Λέων & Ημισέληνος - Η Βιβλιοπαρουσίαση



















Πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016, ώρα 7.30 μ.μ., στο υπόγειο - αίθουσα Μπουντρούμ Βαρόσι της Λέσχης Κομοτηναίων η παρουσίαση του βιβλίου "Λέων & Ημισέληνος" της Λεύκης Σαραντινού. 
Το Δημοκρίτειο Βιβλιοχαρτοπωλείο, ο Παρατηρητής της Θράκης και η Λέσχη Κομοτηναίων, που διοργάνωσαν την εκδήλωση, μας φιλοξένησαν σε ένα ζεστό και άνετο περιβάλλον.
Η Φιλόλογος Σοφία Σουβατζόγλου, με άκρως διεισδυτική και αναλυτική ματιά παρουσίασε την ιστορική και λογοτεχνική διάσταση του βιβλίου. Συγχρόνως, επέλεξε και τα ανάλογα αποσπάσματα από το βιβλίο, τα οποία ανέγνωσε με ιδιαίτερη καθαρότητα και ευαισθησία η Αρχαιολόγος Νάγια Δαλακούρα. 
Η Συγγραφέας Λεύκη Σαραντινού, μετά από κάποιες στιγμές όμορφης αμηχανίας, ανέλυσε όλη την ερευνητική εργασία που προηγήθηκε από τη συγγραφή του βιβλίου, αποδεικνύοντας ότι ένα ιστορικό μυθιστόρημα απαιτεί τόσο την επιστημονική έρευνα ενός Ιστορικού όσο και το χαρισματικό λόγο ενός Λογοτέχνη.
Ευχαριστούμε από καρδιάς και τις τρεις κυρίες για την όμορφη και ποιοτική βραδιά που μας χάρισαν και για το γεγονός ότι δεν μας αποκάλυψαν το τέλος του βιβλίου, προκειμένου να γίνουμε αναγνώστες του.

Λίγα λόγια για τη Συγγραφέα


Η Ελευθερία (Λεύκη) Σαραντινού γεννήθηκε το 1984 στο Ρέθυμνο. Το 2005 αποφοίτησε με άριστα από το Τμήμα Ιστορίας - Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει πτυχίο Αρμονίας, Αντίστιξης και δίπλωμα Κλαρινέτου. Σήμερα ζει στην Κομοτηνή και ασχολείται με τη διδασκαλία της μουσικής τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς και με τη μελέτη και τη διδασκαλία της Ιστορίας. Είναι παντρεμένη και έχει έναν γιο.

Τίτλοι της Συγγραφέα στη βάση Βιβλιονέτ

(2014) Χαμσίν - Historical Quest

Μια ιστορία που εκτυλίσσεται στη δύση των Σταυροφοριών. 
Οι Μουσουλμάνοι προελαύνουν κερδίζοντας διαρκώς έδαφος ενάντια στις χριστιανικές κτήσεις στους Αγίους Τόπους. Οι Ναΐτες και οι Οσπιτάλιοι ιππότες προσπαθούν να αντισταθούν, έχοντας να ξεπεράσουν και τις δικές τους αντιπαλότητες. Μηχανορραφίες σε βασιλικές αυλές και ένας Πάπας ανίσχυρος να αντιδράσει. Η προδοσία και η κατάρρευση των ιπποτικών ταγμάτων.
Και μέσα σε αυτά, ένα οικογενειακό μυστικό που φέρνει έναν νεαρό στην Ανατολή. Μια βαθιά φιλία ανάμεσα σε δύο ιππότες που ξεπερνούν την έχθρα των ταγμάτων τους. Μια μυστική οργάνωση που ως σκοπό της έχει τη διαφύλαξη της αρχαίας γνώσης και ορκισμένοι εχθροί της που προσπαθούν να την καταστρέψουν. Ένας θησαυρός που πρέπει να σωθεί. Και πάνω που όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί, ένας έρωτας που έρχεται για να σώσει την παρτίδα.
Αυτός είναι ο κόσμος του πρώτου μυθιστορήματος της Ελευθερίας Σαραντινού. Η συγγραφέας μάς προσφέρει ένα συγκλονιστικό αφήγημα που εκτυλίσσεται στα πιο διαφορετικά μέρη: στους Αγίους Τόπους, την Αίγυπτο, τη δυτική Ευρώπη, την Κύπρο και τη Ρόδο και μας χαρίζει μια ζωντανή περιγραφή των συνθηκών διαβίωσης στις χριστιανικές κτήσεις στην Ανατολή, στα κάστρα των ιπποτών και στις αυλές των βασιλέων. Πάνω απ’ όλα όμως μας χαρίζει έναν συνδυασμό δράσης και μυστηρίου που υπόσχεται να μας καθηλώσει.

(2015) Λέων και Ημισέληνος - Historical Quest

Το τέλος της Ενετοκρατίας και η αρχή της Οθωμανοκρατίας βρίσκει την Κρήτη σε αναβρασμό. Είναι μια εποχή πολέμων, μαχών, ανασφάλειας και αναρχίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες που διαλύουν οικογένειες, εξανεμίζουν περιουσίες και καταστρέφουν ζωές, οι άνθρωποι δεν προσπαθούν απλώς να προσαρμοστούν, αλλά και να ζήσουν.
Χαράσσουν τις δικές τους διαδρομές, κυνηγάνε τα όνειρά τους, δοκιμάζουν και δοκιμάζονται από τις φιλοδοξίες τους, προσπαθούν να κρατήσουν ανέπαφους τους κώδικες αξιών τους, φέρνουν στο φως νέες ζωές και αποχαιρετούν τους νεκρούς τους. Παρόλα αυτά, ο έρωτας δεν είναι απών από τη ζωή τους. Και ο έρωτας αυτός τους παρασέρνει σε μονοπάτια αδοκίμαστα.
Η συγγραφέας μάς παρέχει μια συναρπαστική ματιά σε μια Ρεθυμνιώτικη κοινωνία που βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο και αναζητά τις ισορροπίες της. Τα πρόσωπά της κινούνται σε μέρη γνώριμα και παρόλο που έρχονται από τα βάθη της ιστορίας, "ζωντανεύουν" μπροστά μας με σάρκα και οστά.
Πάνω απ’ όλα όμως πρόκειται για ένα βιβλίο που μιλάει για τον έρωτα. Έναν έρωτα που αρνείται να υποκύψει στις συμβάσεις της εποχής, που συντρίβει τους ηθικούς κώδικες, που ξεπερνάει τις διαχωριστικές γραμμές που οι άνθρωποι με τις πράξεις τους θέτουν, που αψηφά θρησκείες και φυλές. Αυτός είναι ο κόσμος του καινούριου βιβλίου της Λεύκης Σαραντινού "Λέων & Ημισέληνος".


Εισήγηση : Σοφία Σουβατζόγλου, Φιλόλογος

Σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας σήμερα εδώ. Λίγα λόγια για τη συγγραφέα μας, μολονότι ίσως πολλοί από σας τη γνωρίζετε και προσωπικά. Η Λεύκη Σαραντινού λοιπόν γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Σπούδασε όμως στο τμήμα Ιστορίας - Εθνολογίας του ΔΠΘ, από το οποίο αποφοίτησε με άριστα το 2005. Παράλληλα ασχολείται παιδιόθεν με τη μουσική. Έχει πτυχίο Αρμονίας, Αντίστιξης και Δίπλωμα Κλαρινέτου. Είναι παντρεμένη κι έχει έναν γιο. Πολιτογραφημένη πλέον Κομοτηναία, ασχολείται επαγγελματικά με τη διδασκαλία της μουσικής και της ιστορίας. Πνεύμα ανήσυχο καθώς είναι, φύσει ορέγεται του ειδέναι: διαβάζει, μελετά, ερευνά. Καρποί αυτών των ανησυχιών ήταν τα δύο, μέχρι στιγμής, συγγραφικά της πονήματα: δύο ιστορικά μυθιστορήματα.
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα λογοτεχνικό είδος λαοφιλές αλλά και ιδιαίτερα απαιτητικό. Ο θεωρούμενος, κατά γενική ομολογία, πατέρας του, ο sir Walter Scott, διάβαζε άπληστα, είχε στέρεες ιστορικές και αρχαιολογικές γνώσεις, αγαπούσε και μελετούσε με πάθος το παρελθόν και είχε το χάρισμα να διηγείται με άνεση και να αναπλάθει επιτυχημένα όσα εμβριθώς διερευνούσε. Ο Σκωτσέζος "βάρδος" όρισε το ιστορικό μυθιστόρημα ως "ρεαλιστική εκτέλεση μιας ρομαντικής σύλληψης", ενώ ο Ούγγρος θεωρητικός Γκέοργκ Λούκατς ως "το λογοτεχνικό εκείνο είδος, στο οποίο γίνεται απόπειρα να δημιουργηθεί μια δραματική δομή μυθοπλασίας μέσα σε μία αυστηρά οριοθετημένη ιστορική εποχή, την οποία σκιαγραφεί ο δημιουργός του ύστερα από διεξοδική μελέτη των γεγονότων, των τόπων και των χαρακτήρων, όπως επίσης και των ενδυμασιών, των ηθών και των συνηθειών".
Διαβάζοντας αυτόν τον ορισμό είχα την αίσθηση ότι "ταιριάζει γάντι" στη Λεύκη, η οποία αναζήτησε, συγκέντρωσε και ταξινόμησε πληροφορίες με τον ζήλο, τη μεθοδικότητα και την ακρίβεια ιστοριοδίφη, προκειμένου να προχωρήσει στην ανασύνθεση της ιστορικής εποχής και κατεξοχήν του στοιχείου εκείνου που, κατά την ταπεινή μου εκτίμηση, θέλγει ιδιαίτερα τους αναγνώστες των ιστορικών μυθιστορημάτων: του στοιχείου της καθημερινότητας. Πώς ντύνονταν τότε οι άνθρωποι, πώς διασκέδαζαν, τι έτρωγαν, πώς περνούσαν τη μέρα τους, πώς φλέρταραν, πώς καβγάδιζαν. Όλα αυτά δηλαδή που ακόμα και σήμερα παραμένουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο άγνωστος Χ στα αμιγώς επιστημονικά ιστορικά συγγράμματα. Όσα κάποτε προσπερνά με συνοπτικές διαδικασίες ο επιστήμονας ιστορικός, μεταμορφώνονται σε αληθινά διαμάντια στα χέρια ενός άξιου συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων. Εξ ου και από κάποιους ο τελευταίος θεωρείται "ο ρακοσυλλέκτης της ιστορικής επιστήμης".
Το πρώτο μυθιστόρημα της Λεύκης έχει τον τίτλο "Χαμσίν, ο άνεμος της Ανατολής" και κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2014. Διαδραματίζεται στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα και στις πρώτες του 14ου , στη Δυτική Ευρώπη, στην Αίγυπτο, στους Αγίους Τόπους, στην Κύπρο και στη Ρόδο. Πραγματεύεται, μέσα από τη φιλία δύο ιπποτών, την πτώση των τελευταίων χριστιανικών κτήσεων στους Αγίους Τόπους και την περιπετειώδη διάλυση του τάγματος των Ναϊτών ιπποτών.
Βρισκόμαστε όμως εδώ για να μιλήσουμε για το δεύτερο "πνευματικό παιδί" της Λεύκης, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες. Συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2015, με τον τίτλο "Λέων και Ημισέληνος". Δύο σύμβολα, δύο πολιτισμοί, δύο κοσμοθεωρίες που συγκρούονται ανηλεώς στην Κρήτη του 17ου αιώνα και παράλληλα διεκδικούν μια θέση στην καρδιά της κεντρικής ηρωίδας. Ο φτερωτός Λέων  είναι το σύμβολο της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, που σταδιακά παρακμάζει εμπορικά και στρατιωτικά, ενώ η Ημισέληνος το σύμβολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επικρατεί σιγά σιγά στην ελληνική χερσόνησο και στο Αιγαίο.
Η ιστορία μας αρχίζει το 1643 στο Ρέθυμνο, όταν η βασική πρωταγωνίστρια, η Άννα Βλαστού, κλείνει τα 13 της χρόνια, και τελειώνει (δε θα σας αποκαλύψω πού) το 1688, όταν πλέον η Άννα είναι μια "καλοστεκούμενη, ώριμη γυναίκα 58 χρονών". Η αφήγηση εκτυλίσσεται στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, στην Κέρκυρα και στη Βενετία και οργανώνεται σε 4 μέρη, εκ των οποίων το πρώτο είναι το εκτενέστερο.    
Στο επίκεντρο βρίσκεται η αρχοντική οικογένεια των Βλαστών: οι γονείς, Γιώργης και Μαρία, και τα τέσσερα παιδιά τους, ο Νικόλαος, η Άννα, η Θεοδώρα και ο Σήφης, με ηλικιακή σειρά. Τους παρακολουθούμε σε καιρούς χαλεπούς, μεταβατικούς, όταν το Ρέθυμνο (και η Κρήτη ολόκληρη) περνάει από τους ανεκτικούς, ομόθρησκους Βενετούς κατακτητές και "την πρωτόγνωρη πνευματική και οικονομική αναγέννηση" που γνώρισε το νησί τότε, στους Οθωμανούς, στους "άπιστους".
Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι περιπλανιέται στα σοκάκια του Ρεθύμνου ή ότι επισκέπτεται και ο ίδιος τη Λέσχη των Ευγενών, την αποκαλούμενη Loggia. Παίρνει μια ιδέα από τον ενδυματολογικό κώδικα της εποχής. Άλλοτε πάλι γεύεται νοερά ένα λουκούλλειο γεύμα αρραβώνων. Ή μυείται στα μουσικά ακούσματα και τους χορούς που απολάμβαναν οι Κρητικοί άρχοντες της εποχής.
Η ιστορία αρχίζει με ευχάριστα γεγονότα: γενέθλια της μικρής κόρης, προξενιό και αρραβώνας της μεγάλης, μετάβαση στη διώροφη βίλα της οικογένειας στα κτήματα των Βλαστών, κοντά στο χωριό Ρούστικα, την εποχή του τρύγου. Το κακό όμως καραδοκεί: στην επιστροφή τους οι Βλαστοί εγκλωβίζονται " το σούρουπο στη μέση του κυπαρισσόδασους", όπου δέχονται μια επίθεση ληστών. Η περιπέτεια αυτή θα τους στοιχίσει το πουγκί με "τις εισπράξεις ολόκληρης γεωργικής περιόδου" και την αριστερή παλάμη του μικρότερου γιου, του Νικόλα, ο οποίος έκτοτε θα ταλανίζεται από αισθήματα κατωτερότητας και ανεπάρκειας.
Οι Βενετοί αφήνουν ουσιαστικά ανυπεράσπιστο το Ρέθυμνο κι αποφασίζουν ότι "αν έπεφταν τα Χανιά, το κύριο κέντρο της άμυνας θα ήταν τα γερά τείχη του Χάνδακα". Στη διάρκεια της πολιορκίας του Ρεθύμνου η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο στην έπαυλη στα Ρούστικα, πλην βεβαίως του πατέρα και του μεγάλου γιου, οι οποίοι πολεμούν στην πρώτη γραμμή. Σ' αυτή τη βίλα δέχονται την εισβολή Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι λεηλατούν βάναυσα τον χώρο. Οι ίδιοι ωστόσο γλυτώνουν κρυμμένοι πίσω από μια δεύτερη μυστική πόρτα, κάτω από μία μυστική καταπακτή.
Το Ρέθυμνο τελικά κυριεύεται το 1646. Πατέρας και μεγάλος γιος αποφασίζουν να μεταβούν στον Χάνδακα για να συνεχίσουν τον αγώνα. Μόλις πληροφορηθούν ότι η επιστροφή στην πόλη είναι σχετικά ασφαλής, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας γυρίζουν στο κατακτημένο Ρέθυμνο. Νέα σελίδα στη ζωή της οικογένειας: οι καιροί αλλάζουν. Ένα δίχτυ μιζέριας απλώνεται στην πόλη και "μαυρίζει τις καρδιές όλων":
Και μέσα σ' αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τη σκοτεινή και αδιέξοδη, την ασφυκτικά καταπιεστική, συμβαίνει το μοιραίο: η 18χρονη πια κόρη των Βλαστών, η Άννα, ερωτεύεται κεραυνοβόλα και παράφορα τον νεαρό γιο, ονόματι Γιουσούφ, της οικογένειας των Τούρκων , η οποία έχει στο μεταξύ εγκατασταθεί στο σπίτι απέναντι από το δικό τους. Τα αισθήματα αποδεικνύονται αμοιβαία. Και οι δύο νέοι εφευρίσκουν με θαυμαστή ευκολία αφορμές και δικαιολογίες για να συναντιούνται και να ανταλλάσσουν "μακρόσυρτα φλογερά φιλιά" αλλά και απόψεις επί παντός σχεδόν του επιστητού.
Η ερωτευμένη Άννα "ξεχειλίζει από ευτυχία" και της φαίνεται, γεγονός που βάζει σε υποψίες τη μητέρα της , Μαρία. Η τελευταία συνειδητά απωθεί αυτές τις υποψίες, μέχρι τη στιγμή που μία έξωθεν μαρτυρία έρχεται να επιβεβαιώσει τον χειρότερο εφιάλτη της μάνας: ο Ανδρέας Μηλιώτης, γόνος αρχοντικής κρητικής οικογένειας, ερωτευμένος εδώ και καιρό με την Άννα, συλλαμβάνει το ζευγαράκι επ' αυτοφώρω, χωρίς όμως να γίνει αντιληπτός. Σε μια ύστατη προσπάθεια να παντρευτεί την Άννα, έστω και με αυτές τις συνθήκες, σπεύδει να ενημερώσει σχετικά τη Μαρία Βλαστού. Το σχέδιό του πετυχαίνει: οι γονείς της Άννας μεθοδεύουν τον γάμο τους.
Η Άννα όμως δεν καταθέτει τα όπλα. Με το πείσμα που τη διακρίνει, αποφασίζει να πάρει την τύχη στα χέρια της: καταφέρνει να ειδοποιήσει τον αγαπημένο της Γιουσούφ, υφαρπάζει τα χρήματα της προίκας της και οι δύο νέοι δραπετεύουν.
Στο σημείο αυτό τελειώνει το πρώτο μέρος της αφήγησης. Το δεύτερο τούς βρίσκει στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα. Παρά τις δυσκολίες, αποκτούν ένα δικό τους εμπορικό, ένα "μαρκαντικό",  με υφάσματα πολίτικα αλλά και βενετσιάνικα, αξιοσέβαστη πελατεία, φίλους και μία υπηρέτρια, την Ανίνα, η οποία αγαπάει την Άννα σαν να ήταν κόρη της. Ο έρωτάς τους δυναμώνει καθημερινά, όμως οι ειρωνικές προσβολές ενός μεθυσμένου χριστιανού, την Τσικνοπέμπτη του 1655, κάνουν το ποτήρι να ξεχειλίσει για τον Γιουσούφ, ο οποίος δεν αντέχει πια να ζει ως "άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας, που όλοι τον υποτιμούν λόγω της φυλής και της θρησκείας στην οποία ανήκει". Έτσι "αρνείται να ζήσει χωρίς να είναι ο εαυτός του" και το ζευγάρι συμφωνεί να μετεγκατασταθεί στη γενέτειρα του Γιουσούφ, την Κωνσταντινούπολη. Λίγα λεπτά όμως πριν από τον απόπλου, η Άννα, για άλλη μια φορά, ορθώνει ανάστημα: αποφασίζει να μην ακολουθήσει τον Γιουσούφ.
Στο μεταξύ η πολιορκία του Χάνδακα συνεχίζεται, καθώς η Γαληνότατη αρνείται πεισματικά να παραδώσει "ένα από τα πολυτιμότερα πετράδια του στέμματός της στην Ανατολή" και "δέχεται περιστασιακή βοήθεια από την υπόλοιπη χριστιανοσύνη".
Ο πατέρας και ο γαμπρός της Άννας έχουν ήδη επιστρέψει στο Ρέθυμνο, όπως και πολλοί άλλοι συντοπίτες τους και η μεγάλη αδελφή της Άννας αποκτά, ύστερα από 11 χρόνια γάμου, ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι που μοιάζει εκπληκτικά στην αγνοούμενη θεία του, την Άννα.
Τρίτο μέρος της αφήγησης, μικρό άλμα στον χρόνο και η 25χρονη πλέον Άννα βρίσκεται στην Κέρκυρα μόνη και έγκυος στο παιδί του Γιουσούφ, που δε θα μάθει ποτέ πως έχει γίνει πατέρας. Αποκτά έναν γιο, τον Γιώργο, και αφοσιώνεται ολόψυχα στο μεγάλωμά του.
Δεκέμβριος του 1661 κι ένας άλλος άντρας εισβάλλει στη ζωή της πρωταγωνίστριας. Αυτή τη φορά είναι γόνος μιας πλούσιας, αριστοκρατικής οικογένειας από τη Βενετία, ο Filippo Malpiero. Ευγενικός, καλοσυνάτος, ώριμος εργένης, κερδίζει τη συμπάθεια και του μικρού Γιώργου και της Ανίνας. Δεν πρόκειται για παράφορο έρωτα. Τώρα είναι "βαθιά αγάπη, απέραντη τρυφερότητα" και ειλικρινής εκτίμηση, τουλάχιστον από την πλευρά της Άννας. Οι δυο τους σύντομα παντρεύονται και αποκτούν έναν δικό τους γιο, τον Alessandro. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της Άννας, τελικά επισκέπτονται τη Βενετία.
Παράλληλα ο Σήφης, ο αδελφός της Άννας, βαριά τραυματισμένος, αφήνει την τελευταία του πνοή στον Χάνδακα, τον Ιούνιο του 1668. Δύο χρόνια μετά ακολουθεί η μητέρα τους. Λίγους μήνες αργότερα ο πατέρας τους. Το Ηράκλειο παραδίδεται στους Οθωμανούς το 1669 και ερημώνει.
Η Θεοδώρα, που στο μεταξύ έχει αποκτήσει και δεύτερη κόρη, μένει χήρα το 1675. Από μια ειρωνεία της τύχης, το ίδιο συμβαίνει εντελώς αναπάντεχα και στην Άννα. Μια αιφνίδια αρρώστια βυθίζει τον άντρα της σε έναν "ήρεμο ύπνο από τον οποίο δεν έμελλε  να ξυπνήσει ποτέ", στερώντας και από τους δύο χρόνια ευτυχίας.
Και η Άννα μένει άλλη μια φορά μόνη. Έχει βέβαια τώρα στο πλευρό της τον "γιο του Τούρκου" και τον "γιο του Βενετού". Θα σας αφήσω να ανακαλύψετε μόνοι σας τι συμβαίνει στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Ήδη αποκάλυψα πολλά.
Κάποτε, στρεφόμενοι στο παρελθόν, επιδιώκαμε να εντοπίσουμε τι ήταν αυτό που μας χώριζε από τους αλλοεθνείς, αλλόθρησκους, αλλόγλωσσους. Σήμερα, που και οι δικές μας κοινωνίες έχουν μετατραπεί σε πολυπολιτισμικά, ετερόκλιτα, γοητευτικά όμως, ψηφιδωτά, αναζητούμε πλέον επίμονα αυτό που μας ενώνει, αυτό που θα μπορούσε να επιτρέψει τη συνύπαρξη, τη συμπόρευση. Για παράδειγμα στα δύο μυθιστορήματα του Ν. Θέμελη, "Αναζήτηση" και "Ανατροπή", συναντάμε ανθρώπους ανοιχτόμυαλους, με διάθεση να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν, να πειραματιστούν, να ρισκάρουν, να πάνε κόντρα στο ρεύμα της εποχής και όχι να περιχαρακωθούν στην ασφάλεια του κοινωνικώς αποδεκτού.
Από την ίδια στόφα, νομίζω, είναι πλασμένη και η πρωταγωνίστρια του δικού μας μυθιστορήματος, η Άννα Βλαστού: ανεξάρτητη, αισιόδοξη, αποφασιστική, διόλου θρησκόληπτη, ευέλικτη, εύστροφη, με επιχειρηματικό δαιμόνιο και εξαιρετικά αποδοτική στις δημόσιες σχέσεις, ανοιχτόκαρδη, πεισματάρα. Αισθησιακή ερωμένη και τρυφερή, φιλόστοργη μανούλα στη συνέχεια. Ευγνώμων για όσα της χαρίστηκαν, ξέρει να εκτιμάει τις απλές χαρές της καθημερινότητας: το απαλό αεράκι, την αλμύρα της θάλασσας, μια βόλτα στα καντούνια της Κέρκυρας, τη μυρωδιά μιας φρεσκοψημένης κολομπίνας ... Δυναμική και δυνατή, έχει μάθει να στηρίζεται στα δικά της πόδια. "Επιμένει πάντοτε να ορίζει μονάχη της τη μοίρα της"(σ. 431). "... λατρεύει την ελευθερία. Δεν αντέχει να της επιβάλλουν οι άλλοι κάτι με το ζόρι" (σ. 442) και κυρίως είναι συνεπής στο δικό της αξιακό σύστημα: "Ποτέ δε θα δεχόταν να αλλάξει και να προδώσει αυτό που πιστεύει, με μόνο αντάλλαγμα να πάει "εκεί που φυσάει ο άνεμος"".(σ. 141).
Στην ουσία αυτό που παθιασμένα διεκδικεί μια ζωή είναι το δικαίωμα να είναι ο εαυτός της. Η Άννα υπερασπίζεται το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, στην ετερότητα, αιώνες πριν ο όρος γίνει της μόδας:
Γύρω της η συγγραφέας κινεί με μαεστρία πολλά ακόμη πρόσωπα που αποκτούν σάρκα και οστά, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, καθώς ο μίτος της αφήγησης ξετυλίγεται σιγά σιγά. Τα πρόσωπα αυτά προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις: αξιωματούχοι, άρχοντες, αλλά και ταπεινοί εργάτες, αγρότες, υπηρέτριες, πλούσιοι και φτωχοί, κατακτητές και κατακτημένοι, μεγάλοι και μικροί. Μια αληθινή τοιχογραφία εποχής. Εντελώς δειγματοληπτικά αναφέρω τον Ανδρέα Μηλιώτη, κρητικό αρχοντόπουλο, μοιραία παρεξηγημένο από όλους, την Ανίνα, υπηρέτρια της Άννας, η οποία της συμπαραστέκεται ως δεύτερη μάνα, την καλοσυνάτη Εβραία Ραχήλ, επιστήθια φίλη της Άννας στην Κέρκυρα, την κακεντρεχή και ζηλόφθονη Αιμιλία Ροδοκανάκη, γυναίκα του εμπόρου που έχει το μαγαζί απέναντι από την Άννα και κυριολεκτικά στάζει χολή σε κάθε ευκαιρία που της παρουσιάζεται.
Η σειρά αφήγησης είναι κατά βάση χρονολογική, με αρκετές όμως αναχρονίες, τόσο αναλήψεις , όσο και προλήψεις. Σε κάθε κεφάλαιο προτάσσεται συγκεκριμένη χωροχρονική ένδειξη. Για παράδειγμα στο πρώτο: "Ρέθυμνο, 30 Απριλίου 1643". Συχνά, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο υπάρχουν χρονικά άλματα. Προκειμένου αυτά να καλυφθούν η συγγραφέας καταφεύγει σε αναλήψεις, σε αναδρομικές αφηγήσεις δηλαδή, οι οποίες φωτίζουν γεγονότα και καταστάσεις που έχουν μεσολαβήσει, αποφεύγοντας έτσι την αφηγηματική μονοτροπία και εντείνοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Άλλοτε πάλι, από το "τώρα" της ιστορίας ανάγεται στο μέλλον για να εκθέσει πράγματα που γνωρίζει ή εικάζει ότι θα συμβούν.
Ο Αφηγητής είναι παντογνώστης, ετεροδιηγητικός. Γνωρίζει και λέει περισσότερα από όσα ξέρει οποιοσδήποτε από τους ήρωες, όπως συνήθως συμβαίνει στο ιστορικό μυθιστόρημα. Μετακινείται με άνεση στον χώρο και τον χρόνο, σχολιάζει, προοικονομεί.
Το συγκεκριμένο ιστορικό μυθιστόρημα στα χέρια της Λ. Σαραντινού δε γίνεται απλά ένα τηλεσκόπιο  για να προσεγγίσουμε κάτι χαμένο στα βάθη του χρόνου. Περισσότερο λειτουργεί ως γέφυρα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν, εκμηδενίζοντας τη χρονική απόσταση. Τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα είναι ούτως ή άλλως διαχρονικά: έρωτας, υπέρβαση ορίων, σεβασμός, αποδοχή, συγχώρεση, εξιλέωση. Στο νου μου έρχεται η φράση του "ακέραιου κυρ Αλέξανδρου", του "περιούσιου Παπαδιαμάντη": " Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό  τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου".
Η Λεύκη προτάσσει της αφήγησής της έναν κατάλογο με τα πρόσωπα που εμφανίζονται, δηλώνοντας με υπογράμμιση ποια υπήρξαν αληθινά ιστορικά πρόσωπα, και επιτάσσει ένα ιστορικό σημείωμα με διευκρινίσεις , καθώς και τις ιστορικές πηγές που αξιοποίησε. Ας κρατήσουμε τη φράση της: "Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι εξ ολοκλήρου φανταστική, αν και θα μπορούσε να είχε συμβεί στ' αλήθεια, όπως γίνεται συνήθως στα βιβλία αυτού του είδους".

Αν η μισή καρδιά της Λεύκης βρίσκεται πλέον στην Κομοτηνή, η άλλη μισή σ' αυτό το βιβλίο περιδιαβαίνει τα σοκάκια της γενέτειράς της, αλλά και του Ηρακλείου, της Κέρκυρας, της Βενετίας τον 17ο αιώνα. Ευχόμαστε μελλοντικά να μοιραστεί μαζί μας κι άλλες τέτοιες περιπλανήσεις της στα καλντερίμια ή τις λεωφόρους της ιστορίας.
    
Σας ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας.

Σοφία Σουβατζόγλου




- Όπως προαναφέρθηκε, αποσπάσματα από το βιβλίο ανέγνωσε η Αρχαιολόγος Νάγια Δαλακούρα. 


















Φωτογραφίες από την εκδήλωση



























Αλέξανδρος Παπαδόπουλος