κι αόρατο κόσμο που μας περιβάλλει. Κι εδώ ο Γκόγκολ τοποθετεί το πυρηνικό στοιχείο της συνειδητότητας, την ηθική.
Γιατί οι νεκρές ψυχές δεν είναι μόνο το είδος του εμπορεύματος που ονειρεύεται ο Τσίτσικωφ. Νεκρές ψυχές ή μήπως άψυχοι άνθρωποι είναι όλοι αυτοί που έχουν εξουσία αλλά και όλοι αυτοί που αποδέχονται την εξουσία μοιρολατρικά
"Όπως αγαπάτε αφέντη. Ο αφέντης είναι αφέντης και το καμτσίκι είναι καλό, αν ο δούλος κάνει παλαβομάρες. Πρέπει να τον βάζει στον ίσιο δρόμο."
Πάνω σ' αυτό το σατανικό δίπολο αφέντη - σκλάβου, πατούν όλοι οι Τσίτσικωφ, όπως ο ήρωας της ιστορίας. Ένας αδίστακτος αριβίστας που σκαρφίστηκε να αγοράσει σε χαμηλή τιμή τους δούλους που έχουν πεθάνει ανάμεσα σε δύο απογραφές και που είναι ακόμα καταχωρημένοι ως ζωντανοί και τα αφεντικά τους εξακολουθούν να πληρώνουν τους κεφαλικούς φόρους. Έρχεται σε επαφή με την εξουσία κάθε περιοχής, Δημάρχους, αντιδημάρχους, αρχηγούς Αστυνομίας, Εισαγγελείς και όλους τους κρατικούς λειτουργούς και με όπλο την κολακεία, την πονηριά, την διπλωματία και την ικανότητα του στις δημόσιες σχέσεις, βάζει σε εφαρμογή το σκοτεινό του σχέδιο. Η διαφθορά και η υποκρισία της εξουσίας και της υψηλής κοινωνίας δίνεται από την Καραγιάννη με τραγελαφικότητα και μια ανάγλυφη περιγραφή.
Στην αρχή όλοι εντυπωσιάζονται από την ευγένειά του, μετά σοκάρονται από το σχέδιο του και στη συνέχεια το δέχονται, όπως γίνεται συνήθως. Στο κάτω κάτω και οι δύο πλευρές θα είναι κερδισμένες οικονομικά.Αυτό δεν είναι το μόνο που έχει σημασία;
Η Σοφία Καραγιάννη φιλοτεχνεί ξανά μια σχεδόν καθ' ολοκληρίαν χειροποίητη παράσταση με την συνεργασία της Μαργαρίτας Τρίκκα, δίδυμης αδελφής της θεατρικά και καλλιτεχνικά.
Μετατρέπει τα σώματα των ηθοποιών σε μεταφορικά μέσα, άμαξες, άλογα, διάφορα ζώα, σε άντρες και γυναίκες μέσα από την αδιαμφισβήτητη γοητεία του γκροτέσκο, τους μετατρέπει σε άψυχα μηχανικά ρομπότ χωρίς ταυτότητα, εξαρτήματα ενός απάνθρωπου συστήματος, ενός μεσαιωνικού σκοταδισμού και μιας γελοίας άχρηστης γραφειοκρατίας (ένα από τα αγαπημένα θέματα του συγγραφέα). Καλοκουρδισμένοι κλόουν που επιτελούν τα κοινωνικά τους καθήκοντα, που μιλούν τη ξύλινη γλώσσα του καθωσπρεπισμού.
Ο Τσίτσικωφ θέλει να εμπορευτεί νεκρές ψυχές αλλά ο ίδιος και οι συνεργάτες του είναι άψυχοι κι αυτό η Σοφία Καραγιάννη καταφέρνει να το δώσει με συγκλονιστική ευστοχία και διαφάνεια σε μια σκηνοθεσία που το αποπνέει από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή.
Η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη πλήρως συντονισμένη με το θέμα, δίνει την αίσθηση κάτι εφιαλτικού, κάτι ερεβώδους.
Σ' αυτό συνηγορούν με δυνατή πρόθεση οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου.
Την συγκλονιστική στιγμή που ο Τσίτσικωφ μιλάει με τις νεκρές ψυχές του, η μουσική αποκτάει μια αναπάντεχη καρτερικότητα.
Να τονίσω εδώ με δέος την αναφορά στο οξυγόνο και στο τραγικό γεγονός που μας πονάει όλους μας.
Το λιτό σκηνικό και τα χαρακτηριστικά κοστούμια εποχής της Γεωργίας Μπούρδα, αποπνέουν αφενός το βαρύ μουχλιασμένο κλίμα των φτωχών επαρχιακών πόλεων της εποχής, αφετέρου τη χλιδή και το κιτς των ενδυμάτων της καλής κοινωνίας.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της θεατρικής του πορείας, υποδύεται συγκλονιστικά τον Τσίτσικωφ. Με το σώμα του και τις μηχανικές, τυποποιημένες κινήσεις ενός διεφθαρμένου παμπόνηρου όντος, με το άψυχο βλέμμα και με μια μεγάλη γκάμα φωνητικών αυξομειώσεων, είναι απλά καθηλωτικός.
Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι συμπρωταγωνιστές του (αλφαβητικά) Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος και Κωνσταντίνος Πασσάς. Παίζουν διάφορους ρόλους ο καθένας και με τα σώματα, την φωνή, το βλέμμα και τις κινήσεις τους, μαζί με τον Ιωσηφίδη αποτελούν ένα επίσης καθηλωτικό ερμηνευτικό σύνολο.
Οι νεκρές ψυχές είναι μια εξαιρετική παράσταση που σέβεται και τιμάει το πνεύμα του Γκόγκολ, χάρη στην εμπνευσμένη σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη, τις δυνατές ερμηνείες και την πολύτιμη συμβολή όλων των συντελεστών.


Clickatlife | 07.04.2025

Κριτική: Σμαρώ Κώτσια

Ο Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852), ουκρανικής καταγωγής, κατέχει μια εξέχουσα θέση στη Ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Με την κέραια ρεαλιστική γραφή του, το καυστικό του χιούμορ και τη διεισδυτική του ματιά κριτικάρει με εύστοχο τρόπο την τσαρική κοινωνία και τον κρατικό μηχανισμό της εποχής. Συγγράφει μοναδικής δύναμης και αλήθειας  θεατρικά έργα, διηγήματα, νουβέλες και ένα και μοναδικό μυθιστόρημα, τις "Νεκρές ψυχές". Η δημοσίευση των έργων του πάντοτε προκαλούσε τριγμούς στη ρωσική κοινωνία ενεργοποιώντας τόσο τη λογοκρισία όσο και τον πνευματικό κόσμο αλλά και το απλό κοινό. 
Οι "Νεκρές ψυχές" , το κύκνειο άσμα του, αποτελεί το κορυφαίο του έργο, το οποίο, αν και τελειώνει με μια ημιτελή φράση, θεωρείται από πολλούς πλήρες στην υπάρχουσα μορφή. Το μυθιστόρημα αρχίζει να το γράφει στη  Ρώμη  , όπου βρίσκεται μετά από πολλές απογοητεύσεις και περιπέτειες, που είχε βιώσει στην πατρίδα του. Όταν το ολοκληρώνει, επιστρέφει στη Ρωσία και το εκδίδει το 1842. Φύση ευαίσθητη, πιστεύει ότι έχει αδικήσει τη Ρωσία με αυτό το έργο του, ότι της κάνει κακό και θέλει να επανορθώσει γράφοντας αλλά δύο μυθιστορήματα τις 'Αφυπνισμένες ψυχές" και τις "Ξυπνημένες ψυχές". Όμως μέσα σε μια δύνη έντονης θρησκοληψίας και βαριάς  κατάθλιψης, καίει τα γραπτά του δεύτερου τόμου, δεν σιτίζεται και οδηγείται στην αυτοκτονία. 
Στο μυθιστόρημα περιγράφονται με ρεαλιστικό και κωμικοτραγικό τρόπο οι  περιπέτειες   σε μια διεφθαρμένη κοινωνία, ενός παμπόνηρου και αδίστακτου τυχοδιώκτη, του Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικωφ, ο οποίος προέρχεται από τη μεσαία τάξη και θέλει να ανέλθει κοινωνικά βάσει σχεδίου. Για αυτόν τον λόγο διασχίζει τη ρωσική επαρχία, με το όνομα "Ν", προκειμένου να αγοράσει, σε εξευτελιστική τιμή, δουλοπάροικους, που έχουν πεθάνει, δηλαδή 'νεκρές ψυχές', ανάμεσα σε δύο απογραφές (κάθε 10 χρόνια γινόταν απογραφή), εκμεταλλευόμενος το κοινωνικό σύστημα της  δουλοπαροικίας  . Οι γαιοκτήμονες πληρώνουν κεφαλικό φόρο για αυτές τις 'νεκρές ψυχές', όπως και για τις ζωντανές ψυχές, που τους ανήκουν μαζί με τη γη, μέχρι την επόμενη απογραφή. Οπότε υπάρχει ένα ισχυρότατο κίνητρο και από τις δύο πλευρές -αγοραστή και πωλητή- που οδηγεί σε μια ανήθικη και στυγνή αγοραπωλησία. Ο Τσίτσικωφ σκοπεύει να βάλει υποθήκη αυτές τις 'νεκρές ψυχές' για να πάρει δάνειο και έτσι να μπορέσει να αγοράσει γη για να ιδρύσει μια αποικία, με 'έπαθλο' την απόκτηση υψηλής θέσης στη ρωσική κοινωνία. 
Σε αυτό το έργο ο Γκόγκολ, με πνεύμα επικριτικό και χλευαστικό  χιούμορ , ασκεί κριτική στο απάνθρωπο σύστημα της φεουδαρχίας, το οποίο θεωρεί τους δουλοπάροικους, ανθρώπους κατώτατης τάξης. Καυτηριάζει με τόλμη, τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται, τη στέρηση της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας καθώς και την απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας τους. Πραγματοποιεί μια κατάβαση στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής και σμιλεύει με την πένα του μια "τοιχογραφία" της τσαρικής κοινωνίας και ειδικότερα της ρωσικής επαρχίας, όπου αποτυπώνει με σατυρική διάθεση τον ηθικό ξεπεσμό, την απροκάλυπτη κοινωνική αναρρίχηση, την υποκρισία, τη διαφθορά, την κολακεία, τη γραφειοκρατία, τον εκμαυλισμό και τη πνευματική παρακμή της μεσαίας και της αστικής τάξης. 
Η  Σοφία Καραγιάννη,  με πείρα στη θεατρική απόδοση λογοτεχνικών κειμένων, για ακόμα μια φορά επιχειρεί έναν άθλο και επιτυγχάνει να μεταγράψει, επάξια, ακέραιο το πνεύμα και τις συγγραφικές ποιότητες του Γκόγκολ στην πρώτη σκηνική παρουσίαση των "Νεκρών ψυχών". Η Καραγιάννη πραγματοποιεί τη θεατρική διασκευή του έργου μαζί με τη συμβολή της Σβετλάνας Μαμαλούι στη δραματουργία. Η σκηνοθετική προσέγγιση της Καραγιάννη αποτυπώνει την τολμηρή σάτιρα του Γκόγκολ και ταυτόχρονα αναδεικνύει τη διαχρονικότητα της κριτικής του ματιάς. Δημιουργεί μια "χειροποίητη" παράσταση, με έντονη σωματικότητα, αμείωτη ένταση, φρενήρεις ρυθμούς, γκροτέσκα παρουσίαση χαρακτήρων, καταιγισμό πολλαπλών μεταμορφώσεων των ηθοποιών. Με επιστέγασμα ένα συγκλονιστικό φινάλε με τον αχό των αδικαίωτων νεκρών ψυχών να κρίνουν και να 'τιμωρούν' τους εκμεταλλευτές τους, κατά μια έννοια ανά τους αιώνες. 
Η  Μαργαρίτα Τρίκκα  καθοδηγεί τους ηθοποιούς σε μια ευρηματική κινησιολογία, η οποία αποτυπώνει το λίκνισμα της άμαξας (μπρίτσκα), τον καλπασμό των αλόγων, τη συντροφικότητα των πιστών σκύλων.... Το λιτό σκηνικό της Γεωργίας Μπούρδα αποτελείται από ξύλινες τροχήλατες πλατφόρμες που διαμορφώνουν τον εκάστοτε χώρο δράσης. Τα δε κοστούμια της φέρουν το "χρώμα" της ρωσικής κουλτούρας και τονίζουν την προσωπικότητα του κάθε ρόλου. Η μουσική σύνθεση του Γιώργου Χριστιανάκη καθώς και οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου χαρίζουν στο σκηνικό σύμπαν μια έντονη ατμοσφαιρική θεατρικότητα. 
Η θεατρική ομάδα GAFF είναι μια σφιχτοδεμένη ανδροκρατούμενη ομάδα, η οποία μεγαλουργεί κάτω από τη σκηνοθετική μπαγκέτα της Σοφίας Καραγιάννη, καταθέτοντας υψηλές υποκριτικές ικανότητες. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ένας χαρισματικός ηθοποιός με εξαιρετική υποκριτική δύναμη, ιδιαίτερη πλαστικότητα στις εκφράσεις του προσώπου και του σώματος. Πλάθει έναν Τσίτσικωφ ανελέητα ψυχρό, αναδεικνύοντας τις σκοτεινές πτυχές του ήρωα και ταυτόχρονα "επενδύει" στην εξωτερική εμφάνισή του: με την κυρτή στάση του σώματος, γειρτούς ώμους και προτεταμένο το κεφάλι, έκφραση άμυνας και επίθεσης. που παραπέμπει σε έναν τρόπο επιβίωσης. 
Η δυναμική τετράδα των ηθοποιών: Χρήστου Παπαδόπουλου, Κωνσταντίνου Πασσά, Διονύση Λάνη, Γιάννη Μάνθου κινείται σαν "δορυφόρος" γύρω από τον Τσίτσικωφ, μεταμορφώνεται σε πολλαπλούς ρόλους με ασύλληπτη ταχύτητα, ενσαρκώνοντας συναρπαστικά: σκυλιά, άλογα, γελοίους γαιοκτήμονες, αφελείς και επιδειξιομανείς αξιωματούχους, αργόσχολους κρατικούς υπαλλήλους, μια φιλάργυρη γριά γαιοκτήμονα...... και πραγματοποιεί αστραπιαία τις αλλαγές του σκηνικού. Ακόμα και όταν δεν παίζουν κάποιοι ηθοποιοί, βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση κινώντας ρυθμικά το κεφάλι τους, διατηρώντας έτσι ένα εσωτερικό τέμπο, σαν "μαριονέτες έτοιμες να δράσουν".


Athensvoice | 09.04.2025

Κριτική: Δημήτρης Τσατσούλης

Ο Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852) έχει φέτος την τιμητική του στην αθηναϊκή σκηνή, καθώς συνεχίζουν να ανεβαίνουν, σε ενδιαφέρουσες διασκευές, έργα του, και όχι άδικα: τα κοινωνικά θέματα που καυτηριάζει με απαράμιλλο χιούμορ είναι, σχεδόν δύο αιώνες μετά, επίκαιρα, ενώ το πνεύμα του, παρά τη χρονική απόσταση, μας είναι απόλυτα οικείο, συγγενικότερο ίσως προς την ιδιοσυγκρασία μας από άλλες αξιόλογες δραματουργίες.
Το μυθιστόρημά του «Νεκρές ψυχές» (1842) αποτέλεσε για τον συγγραφέα το πρώτο μέρος μιας ανολοκλήρωτης τριλογίας, στην οποία αφιέρωσε πολλά χρόνια. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια της ζωής του, εκείνα της έντονης θρησκοληψίας του, οραματίστηκε την τριλογία του ως κάτι αντίστοιχο της «Θείας κωμωδίας» του Δάντη, με τις «Νεκρές ψυχές», ως πρώτο μέρος, να αντιστοιχούν στην επίγεια Κόλαση.
Στην τσαρική Ρωσία η λέξη «ψυχή» σήμαινε τους άρρενες δούλους. Ο αριθμός αυτών των «ψυχών» όριζε την αξία μιας ιδιοκτησίας, όπως και τον φόρο ακίνητης περιουσίας που έπρεπε να πληρώνει ο ιδιοκτήτης της στο κράτος. Δηλαδή, ο φόρος εξαρτιόταν από τον αριθμό των δουλοπάροικων. Οι απαρχές της δουλείας ανάγονται στον 11ο αιώνα π.Χ., στο κράτος των Ρους του Κιέβου (προμογγολική Ρουθηνία), κοινή κοιτίδα των σύγχρονων Λευκορώσων, Ουκρανών και Ρώσων. Έκτοτε, η δουλεία παίρνει διαφορετικές μορφές εξάρτησης, τείνοντας να εκλείψει, και ο Γκόγκολ τοποθετεί το έργο του σε μια εποχή όπου η κατοχή δουλοπάροικων αποτελεί απόδειξη πλούτου και λόγο κοινωνικής ανόδου.
Η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος φέρει τον υπέρτιτλο «Οι περιπέτειες του Τσίτσικοφ». Πρόκειται για το κεντρικό πρόσωπο του έργου, τον Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, ο οποίος συλλαμβάνει ένα φιλόδοξο, επισφαλές, απόλυτα τυχοδιωκτικό σχέδιο: Πηγαίνοντας σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, επιδιώκει να αγοράσει από τους γαιοκτήμονες, σε εξευτελιστική τιμή, νεκρούς δουλοπάροικους, που, έχοντας πεθάνει μεταξύ δύο απογραφών, εξακολουθούν να επιβαρύνουν με φόρους τους ιδιοκτήτες τους έως τη νέα απογραφή. Δηλαδή «νεκρές ψυχές». Έτσι, αγοράζοντας δουλοπάροικους ενώ θεωρούνται ακόμη ζωντανοί, αφενός απαλλάσσει τους ιδιοκτήτες από τους φόρους, αφετέρου ο ίδιος αποκτά έναν σημαντικό αριθμό (ανύπαρκτων) δουλοπάροικων, τους οποίους θα «εγκαταστήσει» σε μια περιοχή που θα αγοράσει σε καλή τιμή, εξασφαλίζοντας έτσι την κοινωνική του ανέλιξη.
Με την άμαξα και τον βοηθό του καταφθάνει σε μια πόλη, όπου το πρώτο του μέλημα είναι να συναναστραφεί τις Αρχές του τόπου όσο και τους πλούσιους γαιοκτήμονες, προωθώντας την εικόνα ενός αξιοσέβαστου και έμπιστου ανθρώπου. Έπειτα από ένα διάστημα, και αφού έχει εξασφαλίσει την εκτίμηση όλων, προχωρά στην υλοποίηση του σχεδίου του, επισκεπτόμενος τους μεγάλους γαιοκτήμονες, στην ιδιοκτησία των οποίων πολλοί δουλοπάροικοι έχουν πεθάνει λόγω κόπωσης, ατυχημάτων, ασθενειών, και παζαρεύει μαζί τους την εξαγορά των νεκρών.
Η συνάντηση με τον καθένα τους αποκαλύπτει διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, οι οποίοι εντέλει υποχωρούν μπροστά στο αίτημά του, υπολογίζοντας το συμφέρον τους από την παράδοξη αυτή συναλλαγή. Ο σφιχτοχέρης Απάτοφ, απομονωμένος με τη σύζυγό σε μακρινή περιοχή, ο οποίος καλοδέχεται τον Τσίτσικοφ, η γριά Κορομπότσκα, η οποία, μετά την πρώτη αμηχανία, συλλαμβάνει το επικερδές της υπόθεσης και προσπαθεί να ανεβάσει την προσφορά λέγοντας ότι θα περιμένει να δει πρώτα κι άλλους υποψήφιους αγοραστές, ο Νοζντριόφ, χαρτοπαίκτης και τζογαδόρος, που φτάνει να προτείνει σκύλους ως αντάλλαγμα για τους νεκρούς, και άλλοι τύποι, οι οποίοι δημιουργούν μια πινακοθήκη χαρακτήρων της ρωσικής επαρχίας, ανήθικων, φιλοχρήματων όσο και παράλογων. Και οι νεκρές ψυχές; Ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτές μέσα απ’ αυτή τη συναλλαγή; Ποιοι ήταν άραγε αυτοί οι άνθρωποι;
Η σατιρική πένα του Γκόγκολ καυτηριάζει την παρακμή, την υποκρισία, την ανάγκη για κοινωνική άνοδο με κάθε μέσο, ακόμα και –κυριολεκτικά– πατώντας επί πτωμάτων. Αποκαλύπτει τη μετριότητα, τη μηδαμινότητα των ανθρώπων. Το μυθιστόρημα διασκευάζει και αποδίδει σε θεατρική μορφή με απαράμιλλη γοητεία η έμπειρη σ’ αυτόν τον τομέα και βραβευμένη για την ανάλογη δουλειά της στο μυθιστόρημα του Χρόνη Μίσσιου «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», Σοφία Καραγιάννη, η οποία και σκηνοθετεί την παράσταση.
Με απόλυτα λιτά αλλά λειτουργικά μέσα, δύο κυλιόμενες ξύλινες στρογγυλές πλατφόρμες και λίγες καρέκλες για σκηνικό, από τη Γεωργία Μπούρδα και πέντε ηθοποιούς, η Σοφία Καραγιάννη διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα και τις εναλλαγές τόπων με τη δύναμη της απλότητας και το απόλυτο δόσιμο των ηθοποιών της, οι οποίοι αναλαμβάνουν ποικίλους ρόλους ανθρώπων, ακόμη και ζώων. Με ευελιξία σωμάτων και απολαυστικά χορογραφημένη κίνηση από τη Μαργαρίτα Τρίκκα, με βοηθό την καθοριστική μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη, οι ηθοποιοί επιδίδονται σε μια συνεχή εναλλαγή ρόλων, με τη βοήθεια των χαρακτηριστικών κοστουμιών ή, για τους γυναικείους ρόλους, των περουκών που δημιούργησε η Γεωργία Μπούρδα.
Η άμαξα του Τσίτσικοφ με τα «άλογά» του διατρέχει από άκρο σε άκρο τη μακρόστενη σκηνή, πλαισιωμένη εκατέρωθεν από τις κερκίδες των θεατών, μέσα σε συχνά δύσκολες καιρικές συνθήκες, προκειμένου να εξαντλήσει τις επισκέψεις στους γαιοκτήμονες, πάντα με όπλο την ευστροφία και την πειθώ για την υλοποίηση του παράλογου, απάνθρωπου σχεδίου του. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στον ρόλο του Τσίτσικοφ αποδεικνύει, για ακόμη μια φορά, το μέγεθος της ερμηνευτικής του δεινότητας, το εύπλαστο της υποκριτικής του. Ένας ηθοποιός χαμηλότονος, πραγματικός υπηρέτης της τέχνης του.
Ο Κωνσταντίνος Πασσάς, υποδυόμενος διαφορετικά πρόσωπα, πάντα απολαυστικός, με μια παιγνιώδη διάθεση, αναδεικνύει ακόμα και τον μικρότερο ρόλο που αναλαμβάνει, βάζοντας τη σφραγίδα του. Ο Γιάννης Μάνθος επιδεικνύει εδώ μια εντυπωσιακή ερμηνευτική ωρίμανση, ενώ οι νεότεροι της ομάδας, ο Διονύσης Λάνης και ο Χρήστος Παπαδόπουλος, συμπληρώνουν με τη δυναμική τους παρουσία τη διανομή, έχοντας ο καθένας τους ιδιαίτερα εύστοχες ερμηνευτικές στιγμές.


Fragilemag | 17.04.2025

Κριτική: Κώστας Β. Ζήσης

Γκόγκολ όπως Μπρεχτ
Είναι αυτή η τεχνική της σκηνοθέτριας, που καταφέρνει να οδηγήσει τη γκογκολική γλυκόπικρη ούγια σε μια μπρεχτική αποκάλυψη. Και γι αυτό, εδώ μιλάμε για μια επί της ουσίας δημιουργική εργασία στην εξέλιξη της θεατρικής διαδικασίας.
Κι εσείς οι 57; Πως χαθήκατε όλοι μαζί; Μήπως σε κάποια πυρκαγιά, μήπως σας τέλειωσε το οξυγόνο;
Ο Νικολάι Γκόγκολ γράφει τις «Νεκρές Ψυχές» τον 19ο αιώνα, εποχή που δειλά ο καπιταλισμός -κάπως καθυστερημένα- χτυπάει τις πόρτες της φεουδαρχικής Ρωσίας. Η εμποροκρατία, πρώιμο στάδιο του καπιταλισμού, που επικρατεί ως οικονομικοκοινωνικό ρεύμα τον 17ο και 18ο αιώνα στην Ευρώπη, έχει εισβάλει πλέον στη Ρωσική κοινωνία του 19ου αιώνα με τον σχηματισμό της αστικής τάξης της.
Ακόμα και στις παρυφές της Οκτωβριανής επανάστασης το 1917, όλοι μιλάν για την αναγκαιότητα μιας «αστικής» επανάστασης στα πρότυπα της γαλλικής του ήδη μακρινού 1789, με τον Λένιν μόνο να υπερασπίζεται την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με έναν τρόπο, ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε να εδραιωθεί με γερές ρίζες ποτέ στη Ρωσία, παρά μόνο  τον 21ο αιώνα (και μάλιστα στη χυδαιότερη μορφή του). Αλλά όλα αυτά είναι μια άλλη ιστορία που απλά την αναφέρουμε για να αναδείξουμε το κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής που γράφτηκε το έργο.
Ο ήρωας του έργου, Πάβελ Ιβάνοβιτς, που πηγαίνει από τόπο σε τόπο, και από φεουδάρχη σε φεουδάρχη, για να «αγοράσει» τις πεθαμένες ψυχές δουλοπάροικων χάριν πλουτισμού του, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από την ενσάρκωση αυτού του πρώιμου τυχοδιωκτικού καπιταλισμού, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του όλα τα χαρακτηριστικά του: ψευτοηθική, συγκέντρωση πλούτου σε λίγους, φτωχοποίηση των πολλών, εμπορευματοποίηση και χειραγώγηση κάθε ανθρωπιστικού ιδανικού. Ο συμβολισμός είναι βαθύς και αξιοπρόσεκτος: Οι μουζίκοι του φεουδάρχη μετατρέπονται σε εμπορεύσιμο προϊόν του εμπόρου.
Ο καπιταλισμός του «Ιβάνονοβιτς», «εμπορεύεται» και «ξεγελά» τη φεουδαρχία μέσα από τη δαιμόνια αυτή σύλληψη του Γκόγκολ, σε ένα έργο που δίκαια του αποδίδονται τα χαρακτηριστικά μιας κλασικής γκογκολικής πικρής κωμωδίας, όπου, όπως και στον «Επιθεωρητή», δεν υπάρχει κανένας θετικός χαρακτήρας. Ο Γκόγκολ δίνει μια γερή γροθιά  στον μερκαντιλισμό της εποχής, όπου μέτρο της ευημερίας είναι η συσσώρευση πλούτου, χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό και που ακόμα και ο άνθρωπος είναι μέγεθος εμπορεύσιμο και απλά ένας αριθμός.
Πως ανεβαίνει ένα τέτοιο έργο στο σήμερα; Η Σοφία Καραγιάννη δίδαξε τον τρόπο να δραματοποιείται ένα τέτοιο κείμενο διυλίζοντάς το και φέροντας στην επιφάνεια την αδιόρατη σε πρώτο επίπεδο διαχρονικότητά του, χρησιμοποιώντας το ως πασπαρτού της σύγχρονης πραγματικότητας. Στο Θέατρο Θησείον, πραγματώνει μια παράσταση που βρίθει από πολιτικές αιχμές με εργαλείο έναν ιδιότυπο αναχρονισμό που στοχεύει περισσότερο σε μια αυτονόητη και ανεπιτήδευτη συνειδησιακή ανάκληση. Χωρίς ρητορείες, χωρίς κούνημα δαχτύλου, χωρίς φωνασκίες, χωρίς καμιά επιδεικτική εγκάθετη σκηνοθετική επιβολή επί του κειμένου, μας μιλά για το ζοφερό σήμερα μέσα από το χτες.
Όλα τα «εδώ», πλέον, έρχονται στο μυαλό συνειρμικά ταυτισμένα με την εποχή του Γκόγκολ: οι εργασιακές συνθήκες, το δυστύχημα στα Τέμπη, η συστηματική απαξίωση του ανθρώπου και της καθημερινότητάς του, τα εργατικά ατυχήματα (εγκλήματα) που ποτέ κανείς δεν παίρνει θέση για αυτά, οι εργασιακές σχέσεις, η ταξικότητα που ενώ έχει οξυνθεί υποκρύπτεται επιμελώς από τις σύγχρονες αυταπάτες, οι σύγχρονοι μουζίκοι. Θα έλεγε κανείς πως η Σοφία Καραγιάννη με όχημα το έργο του 19ου αιώνα, επιχειρεί μια σκηνογραφική, δραματουργική, υφολογική και νοηματική καταγραφή της επιστημονικής ιστορικής διαλεκτικής.
Τρεις ημισφαιρικές επιφάνειες/πατάρια, συρόμενες και κυλιόμενες (σκηνικά-κοστούμια Γεωργία Μπούρδα), γίνονται το ακατάπαυστο κυκλικό πεδίο της εμπορίας, της δουλείας, και των δεσμών τους. Είναι η ίδια η ροή της ιστορίας, που τα κυλά, τα μεταφέρει, τα ενώνει, τα χωρίζει, τα φέρνει κοντά ή απέναντι, τα συγκρούει ή τα ομονοεί. Είναι οι ανάσες, αυτές οι ανθρώπινες ζωογόνες διαδικασίες, οι αναπνοές και οι εκπνοές που δίνουν το πρόσταγμα. Είναι η πλαστικότητα της κίνησης (Μαργαρίτα Τρίκκα) η οποία πρωταγωνιστεί. Κίνηση που βήμα-βήμα μεταμορφώνεται σε δομημένη δραματουργία ενός Θεάτρου συνόλου, που επιχειρεί μια καθολική κατάληψη του σκηνικού χώρου με νοήματα που επικοινωνούν μια κυρίαρχη αισθητική.
Συνέπεια όλων αυτών είναι ένας ιδιότυπος σκληρός λυρισμός, ο οποίος πηγάζει από τα μύχια ενός εξπρεσιονιστικού σύμπαντος (τα σκηνικά αντικείμενα αλλάζουν χρήση, οι ήρωες θαμπώνουν, οι ίδιοι μεταλλάσσονται με θεατρικότητα, τα χλωμά φώτα της Βασιλικής Γώγου νεκρώνουν, η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη επιτείνει) για να αναδείξουν τον πιο σκληρό και οδυνηρό ρεαλισμό. Η παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη, όσο υπερβατική είναι στην αισθητική της  τόσο γήινη και πραγματική αποδεικνύεται στα διακυβεύματά της.
Χορευτικοί ρυθμοί, διάθεση ευφορίας, γεωμετρικοί σχηματισμοί, αρχιτεκτονική αρμονία στα «επεισόδια», λεπτεπίλεπτη και κομψή κωμικότητα, σκηνοθετικά ευρήματα που εναρμονίζονται με τον λόγο και το ύφος χωρίς να τα «παρενοχλούν» και να τα εκτρέπουν είναι η θεατρική τεχνική της Σοφίας Καραγιάννη για την αποκάλυψη της τραγικότητας μέσα από την πικρή ειρωνία. Είναι αυτή η τεχνική της σκηνοθέτριας, που καταφέρνει να οδηγήσει τη γκογκολική γλυκόπικρη ούγια σε μια μπρεχτική αποκάλυψη. Και γι αυτό, εδώ μιλάμε για μια επί της ουσίας δημιουργική εργασία στην εξέλιξη της θεατρικής διαδικασίας.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, επωμίζεται τον κεντρικό ρόλο του τυχοδιώκτη Ιβάνοβιτς με τρόπο μαγνητικό, πιστός σε μια εκ βαθέων ερμηνεία που χαρακτηρίζει την υποκριτική αγωγή του. Οι Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς δημιουργούν φιγούρες και χαρακτήρες με εναλλασσόμενα ζωόμορφα και ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε ένα πιραντελικό παιχνίδι υποκριτικών επιπέδων και εναλλαγών, λειτουργώντας είτε εν συνόλω είτε δημιουργώντας ξεχωριστές ιλαροτραγικές προσωπικότητες.
Οι «Νεκρές Ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ μιλούν για ανθρώπους ζωντανούς που έχουν νεκρωθεί, όχι από φυσικό θάνατο αλλά από συνειδησιακή διάβρωση.  Οι φυσικά νεκροί μουζίκοι είναι η πρόφαση. Ίσως και γι αυτό δεν δόθηκε ποτέ κανένα τέλος και ο ίδιος ο συγγραφέας έσκισε τις σελίδες του φινάλε του. Η παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη, προχώρησε το έργο ένα βήμα μπροστά, σε μια προσδοκία Ανάστασης όλων της γης των «νεκρωμένων» που γονατίζουν ακόμα στην κανιβαλιστική φύση ενός άδικου κοινωνικού συστήματος.


Quinta-Theater | 28.04.2025

Κριτική: Κατερίνα Δημητρακοπούλου

«Το νου σου γιε μου, μορφώσου καλά. […] Μην κερνάς κανέναν, μη χαρίζεις τίποτα και προπαντός, γιε μου, μάζευε λεφτά. Αν έχεις λεφτά είσαι παντοδύναμος»
Το βιβλίο του Νικολάι Γκόγκολ Νεκρές ψυχές θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και το θέμα του επικεντρώνεται στην υπεράσπιση των δουλοπάροικων που εκείνη την εποχή η σκλαβιά ήταν μία φυσιολογική κατάσταση. Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται κάτω από συνθήκες αθλιότητας και εκμετάλλευσης. Για τον συγγραφέα είναι ζωντανές ψυχές καταδικασμένες σε θάνατο αφού δεν είναι ανεξάρτητες και ελεύθερες. Ο δημιουργός γράφει το πρώτο μέρος του βιβλίου Οι Πεθαμένες Ψυχές το 1842, αλλά δεν θα το ολοκληρώσει ποτέ, καθώς κατέστρεψε το δεύτερο μέρος, σχεδόν ολόκληρο, λίγο πριν πεθάνει από ασιτία.
Στην Ελλάδα παρουσιάζεται τον Μάρτιο του 1967 σε μετάφραση Δημήτρη Ροδήμου και σε ραδιοφωνική προσαρμογή-σκηνοθεσία Δημήτρη Νικολαϊδη, ο οποίος χρησιμοποίησε το δραματοποιημένο κείμενο του θεατρικού συγγραφέα Άρθουρ Αντάμοβ. Στον ρόλο του Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ ακούγεται ο Κώστας Ρηγόπουλος. Σε υποσημείωση της ραδιοφωνικής παρουσίασης διαβάζουμε: «Ψυχές ονόμαζαν στη Ρωσία του αρσενικούς είλωτες, που ο ιδιοκτήτης πλήρωνε για αυτούς φόρο κατά κεφαλήν».
Η πρώτη δημοσίευση έγινε το 1842 και περιγράφει την έντονη επιθυμία πλουτισμού του Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσιτσίκοφ, ο οποίος δεν εμπορεύεται κάποιο υλικό αγαθό, αλλά ανθρώπους, νεκρούς μουζίκους, «ψυχές», που δεν έχουν καταγραφεί ακόμα στα κατάστιχα από τη μία απογραφή στην άλλη. Οι δουλοπάροικοι ήταν περιουσία των γαιοκτημόνων, οι οποίοι είχαν δικαίωμα αγοράς, πώλησης, ακόμα και υποθήκευσης, όπως συμβαίνει με τα περιουσιακά στοιχεία. Θα περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια, 1861, για να αποκτήσουν την ελευθερία τους.
Η Σοφία Καραγιάννη υπογράφει τη διασκευή του μυθιστορήματος σε θεατρικό έργο και τη σκηνοθεσία του, παραδίδοντας master class διασκευής και δραματοποίησης λογοτεχνικού κειμένου με την αρωγή της συμβούλου δραματουργίας Σβελτάνας Μαμαλούι. Η σκηνοθέτις προσεγγίζει το μυθιστόρημα του Γκόγκολ με έντονη διεισδυτική ματιά, αφουγκράζεται το καυστικό του χιούμορ και με χειρουργική ακρίβεια ρεαλισμός και παραλογισμός εναλλάσσονται. Αφήνει ένα ηχηρό σχόλιο για τα σημερινά «κουκουλώματα» την κατάλληλη στιγμή και ο θεατής δεν παίρνει ανάσα, καθώς βλέπει τους ηθοποιούς σαν καλοκουρδισμένα όργανα ορχήστρας να εκτελούν το λιμπρέτο. Η Καραγιάννη ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη με τη συγκεκριμένη παράσταση, και δίνει τον θεατρικό ορισμό της ομαδικής δουλειάς.
Η Μαργαρίτα Τρίκκα αξίζει ένα δυνατό χειροκρότημα για την απίστευτη ενορχήστρωση των ηθοποιών από τον απλό βηματισμό έως το ρυθμικό λίκνισμα του κεφαλιού, και τη μεταμόρφωσή τους σε πλούσιους, σε άλογα, σε άμαξα …
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ένας ανυπέρβλητος Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ που δίνει φωνή σε έναν δόλιο χαρακτήρα, ο οποίος γνωρίζει πως όλα έχουν μία τιμή, αρκεί να παίξεις τα σωστά φύλλα. Δίπλα του στέκονται ισάξια και ισότιμα τέσσερις ταλαντούχοι ηθοποιοί, αναφέρονται αλφαβητικά, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς που υποδύονται όλους τους υπόλοιπους ρόλους του έργου με δυναμισμό, εκφραστικότητα και αλήθεια, δίνοντας στον κάθε χαρακτήρα, ξεχωριστή προσωπικότητα.
Η Γεωργία Μπούρδα, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, επιλέγει μία ξύλινη στρογγυλή πλατφόρμα που βοηθά στην κάλυψη των αποστάσεων μεταξύ των επαρχιακών πόλεων, στο κύλισμα του χρόνου, στην αλλαγή των χώρων δράσης. Μέσα από τα κουστούμια είναι ξεκάθαρη η περίοδος που διαδραματίζονται οι αγοραπωλησίες, η κακογουστιά των νεόπλουτων και η μιζέρια των δουλοπάροικων. Η πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη εστιάζει στο σκοτάδι που επικρατεί παντού, στην καρδιά και στο σώμα των ανθρώπων, στα αρχοντικά και στα καπηλειά. Οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου ακολουθούν τις εσωτερικές και εξωτερικές εντάσεις των χαρακτήρων δημιουργώντας ένα κλειστοφοβικό κελί χωρίς παραθυράκι διαφυγής.
Παιχνίδια εξουσίας, λοιπόν, δικαστική, νομοθετική, εκτελεστική, εξουσία του τύπου, και ο λαός δεμένος σφιχτά με χαλινάρια και παρωπίδες, δεν έχει ανάσα, συνείδηση, ηθική, αξιοπρέπεια. Μόνο που κάποια στιγμή τα χαλινάρια σπάνε, η οργή ξεσπά και η παντοδυναμία του χρήματος γίνεται φενάκη.



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ


Athinorama | 02.04.2025

Γράφει η Μαρία Κρύου

Όσα δεν ξέρατε για τη Σοφία Καραγιάννη

Mε αφορμή τις "Νεκρές ψυχές" του Γκόγκολ στο Θησείον, η βραβευμένη σκηνοθέτιδα μας μιλά πιο προσωπικά από ποτέ.
Η βραβευμένη σκηνοθέτιδα Σοφία Καραγιάννη με αφορμή τις "Νεκρές ψυχές" του Γκόγκολ στο Θησείον μας μιλά για τις αφηγήσεις της γιαγιάς της, για τις πρώτες της θεατρικές εμπειρίες, που διαμόρφωσαν τη ματιά της στην τέχνη και για την ομάδα Gaff, με την οποία δημιουργεί παραστάσεις που μιλούν στην ψυχή, αντλώντας έμπνευση από το προσωπικό, το λογοτεχνικό και το κοινωνικό τοπίο.

> Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Βέροια. Σε μία λαϊκή οικογένεια με ξέφρενο παιχνίδι στην αλάνα της γειτονιάς μου. Θυμάμαι τους γονείς μου να δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να μη μας λείψει τίποτα, άνθρωποι του μεροκάματου που ήθελαν να δώσουν όλα τα εφόδια στα παιδιά τους. Και μας τα έδωσαν όλα ή σχεδόν όλα. Ο πατέρας μου πριν φύγει από τη ζωή μου είπε με παράπονο πόσο του στοίχησε τότε, που μου είχε υποσχεθεί να μου αγοράσει ένα πιάνο, όταν θα έπαιρνε το δώρο των Χριστουγέννων. Πήγε, λοιπόν, στο μοναδικό μαγαζί με μουσικά όργανα που είχε η πόλη, και του είπαν ένα ποσό πολύ πολύ μεγαλύτερο από το δώρο Χριστουγέννων που είχε πάρει από το εργοστάσιο που δούλευε. Γιατί είναι τόσο ακριβό, τους ρώτησε; Γιατί τα μουσικά όργανα έχουν φόρο πολυτελείας, του απάντησαν. Γύρισε σπίτι με μια κιθάρα και μου είπε πως το πιάνο είναι πολυτέλεια. Tου είχε μείνει όμως ο καημός. 

Το θέατρο είχε μπει στην προοπτική μου από πολύ νωρίς με έναν διαφορετικό και καθοριστικό τρόπο, που τον κατάλαβα αργότερα. Περνούσα μεγάλα διαστήματα στο χωριό της γιαγιάς μου της Σοφίας, η γιαγιά μου μου έλεγε παραμύθια και ιστορίες από την προσφυγική της ζωή, τον πόλεμο, τον εμφύλιο και κατάφερνε πάντα να με γεμίζει με εικόνες και να με μεταφέρει σε άλλο τόπο και χρόνο με τη ζωντανή της αφήγηση. Νομίζω πως για μένα η πρώτη θεατρική παράσταση ήταν, όταν παιδάκι, ακόμη, με πήγε στα Αναστενάρια, ένα θρησκευτικό έθιμο, κάτι σαν γιορτή, που οι χορευτές βαδίζουν με γυμνά πόδια πάνω σε ένα στρώμα με πυρακτωμένα κάρβουνα. Αρά, μπορεί η πρώτη μου παιδική παράσταση να ήταν οι Βάκχες, γιατί ο εκστασιασμός εκείνος που έβλεπαν τότε τα παιδικά μου μάτια, ήρθε πάλι μπροστά μου όταν διάβασα το κείμενο των "Βακχών" πριν δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή. Και φυσικά έδωσα ένα απόσπασμα από Βάκχες και τώρα ξέρω τον λόγο.

Πριν στραφώ στην σκηνοθεσία, δούλεψα για μια δεκαετία ως ηθοποιός, κάποια στιγμή αναρωτήθηκα αν έχασα χρόνο γιατί γενικά αισθάνομαι πως τα κάνω όλα στη ζωή μου ετεροχρονισμένα, αλλά τώρα μπορώ να καταλάβω πως αυτός ο χρόνος ήταν πολύτιμος. Ήταν χρήσιμη αυτή η δεκαετία καθώς αυτό το ταξίδι με ρόλους και σκηνοθέτες καθόρισε την απόφαση μου όχι μόνο να στραφώ στην σκηνοθεσία αλλά κυρίως να καταλήξω σε μια προσωπική μέθοδο. Φυσικά, επειδή η αφετηρία μου είναι αυτή της ηθοποιού, έχω μεγάλη έννοια για τον ηθοποιό, πιάνω τον εαυτό μου στην διαδικασία της πρόβας να αγχώνεται μήπως κάποια λέξη μου μπορεί να τον μπλοκάρει, αφουγκράζομαι τον χρόνο που χρειάζεται, και γενικότερα προσπαθώ να του δημιουργώ ένα δίχτυ ασφαλείας. Η σκηνοθεσία είναι μια ανάγκη, περισσότερο, να βάλω στη σειρά πράγματα που με δυσκολεύουν να επεξεργαστώ με έναν λογικό τρόπο. Μια ανάγκη να μεταφέρω στη σκηνή την πραγματικότητα αλλά   τοποθετημένη λίγο πιο ψηλά. Ίσως είναι και ένας τρόπος να φανερώσεις και να πεις κρυμμένα μυστικά που καταλήγουν να είναι κοινός τόπος για όλους.

Όταν τελείωνα το λύκειο βρέθηκα σε μια ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου, την είχε δημιουργήσει ένας φιλόλογος μου και απόφοιτος της σχολής του Κ.Θ.Β.Ε, ο Γιάννης Καισαρίδης. Είχε μετατρέψει μια μικρή παλιά μονοκατοικία, κοντά στην εβραϊκή συνοικία της πόλης, σε θεατρικό εργαστήρι και αυτή ήταν και η σκηνή που πρωτόπαιξα θέατρο. Το χειμώνα για να μην κρυώνουμε στις πρόβες άναβε μια σόμπα και θυμάμαι ακόμη τη μυρωδιά της. Έτσι μύριζε για μένα το θέατρο. Μετά ήταν μονόδρομος η επιθυμία να βρεθώ σε μια δραματική σχολή. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε η αδερφή μου, φοιτήτρια τότε στο φιλολογικό των Ιωαννίνων, είχε κάνει έρευνα για τις δραματικές σχολές και είχε γνωρίσει μια ηθοποιό που είχε τελειώσει τη Βεάκη. Έδωσα και στο Εθνικό, κόπηκα στη δεύτερη φάση και τελικά μπήκα στη δραματική σχολή Βεάκη. Στο μεταξύ η αδερφή μου είχε πάρει το πτυχίο της και είχε μετατρέψει ένα μικρό καμαράκι που είχαμε στο πρώτο της ιδιωτικό φροντιστήριο και μου έστελνε τα δίδακτρα της σχολής.

Η δραματική σχολή ήταν σαν να με έριξαν σε έναν ωκεανό χωρίς να ξέρω να κολυμπάω. Έτσι ένοιωθα τότε, και κολύμπησα άτσαλα και ήπια και πολύ νερό. Εννοώ, ότι έπαιρνα πολλά πράγματα αλλά μου ήταν δύσκολο να τα αποκωδικοποιήσω και να δημιουργήσω έναν προσωπικό τρόπο εργασίας. Αυτό έγινε αργότερα με τη δουλειά αλλά κυρίως με την παρατήρηση. Θυμάμαι στα χρόνια της σχολής να πηγαίνω στις παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή, είχα ένα κασετοφωνάκι και ηχογραφούσα αποσπάσματα από τις παραστάσεις του. Πήγαινα σπίτι και τα άκουγα μέχρι το πρωί και με θυμάμαι να προσπαθώ να καταλάβω τι έκανε με το λόγο. Νομίζω πως κατάλαβα τι έκανε αρκετά χρόνια μετά, η υποκριτική απαιτεί έναν χρόνο ωρίμανσης πολύ ιδιαίτερο για τον καθένα. Ακολούθησαν και σπουδές στο τμήμα θεάτρου στο Ναύπλιο, γέμισε η βιβλιοθήκη με συγγράμματα και τότε εκτίμησα τα χρόνια της δραματικής σχολής που έδωσαν ζωή στην θεωρητική κατεύθυνση του θεάτρου.

Σημαντικό ρόλο στην ζωή μου έπαιξαν οι δάσκαλοι που είτε υπήρξαν με την επίσημη ιδιότητα του δασκάλου είτε αποφάσιζα εγώ να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο χωρίς να το ξέρουν. Στο δημοτικό σχολείο είχα την ατυχία να έχω για αρκετά χρόνια μια δασκάλα που ήταν ένας σκληρός άνθρωπος που μας γέμιζε με φόβο και ενοχές, καθώς μας υπενθύμιζε διαρκώς πως ο θεός θα μας τιμωρήσει ακόμη και για το μολυβάκι που μπορεί να έπεφτε από το χέρια μας. Στην Πέμπτη δημοτικού μπήκε στην τάξη ο κύριος Αντώνης και τότε θυμάμαι να ακούω την φωνή μου για πρώτη φορά. Αγάπησα το σχολείο, τον γραφικό μου χαρακτήρα, τη σάκα μου, γέμισα με όρεξη για γνώση και φυσικά ο κύριος Αντώνης ήταν για μένα ο πρώτος performer. Το μάθημα του έμοιαζε με παράσταση και χρησιμοποιούσε έναν κυκλικό λόγο σαν να σου έλεγε παραμύθι. Τον ευχαριστώ που βρέθηκε στο δρόμο μου. Στη δραματική σχολή υπήρξε ένας δάσκαλος που καθόρισε τη θεατρική μου σκέψη και στην πραγματικότητα κάνω χρήση της τεχνικής του μέχρι σήμερα, είναι ο Δημήτρης Οικονόμου. Ο Δημήτρης ήταν σπουδαίος δάσκαλος γιατί προσπαθούσε να σε μετακινήσει ουσιαστικά. Τον θυμάμαι να λέει συνεχώς τη φράση "πρέπει να πάρεις τα πλάγια", εννοώντας πως πρέπει να δεις την πραγματικότητα από μια άλλη οπτική. Είχε έναν τρόπο εργασίας που σου επέτρεπε να δημιουργείς ένα προσωπικό μικροσκόπιο που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις για τη μεγέθυνση και την παρατήρηση του ψυχισμού του ρόλου σου σε λεπτομερή κλίμακα. Σπουδαίος, πραγματικά!

Σπουδάζοντας, μοιάζει σχεδόν απαραίτητο, να μπορείς να κάνεις δύο βασικά βήματα. Το πρώτο είναι να κατανοήσεις απόλυτα το αντικείμενο των σπουδών σου και το δεύτερο είναι να το αμφισβητήσεις. Μια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, που μου έκανε το μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης, μου είχε πει πως είχε ανάγκη τους φοιτητές στο αμφιθέατρο όχι για να έχει κοινό για να μιλάει αλλά για να έχει φωνές που θα αμφισβητήσουν τα όσα λέει. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να πάει η τέχνη και η επιστήμη παρακάτω. Η δική μου η γενιά θεατρικά ήταν πολύ κρατημένη, τώρα δεν σας κρύβω πως χαίρομαι πολύ με την γενναιότητα αυτής της γενιάς που βγαίνει μπροστά και τολμά.

Πρώτη μου επαφή με το θέατρο ήταν μια παιδική παράσταση που μας πήγανε με το σχολείο, φώτα, χρωματιστά κοστούμια και δυνατή μουσική, όμως ένοιωσα πως ήταν λίγο σε σχέση με τις φιγούρες του καραγκιόζη που μου έκανε η γιαγιά μου και την γκαζόλαμπα που άναβε για να κάνει σκιά στον τοίχο. Η μαμά μου με πήγε να δούμε και την Αλίκη Βουγιουκλάκη, είχε έρθει στην πόλη μας σε έναν κινηματογράφο, θυμάμαι να μπαινοβγαίνει στη σκηνή με άλλο φόρεμα κάθε φορά και ο κόσμος να χειροκροτάει και όλο αυτό μου φάνηκε πολύ κουραστικό και βαρετό. Πριν λίγες μέρες ήρθε στην παράσταση των "Νεκρών Ψυχών" ο Γιάννης Αγγελάκας και θυμήθηκα καθώς τον είδα μέσα στην αίθουσα, πως όταν τον πρωτοείδα στη σκηνή, σε συναυλία αλλά δεν έχει καμιά σημασία, είχε κάτι μετακινημένο και παράλογο, σαν ένα ζώο που πονούσε, σαν τον τρελό του βασιλιά, ήταν ο Διόνυσος στα εφηβικά μου μάτια. Φυσικά, ντράπηκα να του πω πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση μου να ανέβω στην σκηνή. Αγγελάκας-Βουγιουκλάκη 1-0, ξεκάθαρα! Και επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο, καταλαβαίνετε και τη χαρά μου, που τη μουσική στην παράσταση έχει κάνει ο Γιώργος Χριστιανάκης.

Είναι, πολλές φορές, δεν το κρύβω, που πάω να χάσω την πίστη μου σ’ αυτήν τη δουλειά που την κάνω με κόπο και υπομονή για πολλά χρόνια. Βλέπετε δεν είχα την τύχη, μέχρι σήμερα, να έρθει ένα ίδρυμα ή μια κρατική σκηνή και να με απαλλάξει από το βάρος της παραγωγής και όλη αυτήν την επίπονη διαδικασία της οργάνωσης. Όταν έχεις να  αντιμετωπίσεις και το δημιουργικό κομμάτι και το πρακτικό είναι μια τρέλα. Εκεί όμως που πας να λυγίσεις και νοιώθεις ότι βουλιάζεις ανακαλύπτεις πως έχεις κι άλλον αέρα μέσα σου και δίνεις μια ώθηση με όση δύναμη έχεις και ξαναβγαίνεις στην επιφάνεια. Ένας διασώστης είναι το θέατρο που τον υποδέχομαι κάθε φορά με χαρά γιατί είναι ο σωτήρας μου. Δεν ονειρεύομαι να ανεβάσω στη σκηνή συγκεκριμένα έργα, ονειρεύομαι όμως ένα θέατρο που θα αφουγκράζεται και θα προλαβαίνει τις εξελίξεις στην κοινωνία. Ένα θέατρο χρήσιμο και κυρίως ένα θέατρο που ο θεατής θα μπορεί να βιώσει κάτι βαθιά προσωπικό.

Η πρώτη μου σκηνοθεσία ήταν κείμενα της Στέλλας Βλαχογιάννη και είχαν θέμα την απώλεια, είχε τον τίτλο "Μην παίζεις με τα χώματα" και έγινε μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Με τον θάνατο του δυσκολεύτηκα πολύ, όχι τόσο επειδή έφυγε αλλά επειδή έφυγε με πολύ πόνο και αυτό είναι κάτι που δεν αντέχεται, είναι άδικο και βασανιστικό για όλους. Με αυτήν την πρώτη σκηνοθεσία ξεκίνησε και η προσωπική μου περιπέτεια να επεξεργάζομαι λογοτεχνικά κείμενα και να δημιουργώ έναν αφηγηματικό κώδικα με τον οποίο πειραματίζομαι μέχρι και σήμερα.

Αγαπάω πολλά κείμενα και ανακαλύπτω, συνεχώς, και καινούργια, υπάρχει όμως ένα έργο που σχεδόν διαμόρφωσε την θεατρική μου σκέψη. "Περιμένοντας τον Γκοντό", δεν είναι απλά ένας τίτλος θεατρικού έργου, είναι το "ευαγγέλιο" του θεάτρου. Σε όλες μου τις σκηνοθεσίες υπάρχει κάτι από αυτό το έργο, η αναμονή που υπάρχει στο κείμενο του Μπέκετ μου έχει μάθει πολλά.

Η ομάδα Gaff είναι για μένα η γιορτή μου. Τώρα πια με κάποια μέλη, συνεργάτες ή ηθοποιούς, είναι λίγο σαν οικογένεια. Με τον Ιωσήφ εκτός από την ομάδα μοιραζόμαστε και μια κοινή ζωή και την ευθύνη να μεγαλώσουμε ένα παιδί. Κάποιοι συνεργάτες είναι σχεδόν μόνιμοι τα τελευταία χρόνια και χαίρομαι που μεγαλώνουμε μαζί. Από την άλλη η ομάδα αυτή ήταν ο τρόπος να υπάρξω και να τολμήσω. Φυσικά και καμαρώνω όταν έρχονται θεατές και μας λένε πως έχουν παρακολουθήσει τις περισσότερες ή και όλες τις δουλειές μας. Αυτό είναι το μεγαλύτερο βραβείο γιατί τους θεατές μας τους έχουμε κερδίσει έναν έναν και με πολύ κόπο. Συγκινούμαι κάθε φορά που βλέπω το κοινό να ξεσπάει σε ασταμάτητο χειροκρότημα στο "καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" γιατί οι ηθοποιοί αυτοί είναι πραγματικοί εργάτες, τους θαυμάζω και τους ευχαριστώ που εκτελούν σε κάθε παράσταση μια συμφωνημένη παρτιτούρα με τόση μεγάλη ακρίβεια.

Κάθε φορά που μεταφέρω ένα λογοτεχνικό κείμενο στη σκηνή αναγκαστικά μπαίνω στη διαδικασία μιας κρυφής συνομιλίας με τον συγγραφέα, είναι σα να υπάρχει κάπου δίπλα μου, του κάνω ερωτήσεις και πάντα οι απαντήσεις δίνονται μέσα από το κείμενο του. Στην περίπτωση του Γκόγκολ όμως και των "Νεκρών Ψυχών" επειδή έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, ήταν σαν να έκανε αυτός τις ερωτήσεις. Ο Γκόγκολ είναι ο συγγραφέας του σκότους των ανθρώπινων σκέψεων και πράξεων. Με συγκινεί βαθιά γιατί στις λέξεις του υπάρχει μια αγωνία να γίνει κατανοητός, έχει βάλει στο κέντρο του τον άνθρωπο και θέλει την αναγέννηση του. Μιλάει ανοιχτά για τους θεσμούς, τις κοινωνικές συνήθειες και τον κρατικό μηχανισμό, που είναι διεφθαρμένος, σάπιος. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν στην πρώτη γραμμή και θα καυτηρίαζε με το ειρωνικό του ύφος τους πάντες. Ο Γκόγκολ όλο αυτό το διάστημα της επεξεργασίας του κειμένου και των προβών μου υπενθύμιζε πως έπρεπε να φτιάξουμε έναν συμβολικό δρόμο για τον γκροτέσκο και εφιαλτικό κόσμο του έργου του γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να ακουμπάει στην πραγματικότητα.

Οι "Νεκρές Ψυχές" είναι ένα ακραίο κείμενο, μοιάζει με ένα σκοτεινό παραμύθι όπου η απόκτηση του χρήματος και η επιθυμία να ανέλθει κάποιος κοινωνικά γίνεται στόχος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο ήρωας προκειμένου να ανέλθει αγοράζει νεκρές ψυχές, δηλαδή, αγοράζει τους νεκρούς μουζίκους που υπάρχουν στα χαρτιά των γαιοκτημόνων, στους οποίους και ανήκουν, μέχρι την επόμενη απογραφή. Κι ενώ όλη αυτή η εμπορική συναλλαγή μοιάζει παράλογη τελικά καταλήγει πολύ λογική αφού ο Πάβελ Ιβάνοβιτς συναντάει χαρακτήρες χειρότερους και προκλητικότερους από τον ίδιο. Όλα πωλούνται στο βωμό του χρήματος, της ματαιοδοξίας και της απληστίας. Οι μόνοι ζωντανοί ήρωες είναι τελικά αυτές οι "νεκρές ψυχές" που έχουν φύγει άδικα και δεν έχουν βρει δικαίωση. Αυτό που με ενθουσίασε στο κείμενο είναι πως η περιγραφή του ψυχισμού του καταπιεσμένου, δίνεται μέσα από τις απίστευτες περιγραφές του τοπίου της ρωσικής επαρχίας, ατελείωτοι λασπωμένοι δρόμοι, δέντρα, ζώα και σύννεφα που ταξιδεύουν πάνω από τα κεφάλια ενός λαού λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση. Όταν σε μια ζωντανή ψυχή λείπει η ελευθερία είναι καταδικασμένη σε θάνατο.

Εκτός από τους τρεις ηθοποιούς της παράστασης, Ιωσήφ Ιωσηφίδη, Κωνσταντίνο Πασσά και Γιάννη Μάνθο, που την ίδια αυτή περίοδο παίζουν και στο "καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς", την ομάδα συμπληρώνουν δύο ακόμη ηθοποιοί που μπήκαν στην ομάδα και κατάφεραν γρήγορα να αφομοιώσουν έναν απαιτητικό τρόπο δουλειάς, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και ο Διονύσης Λάνης, είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί και συνεργάτες. Και επειδή και σ’ αυτήν την παράσταση ακούω το σχόλιο πως είναι πολύ απαιτητική σωματικά, είμαι ευγνώμων σ’ αυτούς τους ηθοποιούς που όταν ζητάω κάτι μου δίνουν πίσω πολλά περισσότερα. Το ίδιο συνέβη και με όλους τους συνεργάτες και τους ευχαριστώ από καρδιάς που βοήθησαν να αναστηθούν σκηνικά οι "Νεκρές Ψυχές". Αυτό το κείμενο έχει σημασία που έρχεται για πρώτη φορά στη σκηνή γιατί την ίδια περίοδο νεκρές ψυχές έκαναν τόσο κόσμο να κατέβει στους δρόμους και να ζητήσει αυτό που ήθελε και ο Γκόγκολ… δικαιοσύνη.


Palcoscenico | 08.04.2025

Επιμέλεια συνέντευξης: Άννα Βαμβακάρη

Κουβεντιάζοντας με τους Διονύση Λάνη και Χρήστο Παπαδόπουλο

Σήμερα έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στο Παλκοσένικο δύο υπέροχους ηθοποιούς, τους Διονύση Λάνη και Χρήστο Παπαδόπουλο, που πρωταγωνιστούν στην παράσταση “Νεκρές Ψυχές”, η οποία ανεβαίνει στο “Θέατρο Θησείον”. Πριν μιλήσουμε για την παράσταση θέλουμε να σας γνωρίσουμε καλύτερα.

Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με το θέατρο;

Διονύσης: Όταν ήμουν μικρός θυμάμαι στο σπίτι στην Κέρκυρα να βλέπουμε Mr. Bean και ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. Να γελάμε. Να ρωτάω έχει σήμερα καμία ταινία;Αργότερα συμμετείχα στις θεατρικές ομάδες του σχολείου και έπειτα σε μια θεατρική ομάδα εκτός σχολείου με ωραίους ανθρώπους. Σιγά-σιγά άρχιζα να νιώθω ότι κάτι έχει όλο αυτό που κάπως με αφορά και ένιωθα πράγματα που δεν ήξερα τι ήταν.

Χρήστος: “-Έλα αύριο στην πρώτη ανοιχτή πρόβα, ρε μ***α, μην είσαι μίζερος! -Πλάκα με κάνετε ρε; Είμαι εγώ για θέατρο; -Σιγά ρε, τι θα κάνεις σάμπως; Μα-μου-μι-με-μο και μασάζ για ζέσταμα…” Ε, ήμουν και λίγο πιασμένος, πήγα. Θεατρική ομάδα Μαθηματικού Α.Π.Θ. «Πέρα Δώθε»! Πριν 15 χρόνια στη Θεσσαλονίκη κι ενώ η κιθάρα μου έπαιζε αυστηρά μόνο μέταλ, συνέβη αυτός ο διάλογος και βρέθηκα στην κοινότητα των πανεπιστημιακών θεατρικών ομάδων, η οποία εκτός από τις πρόβες, τις παραστάσεις, τα φεστιβάλ, τις μπύρες κλπ. είχε κάτι πολύ σημαντικό να προσφέρει στα μέλη της, μέσα στον αυτοοργανωμένο χαρακτήρα της: συζήτηση γύρω από το χώρο του θεάτρου, της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής πορείας σε αυτό. Από εκεί βρέθηκα σε διάφορα θεατρικά εργαστήρια της Θεσσαλονίκης, με το «Αβέρτο Θέατρο» του Βαγγέλη Οικονόμου να με κερδίζει στο τέλος. Ύστερα ήρθε και η πρώτη συμμετοχή μου σε επαγγελματική παράσταση, «Κάτω από το Γαλατόδασος» του Ντύλαν Τόμας σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη… και να’ μαστε τώρα εδώ!

Τι αγαπάτε, τι σας θυμώνει και τι θα θέλατε να ήταν αλλιώς;

Διονύσης: Αγαπάω τον αδερφό μου, τον ήλιο και τις μέρες ευτυχίας! Με θυμώνει η αγένεια, η αδικία, η βία. Θα ήθελα να ήταν αλλιώς ο κόσμος τουλάχιστον για τα παιδιά να μην ζουν τον πόλεμο, να μην πνίγονται σε κάποια θάλασσα να μην τους στερεί κανείς το δικαίωμα να μεγαλώσουν!

Χρήστος: Αγαπώ πολλά και πολύ, πολλά θα ήθελα να είναι αλλιώς ή και να μην υπάρχουν καθόλου και πιστεύω αυτή η ορμή είναι ένας εκ των βασικών λόγων που ακολούθησα το θέατρο, διότι έχει αυτή την ιδιότητα εν δυνάμει να μεταβάλλει τις δυναμικές μιας κοινότητας ή και τις ίδιες τις δομές της. Από παιδί επίσης ένα σωρό πράγματα με θυμώνουν αλλά μεγαλώνοντας κάποια εξομαλύνονται και άλλα μεταβολίζονται μέσω της έκφρασης, της συναναστροφής και της (συν)δημιουργίας.

Αποκαλύψτε μας κάτι που δεν ξέρουμε για εσάς, παραξενιές, ενδιαφέροντα, κρυφά (ή φανερά) ταλέντα.

Διονύσης: Δεν ξέρω αν πρέπει να το βάλω στις παραξενιές μου ή στα ενδιαφέροντα πάντως δεν θα το βάλω ούτε στα ταλέντα. Θα ήθελα κάποια στιγμή να κάνω stand-up comedy.

Χρήστος: Είμαι gamer και η μακροβιότερη σχέση στη ζωή μου είναι με το παιχνίδι Football Manager (25 χρόνια). Συνεπώς κουβαλάω μέσα στο κεφάλι μου ατελείωτη -και ίσως άχρηστη εδώ που τα λέμε, αλλά έχει πλάκα- πληροφορία γύρω από το ποδόσφαιρο.

Διονύση, είχες συνεργαστεί πριν κάποια χρόνια με τον εξαιρετικό Κώστα Βουτσά, πώς ήταν αυτή η εμπειρία για εσένα;

Ήταν πολύ συγκινητικό για μένα! Ήθελα να ακούω τις ιστορίες του. Ήταν τόσο απλός και αληθινός.Τόσο χαρούμενος που ήταν στο θέατρο. Το αγαπούσε πολύ.Απολάμβανα να τον βλέπω να παίζει, να αυτοσχεδιάζει, να γελάει, να τον παρατηρώ, να μαθαίνω από αυτόν.Μου φαίνεται φοβερά υπέροχο ότι υπήρξα μαζί του στη σκηνή, νιώθω τυχερός.Με θυμάμαι να τον κοιτάω πάντα με ένα σεβασμό, με ένα χαμόγελο.Τον θαύμαζα! Μας λείπει!

Χρήστο, εσύ ασχολείσαι και με τη μουσική. Είναι μια ενασχόληση που θα μπορούσες να συνδυάσεις με το θέατρο; Οι δύο αγάπες λειτουργούν ανταγωνιστικά ή συμπληρωματικά;

Μα πώς να ανταγωνιστούν η μία την άλλη; Είναι δύο μορφές έκφρασης τόσο αρχετυπικές, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι εγγεγραμμένες στο ανθρώπινο DNA. Μέσω της μουσικής και του θεάτρου ο άνθρωπος κατάφερε να δομήσει και να μετατοπίσει κοινωνίες ολόκληρες. Η αγάπη μου για τη μουσική και για τη γεωμετρία της (ρυθμός, μελωδία, αρμονία, δυσαρμονία, σιωπή κλπ.) αποτέλεσε πυξίδα για εμένα στα πρώτα μου βήματα στο θέατρο. Ακόμη δηλαδή, η πρώτη αίσθηση που με οδηγεί πάνω στη σκηνή είναι η ακοή.

Μιλήστε μας για την παράσταση “Νεκρές ψυχές” του Γκόγκολ στην οποία πρωταγωνιστείτε και τους ρόλους που υποδύεστε;

Διονύσης: Οι Νεκρές Ψυχές του Γκόγκολ είναι ένα σατιρικό μυθιστόρημα, όπου ένας φιλόδοξος τυχοδιώκτης εξαγοράζει ονόματα δουλοπάροικων που έχουν πεθάνει στο διάστημα μέχρι την επόμενη απογραφή για να ανέβει κοινωνικά.Το έργο αυτό μέσα από χιούμορ και ακραίους χαρακτήρες αποκαλύπτει τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, της διαφθοράς και της απληστίας.Ασκεί μια κριτική στην κοινωνία και στην ηθική των ανθρώπων, γίνεται σκοτεινό και επικίνδυνο. Κάνω διάφορους ρόλους και αυτό είναι μια ευχάριστη πρόκληση για μένα, έχω βρει σε όλους τους ρόλους κάτι που με συγκινεί.

Χρήστος: Μια άμαξα που δεν σταματά ποτέ και πουθενά και όλες οι χώρες παραμερίζουν για να περάσει. Έτσι χαρακτήρισε ο Γκόγκολ τη Ρωσία που στα μέσα του 19 ου αιώνα, στα μάτια του και όχι μόνο, είχε πάρει έναν δρόμο ανεξέλεγκτο προς τον ακραίο, άκρατο και άμεσο πλουτισμό των λίγων και την εξαθλίωση των πολλών, χωρικών και εργατών. Και φυσικά το φαινόμενο της κοινωνικής ψαλίδας που διαρκώς ανοίγει δεν περιορίζεται μόνο στη Ρωσία κι αυτό κάνει τις «Νεκρές Ψυχές» επικίνδυνα επίκαιρες. Ένας μεσαιοταξίτης απατεώνας ονόματι Τσίτσικοφ ξεκινάει μια Οδύσσεια (κατάβαση στον Άδη;) στις επαρχίες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας αναζητώντας να αγοράσει από γαιοκτήμονες τους νεκρούς τους μουζίκους (χωρικοί που εργάζονται στα κτήματά τους) που όμως λογίζονται ως ζωντανοί, με βάση την τελευταία απογραφή και συνεπώς φορολογούνται. Έτσι, απαλλάσσει τους γαιοκτήμονες από τον κεφαλικό φόρο των νεκρών ψυχών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα για τον ίδιο μια γενναία επιχορήγηση από το κράτος που λογαριάζει αυτές τις ψυχές ως ζωντανές. Μέσα απ’ αυτό το φαινομενικά όχι και τόσο επικίνδυνο παραθυράκι στο νόμο, αναδεικνύεται όλη η απανθρωπιά γύρω από τη δίψα να ανέβει κανείς κοινωνικά στρώματα, πατώντας κυριολεκτικά επί πτωμάτων, γεμίζοντας τσέπες, δημιουργώντας συγγενικές σχέσεις με τον υπόκοσμο, αποσκοπώντας σε όλο και μεγαλύτερο κέρδος, σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει και η ανθρώπινη αξία μοιάζει να κρέμεται από μια πολύ λεπτή κλωστή. Όλη η ομάδα πλην του πρωταγωνιστή Τσίτσικοφ εναλλάσσεται σε διάφορους ρόλους, ο καθένας μας όμως έχει από έναν γαιοκτήμονα. Ο δικός μου λέγεται Σομπακιέβιτς, ένας αδίστακτος βαρόνος (όπως παρουσιάζεται) που έχει πλήρη επίγνωση του άγριου θηρίου στο οποίο έχει μεταμορφωθεί, παρασύροντας τον Τσίτσικοφ στο παιχνίδι του, δημιουργώντας παράλληλα μια «εμπορική» φιλία μαζί του. Τα υπόλοιπα εκτυλίσσονται στη σκηνή!

Οι άλλοι τρεις ηθοποιοί που παίζετε μαζί (Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιάννης Μάνθος και Κωνσταντίνος Πασσάς) όπως και η σκηνοθέτιδα Σοφία Καραγιάννη έχουν συνεργαστεί ξανά. Πόσο απαιτητικό ήταν για σας να μπορέσετε να ενταχτείτε στην ομάδα που ήδη θα είχε αναπτύξει μια σχέση και θεατρικούς κώδικες επικοινωνίας;

Διονύσης: Είναι μια ομάδα με ωραίες δουλειές, ωραίοι άνθρωποι και καλλιτέχνες που υπάρχουν με σεβασμό στο χώρο. Είχα δει παραστάσεις τους και μου άρεσαν πολύ. Οπότε εγώ αυτό που είχα να κάνω είναι να τους εμπιστευτώ, κάτι που το έκανα εύκολα γιατί μου βγάλανε από την πρώτη μέρα εμπιστοσύνη. Σίγουρα έχουν αναπτύξει μια σχέση και θεατρικούς κώδικες επικοινωνίας αλλά δεν ένιωσα ότι με άφησαν έξω από αυτό, με κάνανε να νιώσω κομμάτι της ομάδας τους και τους ευχαριστώ πολύ για αυτό. Με βάλανε στον κόσμο τους λαμβάνοντας υπόψη και τον δικό μου κόσμο και αυτό ήταν όμορφο. Άκουγα προσεχτικά και προσπαθούσα να ακολουθήσω την καθοδήγηση της Σοφίας Καραγιάννη, με βοήθησε πολύ και ένιωσα την εξέλιξη μου μέσα στις πρόβες.Παρατηρούσα τον Ιωσήφ, τον Κωνσταντίνο, τον Γιάννη, τον Χρήστο τους θεωρώ καλούς ηθοποιούς, συγκεντρωνόμουν σε αυτούς και στη Σόφια. Σιγά-σιγά πήγαμε όλοι μαζί σε κάτι, γιατί νομίζω αυτό είναι το σημαντικό, να είμαστε μαζί. Μαζί εννοώ και με τους υπόλοιπους αξιόλογους συντελεστές της παράστασης.Σβετλάνα Μαμαλούι, Γεωργία Μπούρδα, Γιώργο Χριστιανάκη, Μαργαρίτα Τρίκκα, Βασιλική Γώγου, Μαρία Χαριτοπούλου, Στέλλα Χατζοπούλου, Χριστίνα Φυλακτοπούλου, Στέφανο Κοσμίδη, Χρύσα Ματσαγκάνη. Επίσης χαίρομαι που η παράσταση αυτή γίνεται σε ένα τόσο όμορφο θέατρο όπου η φιλοξενία των ανθρώπων εκεί κάνει το ταξίδι αυτό ακόμα πιο γλυκό.

Χρήστος: Παρακολουθώ την πορεία της ομάδας Gaff, εξ αποστάσεως, χρόνια τώρα. Λίγο πολύ είχαμε γνωριστεί με τα μέλη της ομάδας και μάλιστα με τον Ιωσήφ είχαμε παίξει το 2016 στην παράσταση «Τα Παραβάν» του Ζαν Ζενέ σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, με χαρά τον συνάντησα ξανά μετά από 9 χρόνια, συνειδητοποιώντας και σήμερα όπως και τότε, ότι το σπουδαιότερο στοιχείο της θεατρικής μου εκπαίδευσης είναι τα μαθήματα που παίρνω από τους εκάστοτε συναδέλφους μου. Πιστεύω πως όταν ο ηθοποιός εμφανίζεται σε κάθε του δουλειά ανοιχτός να μάθει (αλλά και να διδάξει) μέσα σε αυτή, τότε και η ομάδα τον υποδέχεται φιλόξενα και τον εντάσσει ομαλά στους κώδικές της, κάπως αυτόματα. Δε χρειάζεται να πω πολλά για το πώς μας αγκάλιασε η ομάδα Gaff, αρκεί κανείς να δει την παράσταση «Νεκρές Ψυχές», μία από τις ομορφότερες εμπειρίες μου στη σκηνή, τόσο σε επίπεδο παράστασης όσο και δοκιμής.

Ποια είναι τελικά αυτά τα στοιχεία του Γκόγκολ που τον κάνουν τόσο επίκαιρο;

Διονύσης: Η κριτική που ασκεί μέσα από τα έργα του στην κοινωνία και στην ανθρώπινη φύση.Η κριτική του στην εκμετάλλευση και τη διαφθορά, στην υποκρισία και στην επιφανειακή ηθική.Γράφει για το προσωπικό χάος του ανθρώπου και για την απομόνωση του. Θέματα διαχρονικά. Για παράδειγμα στις Νεκρές ψυχές ο κεντρικός ήρωας έχει την ιδέα να αγοράσει νεκρούς για να ανέβει κοινωνικά τους βλέπει απλά σαν αριθμούς για να πετύχει τον στόχο του.Αυτό μοιάζει αρχικά παράλογο, αλλά σιγά σιγά βλέπουμε ότι και αυτός προσφέρει κάτι ψίχουλα και καταφέρνει αφού πρώτα παζαρεύονται για την τιμή να πείσει τους ανθρώπους να του πουλήσουν τις νεκρές ψυχές τους. Στην αρχή, μας φαίνεται εντελώς αδιανόητο, όμως σιγά σιγά το συνηθίζουμε. Κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει και σήμερα; Πολλά πράγματα τα θεωρούμε παράλογα και είναι παράλογα αλλά κάπως προσπαθούν να μας τα περάσουν ως λογικά ή ότι έτσι είναι η ζωή. Όχι, δεν είναι έτσι η ζωή να συνηθίζουμε στην εμπορευματοποίηση του ανθρώπου, στον θάνατο, στην αδικία και στη βία.Οι άνθρωποι δεν είναι απλά αριθμοί.

Χρήστος: Έχει μέσα στα γραπτά του πάντα αυτή την -πότε υποβόσκουσα, πότε έκδηλη- ειρωνεία για την τάξη των αριστοκρατών, τη μπουρζουαζία, τους άρχοντες, τους γαιοκτήμονες, τους έχοντες γενικότερα, αλλά και τον δίχως έλεος δηκτικό σχολιασμό πάνω στη μεσαία τάξη που πονάει, λαχταρά, αδημονεί να γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι ανώτερο, και καταλήγει είτε να διαφθείρεται είτε να τρελαίνεται είτε και τα δύο μαζί. Παρακολουθείς σήμερα δηλώσεις πολιτικών, αλλά και πολιτικών σχολιαστών φιλικά προσκείμενων στις ανωτέρω τάξεις, και βλέπεις όλη τη φαιδρότητα των χαρακτήρων και των σκηνών του Γκόγκολ να ξετυλίγεται μπροστά σου σε πραγματικό ή τηλεοπτικό χρόνο. Πρόσφατα γεγονότα, μάλιστα, ξεμπροστιάζουν και το τρομακτικό καθημερινό πολιτικοοικονομικό παζάρι που γίνεται πάνω σε νεκρούς και κατατρεγμένους, που είναι και άξονας της υπόθεσης των «Νεκρών Ψυχών».

Στο Παλκοσένικο αγαπάμε τις θεατρικές ιστορίες και προσπαθούμε να τις διασώσουμε μεταφέροντάς τες από τις μνήμες σε ψηφιακό χαρτί. Έχετε κάποια ξεχωριστή για εσάς ιστορία να μας χαρίσετε που να έχει κάποια σχέση με το θέατρο πάνω ή πίσω από τη σκηνή, ακόμα και από τη θέση του θεατή;

Διονύσης: Μια ιστορία που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η πρώτη φορά που με είδαν οι γονείς μου στο θέατρο μετά τη σχολή. Κοίταξα στο κοινό και είδα τα μάτια της μάνας μου να κοιτάνε με τόσο αγάπη,θα μου μείνει αξέχαστο αυτό το υπέροχο βλέμμα της.Ο πατέρας μου χειροκροτούσε με τόση χαρά ήταν σαν παιδί. Έβλεπα τον πατέρα μου να έχει γίνει παιδί! Θα τους ευχαριστώ πάντα για την στήριξη τους! Μετά, στο καμαρίνι σχεδόν όλοι όσοι παίζαμε μαζί κατάλαβαν ότι αυτοί είναι οι γονείς μου. Στο θέατρο γενικά από τη σχολή μέχρι σήμερα έχω γνωρίσει ανθρώπους, φίλους, συνεργάτες, δασκάλες,  δασκάλους τόσο σημαντικούς και σπουδαίους για μένα που τους έχω στην καρδιά μου.

Χρήστος: Πριν λίγα χρόνια, στο ΚΘΒΕ, ανεβάσαμε το έργο «Η Μεγάλη Πλατεία» του Νίκου Μπακόλα, σε διασκευή Άκη Δήμου και σκηνοθεσία της Ελένης Ευθυμίου. Στην 1η ανάγνωση, το κείμενο μου φάνηκε κάπως παλιακό, σαν λυπητερή ελληνική ταινία του ‘60 που θα έβλεπε η γιαγιά μου κάποιο μεσημέρι στην ΕΡΤ3. Μη με παρεξηγείτε, εμβληματικό βιβλίο της ελληνικής λογοτεχνίας και διασκευή-άθλος από τον Δήμου. Απλά δεν ήταν για μένα, δεν μπορούσα να το «φανταστώ» πάνω στη σκηνή, έτσι ένιωθα τέλος πάντων σε μια πρώτη φάση. 3η μέρα των προβών, έχουμε έναν διάλογο με την Ελένη, με ρωτάει πώς μου φαίνεται το έργο, της λέω το και το, μου λέει «γιατί, τι βιβλία σου αρέσουν εσένα;», της απαντάω «Lord of the Rings», μου λέει «οκ δεν είμαστε μακριά» και αρχίζει να μου λέει πώς σκέφτεται τη σκηνοθεσία και ειδικά το τέλος. Στεκόμουν κάπως αμήχανα γιατί μου φαινόταν too much το σκηνικό της όραμα, φιλόδοξο, τολμηρό και όντως σχεδόν βγαλμένο από τη λογοτεχνία του φανταστικού. Κι όμως, όλα όσα μου είπε ότι σκεφτόταν να κάνει, πραγματώθηκαν πάνω στη σκηνή, σε πλήρη αρμονία με τον θίασο, τα σκηνικά και τη μουσική και τελικά σηματοδότησαν μία από τις σημαντικότερες θεατρικές εμπειρίες μου μέχρι τώρα. Γιατί μου έδωσε ένα μάθημα σχετικά με το να βάζεις έναν ισχυρό στόχο, μια ισχυρή πρόθεση και να τη φέρνεις εις πέρας, χωρίς εκπτώσεις, όσο κι αν μοιάζει αρχικά με «φαντασία».

Τι ονειρεύεστε και τι σχεδιάζετε για το μέλλον;

Διονύσης: Ένα ταξίδι με την Ξένια στη Γαλλία!

Χρήστος: Δε θα πάω πολύ μακριά. Μέσα στη χρονιά βγαίνει ο πρώτος δίσκος της μπάντας μου Eli and the Portraits και δε θα μπορούσα να είμαι πιο ευτυχισμένος και περήφανος για αυτό το project, που ξεκίνησε πριν 8 χρόνια περίπου και με λαχτάρα το παρακολουθώ να μεγαλώνει και να ανθίζει δίπλα σε υπέροχους μουσικούς συνεργάτες. Τέλος, ετοιμάζουμε με τη σύντροφό μου (την καλύτερη παρέα του κόσμου όλου δηλαδή) ένα ταξίδι στην Ισλανδία που ονειρεύομαι εδώ και χρόνια και προβλέπεται ΕΠΙΚΟ!

Διονύση και Χρήστο σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη κουβέντα μας! Ήταν μεγάλη χαρά για εμάς να σας φιλοξενήσουμε σήμερα στο Παλκοσένικο. Σας εύχομαι ολόψυχα υγεία, ευτυχία και δημιουργικότητα.