Σ.Φ.Ρ. - Μιχάλης Γκανάς - Βιβλιοπαρουσίαση

Εισήγηση : Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου

Αγαπητοί φίλοι, 
μέλη της άτυπης αλλά εξαιρετικά δυνατής ομάδας των Αναγνωστών,
Η δική μου σύντομη εισήγηση εστιάζει στην ανθολογημένη ποίηση του Μιχάλη Γκανά στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Λυκείου και Γυμνασίου.

Σας καταθέτω πρώτα λίγα πληροφοριακά στοιχεία.
Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά εντάχθηκε στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λυκείου το 2.000, όταν η συγγραφική ομάδα των βιβλίων, αποτελούμενη από τους : Γρηγοριάδη, Καρβέλη, Μηλιώνη, Μπαλάσκα, Παγανό, Παπακώστα,
αναδιέταξε την ύλη τους, ακολουθώντας την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας μας. Έτσι, στο τρίτο τεύχος, που περιέχει Κείμενα της Μεταπολεμικής και Σύγχρονης Λογοτεχνίας και διδάσκεται στην Γ’ τάξη του Γενικού Λυκείου ως μάθημα Γενικής Παιδείας, στη σελίδα 124 βρίσκουμε το ποίημα «Το σκυλί», από τη Συλλογή «Μαύρα Λιθάρια» (1980) του Μιχάλη Γκανά.
Για το Γυμνάσιο γράφτηκαν σύμφωνα με το αναμορφωμένο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών και το αναμορφωμένο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών νέα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και για τις τρεις τάξεις. Τα νέα Ανθολογημένα Κείμενα της Α’ και Β’ τάξης του Γυμνασίου είναι χωρισμένα σε θεματικές ενότητες. Συνοδεύονται από ασκήσεις που αναφέρονται στο περιεχόμενο και τη μορφή κάθε κειμένου, αλλά και από ποικίλες δραστηριότητες που έχουν διαθεματική διάσταση. Στο βιβλίο της Γ’ Γυμνασίου τα Κείμενα παρατίθενται κατά χρονολογική σειρά, σύμφωνα με τις περιόδους της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και τις Λογοτεχνικές Σχολές. Η αισθητική όλων των βιβλίων είναι εξαιρετικά αναβαθμισμένη εφόσον μέσα από τις έγχρωμες σελίδες τους οι μαθητές γνωρίζουν ταυτόχρονα όλη την ελληνική ζωγραφική από το Γύζη και το Λύτρα έως τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο, τον Ακριθάκη κ.α.
Στα βιβλία αυτά, που σημειωτέον τυπώθηκαν μόλις πέρυσι – ευτυχώς αυτά πρόλαβαν να τυπωθούν – συναντάμε δείγματα της ποίησης του Μιχάλη Γκανά στα Κ.Ν.Λ. της Α’ και Β’ Γυμνασίου. Συγκεκριμένα, στο βιβλίο της Α’ Γυμνασίου και στην ενότητα ταξιδιωτικά κείμενα ανθολογείται στις σελίδες 126 – 127 το ποίημα «Γυάλινα Γιάννενα» από την ομότιτλη Συλλογή (1989).
Στα Κ.Ν.Λ. της Β’ Γυμνασίου και στην ενότητα προβλήματα της σύγχρονης ζωής βρίσκουμε τους στίχους του Μιχάλη Γκανά «Στα Καμένα» στις σελίδες 232 – 233, τους οποίους μελοποίησε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας το 1993 και περιέχονται ως τραγούδι στο δίσκο «Ρίξε κόκκινο στη νύχτα». Άρα ο ποιητής παρουσιάζεται και με την ιδιότητα του στιχουργού.

Αγαπητοί φίλοι,
Για το φιλόλογο – πιστέψτε με – είναι έργο δύσκολο να επικεντρώσει το ενδιαφέρον των παιδιών με τα τετράγωνα μάτια, των εξαρτημένων πια από οθόνες υπολογιστών, κινητών, τηλεοράσεων, σ’ ένα ποιητικό κείμενο. Κι ακόμη πιο δύσκολο για το φιλόλογο έργο είναι να διαμεσολαβήσει διακριτικά και αποτελεσματικά, ώστε να μετατραπεί η ανάγνωση του κειμένου σε δημιουργικό διάλογο του μαθητή με το κείμενο, το δημιουργό και την εποχή του, σε ταξίδι προς την ελεύθερη κριτική σκέψη, την ευαισθησία, την ανθρωπιά, την εκλεπτυσμένη αισθητική
ή σε κάτι ακόμη πιο βαθύ, σε σύντροφο παντοτινό της ζωής του.
Ωστόσο, τα ποιήματα του Μιχάλη Γκανά εμπεριέχουν κώδικες που βοηθούν στο ξεκλείδωμα του κειμένου και στην ουσιαστική ανάγνωση και πρόσληψή του μέσα στην τάξη.
         
Ας διαβάσουμε τα πρώτο ποίημα, για να γίνει σαφές τι ακριβώς εννοώ.
Κ.Ν.Λ. Γ’ τάξης Γενικού Λυκείου σελ. 124 – 125 «Το σκυλί», από τη Συλλογή «Μαύρα Λιθάρια» (1980).
Ξεκινώντας πάντοτε κειμενοκεντρικά την ανάγνωση του πρώτου ποιήματος βρίσκουμε το σκυλί, που, αν και σκοτωμένο, βγαίνει τις νύχτες – σα στοιχειό - , για να συναντήσει τον επίσης νεκρό αφέντη του και να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Η ποιητική αυτή σύλληψη παραπέμπει ευθέως στη λαϊκή μας παράδοση και στην παραλογή «Του Νεκρού Αδελφού».
Στο ποίημα, ωστόσο, παρά τον τίτλο του, που μιλά για ένα σκυλί, υπάρχει και δεύτερο σκυλί, ζωντανό. Είναι αυτό που στο παρελθόν «το πήραν οι γειτόνοι» και τώρα αλυχτάει κάποιο διαβάτη.
         

Στο ποίημα, ακόμη, διαφαίνονται τρία ζεύγη αντιθέτων:
ζωή – θάνατος,
πραγματικό – εξωλογικό στοιχείο
παρελθόν – παρόν,
που ωστόσο συνυπάρχουν, γιατί τα ανακαλεί ταυτόχρονα στη μνήμη του ο ποιητής.
Τέλος, υπονοούνται και τρεις διάλογοι υπερρεαλιστικοί, μετέωροι, γιατί ο πομπός είναι αδύνατο να συναντήσει το δέκτη:
1. Ο διάλογος του νεκρού σκυλιού με τον κεκοιμημένο αφέντη του.
2. Ο διάλογος του ποιητή με τον ίδιο κεκοιμημένο. Στους αντίστοιχους στίχους ο ποιητής χρησιμοποιεί δεύτερο ενικό πρόσωπο. Στο σημείο αυτό λέμε στα παιδιά ότι από τα συμφραζόμενα της ποιητικής συλλογής «Μαύρα Λιθάρια», αλλά και από το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Γκανά «Μητριά Πατρίδα» συνάγεται ότι ο κεκοιμημένος είναι ο παππούς του ποιητή. Τονίζουμε ότι τον έχασε, όταν ακόμη ήταν παιδί, τότε που τον είχε στήριγμα, αγκωνάρι της ζωής του.
3. Ο τρίτος διάλογος που υπονοείται είναι του νεκρού σκυλιού με το ζωντανό σκυλί στους τελευταίους στίχους του ποιήματος, που αποκαλύπτει την προγενέστερη συντροφικότητά τους.

Σημειώνουμε ότι στο ποίημα δεν προβάλλεται ο πόνος και η θλίψη για το θάνατο του παππού, αλλά κυριαρχεί μια τρυφερή νοσταλγία. Στην πραγματικότητα η νοσταλγία για τον απόντα παππού πλημμυρίζει την ψυχή του ποιητή. Αυτός, όμως, ευρηματικά τη μεταθέτει στο νεκρό κυνηγόσκυλο του παππού του, που στοιχειώνει τις νύχτες σαν τον Κωνσταντή της παραλογής «Του Νεκρού Αδελφού», μόνο και μόνο για να εκφράζει αγάπη κι αφοσίωση στον κύριό του.
Έτσι, άλλωστε, δε στοιχειώνουν κάθε βράδυ στη μνήμη κάθε ευαίσθητου ανθρώπου οι κεκοιμημένοι του;
Κι έτσι – δηλαδή δια της μνήμης – δεν ξορκίζουμε το θάνατο;
Και ο ποιητής, εξάλλου, ξορκίζει και εξημερώνει το θάνατο δια της μνήμης και τον μετατρέπει σε τραγούδι σιγανό, ηπειρώτικο, πολυφωνικό.
Από τη βραβευμένη το 1994 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης Συλλογή του Γκανά «Παραλογή» δίνω στους μαθητές δύο κείμενα που πραγματεύονται το θάνατο, τη μόνη αναπότρεπτη βεβαιότητα της ζωής μας.
(σελ. 15 – Εσύ δεν θα πεθάνεις, σελ. 27 – Να με θυμάσαι)

Ας διαβάσουμε το δεύτερο ποίημα.
Κ.Ν.Λ. Α’ Γυμνασίου σελ. 126 – 127, «Γυάλινα Γιάννενα» (1989)

Εδώ το προλογικό σημείωμα είναι πολύ κατατοπιστικό. Στο ποίημα προβάλλονται με ένα λόγο ευθύβολο, λιτό, που ωστόσο διανθίζεται με τολμηρές μεταφορές και παρομοιώσεις:
1. Το φυσικό περιβάλλον των Ιωαννίνων (τα πολλά βουνά και η λίμνη)
2. Οι άνθρωποι (καλοί και κακοί)
3. Οι ασχολίες τους (κτηνοτροφία, μεταλλοτεχνία, αργυροχρυσοχοΐα «κι άκουσα τα μπακίρια να βελάζουν», «τα Γιάννενα Γυάλινα και μαλαματένια»)
4. Η Ιστορική και πολιτισμική πορεία της Ηπείρου («κάστρα πατημένα», «είδα και μιναρέδες»)

Θα σχολιάσουμε, οπωσδήποτε, τον τίτλο «Γυάλινα Γιάννενα», που αποτελεί εύηχη παρήχηση, τολμηρή μεταφορά και απαστράπτουσα εικόνα. Τα Γιάννενα μοιάζουν Γυάλινα, καθώς καθρεφτίζονται στα ήσυχα νερά της λίμνης. Ο πίνακας του Νικόλαου Οθωναίου στην ίδια με το ποίημα σελίδα το επιβεβαιώνει.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, και αν η αντιληπτικότητα και η ευαισθησία της τάξης το επιτρέπει, μπορούμε να δώσουμε κι άλλη ερμηνεία. Τα Γυάλινα Γιάννενα αισθητοποιούν τη διάφανη και ευαίσθητη σχέση του ποιητή με το γενέθλιο τόπο.
Ο γενέθλιος τόπος, η Ήπειρος, αποτελεί βασική συνιστώσα της ποίησης του Γκανά. Οι μελετητές του, μάλιστα, επισημαίνουν πως οι μνήμες από τον τόπο καταγωγής και από την παιδική του ηλικία, οι οποίες συνδέονται με τις περιπέτειες της οικογένειάς του, αλλά και με την πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας – τον Εμφύλιο, την Προσφυγιά, τη Μετανάστευση, εξωτερική και εσωτερική – δίνουν την πρώτη ύλη στα περισσότερα ποιήματα του Γκανά.
Κείμενο που αποκαλύπτει ακόμη περισσότερο ότι η πατρίδα δεν είναι απλό σκηνικό στην ποίηση του Γκανά, αλλά βίωμα βαθύ και βαθιά πληγή, είναι το ακροτελεύτιο της «Παραλογής». (σελ. 34 – 35  - Χλωρίδα μου, πατρίδα μου).

Το τραγούδι «Στα Καμένα» θα το ακούσουμε σε μουσική και ερμηνεία του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. (Κ.Ν.Λ. Β’ Γυμνασίου, σελ. 232 – 234)
Προηγουμένως, λίγα σχόλια μόνο εξωκειμενικά, που δίνουν, ωστόσο, αφορμές για την ερμηνεία του κειμένου:

Ο ποιητής, σύμφωνα με το βιογραφικό του σημείωμα, εγκαθίσταται το 1962 στην Αθήνα, αρχικά για σπουδές, στη συνέχεια για βιοπορισμό. Γίνεται, δηλαδή, εσωτερικός μετανάστης. Στην Αθήνα βιώνει το κλίμα της ανάπηρης ελληνικής δημοκρατίας, τη δικτατορία του 1967, αλλά και την εισβολή της τηλεόρασης και του καταναλωτισμού, την άναρχη ανάπτυξη της πόλης, την απέλπιδα προσπάθειά του να εγκλιματιστεί στο νέο περιβάλλον.
Παράλληλα, όμως, βιώνει την έξαρση σε παγκόσμιο επίπεδο των αντιπολεμικών κινημάτων, τις εξεγέρσεις της νεολαίας, την Άνοιξη της Πράγας, το Μάη του 1968 στο Παρίσι, το Πολυτεχνείο. Εύλογα, η αμφισβήτηση της συντηρητικής ιδεολογίας και του κατεστημένου αστικού τρόπου ζωής, που μεταβάλλουν τον άνθρωπο σε άτομο, καταναλωτή αγαθών, υπηρεσιών και ιδεών, αλλά και σε απολίτικο ιδιώτη, υιοθετείται ως τρόπος σκέψης και έκφρασης από το Μιχάλη Γκανά, αλλά και από τους ομοτέχνους του της γενιάς του ’70. Ο ποιητής, όμως, δεν αμφισβητεί μόνο. Έχει απόψεις. Έχει προτάσεις.
Στους στίχους του τραγουδιού «Στα Καμένα» προτείνει στη σύντροφό του, αλλά και σε κάθε σκεπτόμενο άτομο να πραγματοποιήσουν μια Κυριακάτικη εκδρομή – απόδραση. Απόδραση από τον κλοιό της αστικοποιημένης και εντελώς τηλεοπτικής ζωής. Κι ας πάνε στα καμένα δάση της Αττικής.
Οι στίχοι δεν είναι απλώς φυσιολατρικοί. Έχουν βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο. Μετά τις βιβλικές καταστροφές από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο έγιναν τραγικά επίκαιροι.

Οι στίχοι, στους οποίους ο ποιητής αναφέρεται στη φωτιά που:
«έρχεται απ’ τα δάση, για να μας δικάσει
μέσα στο πύρινό της χνότο
από τον έσχατο ως τον πρώτο»
αποκτούν και πολιτική διάσταση.
Η φωτιά, στην προκειμένη περίπτωση, γίνεται ο δίκαιος κριτής που ζητάει να αποδοθούν, επιτέλους, οι ευθύνες σε όσους ολιγωρούν τόσο για την πρόληψη των πυρκαγιών, όσο και για την έγκαιρη κατάσβεσή τους, βυθίζοντας στην απόγνωση χιλιάδες πολίτες.
Ακούγεται το τραγούδι «Στα Καμένα» του Λ. Μαχαιρίτσα

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Αντί επιλόγου επέλεξα δύο σύντομα αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Μιχάλη Γκανά στο περιοδικό «Ρεύματα», Αρ. 7, Μάιος – Ιούνιος 1992

Γιώργος Μπράμος: Για πες μου για τις επιρροές σου.
Μιχάλης Γκανάς: Μια πολύ θεμελιώδης για μένα επιρροή είναι σίγουρα ο Σολωμός και έπειτα ο Σεφέρης, ο οποίος είναι ένα ποιητικό μέγεθος στη γλώσσα μας που δεν μπορεί κανείς να τον αγνοήσει. Θετικά ή αρνητικά πρέπει να έχει μαζί του ένα διάλογο. Σαν αυτόν που είχε ο Πάουντ με τον Ουίτμαν. Ο Πάουντ ξεκίνησε επαναστατικά, ριζοσπαστικά και κάποια στιγμή νιώθει την ανάγκη να συμφιλιωθεί με τον παππού του, με τον Ουίτμαν. Λοιπόν είναι ο Σεφέρης και είναι και ο Καρυωτάκης, ο οποίος έχει αυτή την οριακή ρήξη με τον περιβάλλον του. Υπάρχουν και κάποιοι ελάσσονες ποιητές, ο Άγρας, ο Πορφύρας, που βρίσκω σ' αυτούς μια άλλου είδους μαγεία, γιατί μιλάνε σε χαμηλούς τόνους, για πράγματα πολύ οικεία και καθημερινά, δεν έχουν αυτό τον όγκο που συνήθως έχουν οι μεγάλοι ποιητές.

Γιώργος Μπράμος: …και πως "έρχονται" τα ποιήματα;
Μιχάλης Γκανάς: Περιμένοντας. Σ' εμένα τουλάχιστον. Και δε μιλάω για σκόρπια ποιήματα. Αυτά είναι αψιμαχίες. Η επαφή με τον "εχθρό" γίνεται όταν νιώσω το κύμα να φουσκώνει. Τότε ο λόγος ρέει αβίαστα και συνήθως προηγείται ο ρυθμός και ακολουθούν οι λέξεις, δεν ξέρω δηλαδή τι θα πω, υποτάσσομαι στο ρυθμό κι έτσι γράφεται το ποίημα. Η πρώτη γραφή φυσικά. Υπάρχει η άποψη ότι ο ποιητής πρέπει να γράφει έστω και ένα στίχο κάθε μέρα για να κρατιέται στον αφρό. Εμένα μου κάνει καλό η σιωπή. Βρίσκω το λόγο πιο φρέσκο, πιο δυνατό κι εγώ είμαι πιο διψασμένος για έκφραση, μην έχοντας αυτή την καθημερινή τριβή. Γιατί η ποίηση δεν αντέχεται κάθε μέρα. Εγώ δεν την αντέχω, ούτε ως αναγνώστης. Η ποίηση όμως ως στάση ζωής ή ως αίσθηση του κόσμου είναι κάτι άλλο, που δεν το έχει μόνο ο ποιητής αλλά κάθε άνθρωπος και μακάρι να υπήρχε περισσότερη στη ζωή μας, έστω και εις βάρος της γραπτής ποίησης.
- Είθε να εκπληρωθεί η ευχή του ποιητή.

Σας ευχαριστώ