Ελένη Ανδρέου - Βιβλιοπαρουσίαση στην Κομοτηνή

Στις 4 Μαρτίου 2020, στο Στέκι της Πολιτιστικής Κίνησης Ν. Ροδόπης, σε κλίμα φιλικό σχεδόν οικείο, έγινε η παρουσίαση των δύο βιβλίων της Φιλολόγου και Συγγραφέα από την Ξάνθη Ελένης Ανδρέου.
Με βαθύ πολιτικό στοχασμό στο βιβλίο της "Το ξένο βλέμμα" η Ελένη Ανδρέου παρουσιάζει τη δική της οπτική πάνω στο σύγχρονο ενοποιημένο και ταυτόχρονα βαθιά διχασμένο Βερολίνο, μετά την πτώση του τείχους. 
Γεγονότα του παρελθόντος που συνέβαιναν στην ύπαιθρο της γενέθλιας πόλης, στα χωριά της παραλιακής ζώνης της Ξάνθης και ειδικά στα Άβδηρα αλλά και ηθογραφίες προσώπων καταγράφονται στα δεκατρία διηγήματα που συναποτελούν το βιβλίο με τίτλο "Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος".
Κοινά χαρακτηριστικά των δύο βιβλίων είναι η διεισδυτική, άκρως κριτική και ταυτόχρονα ευαίσθητη ματιά της Ελένης Ανδρέου στα πρόσωπα, στους τόπους και στα γεγονότα και μια γλώσσα πλούσια αναπαραστατική και γοητευτική.
Την οξυδερκή παρουσίαση του βιβλίου "Το ξένο βλέμμα" ανέλαβε η Φιλόλογος Σοφία Σουβατζόγλου με τη συνδρομή της Φοιτήτριας του Τ.Ε.Φ. Δ.Π.Θ. Βιβής Ιακωβάκη. Πλούσιο ήταν το οπτικό υλικό από το σύγχρονο Βερολίνο που προσκόμισε η Σοφία και απολύτως απαραίτητο, για να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα της πόλης και των ανθρώπων της.
Τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος" παρουσίασε με ευχάριστο και ευφρόσυνο τρόπο η Αρχαιολόγος, Μουσειολόγος, Συγγραφέας Δρ. Νάγια Δαλακούρα με τη συνδρομή της Φοιτήτριας του Τ.Ε.Φ. Δ.Π.Θ. Ιωάννας Κατσαρίκα. 
Την ομάδα συμπλήρωναν ο Χρίστος Γρόζος, που ως άνθρωπος του Θεάτρου βοήθησε στην απόδοση των αποσπασμάτων των βιβλίων, η Πολιτικός Μηχανικός Σοφία Πίτατζη, που πρόβαλε τις διαφάνειες και ο Διονύσης Στρακόσια, που επιμελήθηκε τον ήχο.
Στην εισήγηση της Συγγραφέα ξεχωριστή ήταν η στιγμή που προβλήθηκε μια διαφάνεια στην οποία απεικονιζόταν η ίδια με την αγαπημένη της φίλη Ελένη Εφραιμίδου στα 15 τους χρόνια. Όμορφα πρόσωπα, ξένοιαστα χαμόγελα, μάτια λαμπερά, λεπτές σιλουέτες, περίπατος χέρι - χέρι. Δυο κοριτσόπουλα που δεν ήξεραν ακόμη ότι θα γίνουν Συγγραφείς. Και όμως έγιναν. Συνειρμικά ο νους μας πήγε στην Άλκη Ζέη και στην Ζωρζ Σαρή, που γνώρισαν η μια την άλλη στα 12 τους χρόνια και έμειναν αγαπημένες ως το τέλος. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την Ελένη Ανδρέου και την Ελένη Εφραιμίδου. Έγιναν φίλες από την Α’ Γυμνασίου και εξακολουθούν να είναι αχώριστες μέχρι και σήμερα. Έκαναν Φιλολογικές σπουδές και καλλιέργησαν από κοινού ευαισθησίες και ξεχωριστές Λογοτεχνικές ικανότητες. Ας είναι γερές και δημιουργικές.  
Τη συλλογή διηγημάτων "Γκέρα" της Ελένης Εφραιμίδου, που ήταν παρούσα στην εκδήλωση, θα παρουσιάσουμε - κορωνοϊού επιτρέποντος - στις 27 του Μάρτη πάλι εδώ, στο Στέκι της Πολιτιστικής Κίνησης Ν. Ροδόπης και στο πλαίσιο της ενότητας "Νεότερες Θράσσες Συγγραφείς". 
Πανέμορφη εικόνα οι κούκλες της Κατερίνας Δημητριάδου με τις Θρακιώτικες παραδοσιακές στολές, που εκτέθηκαν στη σκηνή της Πολιτιστικής Κίνησης Ν. Ροδόπης. Ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητες. Προϊόν έρευνας, μελέτης και αγάπης για τη γενέθλια γη και την παράδοση τής δημιουργού. Σ’ ευχαριστούμε, Κατερίνα, που έφερες στο εδώ και στο τώρα τον αέρα και τη διαχρονική αρχοντιά της Θρακιώτισσας γυναίκας. Συνέχισε τις καλόγουστες δημιουργίες σου και ευχόμαστε η προσωπική σου συλλογή να στεγαστεί σε θέση περίοπτη σε κάποιο Θρακικό Εθνολογικό Μουσείο.

Δώρα Κάσσα - Παπαδοπούλου
Φιλόλογος  


Εισαγωγικό της Πηνελόπης Καμπάκη - Βουγιουκλή

"Η ενότητα "Νεότερες Θράσσες Συγγραφείς" εγκαινιάστηκε την Άνοιξη του 2019 από την Κοσμητεία Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δ.Π.Θ., ως συμμετοχή μας στον εορτασμό των εκατό χρόνων ελεύθερης Ξάνθης και σκοπό είχε και έχει να συστήσει στο κοινό την πρώτη προσπάθεια από καινούργιες συγγραφείς με κοινό χαρακτηριστικό
α. την ενιαία  Θράκη είτε ως τόπο καταγωγής είτε ως τόπο μόνιμης διαμονής, και
β. τις πρώτες τους ουσιαστικά απόπειρες γραφής πεζογραφίας. 
Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό Θράσσες επιλέχτηκε σε αντιπαραβολή με τον όρο Θρακιώτισσα που το φυλάμε για τη λαογραφία και τη διαλεκτολογία, γιατί έχουμε και τέτοια ενότητα. Οπωσδήποτε, υπάρχουν κι άλλες αξιόλογες γυναίκες συγγραφείς, κάποιες έχουν ήδη παρουσιαστεί άλλες όχι.  Στόχος μας, η συστηματική παρουσίασή τους σε διάφορες πόλεις της Θράκης.  Και φυσικά όχι μόνο γυναίκες αλλά και άνδρες νεότερους συγγραφείς.
Απόψε, αφήνουμε τη Θράκη της καθ’ ημάς Ανατολής, τη λατρεμένη Πόλη της Βίκης Δράκου,  και ερχόμαστε στην καθ’ ημάς Θράκη, εδώ στα βουνά της Ροδόπης και του Θρακικού πελάγους…, στη Θράκη της Μαρώνειας και των Αβδήρων, τη Θράκη των παιδικών και εφηβικών χρόνων της Ελένης Ανδρέου που γιατρεύει την ψυχή της ξενιτεμένης κόρης η οποία μετά την περιπλάνησή της στη γοτθική Γερμανία  της επανένωσης, αποζητά τη γιατρειά από τους δύο κατεξοχήν γιατρούς της ορθόδοξης εκκλησίας… Δεν έχει σημασία η σειρά που γράφτηκαν τα βιβλία… Η εσωτερική σχέση του βλέμματος με την Αγία Παρασκευή συμβολική."    


Εισήγηση της Σοφίας Σουβατζόγλου

"Καλώς ήρθατε στη συντροφιά μας! 
Είναι τιμή και χαρά μας που φιλοξενούμε σήμερα στο Στέκι της Πολιτιστικής τη Θρακιώτισσα Ελένη Ανδρέου. Η συγγραφέας γεννήθηκε στην Ξάνθη. Σπούδασε αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου του Πανεπιστημίου του Dillingen. Ήδη ως φοιτήτρια συμμετείχε σε ανασκαφές στα Άβδηρα. Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο για τρία χρόνια εργάστηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία της Καβάλας. Πήρε μέρος σε ανασκαφές στους Φιλίππους,  καθώς και στη Θάσο. Επίσης στη Σαμοθράκη και, υπό την καθοδήγηση του αείμνηστου Πεντάζου, στη Μαρώνεια. Κατά κύριο λόγο όμως υπηρέτησε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της Ξάνθης. Επί οκτώ χρόνια ήταν αποσπασμένη σε ελληνικά σχολεία της Γερμανίας. Ασχολείται ιδιαίτερα με διασκευές λογοτεχνικών έργων για το θέατρο, έχει γράψει θεατρικούς μονολόγους και κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό τύπο. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δύο βιβλία της: «Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος» το 2007 και το «Ξένο βλέμμα» το 2018. Θα ξεκινήσουμε με το «Ξένο βλέμμα».
Το  περιεχόμενο αυτού του βιβλίου υπήρξε για μένα ένα αφοπλιστικό δέλεαρ.  Ένα βιβλίο για το Βερολίνο, το οποίο, τύχη αγαθή, είχα επισκεφτεί  λίγους μήνες πριν, στα πλαίσια ενός προγράμματος  Erasmus+. Άρχισα αμέσως να συγκεντρώνω και να επανατοποθετώ τις ψηφίδες, οπτικές, ακουστικές, γευστικές, της δικής μου περιδιάβασης, προκειμένου να ξανασυνθέσω το παζλ που ονομάζεται Βερολίνο. Βυθίστηκα με λαχτάρα στην ανάγνωση του βιβλίου και δε με απογοήτευσε. Κάθε άλλο. Μέσα σε δύο 24ωρα το είχα ήδη διαβάσει δύο φορές. Ευχαριστώ εκ των προτέρων την κ. Ανδρέου που μου «έδωσε το ωραίο ταξίδι», ταξίδι του μυαλού και της καρδιάς αυτή τη φορά, της σκέψης και του συναισθήματος. Το πιο ενδιαφέρον και πολύτιμο δηλαδή. 
172 σελίδες κειμένου και ο φιλόλογος μέσα μου αναρωτιέται σε ποιο κειμενικό είδος να τις εντάξει: ταξιδιωτικές εντυπώσεις, στοχαστικό δοκίμιο, πολιτική πραγματεία, ημερολογιακή καταγραφή, εσωτερικός μονόλογος και προσωπική ενδοσκόπηση; Κάτι από όλα αυτά. Ίσως και άλλα που μου διαφεύγουν. Όλα πάντως με ένα εξαίσιο γλωσσικό ένδυμα: Με στέρεη γνώση των ελληνικών και αιφνιδιαστικά, πλην γοητευτικά, πετάγματα στις «συναστρίες των λέξεων». Μια αφήγηση που σε έλκει στην αγκαλιά της, σε εμπλέκει, σε συνεπαίρνει. Σίγουρα πάντως δε σε αφήνει αδιάφορο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η κ. Ανδρέου επισκέφτηκε το Βερολίνο «πολύ αργά», σύμφωνα με δική της δήλωση. Στη ζωή της; Στη ζωή του; Μάλλον και τα δύο. «Πολύ αργά» πάντως: Επιρρηματικό σύνολο που γίνεται και τίτλος για το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της. Κατά μόνας αρχικά, οργανωμένα στη συνέχεια, για μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, με συγκεκριμένα ή ασαφή κίνητρα, στόχους και προσδοκίες, ξανά και ξανά, ώσπου αποσπάστηκε στο Ελληνικό Λύκειο του Βερολίνου για έναν χρόνο. Είχε μάλιστα προηγηθεί απόσπαση στο Μόναχο. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα βλέμμα, που, αν και «ξένο», είναι «φιλοπερίεργο, διερευνητικό, ανήσυχο» και έχει τη δυνατότητα να δει, να παρατηρήσει, τουλάχιστον για έναν χρόνο, εκ του σύνεγγυς, εκ των ένδον.
Βρισκόμαστε στο σχολικό έτος 2006 – 2007. Υπάρχει ήδη αγαπημένο στέκι, ένα συμπαθητικό καφέ, από αυτά που «γλυκαίνουν τον ουρανίσκο σου και την ψυχή σου». Οι πρώτες εντυπώσεις ωστόσο που καταγράφει η αφηγήτρια δημιουργούν έναν κόμπο στο στομάχι. Είναι η θλιβερή καθημερινότητα της ανέχειας, επιτήδεια «καμουφλαρισμένη πίσω από τη λαμπρή μνημειακή εικόνα του ιστορικού κέντρου»: ένας «συλλέκτης αποτσίγαρων» που διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του, ένα παιδί που γλείφει ένα πεταμένο καπάκι από παγωτό, οι «άνθρωποι – ψησταριές» στον σταθμό της Alexanderplatz, οι γερασμένοι βορειοβιετναμέζοι στα υπόγεια ανθοπωλεία, η αφίσα σε υπόγειο σταθμό που υπενθυμίζει: «ένα στα πέντε παιδιά ζουν στη φτώχεια». Και λίγο παρά πέρα, «ο υπέρτατος βωμός του καταναλωτισμού», τα γνωστά πολυκαταστήματα KADEVE. 
Σκαλίζω τις δικές μου αναμνήσεις. Έρχονται στο νου μου εικόνες ανθρώπων στους υπόγειους σταθμούς, παραδομένων στην επήρεια του αλκοόλ, παρατημένων σα να ήταν σάκοι με ενοχλητικά σκουπίδια. Κι άλλες, με άστεγους σε γωνιές των δρόμων, πάνω σε χαρτόκουτα. Βέβαια συνυπάρχουν με εικόνες από το Νησί των Μουσείων, τη Λεωφόρο κάτω από τις Φλαμουριές, την Πύλη του Βραδεμβούργου, τον ποταμό Σπρέε, τον υπέροχο βερολινέζικο ουρανό, την παραμυθένια συνοικία του Αγ. Νικολάου και τόσα άλλα. Φτώχεια και ευζωία, κοινωνικός αποκλεισμός και χλιδή.
Εύλογο προκύπτει το ερώτημα: τι προκάλεσε αυτή την τραγική αντίφαση; Ή,  όπως το θέτει η κ. Ανδρέου, «πώς είναι δυνατόν ένας λαός τόσο δυνατός, έξυπνος, εργατικός, δημιουργικός όπως οι Γερμανοί, να μπλέχτηκε στα δίχτυα του Χίτλερ;». Η απορία αυτή ταλάνισε κατ’ επανάληψη και τη δική μου σκέψη, παρέα με τη δίδυμη αδελφή της: Πώς είναι δυνατόν μια πόλη τόσο «ανοιχτή» και ανεκτική, τόσο γοητευτικά πολύχρωμη και πολυπολιτισμική, όσο είναι το Βερολίνο σήμερα, να υπήρξε στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν μια πόλη, στην οποία κάθε είδους διαφορετικοί καταδιώχτηκαν, βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν μαζικά, με τους πιο διεστραμμένους, τους πιο ανατριχιαστικούς τρόπους που μπορεί να επινοήσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος; Η απάντηση της κ. Ανδρέου περιλαμβάνει, όσον αφορά στο α΄ ερώτημα, τρία σημεία: «Ταπεινωτικό τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αδυναμίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οικονομική κρίση και πληθωρισμός». 
Ξαναγυρίζω  στις δικές μου αναμνήσεις. Το Βερολίνο εν έτει 2019 είναι ένα απέραντο εργοτάξιο: συνεργεία, γερανοί, παραπετάσματα που καλύπτουν τις προσόψεις των υπό διαμόρφωση κτηρίων, παντού γύρω. Ένα «μεγαλόπνοο σχέδιο ανάπλασης της πόλης» σημειώνει και η κ. Ανδρέου, «έτοιμο να θυσιάσει κομμάτια της σύγχρονης πόλης και του σχετικά πρόσφατου ανατολικού παρελθόντος της, προκειμένου να αναδείξει τη μεσαιωνική της μορφή». Η διαπίστωση ισχύει και σήμερα.
«Δεν είναι εύκολο για το Βερολίνο …. Το Μέγαρο της Δημοκρατίας, της ΛΔΓ», σελ 70
«Προς το παρόν αυτό που καταλαβαίνω … μέσα από τη μουσειοποίηση», σελ 70-71
Πράγματι, το Ολοκαύτωμα είναι πανταχού παρόν μέσα στην πόλη: Τοπογραφία του τρόμου, Εβραϊκό Μουσείο, Νέα Συναγωγή, Μνημείο του Ολοκαυτώματος. Ακούστε ενδεικτικά πώς περιγράφει η κ. Ανδρέου το τελευταίο:
«Αποτελείται από 2.711 μπετονένια μπλοκ … τέλος στη δράση του», σελ. 69-70
Ένα μνημείο που και προσωπικά με συγκίνησε απρόσμενα είναι το γλυπτό στο κτήριο της Νέας Φρουράς, κτήριο αφιερωμένο σε όλα τα θύματα του πολέμου και της δικτατορίας. Πρόκειται για ένα «μπρούντζινο αντίγραφο γλυπτού έργου της Καίτε Κόλβιτς», για μία «Μητέρα με τον νεκρό γιο της», μία σύγχρονη Pieta. Με αφορμή αυτό το γλυπτό, η κ. Ανδρέου μάς συστήνει τη γλύπτρια και χαράκτρια Καίτε Κόλβιτς, πρώτη γυναίκα, εκλεγμένο μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών, την οποία πολύ εύστοχα παραλληλίζει με τις δικές μας χαράκτριες Βάσω Κατράκη και Άννα Κινδύνη. Μια γυναίκα που με τη ζωή και το έργο της απέδειξε «πώς ο ναζισμός συνέτριψε τις ζωές των ανθρώπων και εντός της Γερμανίας». 7.000.000 Γερμανοί, «θύματα στο βωμό των επιθυμιών του Φύρερ τους», μας υπενθυμίζει η συγγραφέας λίγο παρακάτω.
Αυτή λοιπόν είναι η μία πληγή. Ο πόλεμος, το Ολοκαύτωμα. Η άλλη, ανεπούλωτη ακόμα, ανοιχτή, είναι το «τείχος της ντροπής» για τους δυτικογερμανούς, το «αντιφασιστικό τείχος προστασίας» για την ανατολικογερμανική κυβέρνηση και βέβαια η διχοτόμηση που έφερε. Σύμβολο διαίρεσης για ολόκληρη την Ευρώπη, χώρισε αιφνιδιαστικά μια πόλη στα δύο. Οικογένειες  στα δύο. Οι Ανατολικοί και οι Δυτικοί. Με θλίψη αναλογίζομαι πόσο ανησυχητικά επίκαιρα παραμένουν τα κάθε είδους «τείχη» και στη δική μας εποχή.
Ξεχώρισα το κεφάλαιο με τον τίτλο «Το σαράκι». Έτσι ονομάζεται ένα μικρό μπαρ που συναντά η συγγραφέας καθημερινά φεύγοντας από το σπίτι της. Μια «παρακμιακή τρύπα», όπου συχνάζουν «μεγαλόσωμοι εξηντάρηδες» που «σπάνια ανταλλάσσουν κάποια λέξη μεταξύ τους». Γράφει σχετικά:
«Επιστρέφω ωστόσο στους πότες … για λογαριασμό άλλων», σελ. 52
Σκεφτείτε ωστόσο πόσοι άνθρωποι έχασαν τις δουλειές, τις οικογένειες, τις ζωές τους, επειδή έτυχε να βρίσκονται στο λάθος τμήμα την ώρα που ερήμην τους υψώνονταν διαχωριστικά αγκαθωτά συρματοπλέγματα την αυγή της 13 Αυγούστου 1961 και στη συνέχεια μία σύνθετη στρατιωτική κατασκευή, η οποία περιείχε δύο τείχη ύψους 3,6 μέτρων με διάδρομο περιπολίας, 302 παρατηρητήρια και συστήματα συναγερμού, 14.000 φύλακες, 600 σκυλιά και καλωδιωτά πλέγματα.
«Ποιος μπορεί να διανοηθεί την παράνοια … στον συγκεκριμένο τόπο», σελ.55-56 
Στάζι: άλλη μία μελανή σελίδα. Ζόφος και τρομοκρατία. «Ένας χαφιές για κάθε έξι πολίτες», τη στιγμή που «ένα πράκτορας της Γκεστάπο  αντιστοιχούσε σε 20.000 πολίτες»
«Η Στάζι από την ίδρυσή της το 1950 … μήκος 180 χιλιομέτρων», σελ.85-6
Μου έρχονται στο νου εικόνες από την ταινία «Οι ζωές των άλλων». Ένα σύστημα παρακολούθησης οργουελικής έμπνευσης που σοκάρει και σήμερα. Ένα σύστημα που παραβιάζει  βάναυσα κάθε έννοια  προσωπικής ζωής και ατομικής ελευθερίας. 
Ακολουθεί η πτώση του τείχους, το 1989, και η πολυπόθητη επανένωση. Είναι όμως ένωση πραγματική ή μήπως προσάρτηση, συγχώνευση, υποταγή; «Τρία εκατομμύρια ανατολικογερμανοί έμειναν άνεργοι». Η επαγγελματική τους εκπαίδευση και η προηγούμενη εργασιακή τους εμπειρία δεν αναγνωρίζεται. Οι αμοιβές τους είναι οι πιο χαμηλές. Τα προβλήματα στη γερμανική οικονομία αλλά και στην κοινωνική συνοχή του κράτους εντείνονται.
Και τα περίφημα αρχεία της Στάζι; Έπρεπε να καταστραφούν, να ανοιχτούν ύστερα από 50 χρόνια ή αμέσως; Έγιναν και τα τρία. Όσοι φάκελοι αφορούσαν τους πολίτες της ανατολικής Γερμανίας έγιναν προσβάσιμοι, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούσαν. Ο δικός μας ξεναγός στο Βερολίνο, τον Οκτώβριο του 2019, μας πληροφόρησε ότι ελάχιστοι ήταν αυτοί που θέλησαν να τους δουν. Κι αλήθεια, ας αναλογιστούμε πόσο εύκολο είναι να έρχεσαι αντιμέτωπος με το γεγονός ότι ο αγαπημένος σου, ο καλύτερος σου φίλος, ο γείτονας, ο συνάδελφος έπαιξαν το ρόλο του Μεγάλου Αδελφού, σε κατέδωσαν.
«Πηχτό και γλοιώδες κάθεται …πάλι ψέμα … φτάνει», σελ 90-91
Γι΄ αυτό και τελικά η συγγραφέας σιγά σιγά συμπαθεί τους θαμώνες του μπαρ, για το οποίο μιλούσαμε πρωτύτερα, κι αρχίζει να αφουγκράζεται «το τρίξιμο της ψυχής τους», το σαράκι που τους τρώει τα σωθικά.
Γι΄ αυτό και πολύ γρήγορα συμπαθεί τον ιδιόρρυθμο, αγέλαστο ανατολικογερμανό, 45άρη γείτονά της. Του αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο και τον ονομάζει «τρύπιο άνθρωπο», επειδή «οι τρύπες είναι η άμυνά του. Τα πάντα μπορούν να τον διαπερνούν χωρίς να τον αγγίζουν».
Γι΄ αυτό ίσως πλάθεται και χρησιμοποιείται ευρύτατα ένας τόσο ενδιαφέρων νεολογισμός: Ostalgie, από τις λέξεις Ost =Ανατολή και Nostalgie=Νοσταλγία. Άλγος για νόστο στο ανατολικογερμανικό παρελθόν, για την καθημερινότητα της ΛΔΓ, που από τη μία στιγμή στην άλλη έγινε μουσειακό έκθεμα, βορά στα αδηφάγα βλέμματα αδιάκριτων, ακάλεστων επισκεπτών. Σκηνές από την ταινία «Goodbye Lenin» ξαναζωντανεύουν μπροστά μου.
Το Βερολίνο όμως δεν είναι μόνο φαντάσματα και πυορρούσες πληγές. Είναι και τέχνη, καλλιτεχνική πρωτοπορία και έκφραση, μουσεία, πινακοθήκες, όπερες, φιλαρμονικές. Είναι η Μέκκα του γκράφιτι και της τέχνης του δρόμου. Ύστερα από μια τέτοια «επέλαση» πολιτιστικού και περιηγητικού περιεχομένου στην πόλη είναι που πυροδοτείται ένα παλιό προσωπικό σαράκι της κ. Ανδρέου: η επιθυμία της γραφής Την ενεργοποιεί ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο διαμέρισμα λόγω της απειλής έλευσης ενός τυφώνα που ακούει στο όνομα Κύριλλος. Έτσι αρχίζει η καταβύθιση στην παιδική ηλικία, στην αληθινή πατρίδα, στη γενέτειρα, στις αναμνήσεις. Έτσι γεννιέται το βιβλίο «Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος», για το οποίο θα σας μιλήσει στη συνέχεια η Νάγια.
Επιστρέφω όμως στο Βερολίνο του 21ου αιώνα, που εκτός από καλλιτεχνική πρωτοπορία, διαθέτει επίσης μια από τις πιο δραστήριες gay κοινότητες της Ευρώπης. Η gay pride παρέλαση, την οποία παρακολουθεί η συγγραφέας, μια «προκλητική μασκαράτα», κατά τα λεγόμενά της, σηματοδοτεί «την ώρα της εξωστρέφειας, της προκλητικής έκθεσης μιας επιλεγμένης ταυτότητας». Εδώ μπορείς πλέον να είσαι ο εαυτός σου. Στη μητρόπολη που άλλοτε ο διαφορετικός ήταν αυτόχρημα και αποδιοπομπαίος τράγος, βδέλυγμα. Το σύνθημα που πλέον κυριαρχεί σε αφίσες και έντυπα, διαπιστώνει η κ. Ανδρέου, είναι πως «η ποικιλία είναι καλή».
«Η Γερμανία φαίνεται μάλιστα … τα σαρώνει όλα!», σελ. 136-7
Ακολουθεί το κεφάλαιο «το ξένο βλέμμα» που γίνεται τίτλος και για όλο το βιβλίο. Σ΄ αυτό η κ. Ανδρέου επιχειρεί έναν απολογισμό, καθώς η ώρα του αποχωρισμού πλησιάζει. «Ψίθυροι σαγήνης» από τη μια και από την άλλη η διαπίστωση «θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι είναι και άσχημο (το Βερολίνο). Μια γκρίζα μεγάλη γερασμένη πόλη». 
Ο Μαρσέλ Προυστ υποστήριξε πως «Το πραγματικό ταξίδι της ανακάλυψης δεν συνίσταται στην αναζήτηση νέων τόπων, αλλά στην απόκτηση νέας οπτικής». Τι κι αν το βλέμμα είναι  μεροληπτικό, μυωπικό, γενικευτικό, αυθαίρετο; Ένα «ξένο βλέμμα». Εκεί βρίσκεται όλη η γοητεία. Στην υποκειμενικότητα, στην προσωπική προσέγγιση, στην ποικιλομορφία. Άλλωστε «κάθε τέλειος ταξιδευτής πάντα δημιουργεί τη χώρα στην οποία ταξιδεύει». Και βέβαια επαναδημιουργεί τον εαυτό του. Όπως το θέτει η κ. Ανδρέου, «εν τέλει ό,τι βλέπει το ξένο βλέμμα είναι μόνο ένα μικρό μέρος αυτού που βλέπει και περισσότερο μέρος του εαυτού του. Το ξένο βλέμμα, περιγράφοντας τα έξωθεν, εν πολλοίς περιγράφει τον ίδιο τον εαυτό του, εννοείται σε πλήρη ασυνειδησία».
Το τελευταίο κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Έχω ακόμα μία βαλίτσα στο  Βερολίνο». Τυχαίος τίτλος; Ασφαλώς όχι. Δηλωτικός μάλλον της επιθυμίας για επιστροφή. Σας το εύχομαι ολόψυχα.
Το βιβλίο κλείνει με ένα πολύ ενδιαφέρον επίμετρο. Η κ. Ανδρέου επιστρέφει στην Ελλάδα το 2008, παραμονές του οικονομικού Αρμαγεδδώνα που θα ακολουθήσει. Ό,τι προκαλούσε τον κόμπο στο στομάχι στο Βερολίνο, γίνεται πλέον καθημερινότητα στην Ελλάδα. Βίοι παράλληλοι …
Κι ωστόσο η συγγραφέας επιλέγει να κλείσει με αισιοδοξία. Πέρα και πάνω από όλα τα ανησυχητικά που ακούσατε υπάρχει πάντα το «χαμογελαστό πρόσωπο της ενωμένης σε ανθρώπινο επίπεδο Ευρώπης». Με την προϋπόθεση βέβαια ότι δε θα επιτρέψουμε να χαθεί.
Κι όσο για το Βερολίνο, θα συμφωνήσω πως «δεν τελειώνεις εύκολα μαζί του». Επιλέγω να κρατήσω και γω το «ανοιχτό» και ανεκτικό Βερολίνο, το πολύχρωμο και πολύβουο, όπου ένας Καναδός μεταπτυχιακός φοιτητής μπορεί να μυεί, στην  αγγλική γλώσσα, επισκέπτες, κυριολεκτικά από τα πέρατα της γης, στην εναλλακτική όψη της πόλης. Το Βερολίνο της καλλιτεχνικής έκφρασης και ανησυχίας. Το Βερολίνο, υπαίθρια γκαλερί που σε γητεύει. Το Βερολίνο - εργοτάξιο που αναδομείται και επαναπροσδιορίζεται. Τα φαντάσματα του παρελθόντος βέβαια, έτσι και «μετακομίσουν μέσα σου», σε στοιχειώνουν για πάντα. Και το Βερολίνο δεν παύει να είναι μια «πόλη που κοιτάζεται στον καθρέφτη και καταριέται το είδωλό της», μεφιστοφελική ίσως, πρωτεϊκή σίγουρα, αενάως μεταβαλλόμενη.

Η κ. Ανδρέου συλλαβίζει με αργά αλλά σταθερά βήματα το αλφαβητάρι της πόλης, για να μας παραδώσει συντεταγμένο το δικό της βιβλίο του Βερολίνου, το δικό της  πορτραίτο της γερμανικής ψυχής και νοοτροπίας. Ο Πέρσης ποιητής Σααντί έγραψε πως «ένας ταξιδιώτης χωρίς παρατηρητικότητα είναι όπως ένα πουλί χωρίς φτερά». Από αυτή την άποψη, η κ. Ανδρέου είναι άλμπατρος, «ρήγισσα τ΄ ουρανού» και θα ήθελα για μια ακόμη φορά να την ευχαριστήσω για το «ωραίο ταξίδι». Εύχομαι να δημιουργήθηκε και σε σας μια κάποια ταξιδιάρικη διάθεση, σε πείσμα των αντίξοων συνθηκών των τελευταίων ημερών. 
Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υπομονή σας."


Εισήγηση της Νάγιας Δαλακούρα

"Επίκληση στις δυνατότητες της μνήμης που λουφάζει, γιατί αρνείται να ταραχτεί και να ταράξει ανασύροντας όλα τα αυθαίρετα, τους καταπατητές και τα καταπατημένα. Τελικά και η ίδια η αυθαιρετούσα εκδικείται... Μια βουτιά στα ρηχά· στα βαθιά ποιος αντέχει;
Με τον τρόπο αυτό μας εισάγει η συγγραφέας στον κόσμο των διηγημάτων της, τον κόσμο της μνημοσύνης. Σε έναν κόσμο, όπου οι θύμησες στενάζουν για να βγουν από το σεντούκι της λήθης. Όχι γιατί δυσφορούν, αλλά  γιατί η μνήμη είναι εκείνη που δίνει ανάσα ζωής σε όσους αμελούν να την τιμήσουν. 
Ο χρόνος των κειμένων είναι παρελθοντικός, η μεταπολεμική Ελλάδα. Η εποχή της φτώχιας και του συντηρητισμού. Εμείς οι Θρακιώτες, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της Ελένης Ανδρέου μπορούμε εύκολα να μεταφερθούμε στις ακτές της Ξάνθης, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν ο κόσμος εγκαταλείπει την πόλη και αναζητά τη δροσιά των θρακικών παραλίων - είναι καλοκαίρι λοιπόν κι επιστρέφω. Διάλεξα να επιστρέψω καλοκαίρι, για την καταλυτική δύναμη της θάλασσας που σου επιβάλλεται με την ομορφιά της και σε πλανεύει και σε κάνει να λησμονείς γράφει η συγγραφέας και δεν αφήνει αμφιβολία ότι η θάλασσα είναι σημείο αναφοράς της. Σε ένα πανηγύρι λοιπόν που γίνεται κάθε Ιούλιο στο λιμανάκι των Αβδήρων, δίπλα στον Αρχαιολογικό του χώρο, αλλά και μέσα στο χωριό, τιμώντας τους δύο προστάτες Αγίους του και συγκεντρώνοντας πλήθος κόσμου από τη γύρω περιοχή επικεντρώνονται τα περισσότερα από τα διηγήματα του βιβλίου. 
Θαυματουργή η Αγία Παρασκευή, ιαματικός ο Άγιος Παντελεήμονας. Οι Άγιοι προστάτες εμφανείς στα διηγήματα, διαδρούν με αυτά και τα ενώνουν, προσδιορίζοντας με σαφήνεια τον χώρο, τον χρόνο, τις αισθήσεις και τις παραισθήσεις των ανθρώπων. Οι γιορτές τους σηματοδοτούν και συνδέονται με τις μνήμες και τις πράξεις των ανθρώπων. Ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί; Λαϊκοί, έμποροι, αγρότες, νοικοκυρές, χαρτοπαίκτες, παραθεριστές και χωρικοί, προσκυνητές και γυρολόγοι, ζωντανοί μα και νεκροί. Μια ηθογραφία ενός τόπου πληθωρικού. Σεργιανούν στον τόπο αυτό ανέμελοι, μα είναι γεμάτοι έγνοιες. Στους φτωχούς, βλέπετε, τα χρόνια περνούν αργά και δύσκολα, πιστεύει η συγγραφέας. Ο κύκλος της ζωής τους βασισμένος στον κύκλο του χρόνου, όπου το καλοκαίρι σηματοδοτεί τη ζωντάνια και ο χειμώνας την ερημιά. Μακριά ζεστά καλοκαίρια, σύντομοι λασπωμένοι χειμώνες. Μυρωδιές, γεύσεις, αχούρια αλλά και παστρικά αρχοντικά, ανεκπλήρωτοι έρωτες, συναντήσεις στα καφενεία του χωριού, καθημερινά τελετουργικά, προσευχές, θαύματα, παραδόσεις, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, μόχθοι και φτώχια. Βαρέλια με παστές σαρδέλες, τυριά, ελιές, λικουρίνοι, ζαχαρωτά, καφέδες και ποτά. Χωματόδρομοι, βοϊδάμαξες, αντίσκηνα στην άμμο, αέρηδες, γαϊδούρια, μηχανάκια, μπουγάδες, κορίτσια και αγόρια, χήρες, κληρικοί, μάγκες, συνυπάρχουν όλα σε ένα παιχνίδι με τον τόπο, το ΤΟΠΙΟ, ο οποίος αφυπνίζει έναν άλλο τόπο, τον εσωτερικό, εκείνον του εαυτού μας. 
Αναμετρήσεις με το παρελθόν που πονάει μα  γλυκαίνει κιόλας – εκεί, εκεί θα πάω! Στα πιο αγαπημένα μέρη των παιδικών μου χρόνων. Θα είναι γλυκά και όμορφα από εκεί να ξεκινήσει η επιστροφή μου, γράφει η Ελένη Ανδρέου και παρακινεί κι εμάς ακούσια να επιστρέψουμε και στα δικά μας μέρη, εκείνα τα αγαπημένα στα οποία ανατρέχουμε όταν έχουμε ανάγκη από ανεμελιά. Καμιά φορά η μνήμη της Ελένης Ανδρέου πονάει, δεν αντέχεται, και άλλες φορές γίνεται νοσταλγική, εξιδανικεύεται. Θυμίζει ένα προσκύνημα στα παιδικά μας χρόνια. Είναι γιατί η παιδική ηλικία είναι πιο γλυκιά ή  γιατί η εποχή της απλότητας έχει τελειώσει οριστικά; Όπως και να ΄χει, η μνήμη της Ελένης μπορεί να διαμαρτύρεται, ωστόσο δίνει τη δυνατότητα του επαναπροσδιορισμού. Και αυτή η μνήμη είναι τόσο ατομική όσο και συλλογική. 
Τα δεκατρία διηγήματα του βιβλίου «Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος» είναι παραστατικά, εικονοπλαστικά, ανθρωποκεντρικά, διασκεδαστικά και σίγουρα θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί για οποιοδήποτε επαρχία της Ελλάδας. Η συγγραφέας διακωμωδεί, αλλά παράλληλα συμπονεί τη μοιρολατρεία και το δράμα των ανθρώπων της εποχής εκείνης, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό τους δεν διστάζουν να μετατρέψουν γεγονότα σε μυστήρια. 
Η αφήγηση των διηγημάτων είναι συναρπαστική. Γραμμένη σε μια γλώσσα καθαρή, γλαφυρή, σε παίρνει από το χέρι και σε βουτάει στον κόσμο των ηρώων της. Η επίγευσή τους; Γλυκιά. Σαν τη μνήμη. Ανεκπλήρωτος ή εκπληρωμένος ο νόστος τελικά; Ένα είναι το μόνο σίγουρο, ότι η μνήμη είναι καθαρτήρια."


Εισήγηση της Ελένης Ανδρέου

"Είναι πολύ μεγάλη η χαρά μου για την τιμή που μου γίνεται απόψε στην όμορφη Κομοτηνή, από την οποία έχω πολλές και μόνο όμορφες αναμνήσεις. Η πρώτη σημαντική για τη ζωή μου ανάμνηση από την πόλη ανάγεται πολύ παλιά, στο 1966, όταν στην Κομοτηνή βρισκόταν το μοναδικό εξεταστικό κέντρο σε όλη τη Θράκη για τις εξετάσεις του ακαδημαϊκού απολυτηρίου που στην ουσία ήταν ο δρόμος για την είσοδό μας στην ανώτατη εκπαίδευση. Ένα μεγάλο πλήθος νεολαίας είχε συρρεύσει τότε στην πόλη από όλα τα σημεία της Θράκης και είχε κατακλύσει τα ξενοδοχεία και πολλά σπίτια που φιλοξενούσαν ένα ή και περισσότερα παιδιά. Κι ενώ τις μέρες εκείνες έπρεπε να καταναλώνουμε όλη την ενέργειά μας για κάποιο καλό αποτέλεσμα, η πίεση των εξετάσεων αλλά και η πρωτοφανής για μας εμπειρία να βρισκόμαστε μακριά από τα σπίτια μας, μας ωθούσε σε κάποιες «επαναστατικές» ενέργειες (για την εποχή), όπως π.χ. ενώ την επομένη θα εξεταζόμασταν στα μαθηματικά, τη φυσική και τη χημεία, πράγμα δύσκολο για όσους ακολουθούσαμε τη θεωρητική κατεύθυνση, κάποιες βραδιές ήμασταν τόσο πιεσμένοι που κάναμε μικρές αποδράσεις σε κάποιο υπαίθριο κέντρο με μουσική, κουβεντούλα και αναψυκτικό μέχρι αργά το βράδυ. Εκείνες οι βραδιές ακόμα και σήμερα δροσίζουν την ψυχή μου, όταν τις ανακαλώ.
Αργότερα τέλη της δεκαετίας του ’60 και αρχές του ’70 θυμάμαι να επισκέπτομαι με την οικογένειά μου συχνά κάποια χαλκωματάδικα όπου ανακαλύπταμε και αγοράζαμε υπέροχα παλιά χάλκινα και μπρούτζινα αντικείμενα, κύπελλα, πιάτα, δίσκους, σινιά με εγχάρακτη διακόσμηση. Μετά, στα χρόνια της υπηρεσίας μου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην πόλη σας παρακολούθησα μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα επιμορφωτικά σεμινάρια (υπήρχε τότε ένας σχολικός σύμβουλος και μία φιλόλογος νομίζω, δυναμικό και πρωτοποριακό δίδυμο, που πρωτοστατούσαν στην οργάνωση αυτών των σεμιναρίων. Δυστυχώς δεν θυμάμαι πια τα ονόματά τους· ίσως κάποιοι από σας να γνωρίζετε σε ποιους αναφέρομαι).
Από τότε η Κομοτηνή πέτυχε μια αξιοζήλευτη πολιτιστική ανάπτυξη που η ακτινοβολία και η επιρροή της εκτείνεται πολύ πέραν των ορίων της. Σας ευχαριστώ πολύ λοιπόν όλους που μου δίνετε την ευκαιρία με την παρουσίαση των βιβλίων μου να γίνω κοινωνός στην πολιτιστική σας κίνηση

Επειδή συχνά τίθεται το ερώτημα σε όσους γράφουν, τι τους οδήγησε στη συγγραφή και ποια τα κίνητρά τους για τη συγγραφή των βιβλίων τους, θα πω δυο λόγια και για τα δύο βιβλία μου και ίσως προλάβω κάποιες ερωτήσεις... Τώρα που έχει μεσολαβήσει πια αρκετός καιρός από τη συγγραφή και των δύο βιβλίων, συνειδητοποιώ το εξής παράδοξο. Και τα δυο βιβλία μου γράφηκαν κάτω από την πίεση μιας ισχυρής αμφίδρομης νοσταλγίας. Το 2007 και ενώ ήμουν αποσπασμένη στο Βερολίνο, γράφηκε το «Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος», ως μία επιστροφή στην τοπιογραφία της παιδικής μου ηλικίας και μεταξύ 2014-2015, ενώ βρισκόμουν πια στην Ελλάδα και ζούσα μεταξύ Ξάνθης και Αθήνας, γράφηκε το «Ξένο Βλέμμα», ως μια ανάκληση της εμπειρίας μου από το Βερολίνο.
Ωστόσο εκ των υστέρων επίσης διαπιστώνω ότι υπάρχει και ένα άλλο κοινό κεντρικό θέμα που με υποκινεί συγγραφικά και στα δύο βιβλία: Ο χαμένος τόπος.
Στο πρώτο βιβλίο ο χαμένος τόπος των παιδικών μου χρόνων και χιλιάδων Ξανθιωτών που περνούσαν εκεί τα καλοκαίρια τους, τα Άβδηρα, στο δεύτερο βιβλίο ο χαμένος τόπος των Ανατολικογερμανών που βίαια χάθηκε μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών.

Στο «Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος» αναζητώ τον παράδεισο των παιδικών μου χρόνων. Ο παράδεισος αυτός ήταν μικρός και περιελάμβανε μια μικρή λωρίδα αμμουδιάς δίπλα στο κύμα, μια μικρή ήρεμη θάλασσα ανάμεσα στους βραχίονες του αρχαίου λιμανιού, που εμείς ονομάζαμε βραχάκια. Τα βραχάκια με κάποιο τρόπο οριοθετούσαν τις παιδικές μας δραστηριότητες. Εκεί, 10-15 μέτρα μακριά από το κύμα, τα καλοκαίρια οι Ξανθιώτες έστηναν τα αυτοσχέδια αντίσκηνά τους και σαν νομάδες κουβαλούσαν με λεωφορεία και φορτηγά το νοικοκυριό τους (δεν υπήρχαν τότε έπιπλα εξοχής) για να ξεκαλοκαιριάσουν. Δίπλα στον αρχαίο λόγο, τον Καλέ, μας συντρόφευαν τα αρχαία τείχη και η Πανσέληνος όταν κατρακυλούσε πάνω τους, ήταν από τις πιο υπέροχες καλοκαιρινές εικόνες. Τριγύρω κήποι και μποστάνια μας προμήθευαν με τους πλούσιους καρπούς της γης. Λίγο πιο πέρα ήταν μια αρχαία πηγή νερού. Πάνω της, για περισσότερα από 150 χρόνια ήταν στημένα το αντλιοστάσιο, μια ψηλή δεξαμενή νερού, το πηγάδι με την τουλούμπα, και μία μεγάλη ποτίστρα για τα ζώα…
Ξαφνικά όλα αυτά χάθηκαν, στο όνομα της προόδου. Οι Αβδηρίτες απαίτησαν για τον τόπο τους λιμάνι… και εγένετο! Η αμμουδιά μπαζώθηκε κάτω από τόνους τσιμέντου. Η ρηχή όμορφη θάλασσά μας εκσκάφτηκε και βάθυνε. Τεράστιοι βραχίονες από μπετόν την αγκάλιασαν…
Η αρχαιολογική υπηρεσία αργότερα σάρωσε τους κήπους και τα μποστάνια, γκρέμισε το αντλιοστάσιο, τη δεξαμενή και την ποτίστρα, στο όνομα κάποιους ευπρεπισμού του περιβάλλοντος του αρχαιολογικού χώρου καθώς και για να κάνει πάρκινγκ για τους επισκέπτες…
Για μένα το τραύμα ήταν βαθύ! Για πολλά χρόνια δεν άντεχα να πάω ούτε για ένα περίπατο στον τόπο αυτό που είχε γίνει ξένος για μένα. (Η αλήθεια είναι ότι αυτό το αίσθημα αποξένωσης νομίζω ότι δεν θα το ξεπεράσω ποτέ). Το ίδιο έχω ακούσει και από πολλούς άλλους Ξανθιώτες, που αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο «Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος», με σταματούσαν στο δρόμο ή μου τηλεφωνούσαν για να μου περιγράψουν ανάλογα δικά τους συναισθήματα.

Πώς έγραψα το πρώτο βιβλίο: Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος.
Οι ιστορίες του υπήρχαν στο μυαλό μου από παλιά και ήταν αποτέλεσμα της επιθυμίας μου να γράψω, πράγμα που τότε δεν ήταν εφικτό λόγω των γενικότερων συνθηκών της ζωής μου. Τις κατέγραφα λοιπόν νοητά και νομίζω πως εκείνη η διαδικασία θύμιζε πολύ τη δημιουργία των παραμυθιών με τη διπλή έννοιά τους: της ευφάνταστης αφήγησης και της παραμυθίας, δηλαδή της παρηγορητικής λειτουργίας τους (αφού χρησιμοποιήθηκαν από μένα σε περιόδους αντιξοοτήτων ως αμυντικά όπλα). Κάποιες από αυτές τις ιστορίες τις έλεγα και τις ξαναέλεγα στον εαυτό μου μεταθέτοντας τη συγγραφή τους για αργότερα. Ο τυφώνας Κύριλλος που έπληξε την κεντρική Ευρώπη στις 19 Ιανουαρίου του 2007, δημιούργησε όπως φαίνεται την κατάλληλη συνθήκη να συγκεντρωθώ και να αρχίσω το γράψιμο.

-απόσπασμα Το ξένο Βλέμμα, Περιμένοντας τον Κύριλλο, σελ. 64-65.

Το δεύτερο βιβλίο, «Το ξένο βλέμμα», από τη στιγμή που είχα την ευκαιρία να ζήσω για μία σχολική χρονιά (2006-2007) στο Βερολίνο, δεν θα μπορούσα να μην το έχω γράψει. Η γοητεία που μου άσκησε η πόλη και η ιστορία της αλλά και οι ιδιαίτερες συνθήκες που προέκυψαν από την επανένωση της Γερμανίας και που συνέχισαν να ισχύουν αρκετά χρόνια μετά ήταν κάποιοι από τους λόγους που με έκαναν να γράψω γι’ αυτό. Κυρίως όμως εκείνο που με συγκίνησε πιο πολύ, με προβλημάτισε και με κινητοποίησε να «διαβάσω» βαθύτερα την πόλη ήταν η συνειδητοποίηση του πόσο βαθιές πληγές μπόρεσε να δημιουργήσει κάτι που κατά βάση δεν ήταν κακό, αντίθετα θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν πολύ καλό, δηλ. η επανένωση της πόλης και της Γερμανίας γενικότερα, για την οποία άλλωστε μια μεγάλη πλειοψηφία των Ανατολικογερμανών είχαν αγωνιστεί. Στο σημείο αυτό να πω ότι η «απώλεια της ταυτότητας» κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, πολύ περισσότερο τυχαίες, είναι ένα θέμα που με απασχολεί και σχετίζεται άμεσα με την Ιστορία. Στην περίπτωση αυτή, δηλ. της επανένωσης της Γερμανίας, 17 εκατομμύρια Γερμανών έχασαν τον «τόπο» τους, την καθημερινή πραγματικότητά τους, βίωσαν και βιώνουν την οικονομική ανισότητα ακόμα και σήμερα, έπρεπε να μάθουν να συλλαβίζουν τη ζωή τους από την αρχή.

Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα αυτών που με παρακίνησαν στο να ερευνήσω την ιστορία του Βερολίνου.

 - Την ταινία Goodbye Lenin του Βόλφγκανγκ Μπέκερ (2003). Η μητέρα ενός νεαρού Ανατολικογερμανού, ένθερμη οπαδός του κομμουνιστικού ιδεώδους που με αφελή προσήλωση υπηρετεί το καθεστώς ως καθοδηγήτρια των νεοσσών της χώρας της, λίγο πριν την κατάρρευση του καθεστώτος πέφτει σε κώμα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν συνέρχεται, τα πάντα έχουν αλλάξει. Ο γιος της κάνει μια συγκινητική και αγωνιώδη προσπάθεια να την προστατέψει από την αλήθεια για να μην ταραχτεί. Σκηνοθετεί μια σειρά από εικόνες της παλιάς πραγματικότητας μέσα στο δωμάτιο της κλινήρους μητέρας του μέχρι που κάποια μέρα εκείνη βλέπει από το παράθυρο ένα μεγάλο διαφημιστικό πανό της κόκα-κόλα. Κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να σηκωθεί από το κρεβάτι και να βγει έξω και τότε αντικρίζει τον «καινούριο κόσμο». Ήδη με την ταινία αυτή ήμουν υποψιασμένη για το τι σήμαινε η «αλλαγή» για τις ζωές των ανθρώπων.

- Έπειτα ζώντας για μία σχολική χρονιά στο Βερολίνο, είχα την ευκαιρία να δω τις δραματικές αλλαγές που συνέβαιναν στην πόλη και τα κτίριά της. Στο Einsturzende Neubauten αναφέρομαι σ΄αυτό και κυρίως στην τύχη του μεγάλου οικοδομήματος στις όχθες του Σπρέε που οι Ανατολικοί ονόμαζαν μέγαρο της Δημοκρατίας, και που τη θέση του πήρε το παλιό πρωσικό ανάκτορο που υπήρχε εκεί παλιά. Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος του κτιρίου που εξαφανίστηκε από τη ζωή των Ανατολικοβερολινέζων να πούμε ότι περιελάμβανε συναυλιακή αίθουσα 5000 θέσεων, θέατρα, κρατικά επιδοτούμενο εστιατόριο για το λαό, wine bar, κέντρο νεολαίας, εκθεσιακό χώρο, αίθουσες γάμων…

- Επιπλέον η εικόνα που είχα από τα μουσεία, όπου είδα αντικείμενα της καθημερινότητας των Ανατολικογερμανών να γίνονται από τη μία μέρα στην άλλη μουσειακά εκθέματα. Πώς θα αισθανόμασταν αλήθεια, αν ξαφνικά την επόμενη χρονιά βλέπαμε το νοικοκυριό μας εκτεθειμένο σε μουσείο; («Το ξένο βλέμμα», απόσπασμα από σελ. 83-84)

- Στη διάρκεια της έρευνάς μου, έπεσα και σε ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα: το θέμα των λέξεων. Όπως είναι γνωστό τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δημιουργούν ένα εντελώς ιδιότυπο λεξιλόγιο (δεν ξέρω αν θυμόσαστε πώς περιγράφεται το λεξιλόγιο αυτό π.χ. από τον Τζορτζ Όργουελ στο 1984). Συνήθως το λεξιλόγιο αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο γελοίο, όπως και αυτό στο οποίο αναφέρεται. Ας θυμηθούμε π.χ. οι παλιότεροι τις τελετές της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων» στην περίοδο της χούντας.

Για το θέμα αυτό, το πώς δηλαδή άλλαξε το λεξιλόγιο των Ανατολικογερμανών και τι είδους δυσκολίες τούς δημιούργησε, θα διαβάσω ένα απόσπασμα από σχετικό κείμενο μιας από τις σημαντικότερες σύγχρονες γερμανίδες συγγραφείς, της ανατολικογερμανίδας Τζέννυ Έρπενμπεκ (σελ. 8 Πρόγραμμα το «Γερασμένο Παιδί»).
Στη συνέχεια αναφέρεται σε παραδείγματα λέξεων που περιέγραφαν την καθημερινότητα στην Ανατολική Γερμανία και που πολλές φορές οι ίδιοι οι Ανατολικογερμανοί τις πολεμούσαν για τη γελοιότητά τους.
«Νικήσαμε τον ίδιο τον εαυτό μας –καταλήγει- γι΄αυτό η χαρά μας μοιάζει κάποιες φορές με μίσος».
«Ένα μεγάλο οστεοφυλάκιο, έτσι μοιάζει ένα λεξικό της ΛΔΓ, κρανία με κρανία, μηριαία οστά με μηριαία οστά, η τάξη αποκαθίσταται σιγά-σιγά αλλά πάντα κάτι λείπει».

Μου ζητούν κάποιες φορές να απαντήσω στο ερώτημα σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει «Το ξένο βλέμμα». Δυσκολεύομαι να απαντήσω, γιατί όταν το έγραφα δεν είχα στο νου μου να υπακούσω σε συγκεκριμένους λογοτεχνικούς κανόνες. Από την άλλη ακούω διάφορους χαρακτηρισμούς που του αποδίδουν οι αναγνώστες του π.χ. είναι ταξιδιωτικό, είναι αυτοβιογραφικό, έχει στοιχεία πολιτικού ή ιστορικού δοκιμίου,  λένε. Εγώ συνήθως καταφεύγω σ’ ένα γενικό χαρακτηρισμό: Το χαρακτηρίζω απλώς αφηγηματικό.
Τι είναι λοιπόν το βιβλίο μου; Σε ποια κατηγορία ανήκει; Το βιβλίο αυτό όπως έχω ήδη πει, γράφτηκε κάτω από την εσωτερική ανάγκη να γνωρίσω και να κατανοήσω την ιστορία του Βερολίνου. Πραγματικά υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία που διατρέχουν το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος του. Αλλά ακόμα και σε εκείνες τις 4 ιστορίες (Zu spät, Μόνη στο Βερολίνο, Περιμένοντας τον Κύριλλο, Ich hab noch einen Koffer in Berlin) που φαίνονται εντελώς αυτοβιογραφικές, η γράφουσα ως αυτοβιογραφούμενο πρόσωπο βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με την πόλη όπου ζει. Με άλλα λόγια το αυτοβιογραφικό στοιχείο, όπου υπάρχει, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αυτοσκοπό της αφήγησης. Απλώς χρησιμεύει σαν το στημόνι πάνω στο οποίο υφαίνονται τα κύρια υλικά της, που είναι η εικόνα της πόλης, η ιστορία της, οι άνθρωποί της, οι δραματικές αλλαγές που βιώνουν μέσα στην πορεία της Ιστορίας. Περπάτησα λοιπόν την πόλη, την έζησα όσο περισσότερο μπορούσα, διάβασα πολύ γι’ αυτήν, επισκέφθηκα μουσεία και εκθέσεις, παρατήρησα τους ανθρώπους… και το αποτέλεσμα ή μάλλον ένα μικρό μέρος του είναι καταγεγραμμένο στο «Ξένο βλέμμα».

Όσον αφορά τον τρόπο που διαχειρίστηκα το υλικό μου επηρεάστηκα από τη λεγόμενη Documentary Art, αρκετά διαδεδομένη στη Γερμανία και παλιότερα και τώρα: Την τέχνη δηλ (κινηματογράφος, θέατρο, λογοτεχνία κλπ) που χρησιμοποιεί το ντοκουμέντο και λειτουργεί και η ίδια ως ντοκουμέντο.
Είδα συχνά στα μουσεία, σε μόνιμες ή περιοδικές εκθέσεις αντικείμενα που δημιουργούν ένα ιδιαίτερο ξάφνιασμα και συγκίνηση, θα έλεγα, ως ντοκουμέντα μιας όχι και πολύ μακρινής εποχής, π.χ. ένα απλοϊκό νηπιακό κέντημα με πατητή βελονιά γύρω από ένα στοιχειώδες ιχνογράφημα, ένα καρίκωμα πάνω σε μια παλιά φανέλα, το ημερολόγιο με την λεπτομερή καταγραφή της καθημερινότητας κάποιου ανθρώπου με στοιχεία: τις αποδείξεις της αγοράς, τους λογαριασμούς του σπιτιού του, τα εισιτήρια των μέσων μεταφοράς, τα εισιτήρια των κινηματογράφων και θεάτρων που επισκέφτηκε, κι ανάμεσά τους αποξηραμένα λουλουδάκια, περιτυλίγματα σοκολάτας και καφέ, ετικέτες κρασιών κλπ. Με κάποιο τρόπο αυτό το είδος της Documentary Art διατρέχει το βιβλίο μου."


Φωτογραφίες από την εκδήλωση



















Βίντεο από την εκδήλωση (μικρά αποσπάσματα)