Εισήγηση : Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου
Φίλες και φίλοι του καλού βιβλίου,
Φίλες και φίλοι του καλού βιβλίου,
Σκέφτηκα να αρχίσω την εισήγησή μου μ’ ένα
σύντομο μάθημα θεωρίας της λογοτεχνίας. Το θεώρησα εξαιρετικά χρήσιμο, για να
προσεγγίσουμε ουσιαστικότερα το μυθιστόρημα της Σαμοθρακίτισσας, Κατερίνας
Αγγελώνια, με τίτλο «Έλα, κοκόνα μου …», που εκδόθηκε απ’ τις εκδόσεις «Πέλτη»
στην Αλεξανδρούπολη το 2006.
Ο λογοτεχνικός όρος «ηθογραφία» είναι το
ζητούμενο του μαθήματος αυτού. Τι ακριβώς, όμως, σημαίνει «ηθογραφία»; Με τον
όρο αυτό χαρακτηρίζουμε μια τάση της Ν.Ε. Πεζογραφίας, που ξεκινά λίγο μετά το
1880 και συνεχίζεται ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Πρόκειται για
λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως διηγήματα, που έχουν ως βασικό τους στόχο την - όσο το δυνατόν – πιο πιστή παρουσίαση της
ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, με τις τοπικές παραδόσεις,
τα ήθη και τα έθιμα, τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού
ελληνικού λαού.
Οι ήρωες της ηθογραφικής πεζογραφίας είναι
σχεδόν πάντα οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου.
Τα ηθογραφικά κείμενα χαρακτηρίζονται από
έναν έντονο λυρισμό, ενώ βασίζονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στα προσωπικά
βιώματα και τις εμπειρίες των ίδιων των συγγραφέων. Πολύ συχνό, μάλιστα, είναι
το φαινόμενο ο πεζογράφος να χρησιμοποιεί τον τόπο καταγωγής του ως πλαίσιο για
τα έργα του.
Δεν πρέπει, βέβαια, να απορούμε που το
ελληνικό διήγημα συνδέθηκε σχεδόν αμέσως με την απεικόνιση της ζωής στην
ύπαιθρο και το χωριό. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αυτή
είναι η κυρίαρχη εικόνα της ζωής. Αστική ζωή δεν υπήρχε τότε στην Ελλάδα με τη
μορφή που τη βιώνουμε σήμερα.
Τα ηθογραφικά κείμενα είναι γραμμένα στη
δημοτική γλώσσα. Σ’ αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι οι ήρωές τους είναι
άνθρωποι του λαού, που φυσικά μιλούν μεταξύ τους στη δημοτική χρησιμοποιώντας
τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς της περιοχής τους, τους οποίους οι συγγραφείς, ως
λάτρεις της λαογραφίας, ενδιαφέρονται να αναπαράγουν πιστά.
Η ηθογραφία είναι ένα λογοτεχνικό φαινόμενο
καθαρά ελληνικό. Θα λέγαμε ότι είναι η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού και ως ένα
βαθμό και του νατουραλισμού.
Τέλος, για να μείνω πιστή και στην Ιστορία
της Ν.Ε. Λογοτεχνίας πρέπει να αναφέρω ότι η ηθογραφία γεννιέται πραγματικά το
1883, όταν το περιοδικό «Εστία», ένα από τα πλέον σημαντικά της εποχής,
προκηρύσσει διαγωνισμό για συγγραφή διηγήματος «με θέμα ελληνικό». Ο
διαγωνισμός αυτός κινεί το ενδιαφέρον πολλών νέων πεζογράφων, καθώς και των
άλλων περιοδικών κι εφημερίδων της εποχής, που αρχίζουν να ζητούν συνεχώς
ελληνικά διηγήματα για δημοσίευση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μέσα στην πενταετία
1883 – 1888, να εμφανιστούν όλοι σχεδόν οι σημαντικοί εκπρόσωποι της
ηθογραφίας: καταρχάς ο Γεώργιος Βιζυηνός, που θεωρείται ο βασικός εισηγητής του
ηθογραφικού διηγήματος, καθώς και ο Γεώργιος Δροσίνης, Μιχαήλ Μητσάκης,
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Κρυστάλλης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Χρήστος
Χρηστοβασίλης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης,
Αργύρης Εφταλιώτης κ.α.
Μετά απ’ όλες αυτές τις θεωρητικές
επισημάνσεις ερχόμαστε στο βιβλίο μας. Η Κατερίνα Αγγελώνια, γράφοντας το
μυθιστόρημα «Έλα, κοκόνα μου …» - κατά τη γνώμη μου - επέλεξε είτε συνειδητά
είτε ασύνειδα να συνθέσει μια ηθογραφία, με πλαίσιο τον τόπο καταγωγής της, τη
Σαμοθράκη, με πρώτη ύλη τα προσωπικά της βιώματα από τη σχέση της με την
ηρωίδα, τη γιαγιά Μυρσινούλα, που θα μπορούσε να είναι η πραγματική της γιαγιά
ή και η γιαγιά του καθένα από μας, που βρισκόμαστε σ’ αυτό το χώρο.
Θέμα του μυθιστορήματος, επομένως, είναι η
προσωπικότητα και η ζωή της Μυρσινούλας και ειδικότερα η προσπάθειά της με όπλα
την ομορφιά, το δυναμισμό και την καπατσοσύνη της να παντρευτεί το αρχοντόπουλο
της Χώρας, τον έμπορο Θοδωρή Παπαθεοδώρου. Με τον πετυχημένο γάμο ως μέσο
κοινωνικής κινητικότητας και ανόδου γίνεται από φτωχή και αμόρφωτη χωριατοπούλα
πρώτη κυρία της Σαμοθράκης και στη συνέχεια της Αλεξανδρούπολης, διαπρέποντας
ταυτόχρονα στον έρωτα, στο νοικοκυριό, στο εμπόριο και στις δημόσιες σχέσεις,
με μεθόδους που θα ζήλευαν διαπρεπείς επικοινωνιολόγοι.
- Η
συνονόματη της ηρωίδας, Μυρσίνη Λαντζουράκη, ηθοποιός, έχει αναλάβει να μας
συστήσει τη βασική ηρωίδα και την απλή, αλλά πολύ χρήσιμη μέχρι και σήμερα για
μας τις γυναίκες, βιοθεωρία της (σελ. 15 – 17 «Το πορτρέτο της ηρωίδας»).
Η Κατερίνα Αγγελιώνα πάνω στο βασικό ιστό
της αφήγησης, τη ζωή της γιαγιάς Μυρσινούλας, την οποία σημειωτέον παρακολουθεί
από τα δεκάξι της χρόνια (1906) ως το θάνατό της (1990), ξομπλιάζει, δηλαδή,
κεντά μαστορικά και τις ζωές άλλων ανθρώπων. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν είτε στο
άμεσο οικογενειακό περιβάλλον της ηρωίδας είτε στον κοινωνικό της περίγυρο, που
είναι η Χώρα της Σαμοθράκης και οι κάτοικοί της.
Στο πρώτο κεφάλαιο, που επιγράφεται
«Σαμοθράκη 1906 – Μυρσινούλα» μας παρουσιάζει ένα ένα τα δευτερεύοντα πρόσωπα
του μυθιστορήματος, των οποίων οι ζωές θα μπλεχτούν γαϊτανάκι με της ηρωίδας.
- Και
πάλι η δική μας Μυρσίνη θα μας συστήσει τα δευτερεύοντα πρόσωπα του
μυθιστορήματος, αλλά και τους χώρους της δράσης τους, που είναι η Χώρα και τα
Θέρμα της Σαμοθράκης (σελ. 18 – 23 «Δευτερεύοντα πρόσωπα»).
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην αρχή και στο
τέλος του μυθιστορήματος η ζωή της γιαγιάς Μυρσινούλας δένεται και με τη ζωή
της συνονόματης εγγονής της. Η εγγονή Μυρσίνη στο μυθιστόρημα έχει κι άλλο
ρόλο. Ταυτίζεται με τον έναν αφηγητή, που αναλαμβάνει την ευθύνη της
αφηγηματικής πράξης στο εισαγωγικό και στο τελευταίο κεφάλαιο του
μυθιστορήματος.
Στο μυθιστόρημα, όμως, υπάρχει και
δεύτερος αφηγητής. Είναι η ίδια η γιαγιά Μυρσινούλα, που αφηγείται τη ζωή της
από το 1906 ως το 1976. Και στις δύο περιπτώσεις ο αφηγητής συμμετέχει στα
γεγονότα ως πρωταγωνιστής. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο με εσωτερική
εστίαση, δηλαδή, από την οπτική γωνία στο εισαγωγικό και στο τελευταίο κεφάλαιο
της εγγονής Μυρσίνης, ενώ στα ενδιάμεσα έξι κεφάλαια γίνεται από την οπτική
γωνία της γιαγιάς Μυρσίνης. Έτσι, το μυθιστόρημα αποκτά ένα χαρακτήρα έντονα
αυτοβιογραφικό, γι’ αυτό και άκρως γοητευτικό.
Εξάλλου, τα γεγονότα και τα περιστατικά που
συνθέτουν και συγκροτούν το αφηγηματικό υλικό δεν παρουσιάζονται εξελικτικά, σε
ευθύγραμμη αφήγηση. Στη δομή του αφηγηματικού υλικού υπάρχουν οι εξής
ιδιαιτερότητες: στο εισαγωγικό κεφάλαιο η εγγονή Μυρσίνη ξεκινά την αφήγηση από
το τέλος της ιστορίας, τη σκηνή της κηδείας της γιαγιάς της. Εδώ ο χρόνος της
αφήγησης συμπίπτει με το χρόνο του γεγονότος. Γι’ αυτό μιλάμε για σκηνή. Στη
συνέχεια, παίρνοντας αφορμή από τα προσωπικά αντικείμενα της γιαγιάς της και
ιδιαίτερα από μια φωτογραφία της, που την απεικονίζει έφηβη, αρχίζει μια μεγάλη
αναδρομική αφήγηση, ένα φλας – μπακ.
- Ας
δούμε πώς το πετυχαίνει αυτό η συγγραφέας: (σελ. 11 – 13 «Προσωπικά αντικείμενα
γιαγιάς – αφορμή για φλας – μπάκ»).
Έτσι, από το επόμενο κεφάλαιο το βιβλίου,
που επιγράφεται «Σαμοθράκη 1906 – Μυρσινούλα» αρχίζει η αναδρομική αφήγηση.
Αφηγείται τώρα σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή της η ίδια η γιαγιά Μυρσινούλα,
καλύπτοντας μια χρονική περίοδο 70 χρόνων, από το 1906 – 1976. Η αφήγηση αυτή
αναπτύσσεται σε 6 κεφάλαια, εντελώς ανισομερή μεταξύ τους. Σ’ αυτά η συγγραφέας
χρησιμοποιεί ιδιαίτερες αφηγηματικές τεχνικές σε σχέση με το χρόνο της
αφήγησης. Έτσι:
α)
απλώνει – παρατείνει το χρόνο της αφήγησης σε πολλές σελίδες, όταν θέλει να
προβάλλει κάποια γεγονότα, παρόλο που αυτά σε πραγματικό χρόνο κράτησαν λίγο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας επιβραδύνει το ρυθμό της αφήγησης, ενώ τα
γεγονότα που παρουσιάζονται αναλυτικά ιεραρχούνται στη συνείδηση του αναγνώστη
ως κυρίαρχα.
β)
συντέμνει το χρόνο της αφήγησης και παρουσιάζει συνοπτικά γεγονότα, που σε
κανονικό χρόνο διήρκεσαν πολλά χρόνια, όταν θέλει να επιταχύνει το ρυθμό της
αφήγησης.
γ)
τέλος, με πρόδρομες αφηγήσεις μας δίνει πληροφορίες για τα γεγονότα που θα
διαδραματιστούν αργότερα.
Ας
παρακολουθήσουμε αντίστοιχα παραδείγματα αφήγησης μέσα από το μυθιστόρημα.
Μετά την εισαγωγική σκηνή της κηδείας το
επόμενο κεφάλαιο, που, όπως είπαμε, επιγράφεται «Σαμοθράκη 1906 – Μυρσινούλα»
καλύπτει τις 137 από τις 207 σελίδες του βιβλίου. Και μόνο από την έκτασή του
καταλαβαίνουμε ότι περιλαμβάνει τα πιο σημαντικά ή τα πιο ενδιαφέροντα – κατά
τη συγγραφέα – γεγονότα. Ποια, όμως, είναι αυτά;
Τα γεγονότα αυτά χρονικά εκτυλίσσονται
από τον Απρίλη του 1906 ως το Μάη του 1907, δηλαδή μέσα σε μία μόλις χρονιά.
Αλλά είναι η χρονιά, που η 16χρονη Μυρσινούλα ανθίζει από ομορφιά και χάρη,
εκπαιδεύεται από την έμπειρη φίλη της Χοντροκοκάλω στο θέμα του έρωτα, ώστε να φέρεται
ως γυναίκα και έχει βάλει ως στόχο ζωής να παντρευτεί τον πιο δυνατό, τον πιο
πλούσιο, τον πιο όμορφο άντρα της Χώρας, τον έμπορο Θοδωρή Παπαθεοδώρου.
Ωστόσο, ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου δεν
ήταν η πρώτη επιλογή της. Προηγήθηκε πλατωνικός δεσμός με έναν ψαρά από την
Ίμβρο, το Στέργιο, φίλο του αγαπημένου της αδελφού Παναγή. Ο Στέργιος, όμως, δε
στάθηκε αντάξιος ούτε της εμπιστοσύνης της, ούτε των προσδοκιών της για
κοινωνική άνοδο. Ήταν πολύ φτωχός κι επιπλέον ανέντιμος, εφόσον παράλληλα
διατηρούσε δεσμό με την πιο στενή φίλη της Μυρσινούλας.
Στο ίδιο μακροσκελές κεφάλαιο η
συγγραφέας με πολλή αγάπη ηθογραφεί τους συντοπίτες της και παρουσιάζει όλες
σχεδόν τις εκφάνσεις της ζωής τους στη Χώρα και στα Θέρμα στις αρχές του 20ου
Αιώνα. Καταγράφει τις ασχολίες των κατοίκων το Καλοκαίρι και το Χειμώνα, την
αλληλεγγύη τους, τα νυχτέρια, τα κουτσομπολιά που στιγματίζουν ή απενοχοποιούν
συμπεριφορές και συνειδήσεις, τις ονομαστικές γιορτές, τα πανηγύρια και τους
μπάλους, τα έθιμα, τους αρραβώνες, τον ξενιτεμό των νησιωτών, ακόμη και την
παρουσία των κατακτητών, που γίνεται αισθητή με τον Τούρκο Αγά του νησιού και
την οικογένειά του.
Από το ηθογραφικό πανόραμα της ζωής
στη Σαμοθράκη ξεχώρισα το τελετουργικό λουτρό της έφηβης Μυρσινούλας στους
καταρράκτες από τη νονά και τη μάνα της. Με το λουτρό αυτό τη μυούν στα μυστικά
της γυναικείας φύσης. Πρόκειται για ένα έθιμο, που δένει κατευθείαν τη σύγχρονη
Σαμοθράκη με τα Καβείρια μυστήρια.
Σελίδες 36-38 (Λουτρό στους
καταρράκτες)
Τα γεγονότα, όμως, που καταγράφει η
συγγραφέας με νατουραλιστική παραστατικότητα είναι τα τεχνάσματα που εφαρμόζει
η εκρηκτικής θηλυκότητας Μυρσινούλα, για να κατακτήσει τον ποθητό στόχο, Θοδωρή
Παπαθεοδώρου.
Ας παρακολουθήσουμε το τρίτο και
αποφασιστικής σημασίας τέχνασμα.
Σελίδες 128-131 (Τελευταίο τέχνασμα)
Η πολυπόθητη πρόταση γάμου από το
Θοδωρή στη Μυρσινούλα γίνεται πρώτα με λυρικό τρόπο, με μια καντάδα του Θοδωρή
έξω από το παραθύρι της :
«Ήθελα
να ‘μουνα νερό στον ποταμό που πλύνεις
Και να
‘χει κάψα δυνατή να σκύβεις να με πίνεις.
Ήθελα
να ‘μουν δάκρυ σου να ζω μεσ’ στη ματιά σου
Κι
όταν με θέλεις, μάτια μου, να βρίσκομαι κοντά σου.
Αγάπα
με να ‘χω ζωή, γιατί ζωή δεν έχω.
Σαν
κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμό δεν έχω.»
Έτσι,
γίνεται μάρτυρας του ειδυλλίου και όλο το χωριό.
Ακολουθούν τρία σύντομα κεφάλαια
μερικών σελίδων το καθένα. Το κεφάλαιο με τίτλο «Το ταξίδι» περιγράφει
κυριολεκτικά το πρώτο ταξίδι της Μυρσινούλας έξω από τον περίκλειστο κόσμο του
νησιού της. Είναι ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, που εξελίσσεται σε ταξίδι
αυτογνωσίας. Στόχος του ταξιδιού είναι να αγοραστεί ο εξοπλισμός του σπιτιού,
που χτίζεται με γρήγορους ρυθμούς στη Χώρα Σαμοθράκης, για να στεγάσει το νέο
ζευγάρι και για να εντυπωσιάσει – φυσικά - τον περίγυρο. Στην Πόλη η Μυρσινούλα
ανακαλύπτει κρυμμένες πτυχές του εαυτού της, τον κοσμοπολιτισμό και το
φεμινισμό της.
Στο
κεφάλαιο με τίτλο «Σμύρνη» μπροστά στα έκθαμβα μάτια της ηρωίδας αποκαλύπτεται
μια ακόμη μεγάλη πολιτεία. Από τα πλούσια σπιτικά της Σμύρνης η Μυρσινούλα
ξεσηκώνει τον ελευθεριάζοντα τρόπο ζωής, που από ιδιοσυγκρασία έκρυβε και η
ίδια μέσα της. Τότε συνειδητοποιεί ότι τα όρια του νησιού της – γεωγραφικά και
κοινωνικά – την καταπιέζουν και ότι, οπωσδήποτε, έπρεπε να ανοίξει τα φτερά της
και να φύγει από ‘κεί.
Έτσι,
στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο «Αύγουστος 1907. Γάμος», η Μυρσινούλα συμμετέχει
σχεδόν ανόρεχτα στις ετοιμασίες του, έχοντας ξεπεράσει μέσα της αυτό το είδος
κοινωνικής καταξίωσης. Τα προεόρτια του γάμου , δυστυχώς, αμαυρώνονται από τη
δημόσια διαπόμπευση της φίλης της Χοντροκοκάλως και του εραστή της, ως μοιχών
που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω. Αλλά και ο πολυαναμενόμενος γάμος καταλήγει σε μια
ανθρώπινη τραγωδία, εφόσον αμέσως μετά το γλέντι η Μυρσινούλα μαθαίνει το
θάνατο του ξενιτεμένου στην Αμερική αδελφού της.
Στα
δύο τελευταία κεφάλαια η αφήγηση επιταχύνεται. Καταγράφεται με εξαιρετικά
συνοπτικό τρόπο ο έγγαμος βίος της Μυρσινούλας με το Θοδωρή σε δύο φάσεις, από
το 1907 ως το 1938 και από το 1939 ως το 1976.
Στην
πρώτη περίοδο η Μυρσινούλα, αφού ξεπέρασε το σοκ του θανάτου του αδελφού της,
αφοσιώνεται στην οικογένειά της. Αποκτά μια κόρη κι ένα γιό. Η οικογένεια με τη
νέα σύνθεση μετά τη δίνη των Βαλκανικών πολέμων και του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου
μετακομίζει στην Αλεξανδρούπολη. Τότε, το Δεδε-Αγάτς, ήταν ψαροχώρι, με
προοπτικές όμως ανάπτυξης, αφού διέθετε λιμάνι και σιδηροδρομικό σταθμό. Έτσι,
το πεδίο δράσης για τη Μυρσινούλα διευρύνεται. Μετά τις πρώτες δυσκολίες,
ανοίγουν οι δουλειές για το νεοφερμένο έμπορο οικοδομικών υλικών, ιδιαίτερα
μετά το 1922, που αρχίζουν να καταφθάνουν τα καραβάνια των προσφύγων. Στο νέο
οικονομικό ξεκίνημα του άνδρα της η Μυρσινούλα διαδραματίζει ρόλο κυρίαρχο,
επιτελικό. Το ρόλο αυτό θα διατηρήσει και στην υπόλοιπη ζωή τους. Έτσι,
απελευθερώνει εντελώς τις ηγετικές της ικανότητες, που τις είχε καταπιέσει στο
νησί, υπακούοντας σε πολλά πρέπει. Το 1922 έρχεται το τρίτο παιδί, που είναι η
όμορφη και ζωηρή Κατερίνα και το 1927 το τέταρτο παιδί, η Χριστίνα, ίσως καρπός
μιας επιπόλαιης σχέσης της Μυρσινούλας μ’ έναν Παλιολλαδίτη αξιωματικό. Ήταν η
πρώτη και τελευταία φορά που απάτησε τον άνδρα της. Δεν του το ομολόγησε ποτέ.
Η πράξη αυτή βάρυνε εφόρου ζωής τη συνείδησή της.
Από το
1939 αρχίζει για την ηρωίδα μια περίοδος συνταρακτική. Ζει τα ειδύλλια και τους
γάμους των παιδιών της, έναν ακόμη πόλεμο, την κατοχή των Βουλγάρων, τις
τραγικές απώλειες του γιου και του άνδρα της. Η συγγραφέας συνοψίζει τα
γεγονότα αυτά με μια γραφή εξαιρετικά αφαιρετική, δείγμα της οποίας θα σας
διαβάσει η Μυρσίνη.
Σελίδες
191-194 (Από το 1939 ως τις αρχές του 50)
Η
αφήγηση της γιαγιάς Μυρσινούλας σταματά στις αρχές της δεκαετίας του 70. Είναι
80χρονη, αλλά νιώθει ακόμη δυνατή, εφόσον έχει βρει νέο σκοπό ζωής. Να
διαπαιδαγωγήσει την εγγονή της Μυρσίνη με τις δικές της αρχές. Άλλωστε, σ’
αυτήν μονάχα εξομολογείται και το ένοχο μυστικό της συνεύρεσής της με τον
Παλιολλαδίτη αξιωματικό.
Στο
τελευταίο Κεφάλαιο με τίτλο «Μυρσίνη 1976» η εγγονή Μυρσίνη αφηγείται σε πρώτο
πρόσωπο τις φάσεις που πέρασε η σχέση της με τον έρωτα της ζωής της, τον Αλέκο.
Παρά τη χρονική απόσταση η μέθοδος με την οποία προσεγγίζει η εγγονή Μυρσίνη
τον ερωτικό της στόχο έχει μια μακρινή αναλογία με την αλάνθαστη μέθοδο της
γιαγιάς της.
Σελίδα
207 (Τέλος)
Τελικά,
ερωτικό ή ηθογραφικό το μυθιστόρημα της Κατερίνας Αγγελώνια ή και τα δυο μαζί ;
Όπως και αν το χαρακτηρίσουμε από φιλολογική άποψη, η ουσία του είναι μία :
Αποπνέει μια ισχυρή κατάφαση στη ζωή και αυτό το στοιχείο το καταξιώνει στη
συνείδησή μας ως αξιόλογη λογοτεχνική προσπάθεια. Στο τέλος της ανάγνωσης ηχεί
μέσα μας η φωνή της γιαγιάς Μυρσινούλας :
- Μην
αφήσεις να φύγει η ζωή μέσα από τα χέρια σου. Πιάστηνε γερά και δείξε της εσύ
το δρόμο.
Σας
ευχαριστώ
Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου