Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Πρώτα
απ’ όλα θα ήθελα εκ μέρους της Πολιτιστικής Κίνησης, του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν.
Ροδόπης, αλλά και εκ μέρους σας να καλωσορίσω το συγγραφέα Γ. Σκαμπαρδώνη, που
μας τιμά απόψε με την παρουσία του.
Ο Γ.
Σ. ως δημοσιογράφος είναι παλιός γνώριμος της «Ακριανής Λωρίδας», που λέγεται
Κομοτηνή. Ωστόσο, έχοντας ήδη αποκτήσει «Μάτι από Φώσφορο, Κουμάντο Γερό» κι
έχοντας μεταλάβει άπειρες φορές από την «Ψίχα της Λογοτεχνίας» εδώ και 10
χρόνια, η «Στενωπός» της παρούσας οικονομικής κρίσης δεν τον εμπόδισε Παρασκευή
βράδυ, 8 του Μάη, να βρεθεί στο «Ουζερί της Πολιτιστικής», «Επί φίλων
κρεμάμενος», για να μας πείσει ως Λογοτέχνης πλέον ότι τελικά «όλα είναι
δρόμος» και ότι «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας», είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε
όχι.
Μ’
αυτό το μικρό λογοπαίγνιο θέλησα να θυμίσω μερικούς τίτλους από τα 4
μυθιστορήματα, τις 5 συλλογές διηγημάτων και τα 3 σενάρια που έγραψε την
τελευταία δεκαετία ο αποψινός καλεσμένος μας από την Θεσσαλονίκη, ο συγγραφέας
Γ.Σ.
Θα
επιμείνω σ’ αυτήν την ιδιότητά του και θα εστιάσω στο 4ο μυθιστόρημα του, στο
«όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας», που εκδόθηκε το Νοέμβρη του 2008 από τα
«Ελληνικά Γράμματα» και στάθηκε αιτία και αφορμή για την αποψινή συνάντησή μας.
Το
θέμα του μυθιστορήματος το αποκαλύπτει ο ίδιος ο συγγραφέας στο επιλογικό του
σημείωμα. Το βιβλίο του δεν είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του Μάρκου
Βαμβακάρη. Καλύπτει μόνο μια οκταετία από τη ζωή του Βαμβακάρη, από το 1932 ως
το 1940, κατά την οποία ο Μάρκος γίνεται από ταπεινός εκδοροσφαγέας ο
δημοφιλέστερος πανελληνίως συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής του
ρεμπέτικου. Και αυτή η οκταετία παρουσιάζεται ως εκδοχή του συγγραφέα δυνητική,
αποσπασματική, ελλειπτική και επιλεκτική. Στο πλαίσιό της μπλέκονται και
μεταπλάθονται κατά βούλησιν γεγονότα που αναφέρει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία
του, με εκείνα που έγραψαν και είπαν άλλοι συν και πρωτίστως με αυτά που
επινόησε και φαντάστηκε ο ίδιος ο Σκαμπαρδώνης.
Δύο
είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται η αφήγηση:
Α. το
πάθος του Βαμβακάρη για την πρώτη γυναίκα του, τη Ζιγκοάλα και
Β. ο
έρωτάς του για το μπουζούκι
Η
Ζιγκοάλα είναι η μοιραία γυναίκα, που σημαδεύει τη ζωή, την προσωπικότητα και
τη μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Σκαμπαρδώνης την πλάθει όμορφη, δύστροπη,
απαιτητική, πλημμυρισμένη από μια σκοτεινή σεξουαλικότητα, γεμάτη θυμό και πίκα
για τις απιστίες του συζύγου. Ο Μάρκος τη λαχταρούσε τη Ζιγκοάλα, όχι, όμως,
για να μείνει μαζί της για πάντα. Η μαγκιά, οι περιπλανήσεις, οι γυναίκες, οι
τεκέδες, οι ουσίες, το πάθος του μπουζουκιού και ο πυρετός της σύνθεσης δεν
συμβιβάζονταν με την ιδιότητα του νοικοκύρη οικογενειάρχη.
Όταν
εκείνη καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να κάνουν παιδί, τον αφήνει για τον
κουμπάρο τους και παιδικό φίλο του Μάρκου, το Γιώργο τον πραματευτή, άνδρα
άβουλο και υποταγμένο στις απαιτήσεις της. Ταυτόχρονα, το πάθος της για τον
Βαμβακάρη εκτονώνεται στις κρυφές συναντήσεις τους και σταδιακά μετατρέπεται σε
αβυσσαλέο μίσος, που εκδηλώνεται με πράξεις εκδίκησης. (Επιτίθεται με νύχια και
με δόντια σε αγαπημένα πρόσωπα του Μάρκου. Δηλητηριάζει με παραθείο ακόμη και
τα καναρίνια του, που τα υπεραγαπούσε).
Ο Σ.
εκμεταλλεύεται λογοτεχνικά αυτή τη νοσηρή ερωτική σχέση. Πλάθει το Μάρκο
αθεράπευτα διχασμένο, αφανισμένο από την προδοσία της γυναίκας του, αλλά και
παντελώς αδύναμο να ξεφύγει από τη μαγεία της. Τον αφήνει να υποκύπτει στο
πάθος του και ταυτόχρονα να τρέφεται και να αντλεί ως καλλιτέχνης έμπνευση απ’
αυτό που ευτελίζει τη ζωή του.
Έτσι,
το ένα πάθος, για τη μοιχό γυναίκα του Ζιγκοάλα, τρέφει το άλλο του πάθος, για
το μπουζούκι και το ρεμπέτικο τραγούδι. Σύμφωνα με το Γ.Σ. ο Βαμβακάρης υμνεί
την καθημερινή του οδύνη με τους δικούς του κώδικες, χωρίς μελοδραματισμούς. Με
δωρική λιτότητα και πειθαρχία καταπιάνεται με τον έρωτα, το θάνατο, τη φτώχεια,
την απώλεια, την προδοσία, την εγκατάλειψη, την προσφυγιά, τη μαγκιά, τις
ουσίες, ακολουθώντας στη μουσική του σύνθεση δρόμους βυζαντινούς, αυτός, ένας
Έλληνας Καθολικός από την Άνω Σύρο, ένα «φραγκόσκυλο», κατά την προσφιλή βρισιά
της Ζιγκοάλα.
Στο
μυθιστόρημα του Σ. μπορεί ο επίμονος, νοσηρός έρωτας του Βαμβακάρη για τη
Ζιγκοάλα και το πάθος του για τη δημιουργία ρεμπέτικων τραγουδιών να είναι το
διπλό θεματικό κέντρο, όμως ταυτόχρονα μέσα από την αφήγηση διαγράφεται και ο
ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος. Οι παράπλευρες ιστορίες πολλών προσώπων,
οικείων του Βαμβακάρη, αλλά και η περιγραφή στοιχείων που συνέθεταν την
καθημερινή ζωή τους αναπλάθουν το ψηφιδωτό μιας δεκαετίας, από τις αρχές του
΄30 ως το ξέσπασμα του πολέμου το 1940. Έτσι γνωρίζουμε
- τη
μάνα του Μάρκου, Ελπίδα, που μια ζωή δούλευε σκληρά και τον υπεραγαπούσε
- το
βιοπαλαιστή πατέρα του, που έπαιζε γκάιντα και στον οποίο οφείλει τις μουσικές
καταβολές του
- το
ζόρικο αδελφό του Φραγκίσκο, που μπαινόβγαινε στις φυλακές
- το
ναρκομανή Λινάρδο
- τα
μικρότερα αδέλφια του Γκράτσια, Ρόζα και Αργύρη, που ήθελαν προστασία μετά τον
πρόωρο θάνατο του πατέρα
- τον
έρωτα του Μάρκου με την εξιδανικευμένη Ροζαλίνα των παιδικών του χρόνων και
βέβαια
- το
Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά, τον Στράτο Παγιουμτζή, που μαζί με τον ίδιο το
Μάρκο αποτέλεσαν την «Τετράδα την ξακουστή του Πειραιώς», το μουσικό σχήμα που οδήγησε
από τα σμυρναίικα σαντουροβιόλια, στο πειραιώτικο ρεμπέτικο με τους
μπουζουκομπαγλαμάδες.
Το πιο
συναρπαστικό στοιχείο, ωστόσο, του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου, είναι το ότι η
έμπειρη πένα του Σκαμπαρδώνη ανασταίνει μια ολόκληρη εποχή με την ιδιόλεκτό
της, τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, στο πλαίσιο του οποίου γεννήθηκε,
αναπτύχτηκε, λατρεύτηκε, κυνηγήθηκε και τελικά καταξιώθηκε το ρεμπέτικο
τραγούδι, ως στοιχείο γνήσιο και αναπόσπαστο μιας συγκεκριμένης ελληνικής
κουλτούρας.
Δέκα
χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή παραμένουν άλυτα τα προβλήματα της
Προσφυγιάς, που συνωστίζεται μαζί με τους εσωτερικούς μετανάστες στα χαμόσπιτα
και στους λασπόδρομους των συνοικισμών του Πειραιά και της Αθήνας. Φτωχολογιά,
προσφυγιά, μαγκιά, πόρνες, τεκέδες, ναρκωτικά, μια «άλλη Ελλάδα» ρημαγμένη,
περιθωριοποιημένη. Αλλά απ’ αυτό ακριβώς το περιθώριο αναδύονται λαϊκοί
δημιουργοί, που βασίζονται στο ένστικτο και στη διαίσθηση, χωρίς μουσικές
γνώσεις, που κατακλύζονται από γκρίζες εικόνες και πνιγηρά συναισθήματα, που
εκφράζονται με το ρεμπέτικο τραγούδι, για να σωθούν, για να υπάρξουν. Κι έτσι
δημιουργείται ένα γνήσιο είδος μουσικής, τα ρεμπέτικα τραγούδια, που είναι
εφάμιλλα των δημοτικών μας τραγουδιών και όλων των γνήσιων μορφών λαϊκής
τέχνης.
Στην
Οντεόν, ο Μάτσας με τον Τούντα αντιλαμβάνονται την αξία τους και τα ηχογραφούν,
ακολουθώντας τη συμβουλή του μεγάλου συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη, που τα γνωρίζει
και τα υπερασπίζεται με πάθος, ως γνήσια λαϊκή τέχνη.
Ο
Μάρκος Βαμβακάρης αυτήν την περίοδο, από το 1932 ως το 1940 έγραψε τα καλύτερα
τραγούδια του, τα ηχογράφησε, τα εκτέλεσε στο πάλκο με την «ξακουστή τετράδα
του Πειραιώς» στον Πειραιά, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη. Ο Σ. περιγράφει την
ακατάβλητη ορμή του Βαμβακάρη για το μπουζούκι και τη σύνθεση, τον αδιάκοπο προβληματισμό
του πάνω στις δυνατότητες και τους δρόμους της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Έτσι,
από το 1932 ως το 1940, παρόλο που όλα έβαιναν εναντίον του, εφόσον
- η
γυναίκα του τον απατούσε με το στενό φίλο και κουμπάρο του,
- η
οικογένειά του δεν τον καταλάβαινε,
- οι
καθωσπρέπει τον πολεμούσαν,
- η
αστυνομία κυνηγούσε τους ρεμπέτες,
- η
λογοκρισία του Μεταξά φίμωνε την ελεύθερη έκφραση,
- η
ίδια η έμπνευσή του συχνά στόμωνε,
ωστόσο
την ίδια περίοδο έγραψε, ηχογράφησε και εκτέλεσε στο πάλκο με Μπάτη, Δελιά και
Παγιουμτζή τα καλύτερα ρεμπέτικα τραγούδια κι έγινε το μουσικό είδωλο του
λαϊκού Πειραιά.
Τέλος,
πρέπει να σημειώσουμε ότι το μυθιστόρημα αρθρώνεται σε 99 σύντομες
τιτλοφορημένες ενότητες, που παραπέμπουν σε αντίστοιχες κινηματογραφικές
σκηνές. Η μορφή αυτή εξηγείται απ’ τον ίδιο το συγγραφέα στο επιλογικό του
σημείωμα. Μας λέει, λοιπόν, ότι το κείμενο γράφτηκε αρχικά ως σενάριο για
λογαριασμό της max productions. Στη συνέχεια, ξαναγράφτηκε σε άλλον κώδικα και
με άλλη όραση, αντίληψη και ρυθμό, αυτόν, δηλαδή, το ρυθμό που συναρπάζει τον
κάθε αναγνώστη, όταν επιχειρήσει να συντονίσει την αναπνοή του με την ανάσα των
ηρώων του συγγραφέα Γ. Σκαμπαρδώνη.
Σας
ευχαριστώ
Στη
συνέχεια θα δώσουμε το λόγο στην ηθοποιό Μαρία Παπαδοπούλου, για να δώσει ζωή
σε μερικούς από τους ήρωες του μυθιστορήματος.
Σας ευχαριστώ