Έκθεση - Αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο



















Εισήγηση : Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου

Οι γυναίκες στη ζωή του Γιάννη Ρίτσου

Αγαπητές φίλες,
Αγαπητοί φίλοι,
Προσωπικά δεν συμπαθώ τις επετειακές ενασχολήσεις με τόσο σοβαρά θέματα, όσο είναι τα δικαιώματα των γυναικών και η ισοτιμία τους με τους άνδρες. Ωστόσο, επέλεξα συνειδητά να πάρω μέρος στο σημερινό αφιέρωμα στην Ημέρα της Γυναίκας και μάλιστα σε συνδυασμό με το Έτος Γιάννη Ρίτσου. Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: οι γυναίκες στη ζωή του Γιάννη Ρίτσου. Πρόκειται για γυναίκες που πάλεψαν για τα δικαιώματά τους και τους στόχους τους με λογισμό και μ’ όνειρο. Που αγωνίστηκαν:
για την προσωπική τους αξιοπρέπεια,
για να στηρίξουν τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα,
για να κερδίσουν το ψωμί τους,
για να απωθήσουν το φασισμό ως τρόπο ζωής και σκέψης,
για να χαρούν τη λευτεριά,
για να σταθούν ισότιμα με τους συντρόφους τους στους χώρους εργασίας, στις επιστήμες, στις τέχνες, στους πολιτικούς και ιδεολογικούς αγώνες,
για να’ ναι πρόσωπα που να βολεύονται μόνο στον ήλιο,
για να’ ναι καρδιές που να βολεύονται μόνο στο δίκιο.
Διαβάζοντας ένα Σχεδίασμα Βιογραφίας του Γ.Ρ. της Αγγελικής Κώττη και παρακολουθώντας το βιβλίο και την κινηματογραφική αυτοβιογραφία του ποιητή, του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη, δ ι α π ί σ τ ω σ α   ό τ ι   οι γυναίκες που συνειδητά ή συγκυριακά διασταύρωσαν τις πορείες τους με τη ζωή του Γ.Ρ. έχουν να μας δώσουν τις αληθινές ζωές τους.
Κι αυτές οι ζωές είναι ανώτερες από κάθε «ψαγμένη» θεωρητική διακήρυξη για τα δικαιώματα της γυναίκας με ή χωρίς κομματική σφραγίδα. Και ο ίδιος ο ποιητής, στην κορυφαία ποιητική σύνθεσή του, «τη Σονάτα του Σεληνόφωτος» (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1956), που θα την παρακολουθήσουμε αμέσως μετά τη σύντομη δική μου εισήγηση, έχει μια γυναίκα ως πρωταγωνίστρια, στην οποίαν, όμως, μεταγγίζει το δικό του ψυχισμό. Έτσι, αναγνωρίζει, με τον πιο βαθύ και ουσιαστικό τρόπο, την ισοτιμία των δύο φύλων.
Οι γυναίκες στις οποίες ακούμπησε ο Γ.Ρ. στα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν δύο: Η μητέρα του Ελευθερία Ρίτσου, το γένος Βουζουναρά 1879 – 1921 και η αδελφή του Λούλα, σύζυγος Βασίλη Γλέζου 1908 – 1995.
Η Ελευθερία Βουζουναρά ήταν θυγατέρα πλούσιων εμπόρων από το Γύθειο. Παντρεύτηκε σε ηλικία 12 ή 13 χρονών τον Ελευθέριο Ρίτσο, μεγαλοκτηματία, μη εργαζόμενο και όμως πάρα πολύ εσθιόμενο, όπως σημειώνει η Λούλα Ρίτσου, με τη συμφωνία ότι θα τελείωνε το γυμνάσιο, πριν πάει στη Μονεμβασιά, για να ζήσει μόνιμα μαζί του.
Κι έτσι έγινε, παρόλο που ο άντρας της την πίεζε για το αντίθετο. Ο ίδιος είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό. Η έλλειψη κατανόησης δεν ήταν το μόνο μελανό σημείο στις σχέσεις τους. Το πάθος του Ελευθέριου Ρίτσου για τον ποδόγυρο και τη χαρτοπαιξία τής δημιούργησαν πολλά προβλήματα. Όμως η Ελευθερία, περήφανη και αξιοπρεπής, δεν άφηνε κανένα να σχολιάζει τη συμπεριφορά του συζύγου της.
Το πρώτο παιδί, η Νίνα (Άννα) γεννήθηκε το 1898. Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο Μίμης (Δημήτρης). Επί 9 χρόνια δεν θέλησε να κάνει άλλα παιδιά. Κάποτε, βέβαια, συγκατένευσε στις επίμονες πιέσεις του συζύγου της. Έτσι, γεννήθηκαν η Λούλα (Σταυρούλα), τον Ιανουάριο του 1908 και ο Γιάννης, την 1η Μαΐου του 1909.
Η Ελευθερία Ρίτσου ήταν μια αισθαντική γυναίκα, που αγαπούσε το διάβασμα και τη μουσική. Στη βιβλιοθήκη της έβρισκε κανείς πολλά ενδιαφέροντα βιβλία της εποχής και το σπίτι της ήταν από τα 2 – 3 στη Μονεμβασιά με πιάνο και μαντολίνο. Δεν ήταν θρησκόληπτη και οι πολιτικές της απόψεις ήταν δημοκρατικές. Ο ποιητής έχει εξιστορήσει πως, όταν έφτασε ως εκείνους ο απόηχος της Οκτωβριανής Επανάστασης, που έγινε το 1917 στη Ρωσία, ο γαιοκτήμονας πατέρας του αντιμετώπισε το γεγονός εντελώς αδιάφορα, ενώ αντίθετα, η μητέρα του τριγυρνούσε στο σπίτι φορώντας ένα κόκκινο σάλι και λέγοντας: «Είμαι Μπολσεβίκα, είμαι Μπολσεβίκα».
Ο ποιητής θα μάθει την έννοια της ευσπλαχνίας από τη μητέρα του, καθώς εκείνη από μιαν έμφυτη ευαισθησία αγαπούσε και φρόντιζε τους φτωχούς και τους αδικημένους συνανθρώπους της.
Η ίδια επέμεινε να τον στείλει στο σχολείο μόλις τεσσερισήμισι ετών, για να φοιτήσει στην ίδια τάξη με τη Λούλα. Η Λούλα είχε έφεση στα γράμματα, έγινε άριστη μαθήτρια, αλλά ο μικρός Γιάννης δεν τα πήγαινε καλά. Στήνεται πολλές φορές όρθιος στη γωνία, τιμωρημένος, επειδή αδιαφορεί για τα μαθήματα. Σβήνει τους αριθμούς και ζωγραφίζει ήλιους, σπιτάκια, λουλούδια ή ατακτεί σκίζοντας την εφημερίδα του δασκάλου.
Η μάνα του, τότε, τον στρέφει προς τη μουσική και τις ξένες γλώσσες. Τον γράφει και συνδρομητή στο εξαιρετικό περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων» (Δ/ ντής: Γρηγόριος Ξενόπουλος), που δημοσιεύει και συνεργασίες των μικρών αναγνωστών του. Ήταν μόλις 8 ετών, όταν αρχίζει να γράφει στίχους. Η μητέρα του τον ενθάρρυνε. Μέσα της ήταν σίγουρη ότι θα γινόταν ο νέος Παλαμάς.
Στα 1917 η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου θα απαλλοτριώσει κάποια τσιφλίκια των Ρίτσων, για να δοθούν στους ακτήμονες. Λίγο αργότερα ο πληθωρισμός θα αυξηθεί. Το χτύπημα για τους Ρίτσους έχει αρχίσει. Βεγγέρες, δεξιώσεις, άμαξες και υπηρετικό προσωπικό ανήκουν οριστικά στο παρελθόν.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μίμης, το καμάρι της οικογένειας που φοιτά από το 1915 στη Σχολή Αξιωματικών του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού θα προσβληθεί το 1918 από υγρά πλευρίτιδα. Η φυματίωση είναι προ των πυλών. Ο πατέρας αναγκάζεται να πουλήσει το μεγαλύτερο κτήμα που τους έχει απομείνει, προκειμένου να νοσηλευτεί στο εξωτερικό. Όμως ο Μίμης, όταν θα μάθει τα προβλήματα που προξενεί η αρρώστια του, θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει, βυθίζοντας το ξίφος του στο στήθος του.
Νέα τραγωδία για την οικογένεια, νέα έξοδα, εφόσον θα στείλουν το Μίμη για θεραπεία στο Νταβός της Ελβετίας.
Το πρακτικό μυαλό της Λούλας, στην προκειμένη περίπτωση, σώζει την οικογένεια. Γράφει στον πλούσιο αδελφό της μητέρας, στο Λεωνίδα Βουζουναρά, που ζει στο Λονδίνο κι εκείνος αναλαμβάνει τα έξοδα νοσηλείας του ανεψιού.
Το 1918 ο Μίμης είναι στο σανατόριο.
Η Λούλα 10 χρονών και ο Γιάννης 9 εγγράφονται στο 3ετές ελληνικό σχολείο (Σχολαρχείο) της Μονεμβασιάς. Η μεγαλύτερη αδελφή Νίνα, η ωραιότερη Ριτσοπούλα, που παρά τη θέληση του πατέρα έχει παντρευτεί τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς το χωροφύλακα Χρήστο Κοκκώνη, θα επιστρέψει σύντομα απογοητευμένη από την αδικαιολόγητη ζήλια του συζύγου στο πατρικό σπίτι.
Η μητέρα της τή συμβουλεύει να γυρίσει στη συζυγική εστία, αλλά εκείνη δεν το αποφασίζει. Η Ελευθερία Ρίτσου θρηνεί και για την κακοτυχία της μεγάλης κόρης.
Το 1920 ο Μίμης αποθεραπευμένος προσωρινά επιστρέφει στη σχολή αξιωματικών, αλλά οι αιμοπτύσεις δεν σταματούν
Τα χειρότερα, όμως, συμβαίνουν την επόμενη χρονιά: την άνοιξη του 1921 η μητέρα καθηλώνεται στο κρεβάτι με πυρετούς. Το μικρόβιο της φυματίωσης τής μεταδόθηκε από κάποιες επαφές που είχε με φυματικούς σε φτωχικά σπίτια.
Ο Μίμης, που είναι σε εκπαιδευτικό ταξίδι με το πλοίο της Σχολής ζητά από το διάδοχο Παύλο, προσωπικό φίλο και συμμαθητή του, να περάσουν από τη Μονεμβασιά, γιατί πιστεύει ότι μια επίσκεψή του θα κάνει καλό στην μητέρα του. Έτσι, το πλοίο λοξοδρομεί και αράζει για λίγο στη Μονεμβασιά. Η Ελευθερία Ρίτσου παίρνει κουράγιο από τη σύντομη αυτή επίσκεψη και αρχίζει να σηκώνεται από το κρεβάτι. Έχει στο πλευρό της το Γιάννη και τις δύο κόρες της, αλλά και το σύζυγό της, ο οποίος δείχνει για πρώτη φορά ενδιαφέρον για κείνην. Όμως, ο Μίμης θα γυρίσει στη Μονεμβασιά πολύ σύντομα με καλπάζουσα αυτή τη φορά φυματίωση, για την οποία δεν υπάρχει κανένα γιατρικό. Η μητέρα θα ξανακυλήσει και η Νίνα θα επιστρέψει στο σύζυγό της στην Αθήνα. Ο Γιάννης έχει σταλεί στις Βελιές, σ’ ένα από τα λιγοστά εναπομείναντα κτήματα των Ρίτσων.
Η 13χρονη Λούλα θα σηκώσει στωικά όλο το βάρος της διπλής αρρώστιας. Προσπαθεί να τους κρατήσει το ηθικό σε κάποιο επίπεδο και ταυτόχρονα διαβάζει με το Μίμη για τις εισαγωγικές εξετάσεις του γυμνασίου. Ο πατέρας ξεπουλάει ένα μεγάλο μέρος από τα κτήματα που του έχουν απομείνει, μα τα χρήματα δεν επαρκούν. Πάλι ο θείος Λεωνίδας Βουζουναράς απ’ το Λονδίνο θα αναλάβει να βοηθήσει την αδελφή του. Η Ελευθερία Ρίτσου με δικά του χρήματα πηγαίνει σε σανατόριο στα Χάνια Πορταριάς Πηλίου. Ο Μίμης μένει μόνος με τη Λούλα. Διαισθάνεται ότι οι μέρες του είναι μετρημένες και προσπαθεί να βρει τρόπο να φύγει από τη Μονεμβασιά, για να μην πληγώνει την αδελφή του. Όσον καιρό είναι εκεί, γράφει μεταχρονολογημένα γράμματα και τα δίνει στη μικρή αδελφή του να τα φυλάξει, με την παράκληση να τα στέλνει εκείνη κανονικά στη μητέρα τους μετά το θάνατό του, ώστε να μην πάει πίσω η δική της θεραπεία.
Ωστόσο, 7 Αυγούστου του 1921 πεθαίνει ο Μίμης, σε νοσοκομείο της Αθήνας, μόλις 22 ετών και 11 Νοεμβρίου του 1921 πεθαίνει η μητέρα του Ελευθερία Ρίτσου, 42 ετών, χωρίς να πληροφορηθεί το θάνατο του γιου της. Την κηδεία της στα Χάνια Πηλίου δεν θα την ακολουθήσει κανείς από την οικογένεια.
Ο Γιάννης Ρίτσος χάνει μάνα κι αδελφό στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών και πάλι η Λούλα θα τον στηρίξει ψυχικά, με όσα αποθέματα της έχουν μείνει. Στο βιβλίο της «Τα παιδικά χρόνια του αδελφού μου Γιάννη Ρίτσου» σημειώνει: «ο Γιάννης μας έκλαψε πολύ το θάνατο της μητέρας. Εγώ μπροστά του ποτέ.». Μετά τις τόσες δοκιμασίες, ο πατέρας έχει γίνει σιγά σιγά πιο προσιτός. Αυτός ο αλαζόνας θα συντριβεί από τη δυστυχία.
Στο μεταξύ ο Γιάννης και η Λούλα απ’ το Σεπτέμβρη του 1921 φοιτούν στο γυμνάσιο Γυθείου. Θα τους φιλοξενήσουν τα αδέλφια της μητέρας τους, Νίκος και Όλγα Βουζουναρά, στον Πύργο του Τζαννετάκη στο νησάκι Κρανάη, αλλά και η οικογένεια του φαροφύλακα έναντι μικρού ενοικίου, σε δωματιάκι ενός φάρου της περιοχής. Καταφύγιο για τη Λούλα η μελέτη των μαθημάτων της. Εξακολουθεί να διακρίνεται για τις επιδόσεις της. Ο Γιάννης εξακολουθεί να είναι μέτριος έως κακός μαθητής. Διαβάζει μόνος του, ωστόσο, Σολωμό, Παλαμά, Γρυπάρη, Ψυχάρη και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική, το χορό και τη ζωγραφική. Μοναδική του πολυτέλεια η συνδρομή στη «Διάπλαση των Παίδων». Θα στείλει, μάλιστα, στο περιοδικό τα πρώτα του ποιήματα με το ψευδώνυμο «Ιδανικό όραμα». Δύο απ’ αυτά θα δημοσιευτούν το 1924 και το 1925, γεγονός που θα τον χαροποιήσει ιδιαίτερα.
Η Λούλα και ο Γιάννης από το 1921 έως το 1925, που τελειώνουν το γυμνάσιο, θα περάσουν τη ζωή τους ανάμεσα στο Γύθειο και τις Βελιές. Τα καλοκαίρια δουλεύουν στη κτήμα στις Βελιές, στο μόνο που απέμεινε μετά από την οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Οι παρέες τους είναι λιγοστές. Αποφεύγουν τις προσκλήσεις που μυρίζουν φιλανθρωπία, διατηρούν τον αυτοσεβασμό, την περηφάνια και την αρχοντιά τους.
Οι ατέλειωτες βόλτες στην παραλία του Γυθείου, η φιλαρμονική, τα διαβάσματά τους, η ζωγραφική και η μουσική είναι οι μοναδικές διασκεδάσεις. Βέβαια, ο Γιάννης παραμένει πάντα ευαίσθητος δέκτης για όσα συμβαίνουν γύρω του. Θα ξενυχτήσει πολλές φορές στα Μανιάτικα σπίτια που έχουν κηδεία. Θα ακούσει ξανά και ξανά το αυτοσχεδιαστικό μοιρολόι των γυναικών. Τον απόηχό του θα τον βρούμε στον Επιτάφιο.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1925 έρχονται με τη Λούλα στην Αθήνα για σπουδές και ο πατέρας τούς συνοδεύει. Οικονομικά τους συντρέχει και πάλι ο θείος Λεωνίδας, αλλά και ο πατέρας τούς δίνει για ώρα ανάγκης 13.000 δρχ. Έχει πουλήσει το κτήμα και το λιοτρίβι στις Βελιές, το τελευταίο τους. Τώρα πια δεν έχουν πουθενά να πάνε, αν γυρίσουν στη Μονεμβασιά. Αυτή η σκέψη τούς προκαλεί απόγνωση.
Η Λούλα αρχίζει να ετοιμάζεται για το ακαδημαϊκό έτος. Θέλει να διαβεί το κατώφλι της Φιλοσοφικής Σχολής. Ταυτόχρονα δουλεύει ως ταμίας σε μεγάλο μπακάλικο.
Όμως, το 1926 θα μπει δραματικά. Μια απ’ τις πρώτες μέρες του, η Λούλα θα ξυπνήσει και θα βρει τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση. Το κακό τρίτωσε στην οικογένεια. Τους αναγκάζουν να μετακομίσουν από το μικρό ξενοδοχείο της οδού Μπενάκη, όπου μένουν, σε ενοικιαζόμενα δωμάτια που διατηρεί ο ξενοδόχος στο τέρμα της οδού Αχαρνών. Πάλι η Λούλα θα επωμιστεί το βάρος της νέας αρρώστιας. Λίγοι φίλοι και η Νίνα ξέρουν την αλήθεια. Ο πατέρας και ο θείος Λεωνίδας ξέρουν μόνο για δέκατα.
Αρχίζει μια τραγική πορεία για τον ποιητή και την αδελφή του: Μονεμβασιά σ’ ένα ερειπωμένο πανδοχείο και το 1927, μετά από δεύτερη αιμόπτυση, νοσηλεία στην κλινική Παπαδημητρίου στην Αθήνα και, επειδή τα χρήματά τους τελειώνουν, εισαγωγή στο σανατόριο «Σωτηρία». Ο Γ. Ρ. θα είναι ασθενής τρίτης θέσης για 3 χρόνια. Στη «Σωτηρία», παρά τις δραματικές συνθήκες νοσηλείας (30 – 40 άτομα νοσηλεύονται σε ένα θάλαμο), ο Γ.Ρ. συγχρωτίζεται με διανοούμενος της Αριστεράς και προσεγγίζει θεωρητικά τη Μαρξιστική Ιδεολογία. Διαβάζει Βάρναλη και Σικελιανό. Στα 1928, 19 χρονών, γνωρίζεται με τη Μαρία Πολυδούρη, καθώς κι εκείνη θα μπει στη «Σωτηρία» για νοσηλεία. Θα συνομιλούν ώρες ατέλειωτες. Εκείνος θα τη διασκεδάζει παίζοντας πιάνο κι εκείνη θα του αφιερώσει ένα ποίημα.
Την ίδια χρονιά μπήκε στη ζωή του ο έρωτας, εντελώς απρόσμενα. Η πρώτη του αγάπη ήταν κόρη μιας προϊσταμένης στη «Σωτηρία», η Ρουμπίνη. Στις εξόδους του απ’ το νοσοκομείο επισκέπτεται συχνά τη Λούλα με τη Ρουμπίνη στο πλευρό του. Μαζί της θα ανακαλύψει το σώμα του, την ομορφιά και τις πίκρες του έρωτα. Όταν η σχέση τους θα τελειώσει, θα συνεχιστεί στην ποίησή του με την «Εαρινή Συμφωνία». Το Μάιο του 1930 ο Γ. Ρ. υποχρεωτικά παίρνει εξιτήριο από το σανατόριο «Σωτηρία», γιατί έχει συμπληρώσει 3 χρόνια.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους καταφεύγει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας στα Χανιά της Κρήτης. Εκεί μετά από δημόσια πράξη διαμαρτυρίας για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, στην οποία πρωτοστατεί ο ποιητής, οι ασθενείς μεταφέρονται στο Πρεβεντόριο Άγιος Ιωάννης κοντά στην πόλη των Χανίων.
Όταν τον Οκτώβρη του 1931 επιστρέφει στην Αθήνα με αισθητά βελτιωμένη την υγεία του, η Λούλα έχει ήδη παντρευτεί το Δημήτρη Σταυρόπουλο, έναν ευκατάστατο μετανάστη, πολλά χρόνια μεγαλύτερό της και τον έχει ακολουθήσει στην Αμερική. Εκείνος την αγαπά και τη σέβεται, εκείνη, όμως, απλώς τον εκτιμά. Οι δυο τους στηρίζουν οικονομικά το Γιάννη για 2 τουλάχιστον χρόνια, όσο κρατά ο γάμος τους.
Το 1932 νέο χτύπημα για την οικογένεια Ρίτσου. Ο πατέρας Ελευθέριος παθαίνει σοβαρό νευρικό κλονισμό. Η Νίνα παίρνει τον πατέρα στο σπίτι της, αλλά ο άντρας της δεν τον καλοδέχεται. Η κατάστασή του χειροτερεύει και γι’ αυτό εισάγεται στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνιού.
Το Πάσχα του 1933 που η Λούλα επιστρέφει από την Αμερική με τον 16μηνο γιο της Έρη (Ελευθέριο) τον μεταφέρει από την άθλια Τρίτη θέση στην πιο υποφερτή δεύτερη. Όμως και η Λούλα έχει κλονιστεί από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα. Αποφασίζει τότε να παραμείνει στην Ελλάδα και αργότερα με κοινή συναίνεση χωρίζει απ’ τον άντρα της. Τα οικονομικά προβλήματα αρχίζουν και πάλι.
Το 1936 ο Γ.Ρ. μένει σε μια σοφίτα στην οδό Μεθώνης στα Εξάρχεια. Πέρα απ’ τις δοκιμασίες της οικογένειάς του, που τον έχουν συγκλονίσει είναι ήδη από το 1934 μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος, ενώ το ’34 και το ’35 έχει εκδώσει αντίστοιχα τις συλλογές «Τρακτέρ» και «Πυραμίδες».
Στις 7 Μαΐου του 1936 η Θεσσαλονίκη έχει παραλύσει από μια μεγάλη απεργία καπνεργατών, που μετατράπηκε στη συνέχεια σε πανεργατική. Ο Μεταξάς δίνει εντολή να χτυπήσουν τους απεργούς στο ψαχνό. Στις 9 Μαΐου του 1936 ο οδηγός Τάσος Τούσης γίνεται το πρώτο θύμα της χωροφυλακής. Την επομένη ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει μια φωτογραφία συγκλονιστική: ο νεκρός Τάσος ξαπλωμένος πάνω σε μια πόρτα και δίπλα η μάνα του γονατιστή να ολοφύρεται. Ο Ρίτσος βλέπει τη φωτογραφία. Κλείνεται στη σοφίτα του και γράφει μέσα σε 2 μέρες κλαίγοντας σαν παιδί τον Επιτάφιο με απόηχους από τον Επιτάφιο θρήνο του Ιησού Χριστού, τα δημοτικά τραγούδια, το μανιάτικο μοιρολόι, την Ερωφίλη, αλλά και τη «Μάνα» του Γκόρκι. Η φιγούρα της συντετριμμένης μάνας που μοιρολογά το σκοτωμένο της αγόρι με απελπισία και τρυφερότητα, οι στίχοι του Επιτάφιου του Ρίτσου και η μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη νομίζω πως έχουν εγγραφεί στη συλλογική μας συνείδηση και είναι μέρος της ελληνικότητας μας.
Το 1937, η ψυχική διαταραχή της Λούλας Ρίτσου επιδεινώνεται και εγκλείεται κι αυτή στο Δαφνί. Πατέρας και κόρη νοσηλεύονται σε διαφορετικές πτέρυγες. Βλέπονται από μακριά και συνομιλούν σπάνια από το συρματόπλεγμα, γιατί σπαράζουν και οι δύο.
Ο ποιητής θα αποστάξει τα συναισθήματά του για τα βάσανα της Λούλας στο «Τραγούδι της αδελφής μου». Η συλλογή κυκλοφορεί στις 20 Ιουλίου του 1937 και ο Κωστής Παλαμάς χαιρετίζει την έκδοση μ’ ένα τετράστιχο που καταλήγει «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».
Ταυτόχρονα ο Γ.Ρ. γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών με πρόταση που υπογράφουν η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Έλλη Αλεξίου και η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη.
Ο πατέρας Ελευθέριος Ρίτσος πεθαίνει το Νοέμβρη του 1938 στο Δαφνί, ενώ η Λούλα αποθεραπεύεται και βγαίνει από το ψυχιατρείο το 1939.
Ο ποιητής, μετά από σύντομη νοσηλεία στο σανατόριο της Πάρνηθας το Φθινόπωρο του ’37, περνά μια πρόσθετη δοκιμασία. Το 1941 επιδεινώνεται σοβαρά η υγεία του. Φιλοξενείται κατάκοιτος στο σπίτι του Τάσου και της Μιράντας Φιλιακού, αγαπημένων φίλων και συναδέλφων του χορευτών από τη Λυρική Σκηνή, στην οδό Παπαναστασίου 36 στα Θυμαράκια.
Το Σεπτέμβρη του 1941, λίγους μόλις μήνες μετά την έναρξη της γερμανικής κατοχής, θα δημιουργηθεί η μείζων αντιστασιακή οργάνωση Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Ο Γ.Ρ. εντάσσεται στο μορφωτικό του τμήμα. Συνεργάζεται συχνά με την Ηλέκτρα Αποστόλου, μια ηρωική μορφή της Αντίστασης. Η Ηλέκτρα θα συλληφθεί λίγους μήνες μόνο πριν από την απελευθέρωση, θα δολοφονηθεί με βασανιστήρια κι εκείνος θα γράψει ένα μεγάλο ποίημα, απ’ το οποίο σώζονται μερικά αποσπάσματα.
Στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης οι φίλοι που τον συντρέχουν είναι ο Ανδρέας Φραγκιάς, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Φάνης Καμπάνης, ο Τάσος και η Μιράντα Φιλιακού, η Αλέκα Παϊζη.
Το 1947 γνωρίζεται με τη μελλοντική του σύζυγο Φαλίτσα (Γαρυφαλιά) Γεωργιάδου από τη Σάμο, φοιτήτρια τότε της Ιατρικής. Η γνωριμία τους γίνεται, όταν η Φαλίτσα ως Επονίτισσα τον επισκέπτεται στο σπίτι των Φιλιακών, για να δανειστεί κάποια βιβλία για μια από τις λέσχες της ΕΠΟΝ (Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων). Ο δεσμός συντροφικός, ερωτικός, συζυγικός της Φαλίτσας Γεωργιάδου με το Γ.Ρ. έχει ως σταθμούς:
- τους τόπους εξορίας του ποιητή (1948 – 1952: Κοντοπούλι Λήμνου, Μακρόνησος, ξανά Μακρόνησος, Αη – Στράτης, 1967 – 1969: Γυάρος, Παρθένοι Λέρου, Κατ’ οίκον περιορισμός στο σπίτι της Φαλίτσας στο Καρλόβασι Σάμου),
- τους θαλάμους νοσηλείας του, όπου του παραστέκεται ως γιατρός
- το γάμο τους το 1954
- τη γέννηση της κόρης τους Έρης το 1955
- τα ταξίδια, τα βραβεία και τις διεθνείς διακρίσεις του Γ.Ρ., ιδιαίτερα μετά το 1974 όταν ήρθαν πιο φωτεινοί καιροί.
          Η Φαλίτσα στα 43 χρόνια της κοινής ζωής της με το Γ.Ρ. στάθηκε δίπλα σ’ ένα μεγάλο άντρα, κρατώντας προσεκτικά ισορροπημένη απόσταση, ενώ παράλληλα μεγάλωνε με δική της ευθύνη την Έρη και παρέμενε ως γιατρός στο Καρλόβασι Σάμου. Εκεί πρόσφερε με αυταπάρνηση τις υπηρεσίες της σε όλα τα απρόσιτα χωριά της περιοχής, νύχτα – μέρα. Μόλις το 1984 το ζεύγος Ρίτσου μετακομίζει στην Αθήνα από το παραθαλάσσιο σπίτι με τις πολύχρωμες τριανταφυλλιές, που βρισκόταν στα Πλατανάκια του Αγίου Νικολάου, στο Καρλόβασι Σάμου, όταν η υγεία του Γ.Ρ. έχει για άλλη μια φορά επιδεινωθεί.
          Στο «Εικονοστάσι των Ανωνύμων Αγίων» του ποιητή η Φαλίτσα δίκαια κατέχει την πρώτη θέση. Συγύρισε τον κόσμο του ποιητή, τον ανοιχτό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, με το γλυκό της χαμόγελο. Κι αν στον κόσμο του Ρίτσου θέση Αγίας κατέχει η γυναίκα του, πρωινό του άστρο, εύθραυστο και φωτεινό, είναι η κόρη του η Έρη.
Τέλος, στη ζωή του Γ.Ρ. υπάρχουν και οι γυναίκες που χάραξε και ζωγράφισε ο ίδιος πάνω σε πέτρες. Στη Γυάρο η φίλη του Βάσω Κατράκη, χαράκτρια, του έμαθε την τέχνη. Ο Ρίτσος έπλασε τις γυναίκες του όμορφες, χυμώδεις, ερωτικές, αρχαιοπρεπείς. Στην απορία των συναγωνιστών του, γιατί δεν χαράζει στις πέτρες τα μαρτύρια και τη μοναξιά τους, ο Ρίτσος απαντούσε ότι η ομορφιά και ο έρωτας που εμπνέουν οι γυναίκες είναι οι μεγάλες, οι αιώνιες αξίες της ζωής και ότι τις αντιπαραθέτει σε όλες τις στερήσεις και σ’ όλα τα μαρτύριά τους ως δυνάμεις νικηφόρες, ως φορείς του φωτός και της ζωής.

Σας ευχαριστώ

..................................................................................