Αφιέρωμα στο Νίκο Εγγονόπουλο

Εισήγηση : Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου

Αφιέρωμα στον Νίκο Εγγονόπουλο

Αγαπητοί  προσκεκλημένοι,
Η συνεργασία του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Ροδόπης με την πολιτιστική Κίνηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως γόνιμη και δημιουργική, εφόσον συχνά κυοφορεί και τίκτει εκδηλώσεις πολιτισμού, που πιστεύουμε ότι αφορούν σκεπτόμενους και  ευαίσθητους ανθρώπους.
Μετά το Αφιέρωμα στον Μίτια Καραγάτση στο πλαίσιο του έτους Καραγάτση που ήταν το 2008, σήμερα, αξιοποιώντας υλικό, οπτικοακουστικό και γραπτό, που μας εμπιστεύτηκε από το Αρχείο του  το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, θα παρουσιάσουμε τη ζωή και το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου. Αύριο, Κυριακή, 8 Μαρτίου – ημέρα της Γυναίκας – θα συνδυάσουμε το έτος Γιάννη Ρίτσου, που είναι το 2009, με το ρόλο της γυναίκας. Έτσι  θα αναφερθούμε στις γυναίκες που πλαισίωσαν και σημάδεψαν την ζωή και το έργο του Γιάννη Ρίτσου και θα παρακολουθήσουμε την κορυφαία ποιητική του σύνθεση « Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» καθώς και την κινηματογραφική αυτοβιογραφία του ποιητή, έργο του Γιώργου και της Ηρώς  Σγουράκη.
Εύλογη ερώτηση και αντίδραση μαζί, που θα μπορούσε να σας γεννηθεί είναι η εξής :
- Γιατί βάζετε, ξαφνικά, τόση ποίηση στην καθημερινότητά μας;
Θα σας απαντούσα ευθέως ότι εν μέρει πρόκειται για συγκυρία, κατά κύριο λόγο όμως πρόκειται για μία εσκεμμένη αντίδραση στο ζόφο των ημερών.

Στην οικονομική κρίση που κλιμακώνεται, στην ανεργία και στη φτώχεια, που σακατεύουν την νέα γενιά, στα οικονομικά σκάνδαλα, στο κώμα των κομμάτων, στην ανικανότητα των κρατούντων αντιστεκόμαστε με ό,τι  διευρύνει την ελευθερία, την αγωνιστικότητα και την κριτική σκέψη μας. Και η ποίηση καλλιεργεί  αυτές ακριβώς τις δυνάμεις αντίστασης.
Στην προκειμένη περίπτωση και ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Γιάννης Ρίτσος αντιστάθηκαν με την ποίησή τους, αλλά  και με το εικαστικό τους έργο στον κοινωνικό φασισμό της απόρριψης και κατακραυγής ο πρώτος, επειδή προσχώρησε πολύ νωρίς στο κίνημα του Υπερρεαλισμού, στον πολιτικό φασισμό, εγχώριο και εισαγόμενο ο δεύτερος, επειδή ήταν συνεπής αριστερός  επαναστάτης και κομμουνιστής.
Σήμερα, όμως, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στον Νίκο Εγγονόπουλο. Ελπίζω η σύντομη αυτή εισήγηση να αποτελέσει ένα είδος « μίτου της Αριάδνης» , ώστε να βγούμε  από το λαβυρινθώδες υπερρεαλιστικό σκηνικό της ποίησης και της ζωγραφικής του Εγγονόπουλου με συγκεκριμένα μηνύματα στις πνευματικές αποσκευές μας.
Ήδη  αναφέρθηκε ότι ο Νίκος Εγγονόπουλος ανήκει στο Κίνημα του Υπερρεαλισμού. Σύμφωνα με τις αρχές του Κινήματος που διακήρυξε με μανιφέστο , το 1924 στη Γαλλία, ο Αντρέ Μπρετόν, ο καλλιτέχνης –αλλά και ο άνθρωπος γενικότερα – δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, το όνειρο , την τύχη και το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας και της ευλογοφάνειας.

Μόνον έτσι θα μπορέσει να αντικρίσει  νέους ορίζοντες, να φτάσει σε μία « υπερ – πραγματικότητα», ξεφεύγοντας οριστικά από τον έλεγχο της λογικής και από κάθε είδους προκαταλήψεις τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπερρεαλιστική ποίηση ξεκινά ως αυτόματη γραφή,   στην οποία υποτίθεται ότι ο δημιουργός καταγράφει –χωρίς καμία παρέμβαση της λογικής- ό,τι του υπαγορεύει το υποσυνείδητό του. Στην Ελλάδα ο Ανδρέας Εμπειρίκος το 1935 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Υψικάμινος», γραμμένη εξ ολοκλήρου με την τεχνική της αυτόματης γραφής, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Πολύ γρήγορα , βέβαια, οι υπερρεαλιστές θα συνειδητοποιήσουν ότι η –ελάχιστη έστω -  παρέμβαση της Λογικής είναι αναπόφευκτη. Αυτός ο εν μέρει εκλογικευμένος υπερρεαλισμός, που λειτουργεί περισσότερο ως Σχολή και λιγότερο ως  κίνημα με πολιτική και κοινωνική χροιά, όπως ήταν στη Γαλλία, βρήκε γόνιμο έδαφος στη χώρα μας. Τον υιοθέτησαν σημαντικοί ποιητές : Ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος και ως ένα σημείο ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιάννης Ρίτσος, ο ΄Εκτορας  Κακναβάτος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Δ.Π. Παπαδίτσας, ο Νάνος Βαλαωρίτης. Αλλά και στην πεζογραφία, συγγραφείς, όπως η Μέλπω Αξιώτη, είναι βέβαιο ότι επηρεάστηκαν έντονα από τον υπερρεαλισμό.
Στην ποίηση, ο υπερρεαλισμός θα καταργήσει κάθε περιορισμό, θα υιοθετήσει την απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και στη στιχουργική , τους απρόσμενους συνδυασμούς  λέξεων, τις πλέον εντυπωσιακές και παράδοξες εικόνες, θα συμφιλιώσει το όνειρο με την πραγματικότητα, το υποσυνείδητο με την λογική και τη φαντασία, θα απελευθερώσει τον έρωτα, το χιούμορ, το παράλογο . Με λίγα λόγια, ο υπερρεαλισμός θα διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο σκέψης του σύγχρονου ανθρώπου.
Στη ζωγραφική, ο Υπερρεαλισμός εισάγει το όνειρο στην καθημερινότητα. Ο ίδιος ο Νίκος Εγγονόπουλος πίστευε ότι  ο ρόλος του καλλιτέχνη δεν είναι να μιμείται τη φύση, ούτε να περιχαρακώνεται  από τη Λογική, αλλά ότι τα σημαντικά αποκαλύπτονται μέσα από την ψυχή και τα όνειρα, εάν αφεθεί στην φαντασία του και αν περιορίσει τη λογική σκέψη. Το 1981 έλεγε : «Να μπει στη σκέψη το όνειρο. Να μπει το συναίσθημα, να μπει το ένστικτο. Και όχι αυτή η – πώς να την πω – στουρναρέικη  επιμονή στη λογική.»
Στην παρουσίαση των τεχνών που καλλιέργησε ο Νίκος Εγγονόπουλος θα ακολουθήσω τη δική του αξιολογική κλίμακα : «Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Μέσα μου όμως πρώτα είμαι ζωγράφος.  Η μεγάλη μου αγάπη στη ζωή ήτανε η ζωγραφική. Κάθε ώρα που δεν την αφιερώνω στη ζωγραφική τη θεωρώ ώρα χαμένη».
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, λοιπόν, εμφανίζεται ως ζωγράφος το 1939 με τα πρώτα του έργα να εκτίθενται σε ιδιωτικό χώρο, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη, Λευκ. Σελ. 115, 127, συνθέτοντας κατευθείαν υπερρεαλιστικά, ίσως γιατί είχε τον υπερρεαλισμό μέσα του, από την εποχή που γεννήθηκε. Άλλωστε, έζησε τα εφηβικά και τα νεανικά του χρόνια στο Παρίσι, ακριβώς τότε που μεσουρανούσε το κίνημα του Υπερρεαλισμού (1919-1927). Με την επιστροφή του στην Αθήνα, φοιτά στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1932-1938) με δάσκαλο τον Κων/νο Παρθένη. Ο ίδιος ο Ν. Ε. σημειώνει: «Κοντά στον Παρθένη μελέτησα τη φύση, κοντά του ένιωσα τη σημασία του χρώματος και της γραμμής. Κοντά του έμαθα τα πάντα όσα γνωρίζω στη ζωγραφική. Ο Παρθένης με μύησε στο Μανέ, στο Σεζάν, στη δόξα που ονομάζεται Θεοτοκόπουλος. Ο Παρθένης επέστησε την προσοχή μου στη λεγόμενη Βυζαντινή τέχνη.
Τη Βυζαντινή τέχνη τη σπούδασα, επίσης, κοντά σε 2 άξιους δασκάλους, τον καθηγητή Ανδρέα Ξυγγόπουλο, τον υπερεξαίρετο γνώστη της βυζαντινής τέχνης και ζωγραφικής, και στον πασίγνωστο Φώτη Κόντογλου, τον ζωγράφο και συγγραφέα, τον άνθρωπο με τη γενναία ψυχή. Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα. Αλλά, για να βρω τον δρόμο μου τον αληθινό, τον υπερρεαλιστικό, για να μπορέσω να εκδηλωθώ ελεύθερα και απερίσπαστα, αυτό το χρωστώ σε 2 κορυφαίους, στις δύο μεγαλύτερες μορφές που παρουσίασε ποτέ, ίσαμε τώρα, εξ όσων γνωρίζω, το παγκόσμιο υπερρεαλιστικό κίνημα. Ευτύχησα να γνωρίσω τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον μεγάλο ζωγράφο, τον μεγάλο Βολιώτη, Γεώργιο ντε Κήρυκο.»
Έτσι, ως ζωγράφος ο Νίκος Εγγονόπουλος κινήθηκε πάνω σε δύο αντιθετικούς άξονες: α) στον άξονα της Ελληνικότητας, που ήταν φορέας προσωπικής μνήμης, συλλογικής ταυτότητας, ιστορίας και παράδοσης αρχαίας, βυζαντινής, νεότερης, μυθολογίας και β) στον άξονα του μοντερνισμού-υπερρεαλισμού, που εισήγαγε ριζοσπαστικές ιδέες, πρωτοφανείς για τα ελληνικά δεδομένα.

- Ποια είναι, όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του;

- Το Βυζάντιο και ο Κόντογλου  του διδάσκουν την τεχνική. Οι μορφές ζωγραφίζονται με σκοτεινούς προπλασμούς, σαρκώματα και φώτα, όπως στις βυζαντινές εικόνες.

- Βυζαντινή και λαϊκή  είναι και η καταγωγή των χρωμάτων. Κυριαρχεί το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας , ακολουθεί το κίτρινο της ώχρας. Το κόκκινο και το πράσινο προσθέτουν εορταστικούς τόνους. Όπου υπάρχει το μαύρο, μας εισάγει σε έναν μυστηριώδη αθέατο κόσμο, που καλεί το θεατή να διεισδύσει και να αποκαλύψει κρυμμένα μυστικά.

- Ο ζωγράφος αποφεύγει συνειδητά να δώσει βάθος στους πίνακες του. Στο δεύτερο επίπεδο του πίνακα κυριαρχούν  οριζόντια στοιχεία από νησιά, αρχαία ερείπια, νεοκλασικές κατοικίες ή συμπαγή σχηματοποιημένα σύννεφα. Όλα αυτά περιορίζουν το βάθος.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος βιώνει το αστικό περιβάλλον της Αθήνας και του Πειραιά, που διασώζει ακόμη αρκετές νεοκλασικές κατοικίες, που τον εμπνέουν. Άλλωστε, τα έργα του υπερρεαλιστή ζωγράφου Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, τον οποίον ο Νίκος Εγγονόπουλος θαυμάζει και θεωρεί δάσκαλό του, χαρακτηρίζονται από την δυναμική παρουσία νεοκλασικών κτιρίων και ιδιόμορφων προσώπων. Εξάλλου , οι νεοκλασικές κατοικίες εκτός από φόντο λειτουργούν και ως αντικείμενα συμβολικά, που καθορίζουν  τον τόπο όπου εξελίσσεται η δράση και προκαλούν ισχυρά συναισθήματα στις ανθρώπινες φιγούρες.

- Ταυτόχρονα, στο πρώτο επίπεδο  της εικόνας προβάλλει μία θεατρική σκηνή.  Σύμφωνα με το Κίνημα του Υπερρεαλισμού η πόλη μοιάζει με θεατρική σκηνή, όπου εκτυλίσσονται τα δρώμενα της ζωής. Η αυλαία σηκώνεται και παρουσιάζεται μία νέα πραγματικότητα, υπερρεαλιστική. Σύμφωνα με τον Αντρέ Μπρετόν, ο κόσμος παρουσιάζει δύο όψεις, την εσωτερική και την εξωτερική. Η πρώτη είναι αθέατη, μυστηριώδης, περίπλοκη και αφορά τα προσωπικά συναισθήματα και τα όνειρα. Η δεύτερη είναι η εξωτερική πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να εξαλείψει τα όρια και τα στεγανά ανάμεσα στις 2 πραγματικότητες, δημιουργώντας την δική του υπερρεαλιστική πραγματικότητα.

- Πέρα από τη θεατρική σκηνή, στο πρώτο επίπεδο της εικόνας του Ν. Ε. κινούνται και οι ανθρώπινες φιγούρες: μία , δύο ,το πολύ τέσσερις. Είναι ανδρείκελα, αρχετυπικές μορφές που εξατομικεύονται/ αναγνωρίζονται μονάχα από τα εμβληματικά  στοιχεία της αμφίεσής τους. Έλκουν ασφαλώς την καταγωγή τους από τον Ντε Κίρικο, όπως επισημάνθηκε ήδη από τη βασική μελέτη της Νίκης Λοϊζίδη για τον Εγγονόπουλο, αλλά διαφέρουν ριζικά. Πρόκειται για λεπτές, βλαστόμορφες φιγούρες με αθλητική ανατομία και τονισμένη άρθρωση μελών, που έχουν καθαρά ελληνική καταγωγή. Θυμίζουν τους Μινωίτες των τοιχογραφιών της Κνωσού, τους πρώιμους κούρους και διαθέτουν τον ψηλόλιγνο κανόνα των βυζαντινών αγίων του Γκρέκο. Περιφέρονται γυμνοί ή με κοστούμια από πολλές και διαφορετικές εποχές, ενώ διαθέτουν και στοιχεία που δείχνουν την διαφορετική κοινωνική και πνευματική τους προέλευση.
Ο Ν.Ε. αποφεύγει να ζωγραφίσει τα πρόσωπά τους. Ο ίδιος λέει : «Δεν με ενδιαφέρει το πρόσωπο , γιατί  μπορεί να πει ψέματα. Μόνο το  σώμα ζωγραφίζω. Το αγαπώ, γιατί είναι το κύπελλο της ζωής. Εκφραστικό σαν εκείνη κι όταν ακόμα είναι κουρασμένο. Αστραφτερό, όπως εκείνη, όταν είναι καινούργιο, νεανικό. Με τον τρόπο αυτό , δίνει τη δυνατότητα στον καθένα μας να ταυτιστεί με τους ήρωες, μας προτρέπει να τοποθετήσουμε το δικό μας πρόσωπο στους πίνακές του, να γίνουμε κομμάτι του παζλ της τέχνης, καταργώντας έτσι τη μοναξιά μας. Αξιοπρόσεχτο στοιχείο της θεματικής του Εγγονόπουλου είναι ο διάχυτος ερωτισμός των σκηνών του. Οι γυναικείες μορφές που είναι προκλητικά ερωτικές, με προπετή στήθη, καλοσχηματισμένους γλουτούς και χλοερή ήβη. Ο ερωτισμός τους λειτουργεί σαν καταλύτης των κοινωνικών συμβάσεων και της υποκριτικής αστικής ευπρέπειας.

-   Τέλος, περισσότερο από τις κατοικίες και τις ανθρώπινες φιγούρες
ό, τι υπογραμμίζει έντονα τον μυστηριακό χαρακτήρα της ζωγραφικής του Νίκου Εγγονόπουλου και ό, τι μπλοκάρει τη λογική μας   είναι όλα εκείνα τα ετερόκλητα αντικείμενα, που είναι –υπαρκτά και ριγμένα - λες τυχαία – στην επιφάνεια της εικόνας: φρουτιέρες, προτομές ,τραπεζάκια σαλονιού, ψάρια, ενοικιαστήρια σπιτιών, λαμπατέρ, κλουβιά, γεωμετρικά όργανα. Τα αντικείμενα αυτά στους πίνακες του Νίκου Εγγονόπουλου  ξεφεύγουν απ’ τους απλοϊκούς προορισμούς τους, αποκτούν ποιητική ταυτότητα και μετατρέπουν το χώρο σε υπερρεαλιστικό, ονειρικό τοπίο. Έτσι οι εικόνες του Ν.Ε. έχουν τη φοβερή ικανότητα να εισάγουν το όνειρο στην καθημερινότητά μας.
Ακριβώς τον ίδιο ρόλο παίζουν και τα ποιήματά του.
Στην πρώτη περίοδο του ποιητικού έργου του Ν.Ε. (1938-1939) ανήκουν οι συλλογές: «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν»(1938) και «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής»(1939). Τα ποιήματα των 2 αυτών συλλογών συνιστούν τη ριζοσπαστικότερη έκφραση της υπερρεαλιστικής έμπνευσης του ποιητή, γιατί εφαρμόζουν πιστά την υπερρεαλιστική αρχή της σύνδεσης δύο απομακρυσμένων και άσχετων μεταξύ τους πραγματικοτήτων.
Έτσι, τα τραμ συνδέονται με την Ακρόπολη. Η Ελεονώρα, μια ηρωίδα του, είναι /γυναίκα/μισή/ιπποκάμπη/και μισή/περιδέραιο/, ίσως ακόμη/να είναι/εν μέρει πεύκο/και εν μέρει/ανελκυστήρ.
Βλέπουμε μια χρυσή κόρη να παίζει άρπα και αντί για μουσική, από την άρπα βγαίνουν «το ένα κατόπιν του άλλου/ένα πουλί/μια πλάκα πράσινο σαπούνι/κι ένα/σίδερο/του σιδερώματος.

Ακόμη διαβάζουμε:
για χρησμούς αλλοφρόνων ιππέων,
για μεταφυσικάς επεμβάσεις αγαλμάτων,
για Αλβανούς που ψάλλουν ύμνους σε τσαλαπετεινούς και
για έναν Καππαδόκη που έρχεται από το Σαν Σαλβαντόρ «με δυο παστωμένα ψάρια αντίς για μάτια.
         
Η εκκεντρικότητα αυτών των εικόνων και το γεγονός ότι δημοσιεύονται στην Αθήνα του μεσοπολέμου, που πολύ λίγο είχε κατανοήσει τις ιδεολογικές ρήξεις που επέφερε ο γαλλικός υπερρεαλισμός απέναντι στην άγονη πια τέχνη του κλασικισμού, προκάλεσαν σκάνδαλο στους φιλολογικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους. Η κριτική που ασκούν στον Ν.Ε. φτάνει πολλές φορές στα όρια της παρωδίας, του χλευασμού και της λοιδορίας. Τα ποιήματά του γίνονται πρόσφορο έδαφος για τους ευθυμογράφους της εποχής. Ο Εγγονόπουλος περνιέται για σχιζοφρενής ή στην καλύτερη περίπτωση για φαρσέρ(θέατρο Περοκέ επιθεωρησιακό σκετς με πρωταγωνιστές τον Δισεγγονόπουλο και τον Μπιρμπιρίκο). Ο ποιητής, βέβαια, πληγώνεται βαθύτατα, πιστεύει ότι είναι κοινωνικά ανεπιθύμητος και γίνεται ακόμα πιο μονήρης, αλλά και ακόμη πιο ελεύθερος και δημιουργικός.
Ωστόσο, η υπερρεαλιστική ποίηση του Ν.Ε. θα γνωρίσει μια σημαντική στροφή με την έναρξη του πολέμου, που σηματοδοτεί τη δεύτερη περίοδό της. Τον Ιανουάριο του 1941 επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο και το καθεστώς Μεταξά τον στέλνει, όπως και τον Ελύτη και άλλους διανοούμενους, στην πρώτη γραμμή. Μάχεται στο μέτωπο μέχρι την κατάρρευσή του. Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και κρατείται σε στρατόπεδο εργασίας αιχμαλώτων. Δραπετεύει και επιστρέφει στην Ελλάδα με τα πόδια.

Το χειμώνα του 1942 προς 1943 γράφει το ποίημα «Μπολιβάρ» το οποίο κυκλοφορεί αρχικά σε χειρόγραφα και διαβάζεται σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Κανονικά εκδίδεται το Σεπτέμβρη του 1944 από τις εκδόσεις Ίκαρος. Στο μεταξύ, οι Γερμανοί  καταδιώκουν τον Ν.Ε. για τον «Μπολιβάρ» και εκείνος βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Ο Ν.Ε. γράφοντας τον «Μπολιβάρ» συμμετέχει στην εθνική συστράτευση όλων των καλλιτεχνικών δυνάμεων του τόπου, που έχει ως κοινό στόχο την ελευθερία της χώρας, τον πολιτικό και τον πολιτιστικό αυτοκαθορισμό της. Στον «Μπολιβάρ» ο Ν.Ε. ενσωματώνει στοιχεία της λαϊκής παράδοσης και της ελληνικής ιστορίας, στοιχεία δηλαδή που χαρακτηρίζουν την αντιστασιακή λογοτεχνία. Τον εμπνέει ο επαναστάτης Σίμον Μπολιβάρ από τη Βενεζουέλα που διακηρύσσει στις αρχές του 19ου αι. «πόλεμο μέχρι θανάτου» εναντίον των αποικιοκρατών Ισπανών και τον παραλληλίζει με τον δικό μας Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ως ιδανικός ελευθερωτής, ο Μπολιβάρ έχει την ευγένεια των λουλουδιών, τις δυνάμεις ενός γίγαντα με τα χαρακτηριστικά του Διγενή Ακρίτα και το κάλλος αρχαιοελληνικού αγάλματος.
«Μπολιβάρ είσαι ωραίος σαν Έλληνας» αναφωνεί ο ποιητής με τον κορυφαίο στίχο του ποιήματος και επιχειρεί έναν πολιτισμικό συγκρητισμό της λατινοαμερικάνικης με την ελληνική ταυτότητα, ανάλογο με την πολιτισμική επιμειξία που επιχειρούσαν οι Γάλλοι υπερρεαλιστές με την αφρικανική και τη μεξικανική τέχνη, στοχεύοντας στη διαμόρφωση μιας λιγότερο ευρωκεντρικής πραγματικότητας.

Η κατανοητή και περισσότερο ρεαλιστική γραφή του Μπολιβάρ δημιουργεί πλέον τις συνθήκες αναγνώρισης της ποιητικής αξίας του Ν.Ε.. Ο Ανδρέας Καραντώνης το 1944 γράφει στα Νέα Γράμματα, το περιοδικό που εξέφραζε τη γενιά του ’30 και τη μοντέρνα ποίηση στην Ελλάδα, μια επαινετική κριτική. Το εχθρικό κλίμα της μεσοπολεμικής εποχής αρχίζει να μαλακώνει και σταδιακά η ποιητική παρουσία του Εγγονόπουλου ισχυροποιείται.

Η Τρίτη περίοδος της ποίησης του ξεκινά το 1946 με τον Εμφύλιο πόλεμο και λήγει το 1958. Σ’ αυτήν ανήκουν «Η επιστροφή των πουλιών»(1946) και «Ελευσις»(1948), που σηματοδοτούν την επιστροφή του στον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής. Ανήκουν, επίσης, το ποίημα «Ατλαντικός»(1954) και «Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω»(1957), συλλογή για την οποία παίρνει το 1958 το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης.

Εν τω μεταξύ από το 1945 και εξής αποσπάται στο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελεύθερου Σχεδίου του Πικιώνη, συμμετέχει σε εκθέσεις ζωγραφικής και εκθέτει ποιήματα στα Νέα Γράμματα. Το 1954, επίσης, εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 27η Διεθνή Έκθεση Biennale της Βενετίας, γεγονός που θα καθιερώσει και στον εικαστικό χώρο τον Ν.Ε..

Από το 1946 ως το 1958, το μεταπολεμικό βίωμα των εμφύλιων πολιτικών συγκρούσεων και το αίσθημα τρομοκρατίας που αυτές γεννούν θα εκφραστεί έντονα στην ποίηση του Ν.Ε. και θα προσληφθεί από τους νέους της μεταπολεμικής γενιάς.

ΠΟΙΗΣΗ 1948

«Τούτη η εποχή/του εμφύλιου σπαραγμού/δεν είναι εποχή/για ποίηση/και άλλα παρόμοια:/σαν πάει κάτι/να γραφεί/είναι/ως αν/να γράφονταν/από την άλλη μεριά/αγγελτηρίων/θανάτου/γι’αυτό και/τα ποιήματά μου/ειν’ τόσο πικραμένα/(και πότε άλλωστε δεν είσαν;)/κι είναι/προπάντων/και/ τόσο/ λίγα.»
         
Η τελευταία (4η) περίοδος της ποιητικής παραγωγής του Ν.Ε. καλύπτει το διάστημα από το 1959 ως το τέλος της ζωής του(1985) και καθορίζεται από την ποιητική συλλογή «Η κοιλάδα με τους ροδώνες» που εκδίδεται το 1978. Γι’ αυτή τη συλλογή τού απονέμεται για δεύτερη φορά το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Η ποίησή του, τώρα, έχει στραφεί σε πιο κατανοητούς τρόπους έκφρασης. Χωρίς πυκνά υπερρεαλιστικά στοιχεία, χωρίς μύθους και προσωπεία εκφράζει κατάφαση και αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Άλλωστε, ο Ν.Ε. πιστεύει ακράδαντα στο «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Για τον άνθρωπο δημιουργεί, για να του δώσει διέξοδο από τη μοναξιά του. Δύναμη, για να καταργήσει τη μόνωσή του. Επικοινωνία. Για τον Ν.Ε., αυτό είναι ό,τι προσφέρει η τέχνη, επικοινωνία και αγάπη.

Περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο του Ν.Ε. θα μάθετε από το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά, που ακολουθεί ευθύς αμέσως.

Σας ευχαριστώ