Λητώ - Διαδικτυακή Έκδοση

Προλογικό Σημείωμα 

Ως διαχειριστής του TimeLineAlex έχω δώσει αρκετά δείγματα γραφής κυρίως με πληροφοριακά κείμενα και κριτικά σημειώματα. Η απόφασή μου, όμως, να εκφραστώ με γραφή λογοτεχνική ήλθε εντελώς ξαφνικά. Η Δώρα καλωσόρισε με ενθουσιασμό την απόφαση ενός τεχνοκράτη, που διάβασε ελάχιστα λογοτεχνικά βιβλία στη ζωή του, να μπει στην περιπέτεια της γραφής. Έτσι, αφού εισέπραξα το πρώτο εύγε, κλείστηκα στο γραφείο μου για έναν περίπου μήνα. 
Σε όσους με αναζητούσαν, η Δώρα απαντούσε ότι ο Αλέκος βρίσκεται στο γραφείο και στον κόσμο του (στην κοσμάρα του έλεγαν τα παιδιά μου και η μεγάλη μου εγγονή). Και ήταν αλήθεια! Ένιωθα προνομιούχος, γιατί έπλασα, πράγματι, έναν δικό μου κόσμο και κινούσα πρόσωπα, σχέσεις και καταστάσεις σύμφωνα με τη βούλησή μου. Αυτό θα πει ελευθερία!
Η Δώρα, που έκανε και τη γλωσσική επιμέλεια του κειμένου, χαρακτήρισε το πόνημά μου όχι ακριβώς λογοτεχνία αλλά "δοκίμιο" λογοτεχνίας, δηλαδή δοκιμή, απόπειρα λογοτεχνικής έκφρασης. Ας είναι. Για μένα ήταν διαδικασία πρωτόγνωρη και γοητευτική. Και επειδή μου αρέσει πολύ η εικόνα, οπτικοποίησα και την ηρωίδα μου (Λητώ - Alicia Vikander).

Περίληψη

Η ιστορία τοποθετείται στο 1975. Ο 23χρονος Αλέξανδρος στο ταξίδι του με το λεωφορείο από την Κομοτηνή μέχρι την Αθήνα, όπου σπουδάζει Πολιτικός Μηχανικός, θα έχει την τύχη να συνταξιδεύσει από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Αθήνα με μία άγνωστη αλλά πολύ  όμορφη κοπέλα, τη 18χρονη Ελληνογερμανίδα Λητώ. Κατά τη διάρκεια αυτού του 8ωρου ταξιδιού οι δύο νέοι θα ερωτευθούν. Στο τέλος της διαδρομής ο Αλέξανδρος θα κληθεί να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει τη Λητώ στο 10ήμερο των διακοπών της στην Αθήνα και στη συνέχεια στον τόπο διαμονής της στο Αμβούργο της Γερμανίας ή θα συνεχίσει με την κοπέλα του, την 20χρονη Δώρα, που σπουδάζει Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα. Η απόφαση είναι δύσκολη διότι η Λητώ δεν γνωρίζει για την παρουσία της Δώρας στη ζωή του. Και γίνεται ακόμη πιο δύσκολη εξαιτίας του παγιδευμένου στα πρέπει του, Αλέξανδρου.  

Η νουβέλα θίγει - με άξονα μια δυνατή ερωτική ιστορία - τα θέματα που σχετίζονται : 
- με την παρεμβατικότητα των γονέων στις ζωές και στις ψυχές των παιδιών τους, 
- με την αναγκαιότητα για τη λήψη αποφάσεων, και 
- με τη στάση των ανθρώπων ανάλογα με τον χαρακτήρα τους απέναντι στα διλήμματα που θέτει διαρκώς η ζωή. 
Περιλαμβάνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά η πραγματικότητα διαπλέκεται αρμονικά με τη μυθοπλασία.


Σημειώσεις

α. Το περιεχόμενο της νουβέλας είναι κατάλληλο να διαβαστεί μόνον από ενήλικες.  
β. Θερμές Ευχαριστίες σε όσους επιλέξουν την περιπέτεια της ανάγνωσής της.
γ. Ευχαριστώ θερμά όσους εμπιστεύονται και διαβάζουν το TimeLineAlex.

Αλέξανδρος Παπαδόπουλος





Η συνάντηση


Ένα από τα πιο ξένοιαστα Καλοκαίρια της ενηλικίωσής του, αυτό του 1975, έφτανε προς το τέλος του. Η ζέστη ήταν ακόμη αφόρητη. Ωστόσο, οι πρώτες βροχές, που τότε ξεκινούσαν ακριβώς τον Δεκαπενταύγουστο, υπενθύμιζαν διακριτικά ότι πλησίαζε το Φθινόπωρο και οι ανειλημμένες υποχρεώσεις των σπουδών. 
Ήταν το πρώτο του Καλοκαίρι που δεν θα έκανε το διήμερο ταξίδι με τρένο από την Κομοτηνή στην Μπολόνια, εκεί όπου σπούδαζε τα τελευταία τρία χρόνια. Τον Δεκέμβριο του 1974 είχε πετύχει, με γραπτές εξετάσεις σε τρία μαθήματα, τη μετεγγραφή του από τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του παλαιότερου Πανεπιστημίου της Ευρώπης Universita degli Studi di Bologna στο 2ο έτος της αντίστοιχης Σχολής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να θεωρεί παιχνιδάκι τη διαδρομή από την Κομοτηνή έως την Αθήνα με λεωφορείο του ΚΤΕΛ. 
Έχοντας ήδη φοιτήσει στο Β’ εξάμηνο του 2ου έτους στην Αθήνα, σύντομα συνειδητοποίησε  ότι είχε περάσει σε ένα άλλο level. Από την ανασφάλεια, με τις δύσκολες –μπροστά σε ανοιχτά ακροατήρια– προφορικές εξετάσεις από προκατειλημμένους Ιταλούς καθηγητές στην ασφάλεια με τις εξίσου δύσκολες αλλά γραπτές εξετάσεις του Ελληνικού συστήματος. Η διαφορά ήταν τεράστια. Από εκεί που είχε φτάσει να πιστεύει ότι ουδέποτε θα ολοκλήρωνε με επιτυχία τις σπουδές του στην Μπολόνια, τώρα πια ήταν πεπεισμένος ότι θα αποκτούσε σχετικά εύκολα το δίπλωμά του. 
Όταν μάλιστα από την πρώτη του μέρα στην Αθήνα, στα τέλη του 1974, συναντήθηκε και άρχισε ουσιαστικά να ζει με την αγαπημένη του, η πεποίθησή του παγιώθηκε. Η συγκυρία ήταν τέλεια. Είχαν διατηρήσει τη σχέση τους για επτά ολόκληρα χρόνια, ενώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα ζούσαν μακριά –έως πολύ μακριά– οι δυο τους.

Η Δώρα, με καταγωγή επίσης από την Κομοτηνή, σπούδαζε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τόσο ως παρουσία όσο και ως φοιτήτρια ήταν ξεχωριστή. Εκείνο το Καλοκαίρι του 1975 είχε φύγει από την Κομοτηνή, στις αρχές του Αυγούστου. Τον περίμενε στην Αθήνα. Σημειωτέον ότι διάβαζε για να διορθώσει στο 9 ή στο 10 τους βαθμούς της σε δύο μαθήματα, που είχε περάσει… με 7. Η υποτροφία ήταν γι’ αυτήν στόχος αδιαπραγμάτευτος, στοίχημα και δικαίωση μαζί. Είχε πειστεί από τους γονείς της ότι τίποτε δεν θα της χαριζόταν στη ζωή. Είχε μπολιαστεί από μικρή με μια αριστεία που γι’ αυτήν λειτουργούσε ως καλώς εννοούμενη «εκδίκηση» προς ένα άδικο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Η συγκεκριμένη στάση ζωής διαμορφώθηκε σταδιακά τόσο από τον χαρακτήρα όσο και από βιώματα της παιδικής της ηλικίας, που δεν τα εκμυστηρευόταν εύκολα. …Ξημερώματα μιας Κυριακής του 1959, στα πέντε της χρόνια, πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της έβλεπε τη μητέρα της Τούλα και τη γιαγιά της Νυμφοδώρα να αγωνιούν για την πολύωρη απουσία του πατέρα της Κώστα. Ώσπου, επιτέλους, άνοιξε η εξώπορτα του σπιτιού. Ο πατέρας της μπήκε αιμόφυρτος. Η αφήγησή του σοκαριστική: «Με κυνήγησαν με τζιπ. Με έριξαν με τη μηχανή μου σε χαντάκι μετά τη Νέα Καλλίστη. Λούφαξα μέσα στα λασπόνερα. Άκουσα τον επικεφαλής να λέει "Τον φάγαμε τον συμμορίτη… πάμε να φύγουμε". Ύστερα λιποθύμησα.»  
Η μηχανή του είχε αντέξει τη λύσσα των παραστρατιωτικών του Τάγματος Εθνοφυλακής Αμύνης Ροδόπης. Ο ίδιος, όμως, τσακίστηκε. Συντηρούσε την οικογένειά του ως ράφτης. Έραβε φόρμες και τις παρέδιδε ο ίδιος στους εργάτες στη Μπουρού, στους ψαράδες στο Φανάρι και στους λιμενεργάτες στο Πόρτο Λάγος. Ταυτόχρονα, τους θύμιζε τα εργατικά τους δικαιώματα και την ανάγκη να αγωνίζονται γι’ αυτά. Από τη στιγμή όμως που απειλήθηκε η ζωή του, έχασε και το μεροκάματο. Τότε η Τούλα κατέστρωσε σχέδιο: «Κώστα, η μηχανή μας παίρνει καλάθι. Θα το αγοράσουμε και θα ερχόμαστε μαζί σου. Δεν θα τολμήσουν να ξεκληρίσουν ολόκληρη οικογένεια.»
Η λύση ήταν σοφή και βοήθησε στην επιβίωσή τους. Το 1967, ωστόσο, η χούντα των συνταγματαρχών ολοκλήρωσε το «θεάρεστο» έργο τής αναμόρφωσης των αναρχοκομμουνιστών. Εξόρισε τον πατέρα της στη Γυάρο και ισοπέδωσε εκ νέου τα οικονομικά της οικογένειάς της. Η Δώρα ουδέποτε θα έπαιρνε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, για να διοριστεί στο Δημόσιο. Όφειλε να τελειώσει τη Σχολή της και να περιμένει τον διορισμό της μέσω της επετηρίδας των καθηγητών. Αλλά δεν της έφτανε απλώς να τελειώσει τη Σχολή της. Ήθελε και την πρωτιά, για να πει τον όρκο στην επίσημη τελετή της ορκωμοσίας της. Αυτή θα ήταν μια δική της «εκδίκηση» για όσα αναίτια και άδικα είχε υποστεί η οικογένειά της. 

Εκτός, βέβαια, από τη Δώρα, θα είχε κοντά του στην Αθήνα και άλλα δικά του πρόσωπα. Αποτελούσαν την αντροπαρέα που κάθε νέος χρειάζεται, για να μοιράζεται μυστικά, συμβουλές, ιδέες, τσίπουρα, μπύρες, βρισιές.

Ο αδελφός της Δώρας, ο Ανδρέας, ήταν συμμαθητής του από το Γυμνάσιο. Φοιτούσε στη Σχολή Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαίδευσης (Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε.) στο Νέο Ηράκλειο. Η επιλογή της ειδικότητας καθόλου τυχαία. Ήθελε να διοριστεί και αυτός στο Δημόσιο. Θα το πετύχαινε μόνο μέσω της επετηρίδας των Τεχνολόγων καθηγητών. Ο Ανδρέας, που συγκατοικούσε με τη Δώρα στην Αθήνα, είχε πριν από χρόνια αποδεχτεί τη σχέση τους με τον γνωστό λακωνικό του τρόπο: «Καλός αλλά βουτυρόπαιδο, ρε Δώρα. Άμα εσύ τον γουστάρεις, ο.κ.». 

Ο Ντίνος, φίλος από τα εφηβικά τους χρόνια, το έρεισμα και η «καταφυγή» του. Τον είχε ενθαρρύνει από την αρχή για τη σχέση του με τη Δώρα. Και όσο τα πήγαιναν καλά, ένιωθε δικαιωμένος. Εκείνος από μικρός είχε παντρευτεί τη Χαρούλα του και είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του στον Πειραιά. Με τη μετεγγραφή του στην Αθήνα η φιλία τους θα ξαναζωντάνευε. Η εργατικότητα του Ντίνου ήταν παροιμιώδης. Μπορεί να μην είχε κάνει ανώτερες σπουδές, αλλά κέρδιζε τον σεβασμό με τις τεχνικές του γνώσεις και ικανότητες. Όταν συναντήθηκαν στον Πειραιά, την Άνοιξη του 1975, συντηρούσε κότερα και θαλαμηγούς εφοπλιστών. Έτσι, αξιώθηκαν με τη Δώρα τη μοναδική με κότερο λαθραία βόλτα τους στον Σαρωνικό με καπετάνιο και πλήρωμα τον Ντίνο, πολύ πριν ο Τσίπρας απολαύσει το κότερο της Παναγοπούλου και πολύ πριν η Αγγελοπούλου και ο Μαρινάκης αποκτήσουν τις δικές τους χλιδάτες θαλαμηγούς ως άλλο ένα εύσημο του θηριώδους status τους.
Στον αντίποδα της πυγμής και της σοβαρότητας του Ντίνου βρισκόταν ο συμμαθητής του στο Σχολείο, Αντώνης. Δεν ταίριαζαν ακριβώς ως χαρακτήρες. Δεν συμφωνούσαν ούτε και στις ομάδες. Ο ίδιος ήταν Παναθηναϊκός και ο Αντώνης ΠΑΟΚ. Ωστόσο, ήταν φίλοι αχώριστοι. Με την εγγραφή τους στο Γυμνάσιο, ο Αντώνης μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε Γεωπόνος. Ένιωθε πλέον πρωτευουσιάνος. Γεννημένος πειραχτήρι και προβοκάτορας, μόνιμα μπλεγμένος σε γυναικοδουλειές, μόνιμα διατεθειμένος για γλέντια διονυσιακά δεν ησύχαζε ποτέ. Πάντα ωθούσε την παρέα σε μικρές παρεκτροπές με το αιτιολογικό ότι τους απελευθερώνει από τα μικροαστικά τους στερεότυπα και ανορθώνει την τσαλακωμένη από τα πολλά «πρέπει» της επαρχίας λίμπιντό τους. «Να είστε πάντα έτοιμοι για την περιπέτεια, άβγαλτοι επαρχιώτες» ήταν το σύνθημά του. Σκέτη απόλαυση ο μπαγάσας!

Ο Απόστολος ήταν η απόλυτη συντροφιά του στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Υποστήριζαν την ίδια ομάδα και είχαν πολλά κοινά αθλητικά –και όχι μόνο– ενδιαφέροντα. Είχαν συνυπάρξει για έναν περίπου χρόνο και στην Μπολόνια, αλλά εκείνος πήρε αμέσως μετεγγραφή στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Μόνιμα παθιασμένος με όλα, την Ιατρική, το ροκ, την επανάσταση, τον Παναθηναϊκό, τον αθλητισμό. Έβγαζε την ενέργειά του στο περπάτημα! Σπάνια έπαιρνε μέσο μαζικής μεταφοράς. Περπατούσε. Από την Κυψέλη, όπου έμενε, στα Κάτω Πατήσια –Πλατεία Κολιάτσου και Άγιο Λουκά, στα στέκια Κομοτηναίων φοιτητών– πάντα με τα πόδια. «Τρεχάλας» ήταν το παρωνύμιο και η ουσία του, γιατί εξίσου έτρεχε και στρόφαρε και το μυαλό του.

Ο φίλος και συμφοιτητής του Ανέστης, ήρεμη και διακριτική παρουσία, σοβαρός και σοφιστικέ, θα ήταν ο συγκάτοικός του και στην Αθήνα. Είχε και αυτός πετύχει τη μετεγγραφή του από τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών της Μπολόνια στην αντίστοιχη Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. 
Η Δώρα, περιχαρής, είχε τηλεφωνήσει πρώτη τον Δεκέμβριο του 1974, για να τους αναγγείλει το μεγάλο νέο στην Μπολόνια. 
─ Παιδιά, τέλος τα βάσανά σας. Περάσατε στην Αθήνα. Έχω μπροστά μου τα ονόματά σας στην εφημερίδα.

Ο Ανέστης, που άκουγε διακριτικά, ήθελε να το σιγουρέψει…
─ Ρώτησέ την, σε παρακαλώ, αν πέρασα και εγώ;

Τον κοίταξε απορημένος, αλλά σεβάστηκε στο ακέραιο την αγωνία του.
─ Δώρα, πέρασε και ο Ανέστης;
─ Ε, βέβαια, αφού το είπα στον πληθυντικό. Πε-ρά-σα-τε και οι δύο! (τόνισε μία μία τις συλλαβές). Ετοιμάστε βαλίτσες. Είστε πλέον κάτοικοι Αθηνών. Τέρμα το ψωμί της ξενιτιάς!

Συγκινήθηκαν, αστειεύτηκαν, γέλασαν, χάρηκαν, έστησαν πανηγύρι. Αξέχαστες στιγμές. 
Η συγκατοίκηση με τον Ανέστη στην Αθήνα ήλθε νομοτελειακά, εφόσον είχαν προηγηθεί ανάλογες πετυχημένες συνθήκες. Δύο χρόνια στο διαμέρισμα της Via Giuseppe Mazzini και ένας χρόνος στο ισόγειο διαμέρισμα της Via Pietro Mengoli, στην Μπολόνια. Εκεί είχαν δοκιμαστεί οι αντοχές και των δύο. Και βγήκαν νικητές. Όπου χρειάστηκε, είχαν βοηθήσει ο ένας τον άλλο ισότιμα, διακριτικά, αποτελεσματικά. 

Στην Αθήνα πλέον, από τις αρχές του 1975, προστέθηκαν στην παρέα και δύο συμφοιτητές του. Ο Γιώργος ήταν ταυτόχρονα ήρεμη δύναμη και καταλύτης σε όλες τις επιλογές και απο-φάσεις της φοιτητοπαρέας και ο Τάκης, ο μικρότερος όλων, τσαχπίνης, εύστροφος και με μουσικές δεξιότητες. Το πρωί μοιράζονταν τις αγωνίες τους στη Σχολή, το μεσημέρι χαλάρωναν με μπιλιάρδο και τάβλι, άπαιχτος ο Τάκης. Το απόγευμα απολάμβαναν στο φροντιστήριο τον «σόουμαν» Σοφοκλή Ξυνή, τον μετέπειτα απόλυτο άρχοντα της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα των ΙΙΕΚ Ξυνή, να τους αποκωδικοποιεί την εξεταστέα ύλη με τα SOS θέματα στην Αντοχή Υλικών και στη Μηχανική. Το βράδυ, όταν είχαν λεφτά, ακολουθούσαν τον Ανέστη σε ψαγμένα ταβερνάκια και γκουρμέ εστιατόρια. Όποτε ξέμεναν από ρευστό, μαζεύονταν στο σπίτι της Δώρας. Εκεί, ο Τάκης στο μπουζούκι, ο Ανδρέας στην κιθάρα και οι υπόλοιποι στη «χάλια» χορωδία τα έδιναν όλα. Τι Ζαβαρακατρανέμια, Τι Ένα αμάξι με δυο άλογα, αλλά και το Δημητρούλα μου. Τους ανέβαζε το Πάγωσε η τσιμινιέρα, τους έλιωνε το Υπάρχω και κορύφωναν στο Λιώνουν τα νιάτα μας. 

Με σταθερά, λοιπόν, και αδιαπραγμάτευτα τα παραπάνω δεδομένα ξεκίνησε το ταξίδι του από την Κομοτηνή για την Αθήνα, Κυριακή 17 Αυγούστου του 1975 και ώρα 8 το πρωί. Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ είχε πολλές άδειες θέσεις και αυτό τον βόλευε πολύ, για να ταξιδεύει πιο άνετα στην πολύωρη διαδρομή. Η ενδιάμεση και μεγαλύτερη στάση του λεωφορείου γινόταν το μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη. Εκεί περίμενε να γεμίσει τις άδειες θέσεις του με επιβάτες. Το σχετικό στρίμωγμα ήταν αναπόφευκτο. Τη συγκεκριμένη, πάντως, μέρα όλα έδειχναν ήσυχα. Ο ίδιος κατέβηκε στη στάση και αγόρασε, όπως συνήθιζε, δύο εφημερίδες για το υπόλοιπο του ταξιδιού του. Όταν ανέβηκε στο λεωφορείο, διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι ήταν σχεδόν τόσο άδειο, όσο και όταν ξεκίνησε από την Κομοτηνή. 

Κάθισε στη θέση του κοντά στο παράθυρο και τότε με την άκρη του ματιού του είδε ένα αερικό να τρέχει προς το λεωφορείο τους. Η νεαρή κοπέλα ήταν καλόγουστα ντυμένη, στιλάτο λευκό πουκάμισο, λινό μαύρο παντελόνι, χαμηλά πέδιλα.  

Είχε καταλάβει ότι θα ανέβαινε στο δικό τους λεωφορείο. Ενστικτωδώς προωθήθηκε από τη θέση που είχε στο παράθυρο στη διπλανή άδεια θέση προς τον διάδρομο. Ίσως να ανακάλεσε στη μνήμη του και το σύνθημα του Αντώνη για ετοιμότητα στην περιπέτεια. Η κίνησή του αυτή αποδείχτηκε σοφή, καθώς απέκτησε πλήρη οπτική επαφή με ένα πλάσμα ονείρου. Ανάλογη φινέτσα δεν είχε ξαναδεί ούτε στην Ιταλία, όπου περίσσευαν τα εντυπωσιακά κορίτσια. 
Η κοπέλα είχε ήδη ανεβεί και έψαχνε τη θέση της. Οι ακτίνες του ήλιου, που διαπερνούσαν το μεγάλο μπροστινό παράθυρο του λεωφορείου, αναδείκνυαν τέλεια το πρόσωπό της. Το ψηλόλιγνο γυμνασμένο σώμα της διαγραφόταν μέσα σ’ ένα φωτεινό πλαίσιο.  
Προς στιγμήν σκέφτηκε μήπως είχε παραισθήσεις. Τέτοια ομορφιά στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ Κομοτηνής; Αδιανόητο! 

Η κοπέλα με το εισιτήριο στο χέρι προχώρησε λίγο περισσότερο στον διάδρομο. Του μίλησε με τη συνήθη προς τους ξένους ευγένεια και τον αποτελείωσε. Στάθηκε ακριβώς από πάνω του. Και τότε είδε τα πρασινογάλαζα μάτια της και μύρισε άρωμα ανάλαφρο των αισθήσεων και των παραισθήσεων.   
─ Σας παρακαλώ πολύ, μπορείτε να μου πείτε ποια είναι η θέση 10;
─ …Η θέση 10 είναι αυτή που κάθομαι εγώ (ψέλλισε). 
─ Μα πώς είναι δυνατόν; Πώς γίνεται να έχουμε την ίδια θέση; 
─ …Κανονικά η θέση μου είναι η 9 (ξαναψέλλισε).
─ Α, ωραία. Αν προτιμάτε τη 10, θα περάσω εγώ στην 9. Δεν έχω πρόβλημα.
─ …Όχι, όχι, τι λέτε (ματαξαναψέλλισε). 

Σηκώθηκε αργά από τη θέση του. Ένιωσε ότι έμπαινε σ’ ένα μαγνητικό πεδίο με ισχυρές ελκτικές δυνάμεις, που τον ρουφούσε γλυκά. Προς στιγμήν σκέφτηκε με τρόμο μήπως η κοπέλα δει τις πολλές άδειες θέσεις και τις προτιμήσει, αλλά κάτι τέτοιο δεν φάνηκε να την απασχολεί.
─ Ευχαριστώ πολύ. Μπορείτε να με βοηθήσετε λίγο με τη βαλίτσα;

Καθώς τακτοποιούσε τη βαλίτσα της, του φάνηκε ότι έβλεπε εχθρικότητα στα πρόσωπα των αντρών τριγύρω τους. Χαλάρωσε. Είχε αρχίσει να το διασκεδάζει. 

Με το που πήρε τη θέση του στο παράθυρο, έκανε ότι έβλεπε δήθεν αδιάφορα έξω. Με τις άκρες, όμως, των ματιών του παρατηρούσε την κοπέλα να κάθεται στη θέση της όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε. Άνοιξε, μάλιστα, δυο τρία από τα κουμπάκια στο πουκάμισό της. Έλυσε, μετά, τα πλούσια καστανά μαλλιά της και από αμηχανία έπαιζε τις άκρες τους με τα δάχτυλά της. Κλασικές κοριτσίστικες κινήσεις αλλά αυτόν τον αποτρέλαναν. Προσπάθησε να βρει κάποιο ψεγάδι στο πρόσωπό της. Μάταιος κόπος. Δέχτηκε πια ότι του έτυχε μια Ελληνίδα Θεά, ένα ξωτικό στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ Κομοτηνής. Αν είναι δυνατόν, έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του.
Προσποιήθηκε πως διαβάζει εφημερίδα. Στην πραγματικότητα, όμως, είχε αρχίσει να σκέφτεται. Και φαίνεται ότι οι σκέψεις του ήταν και έντονες και αμαρτωλές. Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που αυτόματα από το υποσυνείδητό του αναδύθηκε η αυστηρή φιγούρα της γυναίκας που τον μεγάλωσε και τον ανέθρεψε. Ήταν η γιαγιά του. Του είπε κοφτά. 
─ Δεν θα σου πω πολλά. Θα σου θυμίσω μόνο την 7η Εντολή.
Έκανε μια προσπάθεια να τη βγάλει από το μυαλό του, αλλά δεν τα κατάφερε.
─ Έλα γιαγιά. Τι λες τώρα; Η 7η Εντολή είναι «Ου μοιχεύσεις». Αυτή δεν ισχύει στην περίπτωσή μου. Δεν είμαι παντρεμένος (…την αποστόμωσε). 

Αυτά, βέβαια, ήταν φτηνές δικαιολογίες. Τα έλεγε για να πείσει τον εαυτό του. Η γιαγιά του ήταν απόλυτη και δεν σήκωνε αντιρρήσεις. 
Και κατά βάση είχε μάλλον δίκιο. Εστίασε και πάλι στην εφημερίδα του, για να αποφύγει τον εξωτερικό πειρασμό και τον εσωτερικό έλεγχο. Στο μυαλό του, τότε, ήλθαν με κατακλυσμιαίο τρόπο σκέψεις και σκηνές, που σχετίζονταν με την οικογένειά του και που αποτελούσαν τον γόρδιο δεσμό από «πρέπει» κάθε σχεδόν νέου ανθρώπου της εποχής του.   
 

Η οικογένεια


Η γιαγιά του, η Ουρανία, έχοντας μείνει από νωρίς χήρα, με πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, αναγκάστηκε να λειτουργεί ταυτόχρονα ως άντρας και ως γυναίκα. Καθόλου τυχαίο. 
Ο πατέρας της Σπύρος είχε έλθει από τη Μικρά Ασία πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή. Επένδυσε στη Λιμνοθάλασσα της Βιστωνίδας, σπουδαίο ψαρότοπο, και πλούτισε. Η γιαγιά έλεγε –ίσως με σχετική μυθοποίηση– ότι στα νιάτα της έκανε τις μετακινήσεις της με πλουμιστό παϊτόνι, που το έσερνε ένα κάτασπρο άλογο. Ακόμη και όταν βούλιαξαν τα οικονομικά τους, εκείνη υιοθετήθηκε από μεγάλη και ευκατάστατη οικογένεια της Ξάνθης. Το λαμπρό παρελθόν της την έκανε να νιώθει ότι ήταν πλούσια και υψηλής κοινωνικής τάξης γυναίκα, παρόλο που ο γάμος της ήταν ταπεινός.  
Μετά από τον πρόωρο θάνατο του άντρα της, του Απόστολου, οι συγκυρίες την έφεραν στην Κομοτηνή, στο ίδιο σπίτι με τη μικρότερη κόρη της Νούλα (Πιπίνα) και τον γαμπρό της Χρήστο.  
Ο Χρήστος αγάπησε την πεθερά του, σαν τη μάνα που δεν γνώρισε ποτέ. Ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την παρουσία της στο σπίτι. Αντίθετα, όχι μόνον τη φρόντιζε, αλλά της εμπιστευόταν ακόμη και τη διαχείριση του μαγαζιού του. Και επειδή δούλευαν με τη Νούλα νυχθημερόν στο μικρό τους ραφτάδικο, της ανέθεσαν και την ανατροφή του πρωτότοκου γιου τους. Και αυτή φρόντισε να μεγαλώσει τον εγγονό της με τον δικό της τρόπο.  
Ήταν βαθιά θρησκευόμενη και λάτρευε τη βασιλική οικογένεια. Ξεφύλλιζε με λαχτάρα όλα τα περιοδικά της εποχής, που αναδείκνυαν τους βασιλιάδες, με πρώτο και καλύτερο το περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ.  
Όταν, μάλιστα, ανέλαβε τον θρόνο μετά τον Παύλο ο Κωνσταντίνος, έσταζε μέλι για το «αγορούδι» της, όπως τον αποκαλούσε. 
Με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 δεν χαλάστηκε ιδιαίτερα. Ήταν σίγουρη ότι ο Κωνσταντίνος Β’, όπως τον αποκαλούσε, με το αντικίνημα για την ανατροπή των συνταγματαρχών, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, θα αποκαθιστούσε την τάξη. Όταν συνειδητοποίησε ότι η αποτυχία του σήμανε ουσιαστικά και το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα, ήταν απαρηγόρητη για όλα τα επόμενα χρόνια. 
Εκτός από βασιλικά φρονήματα η γιαγιά με γνώμονα τις 10 Εντολές, του έμαθε και όλα τα «πρέπει» και «δεν πρέπει», όπως τα αποθησαύρισε από τη σχέση της με την Εκκλησία. Ήταν μνημειώδης και ταυτόχρονα απλοϊκή η προσήλωσή της σε κάθε είδους θρησκευτικές αντιλήψεις, προλήψεις, προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ο εγγονός, υπάκουος από τη φύση του, αλλά και χωρίς σοβαρές πηγές πληροφόρησης στον περίγυρό του, δεν έφερνε και πολλές αντιρρήσεις. Ήξερε ότι σε κάθε περίπτωση οι γονείς του θα έδιναν πάντα το δίκιο στη γιαγιά. Έτσι, εκτός από σημαιοφόρος στο Δημοτικό Σχολείο, έγινε και ο απόλυτος αναμεταδότης των «πρέπει» και «δεν πρέπει» της γιαγιάς του. 
Την ακολουθούσε κάθε φορά που πήγαινε στην Εκκλησία. Όταν ήταν άρρωστη, έμενε μαζί της και άκουγαν με κατάνυξη τη θεία λειτουργία από το ραδιόφωνο. Δεν τόλμησε να της αμφισβητήσει ούτε τις 4 πρώτες Εντολές, που του φάνηκαν από την αρχή πολύ εγωκεντρικές εκ μέρους του Θεού. 
Και ήταν αδιανόητο να της μιλήσει για τις προσωπικές του επιθυμίες. Να της εκμυστηρευτεί ότι είχε αδυναμία στη λίγο μεγαλύτερη ξαδέλφη του, τη Βούλα, που ζούσε στην Ξάνθη και πολλά Καλοκαίρια, τα παιδικά και καλύτερά του, τα περνούσε μαζί της στην Κομοτηνή… Ότι είχε στενοχωρηθεί, όταν στα πρώτα Καλοκαίρια της εφηβείας του τους απομάκρυναν χωρίς λόγο… Ότι είχε διαφωνήσει με τον γάμο της, γιατί πίστευε ότι της άξιζε κάποιος πολύ καλύτερος από τον «κόπανο» ψευτοδιανοούμενο που της έδωσαν. Ότι ανάλογη αδυναμία είχε και στην άλλη του ξαδέλφη, τη Γεωργία, που ζούσε στην Κομοτηνή και σήκωνε με αξιοπρέπεια τον σταυρό της πολύπαθης οικογένειάς της. Ότι έφευγε κρυφά από όλους, για να παίζει με πάθος και αληθινή δεξιοτεχνία ποδόσφαιρο στις γύρω γειτονιές. Ότι, μόλις άρχισαν οι πρώτες σεξουαλικές του ανησυχίες, ήθελε να κάνει από πολύ μικρός έρωτα με κοπέλα, για να βρίσκουν διέξοδο τα καταπιεσμένα ένστικτα και οι ορμές του, που τον ταλάνιζαν. Και πολλά, πολλά άλλα… 
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η αντίδραση της γιαγιάς του θα ήταν περίπου αυτή, εξόχως θρησκευτική και ταυτόχρονα αγοραία, ανταλλακτική: «Πρέπει να μάθεις να ζεις με τους κανόνες της Εκκλησίας. Και δεν θα χάσεις, γιατί θα έχεις δίπλα σου τον καλό Θεό, που θα σε βοηθάει σε κάθε δύσκολη στιγμή σου. Αν πιστεύεις βαθιά στον Θεό, θα μπορείς εύκολα να ξεπερνάς τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς. Έτσι, σταδιακά, θα ωριμάσεις και θα χαρείς τη ζωή σου. Και στο τέλος αυτής της ενάρετης διαδρομής θα απολαύσεις τον Παράδεισο.»
Πρέπει, πρέπει, δεν πρέπει… Ατελείωτος, ο κατάλογος για ένα παιδί που συνεχώς εγκλωβιζόταν σε μια αποπνικτική κατάσταση ανούσιων απαγορεύσεων και στερήσεων… 

Από την άλλη πλευρά ο μεγάλος και διακαής πόθος των γονιών του ήταν η ανάδειξή τους σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Τους απορροφούσε ο μόχθος. Πού καιρός να ασχοληθούν με τους προβληματισμούς του γιου.
Ο Χρήστος δούλευε την ημέρα σε ραφείο, αρχικά σε ξένο και αργότερα στο δικό του. Τον βοηθούσε και η Νούλα. Το βράδυ συνέχιζε ως μουσικός σε νυχτερινά κέντρα. Τραγουδούσε και έπαιζε σαξόφωνο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στους χώρους αυτούς ήταν σπουδαίος. Ο κόσμος κάθε βράδυ τον αποθέωνε. Είχε μεγάλη έφεση στη μουσική. Έπαιζε σχεδόν όλα τα μουσικά όργανα, όπως τα είχε μάθει στα Γιάννενα, υπηρετώντας τη μακρόχρονη στρατιωτική του θητεία. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, ο Αστυνομικός Διευθυντής της Κομοτηνής του ανέθεσε την οργάνωση της μουσικής μπάντας της Χωροφυλακής. Και έγραψε ιστορία ως αρχιμουσικός της πρώτης αυτής μπάντας, της μετέπειτα Αστυνομίας. Σταδιακά πέτυχε και ως ελεύθερος επαγγελματίας. Στην αρχή ως ράφτης και στη συνέχεια ως έμπορος μουσικών ειδών. Στην Πλατεία της Κομοτηνής για πολλά χρόνια διατηρούσε ένα μεγάλο κατάστημα δίσκων, μουσικών οργάνων και πολύ αργότερα οικιακών συσκευών. Ήταν με λίγα λόγια ο ορισμός του αυτοδημιούργητου ανθρώπου.
Ταυτόχρονα το ζευγάρι είχε πάντα στο μυαλό του και την κοινωνική του καταξίωση. Έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στη γνώμη που θα σχημάτιζε ο κόσμος γι’ αυτούς. Και οι δύο, μάλιστα, πίστευαν ότι ο στόχος αυτός μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο αν πετύχαιναν στη δουλειά τους και ταυτόχρονα σπούδαζαν και τον γιο τους. Το ίδιο θα έκαναν αργότερα και με την κατά 8 χρόνια μικρότερη κόρη τους, την Ουρανία, αλλά σίγουρα όχι με τόσο μεγάλη επιμονή. Εκείνη, έχοντας γεννηθεί σχεδόν σε άλλη εποχή, σε πιο σταθερό οικονομικό περιβάλλον και με δεδομένη την αδυναμία του πατέρα στο πρόσωπό της, είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις για τη ζωή της. Ωστόσο, παρά την επαναστατικότητά της και τη μεγαλύτερη άνεση λόγου που διέθετε, τόσο η Νούλα όσο και η γιαγιά Ουρανία αποδείχτηκαν και γι’ αυτήν υψηλά εμπόδια. 
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι γονείς του ήθελαν –και για τα δύο τους παιδιά– την επιτυχία στις καλύτερες Σχολές. Εκεί, δηλαδή, που οι ίδιοι δεν είχαν καταφέρει κάτι ανάλογο, εφόσον έγιναν ζευγάρι μέσα στον Πόλεμο και τη Βουλγαρική κατοχή και σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας. Επτά χρόνια αργότερα έκαναν και το απωθημένο τους. Νοικιάζοντας για λίγες ώρες νυφικό και κοστούμι, ντύθηκαν γελώντας νύφη και γαμπρός μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Έτσι έβγαλαν και τις φωτογραφίες του γάμου τους! Τότε του φάνηκε αλλόκοτο, σουρεαλιστικό θα έλεγαν οι σοφιστικέ. Τώρα του φαίνεται προχωρημένο. Τουλάχιστον οι δικοί του είχαν χιούμορ!

Ωστόσο, χωρίς καθόλου χιούμορ είχαν αποκλείσει με συνοπτικές διαδικασίες τρεις από τις πιθανές επαγγελματικές επιλογές του γιου τους. 

Η πρώτη επιλογή ήταν για την εποχή κοινωνικά αναμενόμενη. Να αναλάβει ο γιος τους –κάτι σαν κληρονομική βασιλεία– το μαγαζί του πατέρα, το μοναδικό τότε κατάστημα μουσικών ειδών και δίσκων στην Κομοτηνή, το Ντο Ρε Μι. 
Η Νούλα, ωστόσο, πήρε αμέσως ξεκάθαρη θέση: «Στο εμπόριο, για να πετύχεις, πρέπει να λες ψέματα. Και συ δεν ξέρεις να λες ψέματα. Τέλος.» 
Βέβαια, μέχρι τα φοιτητικά του χρόνια, στις διακοπές και στις γιορτές, πάντα πρόσφερε σημαντική βοήθεια στο μαγαζί. Ισχυρό κίνητρο για την εκεί παρουσία του ήταν το απόλυτο πρότυπό του στα χρόνια της εφηβείας του, ο «μεγαλύτερος αδελφός του», ο δημοσιογράφος Λάκης Χατζηκυριάκος
Ο Λάκης γεννήθηκε στο Άδενδρο της Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο του 1946. Εκεί ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Βρέθηκε να υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στην Κομοτηνή κατά την ίδια περίπου χρονική περίοδο που έτυχε να εργάζονται στον ΟΤΕ η αδελφή του Ιωάννα μαζί με τον σύζυγό της. Η συγκυρία αυτή και οι γνωριμίες του τον κράτησαν στην πόλη. Άρχισε να αρθρογραφεί καθημερινά, σε δική του στήλη, στην τοπική εφημερίδα Ο Χρόνος. Ταυτόχρονα στη δεκαετία του '60 ανέλαβε την καλλιτεχνική εκπροσώπηση του σπουδαίου –για την εποχή και την Κομοτηνή– νεανικού ποπ συγκροτήματος The Beatniks. Ήταν, βέβαια, και ο παρουσιαστής του συγκροτήματος στις μεσημεριανές Κυριακάτικες συναυλίες τους. Οι συναυλίες αυτές, εκτός από ρυθμό και παλμό, εξέπεμπαν και τόσο ερωτισμό, ώστε ζευγάρωσαν πολλούς Κομοτηναίους και Κομοτηναίες. Ο Λάκης ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακός. Μιλούσε και ντυνόταν πολύ προχωρημένα για την εποχή αλλά χωρίς υπερβολές. Εμφανισιακά θύμιζε, τόσο στην όψη όσο και στην έκφραση, τον σπουδαίο Γάλλο ηθοποιό Αλέν Ντελόν.
Οι πολλές γνωριμίες του στον καλλιτεχνικό χώρο, τόσο τοπικά όσο και στη Θεσσαλονίκη, οι γνώσεις του γύρω από τη μουσική ενθουσίασαν τον μπαμπά Χρήστο και η συνεργασία τους, από περιστασιακή στην αρχή, όσο ο Λάκης υπηρετούσε τη θητεία του, εξελίχθηκε σε μόνιμη μετά την απόλυσή του.
Η παρουσία του στο μαγαζί ήταν καταλυτική. Κατάφερνε να προσελκύει όλο το νεανικό κοινό της πόλης και να απογειώνει τις πωλήσεις των δίσκων. Έπειθε με τις γνώσεις του, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει στα συνήθη για τις παλιές εμπορικές επιχειρήσεις «ψέματα». 
Ο Λάκης Χατζηκυριάκος με τέτοια εμφάνιση και τέτοια αποδοχή θα περίμενε κάποιος ότι θα ήταν υπερόπτης. Και όμως. Ήταν σεμνός και χαμηλών τόνων. Η σοβαρή σχέση που είχε με την κοπέλα του έπειθε ότι σύντομα θα έκανε μια όμορφη οικογένεια και θα έμενε στην Κομοτηνή. Ωστόσο, είχε άλλα σχέδια για τον εαυτό του. Απλώς άργησε να τα εξωτερικεύσει. Το 1972 έφυγε από την Κομοτηνή για τη Θεσσαλονίκη και έπιασε δουλειά ως συντάκτης στις ημερήσιες εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, έψαχνε πάντα στόχο ανώτερο. Τον βρήκε στο ορεινό θέρετρο της Σινάϊα, μερικά χιλιόμετρα έξω από το Μπρασόβ της Ρουμανίας. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τη Nuccia Fini, μια όμορφη και φιλόδοξη φοιτήτρια Ιατρικής από τη Ρώμη. Οι δυο τους είχαν αρχίσει να αλληλογραφούν και η Ρώμη φάνταζε, πλέον, ως ο επόμενος προορισμός του. Κομοτηνή, Θεσσαλονίκη, Σινάϊα, Ρώμη, ένα τσιγάρο δρόμος… 

Η δεύτερη εργασιακή επιλογή, να γίνει ποδοσφαιριστής, όπως διακαώς ήθελε, ναυάγησε εν τη γενέσει. Ο πατέρας του, όταν τυχαία ενημερώθηκε για τις επιδόσεις του γιου του από τον συμπαθέστατο Αυγερινό, έφορο της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας του Πανθρακικού, σκοτείνιασε αμέσως. Έσμιξε τα φρύδια του και ήταν έτοιμος να λύσει τη ζώνη του για εντελώς αντιπαιδαγωγική χρήση. Ευτυχώς ο Λάκης έτυχε να ακούσει στο μαγαζί τον διάλογο του πατέρα του με τον Αυγερινό. Με τον φόβο μιας πολύ ακραίας εξέλιξης προσπάθησε με επιχειρήματα να τον συγκρατήσει. Αλλά ακόμη και έτσι ο πατέρας του έτρεξε σφαίρα στο σπίτι και ήταν εκτός εαυτού. Στη θέα του γιου του, ωστόσο, συνήλθε κάπως. Περιορίστηκε σε πολύ έντονες πατρικές νουθεσίες. Εννοείται ότι τους άκουσε όλη η γειτονιά. Το ξύλο πάντως το γλίτωσε. 
Η Νούλα, που αγαπούσε υπερβολικά τον γιο της, έμεινε στην άκρη και άκουγε φοβισμένη. Έτρεμε τη σύγκρουση των δύο αντρών, αλλά συμφωνούσε σε όλα. Και τότε ακούστηκε το γνωστό τροπάρι των γονιών της δεκαετίας του '60: «Αυτό κοίταξε να το βγάλεις εντελώς από το μυαλό σου. Μαζί με τη μητέρα σου σκοτωνόμαστε στη δουλειά, για να σε κάνουμε επιστήμονα… Να περνάνε οι φίλοι και οι γνωστοί μας από το μαγαζί και να μας δίνουν συγχαρητήρια. Όχι να μας κοροϊδεύουν, που σε κάναμε ποδοσφαιριστή. Ντροπή σου!» 

Ποια σύγκρουση; Δεν υπήρξε η παραμικρή συνέχεια. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις στάθηκε αδύνατο να αντιδράσει. Απλώς, τις διέγραψε δια παντός από το μυαλό του και από τη λίστα των επιλογών και επιθυμιών του. Στις επόμενες, όμως, τουλάχιστον προσπάθησε…

Η τρίτη του επιλογή, να μάθει ανέξοδα κάποιο μουσικό όργανο, σκάλωσε και πάλι στον ύφαλο… Νούλα.  Ο πατέρας του ήθελε πολύ να τον μυήσει στη μουσική. Ξεκίνησαν μαζί τα θεωρητικά μαθήματα και επέλεξαν το ακορντεόν ως πρώτο μουσικό όργανο. Η Νούλα είχε την ελπίδα ότι θα τα παρατούσε. Όταν, όμως, κατάλαβε ότι τα πήγαινε καλά και ήταν… χαρούμενος, έκανε αρχηγική παρέμβαση. 
─ Θέλω να σταματήσεις αμέσως τη μουσική. Σε αποσπά από τα μαθήματά σου. 
─ Μαμά, σε παρακαλώ, άφησέ με να συνεχίσω. Μου αρέσει πολύ η μουσική και το τραγούδι.
─ Όχι, όχι, είναι οριστικό. Άλλωστε, δεν θα ήθελα να δυστυχήσει και η… μέλλουσα γυναίκα σου. Δεν βλέπεις τι περνάω εγώ με τα ωράρια του μπαμπά σου;
─ Μαμά, τι είναι αυτά που λες. Ποια μέλλουσα γυναίκα μου; Δεν υπάρχει γυναίκα. Είμαι μόλις 8 χρονών.
─ Δεν ακούω τίποτε. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις πόσο δίκιο είχα…

Έφτασε, λοιπόν, άμουσος και αμούστακος προς το τέλος της εφηβείας του. Και έπρεπε να δει τι θα κάνει με τις δύο καυτές πατάτες που κουβαλάει κάθε νέος στα χέρια του. Τις σπουδές του και τις σχέσεις του με τα κορίτσια. 

Στο Λύκειο δεν ήταν ανάμεσα στους τοπ μαθητές. Ήταν, όμως, ο πειθαρχημένος μαθητής που κάθε καθηγητής θα ήθελε να έχει. Η αποδοχή που είχε από την πιο αυστηρή αλλά και πιο δίκαιη καθηγήτριά του, την κυρία Νέλλη, ήταν η μεγαλύτερή του επιβράβευση. 
Όταν απέτυχε οριακά στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, οι γονείς του έπεσαν σε βαθιά περισυλλογή. Βλέποντας ότι πολλά από τα παιδιά των φίλων τους έφευγαν για το εξωτερικό, θέλησαν αμέσως να του δώσουν αυτή τη διέξοδο.
─ Οικονομικά είμαστε πλέον αρκετά καλά. Θα κάνουμε θυσίες, θα δουλέψουμε ακόμη περισσότερο και θα σε σπουδάσουμε στο εξωτερικό. Είναι το καλύτερο για σένα.

Ο ίδιος δεν ήθελε να σπουδάσει έξω και αντέδρασε. 
─ Θέλω να διαβάσω άλλον έναν χρόνο και να ξαναδώσω. Θα ήθελα να με εμπιστευτείτε. Θα πετύχω σίγουρα τη δεύτερη χρονιά. 

Οι δικοί του όμως είχαν ήδη αποφασίσει ερήμην του με γνώμονα τις επιλογές του κύκλου των γνωστών τους. 
─ Όχι, δεν μπορούμε να σε αφήσουμε εδώ. Θα χάσεις σίγουρα μια χρονιά και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα περάσεις του χρόνου. Λοιπόν… Έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε δύο πόλεις, στο Αμβούργο ή στην Μπολόνια και από ειδικότητα ανάμεσα σε Γιατρός ή Πολιτικός Μηχανικός.
Μια επίμονη ίωση τον απομάκρυνε από την προοπτική του Αμβούργου. Ως προς την ειδικότητα, και επειδή τον απωθούσαν τα αίματα, προτίμησε αμέσως… τα μπετά και τα σίδερα. Τοποθετήθηκε, μάλιστα, με ιδιαίτερα σκωπτική διάθεση. 
─ Ε, αφού μου δίνετε το δικαίωμα της επιλογής, θα προτιμήσω την Μπολόνια και θα πάω για Πολιτικός Μηχανικός.

Όσο έλαμψαν τα μάτια τους με την ανακοίνωση αυτής της απόφασης, τόσο σκοτείνιασαν δύο χρόνια αργότερα, όταν τους ενημέρωσε ότι δυσκολεύεται πολύ στη Σχολή και θα προτιμούσε να μετεγγραφεί στην Αρχιτεκτονική της Φλωρεντίας. Ήταν πιο ενδιαφέρουσα επιστήμη, με σύστημα γραπτών εξετάσεων και κυρίως πολύ πιο κοντά στον χαρακτήρα του. Όλα αυτά τα εξήγησε πολύ πειστικά στους δικούς του, όμως η απάντησή τους είχε τη μορφή τελεσίγραφου. 
─ Δεν σε θέλουμε Αρχιτέκτονα… Τέλος… Ή τελειώνεις Πολιτικός Μηχανικός ή επιστρέφεις στην Κομοτηνή.  

Οι γονείς του κινήθηκαν με τρόπο παρεμβατικό και στις δύο πρώτες πλατωνικές αλλά ευεργετικές για την ψυχική του ισορροπία σχέσεις. Η παρέμβασή τους ήταν διακριτική στην πρώτη και απρόσμενα δυναμική στη δεύτερη. 

Η πρώτη του κοπέλα ήταν από πολύ καλή οικογένεια. Τον είχε αποδεχτεί πλήρως σε μια περίοδο κατά την οποία άλλα κορίτσια της ίδιας κοινωνικής τάξης τον απέρριπταν με συνοπτικές διαδικασίες. Οι δικοί του θα συμφωνούσαν οπωσδήποτε με αυτή την επιλογή, αν ερχόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Έτσι, τους βόλεψε το γεγονός ότι η οικογένειά της μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και η σχέση τους τέλειωσε, χωρίς να μακροημερεύσει.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 όποιος σπούδαζε στην Ιταλία όφειλε να θεωρεί το διαβατήριό του και τα έγγραφα της σχολής του στο πλησιέστερο,  με την πόλη της διαμονής του, Ελληνικό Προξενείο. Για τον ίδιο αυτό βρισκόταν στην πανέμορφη, ακόμη και τον Χειμώνα, Βενετία. Σε ένα από αυτά τα χειμωνιάτικα ταξίδια του συνάντησε εκεί εντελώς τυχαία την κοπέλα με την οποία είχαν χωρίσει λίγα χρόνια πριν. Μπροστά εκείνη με τη μητέρα της και εκείνος αρκετά πιο πίσω, μόνος, ακολουθούσαν τον δρόμο προς το Προξενείο. Εκείνη, σε κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι της και οι ματιές τους συναντήθηκαν. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Μάζεψε όσο κουράγιο είχε και με ένα χαμόγελο γεμάτο αμηχανία και χαρά προσπάθησε να της μιλήσει. Το βλέμμα της τον πάγωσε. Ήταν ιδιαίτερα σκληρό, γεμάτο αποστροφή. Χωρίς να πει κουβέντα γύρισε αλλού το πρόσωπό της. Εκεί τελείωσαν όλα. Ουδέποτε ξανασυναντήθηκαν. 

Η δεύτερή του σχέση ήταν επίσης από πολύ καλή και σχεδόν φιλική οικογένεια. Ένα εντυπωσιακό, πληθωρικό και ιδιαίτερα αισθησιακό κορίτσι. Τα τελευταία αυτά στοιχεία της εμφάνισης και του χαρακτήρα της προφανώς θορύβησαν τους δικούς του. Έκριναν εντελώς αναίτια ότι θα ήταν μια επικίνδυνη συναναστροφή, ένα σοβαρό εμπόδιο στην προσπάθειά του να σπουδάσει. Προσπάθησε πολύ να τους αλλάξει γνώμη. Συγκρούστηκε για πρώτη φορά πολύ έντονα μαζί τους, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε.

Η τρίτη του σχέση, η Δώρα, αρκετά χρόνια αργότερα, κάλυπτε σχεδόν απόλυτα τους γονείς του. Σε πολλές συζητήσεις τούς άκουγε να την εκθειάζουν για τις άριστες επιδόσεις της στα μαθήματα, με έναν… μικρό αστερίσκο για τα πολιτικά φρονήματα της οικογένειάς της. Θεωρούσαν βάσιμα ότι αυτή θα τον βοηθούσε στην προσπάθειά του να σπουδάσει και να υλοποιήσει… τους δικούς τους στόχους. 
Η Δώρα ήταν ένα κορίτσι γεμάτο ζωντάνια, με απίστευτο χαμόγελο, δηλαδή ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να έχει τη συγκεκριμένη μουντή περίοδο. Αυτή τη φορά έκανε και το αυτονόητο για την εποχή. Συνεννοήθηκε μαζί της και κράτησαν κρυφή τη σχέση τους. Μόλις ολοκληρώθηκε η μετεγγραφή του στην Αθήνα, δεν μπορούσαν άλλο να κρύβονται. Η στιγμή ήταν… ιστορική. Οι δικοί του είχαν αποδεχτεί για πρώτη φορά στη ζωή του μία προσωπική του επιλογή!


Το ταξίδι


Ένα απαλό άγγιγμα στην ανοιχτή εφημερίδα του από το χέρι της κοπέλας έσβησε αμέσως από το μυαλό του τις εικόνες του παρελθόντος και τον καλωσόρισε στο τώρα. Προς στιγμήν αιφνιδιάστηκε. Δεν περίμενε ότι θα έκανε εκείνη την πρώτη κίνηση. 
─ Να υποθέσω ότι θα διαβάζετε την εφημερίδα σας μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα… Να υποθέσω ότι δεν έχετε σκοπό να μου μιλήσετε… Έτσι δεν είναι;

Ένιωσε λίγο άβολα. Αυτό ακριβώς του υπαγόρευε τόσο ο κλειστός χαρακτήρας του όσο και οι όρκοι πίστης προς την κοπέλα του. Συνήλθε γρήγορα. 
─ Όχι, όχι, σε καμία περίπτωση. Αλήθεια.
─ Ωραία. Ας πούμε ότι τώρα ησύχασα. Το όνομά σας;
─ Αλέκος.

Με έναν ανεπαίσθητο μορφασμό στο πρόσωπο τού ζήτησε επιβεβαίωση.  
─ Αλέκος; 
Αιφνιδιάστηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί δεν της άρεσε το όνομά του. Εδώ ο Αλέκος Αλεξανδράκης έκανε καριέρα μ’ αυτό, για να μην πω για τον Άλεκ Γκίνες... 
─ Το κανονικό μου όνομα είναι Αλέξανδρος. Οι δικοί μου με φώναζαν… Αλέκο, όπως και τον παππού μου που δεν γνώρισα. Αλλά δεν νομίζετε ότι θα είναι καλύτερα να μιλάμε στον ενικό;
─ Ναι, συμφωνώ με τον ενικό, γιατί ηλικιακά είμαστε πολύ κοντά. Λοιπόν… Έχεις ένα σπουδαίο και ιστορικό όνομα. Θα ήταν πολύ καλύτερα, αν είχες επιβάλει το όνομα Αλέξανδρος σε όλους. Το Αλέκος, όπως και όλα όσα προκύπτουν ως χαϊδευτικά από αυτό, όπως Αλεκάκι, Αλεκάκο, ειλικρινά δεν μου αρέσουν. Περισσότερο υποτιμητικά ως προς το Αλέξανδρος μού ακούγονται παρά χαϊδευτικά. Εγώ, πάντως, θα σε αποκαλώ, αν δεν έχεις αντίρρηση, Αλέξανδρο. 
─ Γιατί να έχω αντίρρηση; Αυτό είναι το κανονικό μου όνομα και θα μου άρεσε πολύ να το ακούω από σένα. Και εφόσον τα βρήκαμε με το δικό μου όνομα, το δικό σου ποιο είναι;
─ Λητώ.

Ο Αλέξανδρος θέλησε να ανταποδώσει. Ζήτησε επιβεβαίωση, επαναλαμβάνοντας το όνομά της με έναν μορφασμό ανάλογο με τον δικό της. 
─ Λητώ; 
─ Ναι, Λητώ. Είναι το κανονικό μου όνομα και είμαι περήφανη γι’ αυτό. Το αποφάσισαν από κοινού ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Στην Ελληνική Μυθολογία η Λητώ ήταν κόρη Τιτάνων. Όταν η Ήρα έμαθε ότι η Λητώ ήταν έγκυος από τον Δία, της απαγόρευσε να γεννήσει σε οποιοδήποτε μέρος κάτω από τον ήλιο. Ωστόσο, χάρη στον Δία, λίγο πριν γεννήσει, αναδύθηκε ένα μικρό νησί μέσα από τη θάλασσα, η Δήλος. Εκεί γέννησε τα παιδιά της, την Άρτεμη και τον Απόλλωνα.
─ Ομολογώ ότι δεν το ήξερα. Είναι ένα πολύ όμορφο όνομα, αλλά να… όσο και να προσπαθήσω δύσκολα θα βρω χαϊδευτικά του όπως… Λητούλα, Λητάκι. Και τα χαϊδευτικά ονόματα, όπως και αν είναι, πιστεύω ότι βοηθούν στο να έλθουν πιο κοντά δύο άνθρωποι. 

Η τοποθέτησή της ήταν κοφτή και δεν άφηνε πολλά περιθώρια.
─ Δεν θέλω καν να ακούω χαϊδευτικά για το όνομά μου. Είναι γελοία. Και να υπήρχαν, δεν θα τα επέτρεπα. Υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που μπορούν να φέρουν κοντά δύο ανθρώπους.
─ Λητώ, δεν είναι σωστό που ρωτάω, αλλά θα μου πεις την ηλικία σου; Για να σε βοηθήσω, εγώ είμαι στα 23.
─ Αλέξανδρε, είμαι 18, πέντε χρόνια μικρότερή σου. 

Η διαπίστωση ότι ήταν ενήλικη τον ανακούφισε. 
─ Πέντε χρόνια διαφορά δεν τη λες και μικρή. Πάντως δείχνεις μικρότερη. Θα ήθελα να μου πεις όσα περισσότερα μπορείς για σένα. 
─ Δεν έχω πρόβλημα. Θα σου μιλήσω για μένα, αλλά από σεβασμό σου δίνω τον λόγο. Καλύτερα να αρχίσεις εσύ. Σε παρακαλώ, όμως, αγνόησε τη διαφορά της ηλικίας μας. Η μητέρα μου ήταν δώδεκα χρόνια μικρότερη, όταν ακολούθησε τον πατέρα μου.

Εφόσον με τα ονόματα ένιωσε ότι δεν τα πήγε και τόσο καλά, προσπάθησε να την εντυπωσιάσει με τις σπουδές του και τις αντιστασιακές περγαμηνές του Ε.Μ.Π.  
─ Λοιπόν, αρχίζω πρώτος. Γεννήθηκα στην Κομοτηνή. Μέχρι πέρυσι σπούδαζα στο Πολυτεχνείο της Μπολόνια. Μετά πήρα μετεγγραφή στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ήταν αναμφισβήτητα μια προσωπική μου επιτυχία. Για να επιτραπούν, όμως, οι μετεγγραφές των φοιτητών από τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού χρειάστηκαν και οι αγώνες των φοιτητών. Σαν χθες θυμάμαι όσα έγιναν εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη του 1973… 

Ο Αλέξανδρος είχε φορτιστεί συναισθηματικά από την αναφορά του στα πολύ πρόσφατα γεγονότα. Κλείστηκε για λίγο μέσα στις δικές του σκέψεις. Η αλήθεια ήταν ότι βρισκόταν στην Ιταλία, όταν διαδραματίστηκε η εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 14, 15 και 16 του Νοέμβρη του 1973. Το Πολυτεχνείο ήταν το επίκεντρο των διαδηλώσεων των φοιτητών ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών. Αγωνιούσε, όμως, πολύ για τη Δώρα και τους φίλους του στην Αθήνα. Παρά το γεγονός ότι προερχόταν από άκρως συντηρητική οικογένεια, είχε απεριόριστο σεβασμό για τους αγωνιστές φοιτητές. Όταν βρέθηκε στην Αθήνα, στις πρώτες του επισκέψεις στο Πολυτεχνείο, αγκαλιά τότε με τη Δώρα, ένιωθε δέος με όσα συναντούσε στον χώρο του. Τα γραπτά συνθήματα αντίστασης στους τοίχους των κτιρίων, η τσαλακωμένη από τα τανκς πόρτα της κεντρικής πύλης, τεκμήρια νωπά ενός αγώνα με πολλές θυσίες που τον βοήθησαν να συνειδητοποιηθεί πολιτικά.  

Μετά από τη δικαιολογημένη αυτή παύση έστρεψε και πάλι τα μάτια του στη Λητώ. Ήθελε να δώσει και άλλες ανάσες στον εαυτό του. 
─ Λητώ, δεν θέλω να σε κουράσω με λεπτομέρειες. Καλύτερα να συνεχίσεις εσύ. 

Η Λητώ, ήταν έτοιμη. Δέχτηκε αμέσως την πάσα που της έκανε ο Αλέξανδρος και σχεδόν… απασφάλισε. 
─ Γεννήθηκα στο Βόλφσμπουργκ της Γερμανίας από Γερμανό πατέρα, τον Paul, και Ελληνίδα μητέρα, την Αναστασία. Πριν από δώδεκα χρόνια μετακομίσαμε λίγο βορειότερα, στο Αμβούργο με τους γονείς μου και τον αδελφό μου, που είναι στα 25. Προσχολική εκπαίδευση έκανα στο Βόλφσμπουργκ, αλλά ολοκλήρωσα στο Αμβούργο την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευσή μου με έμφαση στα Λατινικά, τα Αρχαία Ελληνικά και την Αρχαία Ελληνική Ιστορία. Θέλω –όσο τίποτε άλλο– να συνεχίσω με ανώτατες σπουδές στην Ελληνική Φιλολογία και να εμβαθύνω στους Έλληνες Κλασικούς.
─ Έτσι εξηγούνται και οι γνώσεις σου γύρω από την Ελληνική Μυθολογία. Αλήθεια, έχεις ξαναέλθει στην Ελλάδα;
─ Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι τόσο μεγάλη. Αν ήμουν μόνη μου, θα έκανα το ταξίδι αυτό αεροπορικώς. Όμως ο αδελφός μου, ο Ορέστης, δεν ανεβαίνει στο αεροπλάνο. Αποφάσισα να του κάνω παρέα στο τρένο μέχρι τη Θεσσαλονίκη και δεν το μετάνιωσα. Καλά ήταν. Ο Ορέστης και ένας πρώτος μας ξάδελφος θα στήσουν στη Θεσσαλονίκη μια εταιρία εισαγωγής και εμπορίας αυτοκινήτων. 
─ Πώς και δεν έμεινες μαζί τους στη Θεσσαλονίκη; 
─ Να κάνω τι στη Θεσσαλονίκη; Στην Αθήνα με περιμένει ένας ωραίος άνθρωπος, η γιαγιά Μαρία. Κοντά της θα μείνω δέκα ολόκληρες μέρες. Θέλω να δω και όλα τα Μουσεία της πόλης και φυσικά να ανεβώ στην Ακρόπολη. Αν όλα πάνε καλά, θα επιστρέψω στο Αμβούργο πανέτοιμη για τις σπουδές μου.

Ήταν χειμαρρώδης. Την άκουγε με προσοχή, για να συγκρατεί ονόματα και περιοχές. Η Λητώ, όσο μιλούσε, έβγαζε αβίαστα τον ενθουσιασμό της. 
─ Λητώ, ομολογώ ότι με εντυπωσίασες. Όσην ώρα μιλούσες για τις σπουδές σου, τα μάτια σου έλαμπαν. Φαντάζομαι ότι οι κλασικές σπουδές είναι δική σου επιλογή. 
─ Γιατί, τίνος επιλογή θα μπορούσε να είναι; Όλες οι επιλογές, σωστές ή λάθος, είναι δικές μου. Ο αδελφός μου δεν έχει λόγο και οι γονείς μου ανέκαθεν στήριζαν και ενίσχυαν τις αποφάσεις μου.

Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε με νόημα. Πολύ θα ήθελε να συνέβαινε κάτι ανάλογο και στον ίδιο. Το προσπέρασε και πέρασε στην αντεπίθεση.
─ Δεν είδα να εντυπωσιάζεσαι από τις δικές μου σπουδές…
─ Όχι, όχι… Κάθε άλλο. Έχω ακούσει τα καλύτερα για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είχα διαβάσει και για την αντίσταση των φοιτητών. Κατανοούσα τον αγώνα τους. Άλλωστε και ο πατέρας μου ήταν Μηχανολόγος Μηχανικός του Πολυτεχνείου. Όμως…  
─ Όμως; 
─ Η γνώμη μου είναι ότι αυτή η επιστήμη είναι πολύ «στεγνή». Όσο μιλούσες για τις σπουδές σου δεν είδα φως στα μάτια σου. Από τα λίγα που κατάλαβα για σένα, έχω την εντύπωση ότι δεν σου ταιριάζει. Μπορεί και να κάνω λάθος. Θα είμαι πιο σίγουρη, όταν θα σε γνωρίσω καλύτερα. 

Θέλησε να απομακρύνει τη συζήτηση από τα εντελώς τυπικά.   
─ Λητώ, μ’ αφήνεις να εκφραστώ όπως νιώθω; 
─ Μίλα ελεύθερα. Άλλωστε, αν τυχόν θυμώσω, θα το δεις, θα το καταλάβεις…
─ Λητώ, ότι είσαι πολύ όμορφη ασφαλώς και το ξέρεις. Το θέμα είναι ότι είσαι μακράν το πιο όμορφο κορίτσι που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Και αυτό μου δημιουργεί ταραχή… έλλειψη διαύγειας…
─ Μήπως υπερβάλλεις; Μου αρέσει να ακούω όμορφα λόγια από όμορφους ανθρώπους. Αλλά, σε παρακαλώ, δεν θέλω να μείνουμε στην εμφάνισή μου. Θέλω πολύ να μιλήσουμε. Μ’ αρέσει να εκφράζομαι στη μητρική μου γλώσσα. Θέλω να μάθω για σένα. Θέλω να σου πω όσα περισσότερα μπορώ για μένα. 
─ Αλήθεια, γιατί δεν προτίμησες από την αρχή να καθίσεις στις πίσω άδειες θέσεις;
─ Δύσκολη ερώτηση. Θα σου απαντήσω ειλικρινά. Από τη στιγμή που ανέβηκα στο λεωφορείο, σε ξεχώρισα. Ένιωσα μια απροσδιόριστη έλξη. Ο τρόπος που μου χαμογέλασες και μου μίλησες έδιωξαν το άγχος που είχα. Ήμουν μόνη και ένιωθα ανασφαλής ανάμεσα σε τόσα άγνωστα πρόσωπα. Έτσι, αποφάσισα να σε εμπιστευτώ και να καθίσω δίπλα σου. Και δεν το μετάνιωσα, παρόλο που θα μπορούσα να έχω άνετη διπλή θέση πιο πίσω και να απλώνω τα πόδια μου. 

Η Λητώ είχε έναν σαφή τρόπο έκφρασης. Ανέβασε αμέσως στα ύψη την αυτοεκτίμηση του Αλέξανδρου. Ταυτόχρονα, τον κατέστησε υπεύθυνο για την προσωπική της ασφάλεια και έτσι απομάκρυνε από το μυαλό του κάθε πονηρή σκέψη. Της χαμογέλασε.
─ Εκτιμώ αφάνταστα την εξήγησή σου. Ναι, μπορείς να «ακουμπήσεις» πάνω μου και να με εμπιστευτείς. Αν, μάλιστα, δυσκολεύεσαι με τα πόδια σου, άπλωσέ τα ελεύθερα πάνω στα δικά μου. 
─ Σ’ ευχαριστώ. Ίσως αργότερα.
─ Το ξέρεις ότι λίγο έλειψε να ξεκινήσω τις σπουδές μου από το Αμβούργο; Αρρώστησα πριν φύγω, έχασα τις προθεσμίες και αναγκαστικά έκανα εγγραφή στην Μπολόνια. Επίσης, ούτε εγώ ανεβαίνω στο αεροπλάνο, όπως ακριβώς και ο αδελφός σου. Α… και κάτι άλλο. Χειρίζεσαι εκπληκτικά την Ελληνική γλώσσα. Και αυτό μ’ αρέσει πολύ.
─ Αν σπούδαζες στο Αμβούργο, ίσως να σε γνώριζα. Ίσως πάλι όχι. Αν ανέβαινες στο αεροπλάνο, ίσως να μην καθόμασταν δίπλα δίπλα. Όσο για τη γλώσσα, ήθελα από μικρή να μιλάω Ελληνικά, γιατί ένιωθα ξεχωριστή. Με βοήθησε πολύ η μητέρα μου και με ενθάρρυνε και ο πατέρας μου. Μιλάω και γράφω εξίσου καλά τα Γερμανικά, τα Ελληνικά και τα Αγγλικά. Κάθε γλώσσα και ένας κόσμος!

Την κοίταξε με θαυμασμό και έπειτα έθεσε ερώτηση-κλειδί.
─ Λητώ, έχεις κάποια σοβαρή σχέση;
─ Όχι. Δεν έτυχε μέχρι τώρα. Εσύ;
─ Όχι, όχι… ούτε και εγώ… 

Αυτό ήταν το πρώτο από τα δύο σοβαρά ψέματα που θα της έλεγε έως το τέλος του ταξιδιού.

Ο πάγος, όμως, είχε πλέον σπάσει και με την αφόρητη μεσημεριανή ζέστη είχε κυριολεκτικά λιώσει. Από το σημείο εκείνο και μετά θα άρχιζε ένας αγώνας δρόμου, μια σκυταλοδρομία με αντίπαλο τον χρόνο. Στόχος τους ήταν να προλάβουν, να γνωριστούν καλύτερα, να μικρύνουν την απόσταση μεταξύ τους.  

Αποκόπηκαν εντελώς από το περιβάλλον του λεωφορείου. Γύρισαν όσο καλύτερα μπορούσαν ο ένας απέναντι στον άλλο και συνέχισαν να μιλάνε με μακρόσυρτους μονολόγους. Αντιμετώπισαν αδιάφορα τη στάση του λεωφορείου στη Λάρισα. Δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Τελείωνε ο ένας, άρχιζε ο άλλος και αντίστροφα. Άδειαζαν και παρέδιδαν με αμοιβαία εμπιστοσύνη τις ψυχές τους. Και έδειχναν να το απολαμβάνουν. Η συναισθηματική τους φόρτιση αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο.  
Έκανε πρώτος την αποφασιστική κίνηση και της έπιασε ελαφρά το χέρι. Εκείνη ξαφνιάστηκε λίγο, αλλά δεν το τράβηξε. Είχαν έλθει πλέον πιο κοντά.
Η Λητώ στάθηκε ιδιαίτερα στη δική της οικογένεια. Η σύγκριση με τη δική του αναπόφευκτη. Οι δύο οικογένειες ήταν εντελώς διαφορετικές τόσο σε θέματα κουλτούρας, όσο και στη γενικότερη στάση τους απέναντι στη ζωή και στην ανατροφή των παιδιών τους. Είχαν βιώσει, βέβαια, και πολύ δύσκολες καταστάσεις. Η Λητώ είχε ήδη θρηνήσει την απώλεια του πατέρα της Paul.  
─ Ο πατέρας μου, με καταγωγή από το Αννόβερο, είχε αρχίσει να δουλεύει από το 1937 στην τότε δημόσια εταιρεία της Volkswagen. Για να είναι πλήρως λειτουργικές οι εγκαταστάσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας, ο Αδόλφος Χίτλερ εκτός από το εργοστάσιο δημιούργησε και μια μικρή πόλη γύρω του. Η πόλη αυτή, που στέγαζε τους εργαζόμενους, ονομάστηκε το 1945 Βόλφσμπουργκ. Ο πατέρας μου πέρασε δύσκολα χρόνια, όσο κράτησε ο πόλεμος, αλλά τουλάχιστον ήταν μακριά από την πρώτη γραμμή. Το εργοστάσιο με την έναρξη του πολέμου σταμάτησε την παραγωγή του θρυλικού σκαραβαίου και επιτάχθηκε για την παραγωγή τζιπ, αεροπλάνων και στρατιωτικού υλικού. Ο πατέρας γνώρισε τυχαία την μητέρα μου Αναστασία σε επαγγελματικό ταξίδι του στην Αθήνα, λίγο πριν από τον πόλεμο. Μαζί πήραν την προχωρημένη για την εποχή απόφαση να φύγουν στη Γερμανία. Μαζί έζησαν τα ταραγμένα χρόνια του πολέμου. Μετά τον πόλεμο ο πατέρας τη βοήθησε να σπουδάσει. Έγινε Γιατρός και πήρε την ειδικότητα της Ορθοπαιδικού. Πριν από δώδεκα χρόνια η οικογένειά μας αναγκάστηκε να μετακομίσει βορειότερα, στο Αμβούργο, εξαιτίας της εργασίας της μητέρας μου. Ο πατέρας, όμως, παρέμεινε στο Βόλφσμπουργκ και μας επισκεπτόταν μόνο στις άδειές του. Σταδιακά εμφάνισε προβλήματα υγείας. Σκοτώθηκε απρόσμενα το 1970 σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα έξω από το Αμβούργο… Υπέφερα ούτως ή άλλως από την απουσία του τα τελευταία χρόνια. Ο χαμός του όμως με διέλυσε ψυχικά για με-γάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, δέθηκα περισσότερο με τη μητέρα μου, αφιερώθηκα και στα μαθήματά μου.   

Όση ώρα μιλούσε για την απώλεια του πατέρα της, η Λητώ είχε συγκινηθεί. Έκλαιγε με αναφιλητά. Ο Αλέξανδρος είχε συγκλονιστεί από την ευαισθησία της. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τη συμπαρασταθεί. Της σκούπιζε με προσοχή τα δάκρυα. Της κρατούσε τρυφερά και τα δυο της χέρια. Και για να τη βγάλει από τη στενόχωρη εξιστόρηση, άρχισε αυτοσχεδιάζοντας να της λέει ανάλαφρες λεπτομέρειες για τη γιαγιά του, τους γονείς του, τα μαθητικά του χρόνια, τις σπουδές του στην Ιταλία, τις σχέσεις του με τα κορίτσια. 

Ήταν φανερό ότι είχαν και οι δύο ανάγκη από αυτήν τη σχεδόν ψυχαναλυτική διαδικασία, που ήταν πολύ ανώτερη από τη συμβατική ψυχανάλυση. Εδώ υπήρχαν δύο συνομιλητές που αυτοαναλύονταν και άκουγαν εξίσου προσεκτικά ο ένας τον άλλον. Αληθινά λυτρωτικό!

Η Λητώ συνήλθε σχετικά γρήγορα. Τον άκουγε με προσοχή. Σε κάποια σημεία της αφήγησης έδειχνε προβληματισμένη, σε άλλα χαμογελούσε και σε άλλα γελούσε με την καρδιά της. Στάθηκε ιδιαίτερα στη γιαγιά Ουρανία. Δεν θεώρησε ότι έκανε κάποιο λάθος στην ανατροφή του. Αντίθετα, ως γνήσια εξοικειωμένη με τη Γερμανική πειθαρχία του επεσήμανε ότι οι κανόνες της τον έκαναν καλύτερο άνθρωπο. Εντυπωσιάστηκε από το πόσο παρεμβατικοί ήταν οι γονείς του σε όλες σχεδόν τις κρίσιμες αποφάσεις της ζωής του. Ωστόσο, χαμογελώντας με σημασία… τους ευχαρίστησε που δεν του επέτρεψαν να έχει μέχρι τώρα κάποια σοβαρή σχέση. 
─ Λοιπόν… Αλέξανδρε, ας γυρίσουμε στο παρόν. Αυτή τη στιγμή ταξιδεύεις στην Αθήνα, για να πάρεις το πτυχίο του Πολιτικού Μηχανικού, που είναι απαίτηση και επιθυμία των γονιών σου, όχι ακριβώς δική σου. Προσωπικά πιστεύω ότι οι γονείς δεν πρέπει να επιβάλουν τις απόψεις τους. Οφείλουν να στηρίζουν διακριτικά τα παιδιά τους, ακόμη και όταν τα λάθη τους είναι ολοφάνερα. Ακόμη και όταν προαισθάνονται ότι μπορεί να κινδυνεύουν, οφείλουν να δείχνουν εμπιστοσύνη. Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς αναλαμβάνουν έναν πολύ δύσκολο ρόλο, που αγγίζει τα όρια της θυσίας. Όσοι δεν μπορούν να τον αναλάβουν καλό είναι να σταματούν στον γάμο ή και λίγο πριν. Αυτά δεν τα λέω, προς Θεού, για να σου δείξω ότι οι γονείς σου τα έκαναν όλα λάθος. Μπορεί, άραγε, κάποιος να τους κατηγορήσει ότι δεν ήθελαν για σένα το καλύτερο; Όχι, βέβαια. Και πόσο μάλλον εσύ, που, γαλουχημένος από τη γιαγιά σου, δεν προσπάθησες και πολύ να επιβάλεις τις δικές σου επιλογές. Έτσι δεν είναι; 

Η Λητώ για την ηλικία της είχε απίστευτα ξεκάθαρες και προχωρημένες θέσεις. Εντυπωσιάστηκε. Ταυτόχρονα σκέφτηκε μήπως σχημάτιζε τελικά αρνητική εικόνα για εκείνον, μήπως τον θεωρούσε άβουλο. Και ένιωσε άβολα. Θέλησε αμέσως να ανεβεί λίγο στα μάτια της. 
─ Λητώ μου, συμφωνώ με τις απόψεις σου για τον ρόλο των γονιών. Στην πράξη μάλλον οι σχέσεις με τα παιδιά τους είναι πολύ πιο περίπλοκες. Προσωπικά, δεν ξέρω πώς θα είμαι ως γονιός. Καλού κακού θα προσπαθήσω, όπως λες, να σταματήσω στον γάμο ή και λίγο πριν. Και αφού αναρωτιέσαι, θα σου πω ότι ενδόμυχα είχα και εγώ όνειρα, αλλά δεν τόλμησα να τα κάνω επιλογές ζωής. Το μεγαλύτερο…; Να γίνω ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής! Να παίζω σε μια μεγάλη ομάδα! Να με αποθεώνει ο κόσμος! Να με αγαπήσει μια πολύ όμορφη κοπέλα –να, σαν και σένα– (συνέχισε με ύφος περιπαικτικό, ανάλαφρο) χωρίς να με υποχρεώσει σώνει και καλά σε γάμο! Να με  ακολουθεί σε όλους τους αγώνες μου και να με σφίγγει με λατρεία στην αγκαλιά της κάθε φορά που θα στέλνω την μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα! Και το ήθελα το παραμύθι μου στο ακέραιο. Μικρός έπαιζα μόνος μου με ένα μικρό μπαλάκι στην αυλή του σπιτιού μας ώρες ατελείωτες μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό. Στο Λύκειο είχα επιλέξει να ανταγωνίζομαι με τον Νίκο, τον ικανότερο παίκτη στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ. Ταυτόχρονα έπαιζα με την ομάδα της γειτονιάς, σε τοπικά πρωταθλήματα. Και διακρινόμουν. Εν τέλει έφτασα να παίζω, κρυφά από τους γονείς μου, στην αγαπημένη μου ομάδα της Κομοτηνής, τον Πανθρακικό και αργότερα στην ομάδα της Μπολόνια. 

Αυτό ήταν το δεύτερο σοβαρό του ψέμα. 

Η Λητώ τον πίστεψε.
─ Αλέξανδρέ μου, όσο μιλούσες, τα μάτια σου έλαμπαν. Πρώτη φορά τα είδα έτσι! Σου λέω, λοιπόν, ότι σήμερα είχες ραντεβού με την καλή σου τύχη. Η μητέρα μου είναι επικεφαλής στο Ιατρικό τμήμα της ποδοσφαιρικής ομάδας του Αμβούργου. Έχει εξαιρετικές σχέσεις με τον προπονητή και τη διοίκηση. Θα της μιλήσω για σένα. Θα της μιλήσω για τα όνειρά σου. Είμαι σίγουρη ότι θα σε βοηθήσει. 

Ο Αλέξανδρος προς στιγμήν έκλεισε τα μάτια του. Είδε τον εαυτό του να ηγείται της σπουδαίας αυτής ομάδας. Να αποθεώνεται από τον κόσμο. Τη Λητώ, στα επίσημα, να αγωνιά και να επιβραβεύει τις προσπάθειές του. Σκέφτηκε πόσο όμορφο θα ήταν αν έβγαινε το όνειρο αληθινό.  
Στη συνέχεια προσγειώθηκε απότομα. Ένιωσε άσχημα για το αθώο, όπως νόμιζε ψέμα του. Δεν θυμήθηκε τη γιαγιά του, που του έλεγε ότι δεν υπάρχουν αθώα ψέματα και ότι τα ψέματα έχουν πάντα «κοντά ποδάρια». Αναδιπλώθηκε και προσπάθησε… να το μαζέψει. Παρακολουθούσε στενά το Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Γνώριζε ότι η ποδοσφαιρική ομάδα του Αμβούργου είναι μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της Γερμανίας και της Ευρώπης. 
─ Λητώ μου, σιγά, σε παρακαλώ. Τρέχεις πολύ. Σκέψου λίγο ότι το όνειρό μου, όπως σου το περιέγραψα, το έχω εγώ και τουλάχιστον άλλα εκατό χιλιάδες παιδιά στην ηλικία μου, στην Ελλάδα. Τα περάσματά μου από τον Πανθρακικό και την Μπολόνια ήταν πολύ σύντομα. Αυτό σημαίνει ότι δεν δοκιμάστηκα σε συνθήκες αγώνων. Για να παίξεις σε μια ομάδα όπως το Αμβούργο, θα πρέπει να έχεις θητεύσει σε κάποια από τις μεγάλες ομάδες της Ελλάδας και μάλιστα με διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο. 
─ Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο. Από μικρή έκανα κολύμβηση. Έτσι δεν ξέρω καλά τις προϋποθέσεις, για να παίξει κάποιος μπάλα σε υψηλό επίπεδο. Όμως πιστεύω ότι, αν θέλεις κάτι τόσο πολύ, μπορείς να το κυνηγήσεις επίμονα. Εγώ, πάντως, μπορώ να μιλήσω στη μητέρα μου. Η τελική απόφαση θα είναι δική σου. Ούτως ή άλλως έχεις ως σταθερή βάση τις σπουδές σου. (Και τότε διατύπωσε πρόταση-πρόκληση). Προσωπικά θα ήθελα να περάσουμε μαζί στην Αθήνα το 10ήμερο των διακοπών μου και ύστερα να έλθεις μαζί μου αεροπορικώς στο Αμβούργο. Να δοκιμάσεις και να δοκιμαστείς. Θα είμαι δίπλα σου. 

Στο μεταξύ και χωρίς να το καταλάβουν έφτασαν στα Καμένα Βούρλα. Κατέβηκαν για να ξεπιαστούν και μπήκαν μέσα στον χώρο του ζαχαροπλαστείου. Σε κάποια στιγμή του φάνηκε ότι την έχασε. Ένιωσε αγωνία. Θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για την ύπαρξή της. Ευτυχώς, πολύ σύντομα την είδε λίγο παραπέρα να ενδιαφέρεται για κάποια γλυκά και οι ματιές τους ξανασυναντήθηκαν. Κατευθύνθηκαν έξω. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Τα πρόσωπά τους ήλθαν πολύ κοντά. Αγκαλιάστηκαν τρυφερά. Η Λητώ έτρεμε. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε προηγούμενη εμπειρία. Πήρε θάρρος. Πλησίασε πολύ τα χείλη της, ανάσαινε από την αναπνοή της. Του φάνηκε ότι έσκαγαν πυροτεχνήματα γύρω τους. Θα μπορούσαν να μείνουν εκεί και να φιλιούνται, αγκαλιασμένοι μέχρι το πρωί. Και φυσικά να ξαπλώσουν στο γρασίδι και να κάνουν έρωτα.   
─ Λητώ μου, θα είμαι μαζί σου το 10ήμερο που θα μείνεις στην Αθήνα. Τρέμω στην ιδέα μήπως και σε χάσω. Τα υπόλοιπα που με ρωτάς δεν είναι εύκολα. Θα έχουμε, όμως, χρόνο και καλύτερες συνθήκες, για να τα συζητήσουμε.

Ο οδηγός του λεωφορείου ήταν ανυπόμονος. Η αντίστροφη μέτρηση για τον τελικό προορισμό τους ξεκίνησε. Στο υπόλοιπο του ταξιδιού τους δεν μίλησαν πολύ. Τον λόγο είχε η αφή, αίσθηση υποτιμημένη στην καθημερινότητα, μοναδική στον έρωτα. 

Η Λητώ είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στην αγκαλιά του. Ακούμπησε στον ώμο και μετά στο στήθος του. Της άρεσε να ακούει τους κτύπους της καρδιάς του. Εκείνος την κρατούσε σφιχτά, έπαιρνε τα πόδια της, τα ανέβαζε επάνω στα δικά του και της έτριβε απαλά τις γάμπες. Συνέχιζε στον αυχένα και για να την χαλαρώσει καλύτερα της σιγοτραγουδούσε στο αφτί αγαπημένα τραγούδια του Γιάννη Πάριου, της Τζιλιόλα Τσινκουέτι, του Κλαούντιο Μπαλιόνι και του Νικόλα ντι Μπάρι. Εκείνη τον πείραζε για τον Πάριο και για το πάθος που έβαζε, όταν της ψιθύριζε τα τραγούδια του. Είχε ενθουσιαστεί με τα Ιταλικά τραγούδια. Έγιναν αγαπημένα της το Dio come ti amo (Θεέ μου, πώς σ’ αγαπώ), το Questo piccolo grande amore (Αυτή η μικρή μεγάλη αγάπη) και το I giorni dell’ arcobaleno (Οι μέρες του ουράνιου τόξου). Είχε βρει πολύ ενδιαφέρον και διδακτικό το τρίτο, αλλά οι στίχοι από τα δύο πρώτα τής έφερναν δάκρυα στα μάτια. 
Σιγοτραγουδούσε μαζί του. Σε κάποια στιγμή τον είδε να κλείνει τα μάτια του. Με τον δείκτη του δεξιού χεριού της περιεργάστηκε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ήταν σαν να ξαναγυρνούσαν την κινηματογραφική σκηνή ανάμεσα στη Σοφία Λόρεν και στον Τσάρλτον Ίστον από την ταινία El Cid

Στο εσωτερικό του λεωφορείου δεν είχε πολύ φως. Έσυρε  το χέρι του στο στήθος της από το ανοικτό μέρος που βρήκε στο πουκάμισό της. Και φυσικά ήταν έτσι όπως το περίμενε, απαλό και στο σωστό μέγεθος. Ένιωθε και άκουγε τους κτύπους της καρδιάς της. Τρελάθηκε. Ήταν αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκείνη τη στιγμή. Εκείνη, αφού ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της, τον παρακάλεσε να σταματήσει. 
─ Αλέξανδρέ μου, όχι εδώ, σε παρακαλώ. Θέλω να είναι αξέχαστη η πρώτη μου φορά και την έχω ονειρευτεί ήδη μαζί σου. Ας κάνουμε λίγη υπομονή. 

Το επιχείρημά της ολόσωστο. Ενέδωσε αμέσως. Βγήκε και από τη μαγεία της στιγμής. Όσο πλησίαζε το λεωφορείο στην Αθήνα, τόσο μεγάλωνε το άγχος του. Πολύ σύντομα θα έπρεπε να αποφασίσει αν θα έτρεχε να συναντήσει τη Δώρα ή αν θα ακολουθούσε τη Λητώ στο 10ήμερό της στην Αθήνα και αμέσως μετά στο Αμβούργο.
Απόφαση δύσκολη. Η Λητώ ήταν με μεγάλη διαφορά η πιο όμορφη γυναίκα που είχε συναντήσει στη ζωή του. Με άλλα λόγια ήταν… η Δώρα. Μόνο που η Λητώ είχε το κλειδί, που ενδεχομένως θα ξεκλείδωνε το παιδικό του όνειρο… να γίνει ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής.

Έμειναν στον Σταθμό μισή ώρα ακόμη και σχεδόν πήγε 11. Αν μπορούσαν, θα έπαιρναν ευχαρίστως το πρώτο λεωφορείο… για τον γύρο της Πελοποννήσου. Ήταν διάχυτη η αγωνία τους. Φοβόταν ξεκάθαρα μήπως χαθούν. Δεν αντάλλαξαν τις διευθύνσεις των σπιτιών τους, αλλά αντάλλαξαν με προσοχή τα τηλέφωνά τους. Η Λητώ υποσχέθηκε ότι θα του τηλεφωνούσε πρώτη. Δεν χρειάστηκε να της πει άλλο ένα ψέμα γιατί δεν την κάλεσε εκείνο το βράδυ στο σπίτι του. Της εξήγησε ότι έχει συγκάτοικο και ότι την άλλη μέρα το πρωί θα πήγαινε στο Πολυτεχνείο, για να δει τα αποτελέσματα και να πάρει το πρόγραμμα των εξετάσεων. Της υποσχέθηκε ότι μετά θα μπορούσαν να βρεθούν, για να ζήσουν το δικό τους 10ήμερο. Τη φίλησε. Την καθησύχασε. 
─ Κορίτσι μου, είσαι… Η δική μου... Η ψυχή μου... Η αγαπημένη μου Λητώ...

Χωρίστηκαν με απίστευτη δυσκολία. Τα δύο ταξί πήραν διαφορετική κατεύθυνση.
Το τέλος του ταξιδιού τούς βρήκε πολύ ερωτευμένους. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν εντελώς αφύσικο.
 

Δέκα μέρες

 
Στο διαμέρισμα ήταν μόνος. Τακτοποίησε βιαστικά τα πράγματά του. Στον 5ο και τελευταίο όροφο, στη συμβολή των οδών Πάτμου και Προμηθέως στα Κάτω Πατήσια, το θερμόμετρο ήταν στα κόκκινα. Οι σκέψεις του και το πώς θα αντιδρούσε, μόλις θα του τηλεφωνούσε η Λητώ, του έφερναν ζάλη στο κεφάλι. 
Πετάχτηκε μέχρι επάνω στο πρώτο τηλεφώνημα. Περίμενε μέχρι να σταματήσει. Το ίδιο έκανε και στο δεύτερο. Ήταν ολοφάνερο ότι ο Αλέκος δεν ήταν έτοιμος να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση. Όλοι θα ήταν εναντίον του. 
Έβλεπε πρώτα την κοπέλα του. Αξεπέραστο εμπόδιο. Βουνό! «Άκουγε» μετά τις αντιρρήσεις της γιαγιάς του, του πατέρα του, της μητέρας του, της αδελφής του, του Λάκη, του Ανδρέα, του Ανέστη, του Απόστολου, του Αντώνη, του Γιώργου, του Τάκη, του Ντίνου… 
«Μην απαντήσεις», «Είσαι τρελός;», «Θα τα τινάξεις όλα στον αέρα», «Τι πας να κάνεις», «Τι θα πει ο κόσμος» ήταν μερικές από τις πιο ήπιες. Άλλες ήταν πολύ πιο φοβικές «Δεν θα γλιτώσεις από την οργή του Υψίστου», «Θα πας στην Κόλαση». Λιμοί, λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί, οι 10 πληγές του Φαραώ. 
Όχι, δεν θα γλίτωνε με τίποτε. Λες και ο Θεός θα αφιέρωνε το υπόλοιπο της ύπαρξής του, για να τον τιμωρεί παραδειγματικά με τον πιο πιθανό και απίθανο τρόπο. 
Έτσι, μπροστά σε ένα τόσο φορτισμένο σκηνικό με άτεγκτους εισαγγελείς και δικαστές όφειλε να πάρει την πιο δύσκολη μέχρι τότε απόφαση για το μέλλον του.
 
Στην άλλη πλευρά όλων αυτών στεκόταν απλώς η Λητώ χαμογελώντας. Ο Αλέξανδρος επιτέλους συνήλθε. Στο τρίτο τηλεφώνημα δεν έχασε χρόνο. Σήκωσε αμέσως το ακουστικό.
─ Αλέξανδρέ μου, πού είσαι; Τηλεφώνησα άλλες δύο φορές. Έσπασε η καρδιά μου από την αγωνία. Είδα λίγο τη γιαγιά και σε πήρα αμέσως μετά.

Ο Αλέξανδρος, αφού τα είχε βρει με τον εαυτό του, ήταν πολύ εύκολο πια να καθησυχάσει και τη Λητώ.
─ Είχε κίνηση στον δρόμο και στην είσοδο με καλωσόρισαν δύο καλοί μου φίλοι. Μόλις μπήκα στο διαμέρισμα, άκουσα το τηλέφωνο και το σήκωσα αμέσως. Δεν ήξερα ότι πήρες άλλες δύο φορές. Συγγνώμη. Λοιπόν, αύριο το πρωί λέω να βρεθούμε κατά τις 10 στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Τώρα ύπνο. 

Η Λητώ ένιωσε ανακουφισμένη.
─ Αλέξανδρε, μου λείπεις ήδη πάρα πολύ. Ωστόσο, μια βραδιά είναι. Θα είμαι αύριο στις 10 στο ραντεβού μας. 

Με το που έκλεισε το τηλέφωνο, συγκεντρώθηκε στην επόμενη αποστολή του. Έκανε βιαστικά ένα ντους, άλλαξε ρούχα και ξεκίνησε με προορισμό το πολύ κοντινό διαμέρισμα της Δώρας. Η βραδιά θα έκλεινε και θα μπορούσε να κοιμηθεί πιο ήσυχος, μόνον αν την ενημέρωνε ότι έφτασε και ότι… είχε σχέδια για το επόμενο 10ήμερο.
Στην είσοδο τον καλωσόρισε η κοπέλα του και τον αγκάλιασε.
─ Άργησες. Είχα αρχίσει να νιώθω άβολα. Διαβάζουμε στο δωμάτιό μου με τις φίλες μου. Δεν μπορούσα να κρύψω την ανησυχία μου.

Μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Το σκηνικό γνωστό. Κόντευε μεσάνυχτα και το πάτωμα ακόμη σπαρμένο με βιβλία. Πάντα απορούσε για το πώς οι Φιλόλογοι κατάφερναν να παλεύουν με τόση εξεταστέα ύλη. Είχε γνωρίσει την ομάδα φιλαναγνωσίας, τις συμφοιτήτριες της Δώρας, τη Γεωργία, τη Μαρία και τη Θάλεια με το που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ήταν δυνατή κοριτσοπαρέα. Διάβαζαν συνήθως μαζί. Είχαν στόχους και μοιράζονταν τις ανησυχίες και τις αγωνίες τους. Η Μαρία ήταν πιο εκδηλωτική. Μιλούσε χωρίς περιστροφές με Πατρινό λόγω καταγωγής λεξιλόγιο. Η Γεωργία, πιο συγκρατημένη, ήταν κοντά στον χαρακτήρα τής Δώρας. Η Θάλεια η επιτομή της ευγένειας. Μίλησε η Μαρία.
─ Αλέκο, άρ-γη-σες! Εδώ και μια ώρα έχασε η ομάδα την απόδοσή της! Ήταν πολύ ανήσυχη η φίλη μας και συχνά έχανε ειρμό και σελίδες. Δεν θέλω να το ξανακάνεις! Μάθε να ταξιδεύεις με αεροπλάνο και να έρχεσαι αστραπή κοντά της.

Άρθρωσε δικαιολογίες του τύπου ότι το λεωφορείο έκανε πολλές στάσεις λόγω της υπερβολικής ζέστης, ότι δεν αισθανόταν καλά μια ηλικιωμένη…
Ο ίδιος βιαζόταν να μιλήσει ιδιαιτέρως στη Δώρα. Και, όπως φάνηκε, ήταν ήδη καλά προετοιμασμένος. 
─ Δώρα μου, είμαι ταλαιπωρημένος (…παραπονέθηκε). Αύριο το πρωί θα πάω στη Σχολή. Όπως και αν βρω τα αποτελέσματα, θέλω να ξέρεις, ότι θα με χάσεις για τις επόμενες 10 μέρες. Συνταξίδευα με έναν συμμαθητή μου από το Λύκειο, που δουλεύει σε μεγάλο ξενοδοχείο της Κρήτης. Μου πρότεινε να συνεχίσω μαζί του για 10 μέρες στο Ηράκλειο. Δουλειά, χαρτζιλίκι και μικρές αποδράσεις για τσικουδιές και μπάνια. Το είδα σαν ευκαιρία.

Τα είπε μονορούφι και ύστερα περίμενε την αντίδραση. Η κοπέλα του έδειξε προβληματισμένη, μέσα της, ωστόσο, τρελά αναστατωμένη. Την αιφνιδίασε η τόσο γρήγορη απόφασή του, που ήταν ασύμβατη με τον αναβλητικό και πλήρως ορθολογικό χαρακτήρα του. Αλλά και πάλι να του στερήσει ένα ταξίδι χειραφέτησης, που έδειχνε ότι το ήθελε πολύ; Μπορεί και να το είχε ανάγκη. Του επισήμανε ότι θα ζοριζόταν στην εξεταστική, γιατί θα έκοβε ένα 10ήμερο διαβάσματος. Τις είχε η Δώρα τέτοιες εμμονές. Τα μαθήματα πάνω απ’ όλα! Τον αγκάλιασε, ωστόσο, και του ευχήθηκε να περάσει καλά και ας ένιωθε πλέον σφίξιμο στην καρδιά, σαν μέγγενη.

Έφυγε ανακουφισμένος. Έβλεπε τώρα μπροστά του τις 10 μέρες. Και αν δεν ήταν μόνον αυτές και ακολουθούσε τη Λητώ και στο Αμβούργο; Δεν ήθελε να σκέφτεται το επόμενο βήμα. Ήθελε να ζήσει το τώρα, για το οποίο μόλις είχε ξεπεράσει κάθε του όριο. 

Το πρωί ξεκίνησε ευδιάθετος για τη Σχολή. Έτρεξε στον Πίνακα Ανακοινώσεων και είδε ότι είχε περάσει τα μαθήματα της προηγούμενης εξεταστικής. Ήξερε, βέβαια, ότι θα έπρεπε να δώσει στις αρχές του Σεπτέμβρη άλλα δύο, τα δυσκολότερα του έτους. Αλλά αυτό ουδόλως τον απασχολούσε. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε ελεύθερος. Έτρεξε γρήγορα προς την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Η Λητώ ήταν εκεί και τον περίμενε. Έβλεπε προς τον δρόμο. Την πλησίασε αθόρυβα, της έκλεισε τα μάτια, τη γύρισε απαλά προς το μέρος του, την αγκάλιασε σφιχτά και τη σήκωσε ψηλά στον αέρα. Έβλεπε τριγύρω τους περαστικούς. Η σκηνή δεν τους είχε αφήσει αδιάφορους. Η Λητώ ήταν πλάσμα που δεν μπορούσες να το προσπεράσεις. Σε γοήτευε. Σε καθήλωνε. 
Την έπιασε από το χέρι και προχώρησαν στον περιβάλλοντα χώρο της Σχολής του. Στάθηκαν με συγκίνηση μπροστά στη διαλυμένη από τα τανκς πόρτα της εισόδου και μπήκαν στο εσωτερικό του Κτιρίου Γκίνη. Από την αρχή έδειχνε λίγο ανήσυχος. Έριχνε κλεφτές ματιές δεξιά και αριστερά. Από τον Ανέστη δεν κινδύνευε, εφόσον αυτός είχε προγραμματίσει να επιστρέψει στην Αθήνα τις επόμενες μέρες. Είχε, όμως, την αγωνία μήπως συναντήσει τον Γιώργο και τον Τάκη. Καλού κακού είχε προετοιμάσει στο μυαλό του κάποιες πρόχειρες δικαιολογίες, γνωρίζοντας ότι πολύ δύσκολα θα τους ξεγελούσε. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Η Λητώ βρήκε το όνομά του σε ένα από τα μαθήματα που είχε περάσει και χαμογελώντας δήλωσε υπερήφανη για την επιτυχία του.
─ Αλέξανδρε, είχα μεγάλη αγωνία χθες το βράδυ. Έκανα ανήσυχο ύπνο. Μου έλειπες. Ήταν πολύ απότομο που χωρίσαμε στον Σταθμό. Ύστερα, είχα μεγάλη ανασφάλεια μήπως και δεν έλθεις. Φοβόμουν. Φοβόμουν πολύ μήπως δεν σε ξαναδώ. 

Εκείνος, βέβαια, δεν μπορούσε να της πει πόσο μαρτύρησε και τι ψευδομαρτύρησε, για να κρατήσει τον λόγο του απέναντί της. Προσπάθησε, λοιπόν, να την καθησυχάσει και να την ανεβάσει.
─ Πιστεύεις ότι υπάρχει άντρας σε ολόκληρο τον κόσμο, που θα αθετούσε τον λόγο του σε σένα; 

Η Λητώ χαμογέλασε. Τον αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν πολύ ερωτευμένη και δίκαια απαιτούσε αφοσίωση και αποκλειστικότητα.
─ Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα φύγεις ούτε λεπτό από κοντά μου. Θέλω να ζήσω κάθε στιγμή της ζωής μου μαζί σου. 

Τι να της έλεγε; Ότι τα ίδια και περισσότερα ήθελε και ο ίδιος;
─ Λητώ μου, από τη στιγμή που δεν μπορούμε να μείνουμε στο σπίτι μου, θα ήθελα να μείνουμε, αν συμφωνείς και εσύ, σε ξενοδοχείο, στο κέντρο της Αθήνας. Τι λες;

Κούνησε με ενθουσιασμό το κεφάλι της. 
─ Όταν ξεκινούσα το ταξίδι μου από το Αμβούργο, ούτε που μπορούσα να φανταστώ μια τέτοια εξέλιξη. Θα στενοχωρηθεί λίγο η γιαγιά μου, που δεν θα με βλέπει, όμως δεν πρόκειται να μου φέρει αντίρρηση. Άλλωστε, έρχεται συχνά και μας βλέπει στο Αμβούργο.

Πήραν ένα ταξί και πήγαν στο σπίτι του. Η Λητώ περίμενε υπομονετικά κάτω. Ετοίμασε γρήγορα μια μικρή βαλίτσα με τα απολύτως απαραίτητα. Με το ίδιο ταξί έφτασαν στο σπίτι της γιαγιάς της. Η Λητώ φρόντισε αμέσως να σπάσει τον πάγο.
─ Γιαγιά μου, να σου συστήσω τον Αλέξανδρο. Σου είπα ήδη πολλά γι’ αυτόν χθες. Αν δεν έχεις αντίρρηση, θα ήθελα να είμαι μαζί του στο δεκαήμερο των διακοπών μου.  

Η κυρία Μαρία ήταν ανοιχτό μυαλό. Είχε συναινέσει να φύγει η κόρη της στη Γερμανία με έναν σχεδόν άγνωστό της Γερμανό τις παραμονές του πολέμου! Η επιλογή της εγγονής της δεν την ξάφνιασε.  
Τον κοίταξε, πάντως, και αυστηρά και ερευνητικά. Γρήγορα χαμογέλασε και του έδωσε το χέρι. Έδειξε εμπιστοσύνη και στους δύο. Είχε τον τρόπο της να κερδίζει τους ανθρώπους.
─ Καρδούλα μου, το σπίτι μου είναι ανοιχτό για σένα και τον καλό σου. Ναι, αμέ! Θα είμαι πιο ήσυχη, αν μείνετε κοντά μου. Αν, όμως, νομίζετε ότι θα είναι καλύτερα για σας, δεν έχω αντίρρηση να πάτε σε ξενοδοχείο με δύο όρους. Να μου ορκιστεί ο Αλέξανδρος ότι θα σε προσέχει και να σας βοηθήσω οικονομικά.

Ο Αλέξανδρος έφερε αντιρρήσεις στο να καλύψει τα έξοδά τους η γιαγιά. Και εκείνο όχι για πολύ. Η γιαγιά Μαρία ήθελε να τους κλείσει ξενοδοχείο, που δεν ανταποκρινόταν στα περιορισμένα οικονομικά του. Είχε τον δικό της άνθρωπο σε κεντρικό ξενοδοχείο στην Πλάκα και έπραξε δια τηλεφώνου τα δέοντα. Γι’ αυτό άξιζε μια ζεστή αγκαλιά τόσο από τον Αλέξανδρο όσο και από τη Λητώ. 

Στο ξενοδοχείο όντως τους καλωσόρισε η φίλη της γιαγιάς, κυρία Στέλλα. Τους γέμισε κομπλιμέντα και λόγια αγάπης. Ήταν ομιλητική, ευχάριστη, αλλά εκείνοι ήθελαν επιτέλους να μείνουν μόνοι. Ανέβηκαν με το ασανσέρ στον 6ο όροφο και, όταν μπήκαν στο δωμάτιο, έμειναν με το στόμα ανοιχτό! Απέπνεε αρχοντιά. Τεράστιο διπλό κρεβάτι, κατάλευκα κλινοσκεπάσματα. Τράβηξαν στην άκρη την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας και άνοιξαν ακόμη περισσότερο τα μάτια και την ψυχή τους. Η Ακρόπολη εκθαμβωτική ακριβώς απέναντί τους. Αγκαλιάστηκαν σχεδόν συγκινημένοι. Ήταν σαν να ευχαριστούσαν ο ένας τον άλλον για όσα θα ζούσαν.

Και έπειτα έπεσε σιωπή. Πρώτη φορά μόνοι σε χώρο δικό τους. Η Λητώ φερόταν αμήχανα. Μπήκε μόνη της στο ντους. Βγήκε με ένα μικρό νυχτικό. Χαμογέλασε. Έκλεισε τις κουρτίνες της μπαλκονόπορτας και τυλίχτηκε αμέσως στα σεντόνια. Ο ίδιος προσπαθούσε να δείχνει πιο άνετος, αλλά στην πραγματικότητα ένιωθε αγχωμένος. Με τη Λητώ δεν είχε να ανταγωνιστεί κάποιον άλλον άντρα, εφόσον ήταν η πρώτη της φορά. Όμως θεώρησε αντίπαλο τον εαυτό του και αυτός ο τύπος δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου εύκολος. Πρόσθετη ανασφάλεια του προκάλεσε η σκέψη ότι δεν είχε το παραμικρό δικαίωμα στην αποτυχία. 
Ωστόσο, το δροσερό νερό τού ντους παρέσυρε φοβίες και ανασφάλειες. Και το θεϊκό πρόσωπο της Λητώς τον απογείωσε. Είχε σκεφτεί να προχωρήσει αργά, τελετουργικά. Δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Την αγκάλιασε και της ψιθύρισε γλυκά λόγια αγάπης. Άρχισε να τη φιλάει ανεπαίσθητα στον λαιμό και ταυτόχρονα να της βγάζει σιγά σιγά το νυχτικό της. Ήταν πλέον γυμνοί και οι δύο. Ήθελε πολύ να τη βλέπει καλύτερα, αλλά σεβάστηκε τη συστολή της και την επιθυμία της να είναι τυλιγμένη με το σεντόνι, να έχει χαμηλό φως στο δωμάτιο. 
Επέμεινε πολύ στα χείλη, στον λαιμό, στην πλάτη. Τη φίλησε μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της χαμηλά. Σε κάθε του άγγιγμα ιδιαίτερα στις θηλές του στήθους της, τιναζόταν σαν να την χτυπούσε ρεύμα υψηλής τάσης. Αργά έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στα πόδια της. Απολάμβανε τους χυμούς της. Ανέβαζε την ένταση σταδιακά ανάλογα με τα μηνύματα που έστελνε το κορμί της. Γαλήνη και αρμονία σωμάτων μέχρι την κορύφωση. Στα μικρά, κοφτά διαλείμματα σήκωνε για λίγο το κεφάλι του και έβλεπε το πρόσωπό της να σβήνει. Δεν ήθελε να σταματήσει. Χωρίς πλέον την αίσθηση του χρόνου χανόταν στις θείες μυρωδιές και στις συσπάσεις του κορμιού της. Σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή ένιωσε τα χέρια της να του σφίγγουν δυνατά το κεφάλι. Είχε φτάσει στην απόλυτη δόνηση, στον οργασμό της. Τον κοίταζε με λατρεία και αυτό τον απελευθέρωσε. Τη φίλησε στο στόμα και σίγουρος για τον εαυτό του επιχείρησε αμέσως μια προσεκτική διείσδυση. Την παρακαλούσε να τον καθοδηγεί. Δεν ήθελε να την πονέσει. Εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει. Συμμετείχε πλέον εξίσου στον έρωτα. Τον έσφιγγε δυνατά πάνω της και έγιναν ένα σώμα απόλυτα ηδονικό, απόλυτα λυτρωτικό και απελευθερωτικό. 

Η πρώτη φορά της Λητώς είχε ολοκληρωθεί με τρόπο μαγικό και για τους δύο. Ως τα μεσάνυχτα οι δύο ακόμη επαναλήψεις είχαν κραδασμούς πιο ήπιους, πιο γαλήνιους, πιο απολαυστικούς, εφόσον κανένας τους δεν ήθελε πλέον να αποδείξει κάτι διαφορετικό από αυτό που ακριβώς ήταν, δυο νέοι άνθρωποι στο ζενίθ του έρωτά τους, που απολάμβαναν ελεύθερα τους χυμούς του.    

Περασμένα μεσάνυχτα έφαγαν στη βεράντα του δωματίου τους τα φρούτα που τους είχε δώσει η γιαγιά της. Ήταν αποκαμωμένοι, αλλά δεν ήθελαν να κοιμηθούν. Μιλούσαν, γελούσαν, τραγουδούσαν, σαν να μην υπήρχε αύριο. Ακριβώς απέναντί τους έστεκε θαυμάσια φωταγωγημένος –ειδικά γι’ αυτούς– ο Παρθενώνας. Έτσι τουλάχιστον τους φάνηκε. 
Εκείνος ξύπνησε πρώτος το πρωί, είδε το ρολόι του και χαμογέλασε. Είχε περάσει η ώρα του πρωϊνού. Κόντευε μεσημέρι. Δεν χόρταινε να κοιτάζει το πρόσωπό της. Τη φίλησε τρυφερά στα χείλη και την ξύπνησε.
Η Λητώ τον παρακάλεσε να μην την κοιτάζει πολύ. Είχε τη γνωστή ανασφάλεια των γυναικών που είναι ακόμη απεριποίητες μετά από τον ύπνο. Σηκώθηκε, τυλίχτηκε με το σεντόνι της και πήγε προς την μπαλκονόπορτα. Άνοιξε τις κουρτίνες και οι ακτίνες του ήλιου έλουσαν με φως το δωμάτιό τους. Κινήθηκε προς το κρεβάτι αλλά πρόλαβε και τη σταμάτησε.
─ Μάθημα πρώτο για την αντιμετώπιση της ανασφάλειας: Αφήνεις το σεντόνι να πέσει κάτω.

Η Λητώ χαμογέλασε. Ήταν, πλέον, πολύ δύσκολο να του αντισταθεί. Άφησε το σεντόνι να κυλήσει στο πάτωμα και έμεινε να τον κοιτάζει στα μάτια. Από συνήθεια προσπάθησε να βάλει τα χέρια της στα επίμαχα σημεία της. Όμως από την έκφραση του προσώπου του κατάλαβε ότι ήταν μάταιη κίνηση. Κατέβασε τα χέρια της. Στάθηκε ολόγυμνη μπροστά του «σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι» (Ελύτης, Το Άξιον Εστί) και έκανε μια πλήρη περιστροφή. 
Το θαυμαστικό επιφώνημα τού ξέφυγε αυθόρμητα. Θεέ μου! Τι ήταν αυτό που έβλεπε; Θυμήθηκε την εικόνα της, όταν είχε ανεβεί και στεκόταν όρθια μπροστά του στο λεωφορείο. Είχε προσπαθήσει, τότε, να τη φανταστεί γυμνή. Η Λητώ που είχε τώρα μπροστά του ήταν ανώτερη από τη φαντασίωσή του. Του έφερε δάκρυα στα μάτια. 

Κάθε μέρα που περνούσε, η Λητώ αφηνόταν στη ζάλη του έρωτα, επιζητώντας ισότιμη συμμετοχή. Τύλιγε πλέον με άνεση τα ατελείωτα πόδια της γύρω από τη μέση του. Πετύχαινε μεγαλύτερη διείσδυση και απολάμβανε χωρίς αναστολές διαφορετικούς τρόπους κορύφωσης. Και ένα μεταφυσικό. Εκείνος κάθε φορά που τελείωναν μαζί τού φαινόταν πως μύριζε γιασεμί.  

Το πρόγραμμα με τις ξεναγήσεις και την αρχαιογνωσία είχε μείνει πίσω. Κατάφεραν, πάντως, να πάνε στην Ακρόπολη, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Εθνική Πινακοθήκη. Κατάφεραν να πάνε και δύο μεσημέρια στο σπίτι της γιαγιάς της. Η κυρία Μαρία, έχοντας πάρει έγκυρες πληροφορίες από τη Στέλλα, χαιρόταν που τους έβλεπε αγαπημένους. Χαιρόταν, επίσης, όταν τους σέρβιρε και τα φαγητά της με κορυφαίο τις μελιτζάνες παπουτσάκι με αφράτη μπεσαμέλ. 

Γρήγορα, ωστόσο, περνούν οι μέρες της ευτυχίας. 
Η Λητώ αγωνιούσε πολύ για την απόφασή του. Έπρεπε να βγάλει το εισιτήριο της επιστροφής της και φυσικά ήθελε διακαώς να είναι διπλό. Εκείνος δεν αποκάλυπτε τίποτε. 

Ο Αλέξανδρος, για να διασκεδάσει το βαρύ κλίμα αφιέρωσε ένα ολόκληρο απόγευμα για να της εξηγήσει με χιούμορ αλλά και κάθε λεπτομέρεια την αγάπη που είχε για τον Παναθηναϊκό στο μπάσκετ, στο ποδόσφαιρο, σε όλα τα αθλήματα. Έδειχνε υπερήφανος για τις μεγάλες επιτυχίες της ομάδας του στην Ευρώπη. Ήταν, άλλωστε, πρόσφατη η –αξεπέραστη για Ελληνική ομάδα– επιτυχία να φτάσει το 1971 στον τελικό Κυπέλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στο ποδόσφαιρο. 
Την παρέσυρε και στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Έπαιζε η ομάδα του ένα φιλικό αγώνα προετοιμασίας με τον Άρη Θεσσαλονίκης. Η Λητώ δεν έδειξε να τρελαίνεται ούτε με το θέαμα ούτε με το επίπεδο των φιλάθλων. Αντίθετα, έδειξε να αιφνιδιάζεται δυσάρεστα από τη συμπεριφορά του Αλέξανδρου. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδε να εκρήγνυται και να βρίζει. Σκέφτηκε σε μια στιγμή να το βάλει στα πόδια. Ευτυχώς έμεινε μέχρι το τέλος δίπλα του, προσπαθώντας να τον ηρεμεί. 
Ως γυναίκα σκέφτηκε και πονηρά. Αν τον έπειθε να την ακολουθήσει στο Αμβούργο, θα τον γλίτωνε οριστικά από το νοσηρό περιβάλλον του Ελληνικού ποδοσφαίρου.  

Το προτελευταίο τους βράδυ ο Αλέξανδρος επέλεξε να την πάει στη Νεράιδα, στην παραλιακή, στο ύψος του Αλίμου. Εκεί είχε ξεκινήσει τις εμφανίσεις του ο Γιάννης Πάριος. Θεός. Το ίδιο βράδυ της ανακοίνωσε και την οριστική του απόφαση. Δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα. Θα έμενε μαζί της. Όχι, δεν τον είχαν επηρεάσει οι στίχοι από το τραγούδι του Πάριου Της μοίρας το παιχνίδι… «Καθισμένος στο απέναντι παγκάκι, Σαββατόβραδο μπροστά στην εκκλησιά, βλέπω εκείνη που αγαπούσα γελαστή κι ασπροφορούσα ν’ ανεβαίνει μ’ έναν άλλον τα σκαλιά». Είχε σκεφτεί, βέβαια, ότι θα μπορούσε να του συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά συνήλθε γρήγορα. Εφόσον ήταν στο δικό του χέρι, απλώς δεν θα το επέτρεπε. 
─ Λητώ μου, εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει επιστροφή. Θα συνεχίσουμε να κυνηγάμε μαζί τα όνειρά μας. Χέρι χέρι, βήμα βήμα… 

Κόλλησε στην κυριολεξία πάνω του. Χώθηκε στην αγκαλιά του ανακουφισμένη. Ήταν δικός της. Το ένιωθε.  
Ο ίδιος όφειλε την άλλη μέρα να ενημερώσει τους ανθρώπους του και να τους αποχαιρετήσει. Δεν προλάβαινε αλλά ούτε είχε και το κουράγιο να τους δει κατά πρόσωπο. Επέλεξε σαν δραπέτης να τους τηλεφωνήσει.
Ξεκίνησε από τα πολύ δύσκολα. Η Δώρα ήταν… η Δώρα… το άλλο του μισό μέχρι τότε. Η φωνή του έτρεμε. Κακήν κακώς της αποκάλυψε την απόφασή του. Έδειξε να είναι προετοιμασμένη αλλά λύγισε. Θυμός και απογοήτευση μαζί. Αν επέμενε λίγο περισσότερο, ίσως τον λύγιζε. Όμως δεν το έκανε. Δεν το επέτρεψε στον εαυτό της. Της ζήτησε να έχουν επαφή. Να μιλούν πότε πότε στο τηλέφωνο. Απέφυγε να του απαντήσει. 
Από τους φίλους του δεν θυμάται κάποιον, εκτός του Λάκη, που να του συμπαραστάθηκε. Σε όλους είχε αρθρώσει το σύνηθες επιχείρημα ότι αυτό που συνέβη στον ίδιο θα μπορούσε να είχε συμβεί στον καθένα τους. Ιδιαίτερα επικριτικοί ήταν κατά σειρά σφοδρότητας ο Ντίνος, ο Ανέστης, ο Απόστολος και προς μεγάλη του έκπληξη ακόμη και ο Αντώνης. Απογοητευμένοι έδειχναν ο Γιώργος και ο Τάκης για την απρόσμενη διάλυση της φοιτητοπαρέας. Ο Ανδρέας, ο αδελφός της Δώρας, του απηύθυνε αρκετά από τα… Γαλλικά του ρεπερτορίου του. Αντίθετα ο Λάκης, αν και εκτιμούσε αφάνταστα τη Δώρα, έχοντας ήδη δρομολογήσει στο μυαλό του και τη δική του απόδραση στη Ρώμη, τον δικαιολόγησε. Μεγάλη καρδιά!
Όσο για τους γονείς του έφτασαν πάλι στα άκρα με απειλές ακόμη και για αποκλήρωσή του. Δεν δίστασαν να ακολουθήσουν και τη δοκιμασμένη μέθοδο της εποχής, να τον καταστήσουν υπεύθυνο για οποιοδήποτε κακό θα τους συνέβαινε… εξαιτίας της αλλόκοτης πράξης του. 
Εκτίμησε πολύ και κράτησε μέσα του την ισορροπημένη στάση της Δώρας. Σχετικά γρήγορα απάλειψε τα αρνητικά συναισθήματα που του προκάλεσαν οι υπόλοιποι. Μπροστά του ανοιγόταν μια νέα συναρπαστική πρόκληση, ένα νέο ταξίδι ζωής τον περίμενε μαζί με την αγαπημένη του Λητώ. Ένιωθε δυνατός. 

Στο τέλος του 10ήμερου στην Αθήνα ο Αλέξανδρος και η Λητώ ήταν βαθιά ερωτευμένοι. Οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό θα ήταν εντελώς αφύσικο.


Αμβούργο


Την επόμενη μέρα ετοίμασε τη βαλίτσα του. Ο Ανέστης τον έβλεπε και δεν το πίστευε. Ο συντηρητικός Αλέκος είχε κάνει τη μεγάλη ανατροπή! Ο Αλέξανδρος απέφευγε το εξεταστικό και συνάμα απορριπτικό του βλέμμα. Δεν αντάλλαξαν αποχαιρετισμό ούτε χειραψία. Του κόστισε. Κάλεσε ταξί και πήρε τη Λητώ από το ξενοδοχείο. Επόμενη στάση το σπίτι της γιαγιάς της. Την αποχαιρέτησαν με αγάπη, γιατί την ένιωθαν κοντά τους όλο αυτό το διάστημα. Η μόνη ίσως υποστηρικτική παρουσία. Είχαν ήδη κλείσει από την προηγούμενη μέρα τα εισιτήρια τους. Απογευματινή πτήση για Αμβούργο, πρώτη για τον Αλέξανδρο. Δεν ήθελε να δείξει την ταραχή του. Ούτε εδώ είχε το δικαίωμα να αποτύχει. Και τα κατάφερε. Της ίδρωσε λίγο περισσότερο το χέρι κατά την απογείωση. Σύντομα άρχισαν να αναπολούν τις στιγμές τους και να γελούν με την καρδιά τους. Στην προσγείωση καρδιοχτύπησε και πάλι, αλλά τήρησε άψογη στάση. 

Στο αεροδρόμιο του Αμβούργου τους περίμενε η μητέρα της. Η Αναστασία ήταν νεότατη με πρόσωπο μάλλον αυστηρό. Η Λητώ είχε πολλά από τα χαρακτηριστικά της μητέρας της εκτός από το χρώμα των ματιών της. Εδώ ζωγράφισε ο πατέρας. 
Τους αγκάλιασε και τους δύο. Στον ίδιο μίλησε με ευθύτητα, καθαρά.
─ Αλέξανδρε, καλώς ήλθες στο Αμβούργο. Η Λητώ μού είπε αρκετά πράγματα για σένα. Κρατάω τα θετικά στοιχεία του χαρακτήρα σου. Αύριο θα ασχοληθούμε με όλα τα υπόλοιπα. Ξέρεις, αυτά που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο… Οπλίσου με πολύ δύναμη, για να αντέξεις την κόρη μου, να μας αντέξεις γενικά (…εδώ χαμογέλασε). Προσωπικά θα σε βοηθήσω σε οτιδήποτε χρειαστείς. Ο αγώνας, όμως, είναι όλος δικός σου. Έκανες μια νέα επιλογή. Τίμησέ την.  

Άλλη χώρα, άλλος αέρας, άλλη νοοτροπία. Τον έκανε πάντως να νιώσει πιο υπεύθυνος και κατά έναν περίεργο τρόπο πιο ελεύθερος. Κάθισαν στο πίσω κάθισμα με τη Λητώ και αγκαλιάστηκαν διακριτικά. Εκείνη ήταν ενθουσιασμένη. Επέστρεφε στο σπίτι της, στη μητέρα της, αγκαλιά με τον αγαπημένο της! Η μαμά Αναστασία δεν έδειχνε να ενοχλείται. Μάλλον το απολάμβανε. 

Έπεσαν να κοιμηθούν σε διαφορετικά δωμάτια. Ο προσωπικός χώρος είναι χώρος ελευθερίας. Εκείνη τον παρέσυρε στο κοριτσίστικο δωμάτιό της. Του έδειξε τα μετάλλιά της στην κολύμβηση, τον πατέρα της και τον αδελφό της στο οικογενειακό άλμπουμ φωτογραφιών. Της έλειπε η πατρική φιγούρα. Έκλαψε στην αγκαλιά του και, όπως κάνουν τα παιδιά, αποκοιμήθηκε. 
Την άφησε απαλά να συνεχίσει τον ύπνο της και πήγε στο δωμάτιό του. Μια νέα πρόκληση ξεκινούσε στη ζωή του. Βαθιά μέσα του δεν ήταν αισιόδοξος. Γνώριζε το σχεδόν αδύνατον του εγχειρήματος, όμως ήθελε να αποδείξει στον ίδιο του τον εαυτό αλλά και στη Λητώ ότι μπορούσε να μπει στα πολύ δύσκολα και να τα καταφέρει.

Ξύπνησαν σχετικά αργά το πρωί. Η Αναστασία είχε φύγει από νωρίς για τη δουλειά της. Ήταν εργασιομανής και τελειομανής. Άφησε ένα σημείωμα στη Λητώ, με το οποίο τους καλούσε να τη συναντήσουν στο γραφείο της. Πολύ σύντομα βρέθηκαν εκεί. Ήταν κοντά στο σπίτι τους, μέσα στο προπονητικό κέντρο της ομάδας του Αμβούργου. Του έκανε μεγάλη εντύπωση ο σεβασμός που της έδειχναν οι άνθρωποι της ποδοσφαιρικής ομάδας. Ταυτόχρονα παρατηρούσε πόσο σύγχρονοι και καθαροί ήταν οι χώροι του Ιατρείου, των αποδυτηρίων, των γηπέδων. Η Αναστασία μέσα στον εργασιακό της χώρο έδειχνε κυρίαρχη.
─ Αλέξανδρε, σκέφτηκα να μιλήσουμε οι δυο μας σήμερα. Σύντομα, όμως, αποφάσισα να ακούσει και η Λητώ αυτά που θέλω να σου πω. Συμφωνείς;
─ Αλλοίμονο, δεν έχω πρόβλημα. 
─ Όπως σου ξαναείπα, ξέρω σχεδόν τα πάντα για σένα από τη Λητώ. Σπουδάζεις Πολιτικός Μηχανικός... Τέλεια. Ταυτόχρονα, ανέσυρες από τη μνήμη σου και ένα παιδικό σου όνειρο... Να γίνεις ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής… Τα λέω καλά; 
─ Ναι, βέβαια. Ισχύουν και τα δύο. Γνωρίζω, όμως, ότι εφικτός στόχος είναι μόνον ο πρώτος. Ο δεύτερος έχει μικρές έως μηδενικές πιθανότητες. Εξήγησα στη Λητώ ότι είναι αδιανόητο να παίξω σε ένα από τα μεγαλύτερα κλαμπ της Ευρώπης χωρίς τις απαραίτητες ποδοσφαιρικές παραστάσεις σε υψηλό επίπεδο. Ίσως δεν το κατάλαβε καλά τότε… Ίσως σας πίεσε να με βοηθήσετε, για να κάνω καριέρα ως ποδοσφαιριστής… 
─ Άρα, στο Αμβούργο σε έφερε η αγάπη σου για τη Λητώ και όχι η ελπίδα σου να παίξεις μπάλα σε μια μεγάλη ομάδα. 
─ Ναι, έτσι ακριβώς είναι. 
Ο Αλέξανδρος έστω και καθυστερημένα ένιωθε ότι έβαλε τα πράγματα σε τάξη. Η Αναστασία έδειχνε ανακουφισμένη. 
─ Χαίρομαι που είσαι ειλικρινής και αρκετά προσγειωμένος για την ηλικία σου. Ξέρεις, ασφαλώς, πόσο καλά οργανωμένη είναι η ομάδα. Με το που έδωσα το όνομά σου στους αρμόδιους υπαλλήλους εκείνοι αναζήτησαν το δελτίο σου ως ποδοσφαιριστή τόσο στην Κομοτηνή όσο και στην Μπολόνια. 
─ Όχι, όχι, δεν είχα δελτίο ούτε στη μία ούτε στην άλλη ομάδα.
─ Έτσι είναι. Ωστόσο, συνέχισα να μιλάω για σένα με τη διοίκηση και τον προπονητή της ομάδας. Η θέση τους ήταν ξεκάθαρη. Δεν μπορείς ασφαλώς να παίξεις στην πρώτη ομάδα. Θα ήταν δύσκολο να παίξεις, ακόμη και αν ήσουν… ο Γιόχαν Κρόιφ. Η θερινή προετοιμασία έχει ολοκληρωθεί και οι επίσημες αγωνιστικές της υποχρεώσεις για το πρωτάθλημα 1975-1976 ξεκίνησαν πριν από δύο εβδομάδες. Ταυτόχρονα, οι απαιτήσεις της διοίκησης για τίτλους είναι μεγάλες. Δεν μπορείς να παίξεις φυσικά ούτε και στη δεύτερη ομάδα. Πρόκειται για μια ομάδα που διαθέτει μεγάλα ταλέντα, ικανά να ενταχθούν στα επόμενα χρόνια στην πρώτη ομάδα. Η λύση, λοιπόν, που μου πρότειναν ήταν να υπογράψεις δελτίο στη φιλική μας ομάδα Λούμπεκ. Είσαι διατεθειμένος να χάσεις ένα χρόνο από τις σπουδές σου και να δουλέψεις σκληρά, για να παίξεις σε ομάδα Δ’ Εθνικής κατηγορίας; 

Η Λητώ άρχισε να δυσανασχετεί. 
─ Μητέρα, το Λούμπεκ απέχει εξήντα χιλιόμετρα από το Αμβούργο. Θα είναι δύσκολο για τον Αλέξανδρο να πηγαινοέρχεται καθημερινά.
─ Λητώ μου, συμφωνώ ότι δεν θα έχει μια εύκολη χρονιά, όμως δεν υπάρχει άλλη εφικτή λύση. Απομένει να αποφασίσει ο ίδιος αν θα στραφεί αμέσως στις σπουδές του ή θα δοκιμάσει την τύχη του στο ποδόσφαιρο. 
Ο Αλέξανδρος δεν το σκέφτηκε και πολύ. Ήθελε να παίξει μπάλα. Αυτό που του είχε απαγορευτεί στην Ελλάδα από ανθρώπους, που παραδόξως έλεγαν ότι τον αγαπούσαν, τώρα το έβρισκε επιτέλους μπροστά του.   
─ Κυρία Αναστασία, αναφερθήκατε στον Γιόχαν Κρόιφ. Είναι το ίνδαλμά μου! Για μένα είναι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο. Εδώ υπερβάλατε. Ο Κρόιφ θα έπαιζε αμέσως στην πρώτη ομάδα του Αμβούργου… Εγώ θέλω να προσπαθήσω. Θέλω να παίξω μπάλα. Θα είμαι σε επαφή και με την Αθήνα για τα μαθήματα του Πολυτεχνείου. 

Η Λητώ προσπάθησε να πιέσει λίγο ακόμη τη μητέρα της.
─ Μαμά μου, θέλω να τον βοηθήσεις περισσότερο. Νιώθω υπεύθυνη, που τον έπεισα να αφήσει τις σπουδές του και να έλθει μαζί μου στο Αμβούργο.
─ Όχι, Λητώ. Δεν συμφωνώ μαζί σου. Δεν θα είσαι υπεύθυνη εσύ για ό,τι γίνει στη συνέχεια. Ο Αλέξανδρος σ’ ακολούθησε, γιατί σ’ αγαπάει. Για τα υπόλοιπα, σπουδές, ποδόσφαιρο, η ευθύνη βαραίνει τον ίδιο. Όμως δεν θέλω άλλα λόγια. Θα μου εμπιστευτείς τον αγαπημένο σου για τις ιατρικές και εργομετρικές του εξετάσεις. Εσένα σε περιμένει η Σχολή σου. 
 
Η Αναστασία έβγαλε το ηγετικό προφίλ της. Μόλις έφυγε η Λητώ, πρόσθεσε και μερικές ουσιώδεις εξηγήσεις.  
─ Αλέξανδρε, η Λητώ είχε μεγάλες τύψεις για τον θάνατο του πατέρα της. Θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό της για το ατύχημά του, εφόσον του τηλεφωνούσε και του ζητούσε πιεστικά να αφήνει το Βόλφσμπουργκ και να έρχεται συχνότερα στο Αμβούργο. Χρειάστηκε, τότε, μεγάλη βοήθεια από εξειδικευμένους γιατρούς, για να τη στηρίξουν με προχωρημένες για την εποχή ψυχαναλυτικές μεθόδους. Αλλά τώρα πια είμαι αισιόδοξη. Είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω τόσο ξένοιαστη και ευτυχισμένη. Και αυτό οφείλεται στη δική σου παρουσία δίπλα της. Ως μητέρα της σ’ ευχαριστώ πολύ, αλλά νέες, πιεστικές ευθύνες δεν πρέπει να προστίθενται στον ψυχισμό της… (το τελευταίο το τόνισε αρκετά).     

Ο Αλέξανδρος ένιωσε παραδόξως αυτάρκης και δυνατός. Ολοκλήρωσε με επιτυχία τις ιατρικές του εξετάσεις και έφυγε με αυτοκίνητο της ομάδας για το Λούμπεκ. Γνώρισε τους συμπαίκτες του. Αντιλήφθηκε γρήγορα ότι θα έπρεπε να δουλέψει σκληρά στις προπονήσεις, για να κερδίσει χρόνο συμμετοχής στην ομάδα. Κατέθετε, ως όφειλε, καθημερινά την ψυχή και το σώμα του στο γήπεδο. Ο προπονητής του έδειχνε ευχαριστημένος. Είχε εκτιμήσει τη δύναμη, την τεχνική, τη σχεδόν Γερμανική πειθαρχία του και το πάθος που είχε ως Έλληνας. Η Λητώ παρακολουθούσε με αγωνία τις προσπάθειές του και τους αγώνες του. Τον αγκάλιαζε και τον αποθέωνε στο τέλος του κάθε αγώνα, ακόμη και όταν έχανε η ομάδα του.   

Η καθημερινότητά του ήταν σκληρή. Έφευγε νωρίς το πρωί για το Λούμπεκ και επέστρεφε το βράδυ κατάκοπος. Δούλευε διπλοβάρδια, για να αναπληρώσει κενά. Ό,τι, δηλαδή, κάνουν οι απανταχού μετανάστες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν ήξερε άλλη διαδρομή. Σπίτι-γήπεδο-σπίτι. Ήταν και το κρύο… Αβάσταχτο! Χάρη στην επιμονή της Λητώς άρχισε σιγά σιγά να βγαίνει από το καβούκι του. Κατά έναν περίεργο τρόπο ένιωθε ενταγμένος στην πόλη. Το Αμβούργο, ένα σχετικά κακόφημο μεγάλο λιμάνι είχε κοινά στοιχεία με τη Βενετία. Κανάλια και υδάτινες οδούς στις γειτονιές του. Αυτό τον γοήτευε.
Στο πρώτο του ποδοσφαιρικό ρεπό οργάνωσαν με τη Λητώ και την πρώτη τους έξοδο στην πόλη. Ήταν αποφασισμένοι να ξεσαλώσουν. Ξεκίνησαν βράδυ από τη Reeperbahn. Ήταν η πιο ζωντανή περιοχή της πόλης με πολλά μπαρ και εστιατόρια. Διασκέδασαν μέχρι το πρωί. Μετά το ξενύχτι συνέχισαν στην κοντινή ψαραγορά Fischmarkt για σάντουιτς με ψαρομεζέδες και λουκάνικα. Γερμανία και λουκάνικα πήγαιναν πακέτο… ακόμη και στην ψαραγορά! Απόλαυσαν αγκαλιασμένοι την ανατολή του ήλιου, πάνω από τον ποταμό Έλβα. Συνέχισαν την αυτοσχέδια βόλτα τους και στο κέντρο της πόλης, περνώντας από το νεοαναγεννησιακού ρυθμού Δημαρχείο και την υπό διαρκή ανακατασκευή εκκλησία Sankt Michaelis. 
Στη γειτονιά Speicherstadt με τις παλιές αποθήκες βρέθηκαν τη στιγμή που οι ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου πύρωναν ακόμη περισσότερο τα κόκκινα τούβλα τους. Εκεί κοντά βρήκαν το μικρό πανδοχείο με τις πολύχρωμες φρέζιες στα περβάζια του και με τα αναρριχώμενα φυτά στις συνεχόμενες πέργκολες. Εκεί η Λητώ εκτίμησε αρκετές φορές το γραμμωμένο πλέον κορμί του, χωρίς τις αναστολές της Αθήνας. 
Ευτυχώς σε μια πολύ δύσκολη χρονιά για τον ίδιο είχε κοντά του δυο γυναίκες με προσωπικότητα. Λητώ και Αναστασία. Ταυτόχρονα, αντλούσε ικανοποίηση από την αίσθηση ότι ανήκε σε μια μικρή αλλά οργανωμένη ομάδα, που λειτουργούσε στην εντέλεια. Πόσο δύσκολο ήταν, άραγε, να λειτουργούν με ανάλογο τρόπο οι ομάδες και στην Ελλάδα; Γιατί κακοφόρμιζαν οι όποιες προσπάθειες; Τι έφταιγε; Χρήμα, νοοτροπία, κανόνες, οργάνωση, αθλητική παιδεία; 

Το 1976 ο προπονητής του Αμβούργου Κούνο Κλέτσερ τον κάλεσε στην καλοκαιρινή προετοιμασία της ομάδας. Δεν το περίμενε. Έδωσε τον καλύτερό του εαυτό και έδειξε όλα τα καλά του στοιχεία. Όμως υστερούσε φανερά σε σχέση με τα μεγάλα αστέρια της ομάδας. Έχοντας αναπτυγμένη την αυτογνωσία του δεν ενοχλήθηκε, όταν του υποδείχτηκε να επιστρέψει και πάλι στη Λούμπεκ. Εκεί ένιωθε σαφώς καλύτερα. Έστω και στο χαμηλότερο επίπεδο το όνειρό του είχε πραγματοποιηθεί.
Ένιωθε πληρότητα, γιατί προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις. Είχε αντιληφθεί πόσο σημαντικό ήταν για τον καθένα να αγωνίζεται για τα όνειρά του, ενώ ταυτόχρονα είχε συνειδητοποιήσει για τα καλά ότι κανένας δεν έχει εξασφαλισμένο συμβόλαιο με την επιτυχία.   

Εφόσον το 1976 χάθηκε η προοπτική της ένταξής του στην ομάδα του Αμβούργου, άλλαξε τακτική. Προσόν και αυτό ενός ποδοσφαιριστή που σκεπτόταν με το μυαλό και όχι με τα πόδια. Έστρεψε αμέσως το βλέμμα του πίσω, στην αφετηρία του, στις σπουδές του. Η Αναστασία τον συμβούλεψε να πηγαινοέρχεται στην Αθήνα για τις εξετάσεις του, μέχρι να αποκτήσει το δίπλωμά του. Η Λητώ δεν ήθελε να τον αποχωριστεί. Είχε ήδη την άσχημη εμπειρία από την απουσία του πατέρα της μετά από τη μετακόμιση της οικογένειας στο Αμβούργο. Δεν ήθελε να την ξαναζήσει με την απουσία του αγαπημένου της. Φοβήθηκε ακόμη ότι θα τον έχανε οριστικά. Η Αθήνα είχε την «άλλη γυναίκα» –είχε βρει επιτέλους το κουράγιο να της πει τις αλήθειες του– και φίλους πρόθυμους για αμαρτίες. Τον παρακάλεσε να εξετάσει τη δυνατότητα της μετεγγραφής του στο Αμβούργο. Ο ίδιος, όμως, δεν ήθελε να ρισκάρει τις σπουδές του σε μια ακόμη ξένη χώρα μετά από την Ιταλία. Έπεισε τη Λητώ ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ότι θα πηγαινοερχόταν στην Αθήνα για τις εξετάσεις του και θα έμενε στο σπίτι τού Αντώνη, στα Κάτω Πατήσια, μακριά από πειρασμούς.  

Στο μεταξύ η ομάδα του Αμβούργου εξακολουθούσε να εντυπωσιάζει με τις επιτυχίες της στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Το 1977 κέρδισε με 2-0 την Άντερλεχτ στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης στο Άμστερνταμ. Ο Αλέξανδρος και η Λητώ μετά από τον αγώνα φιλοξενήθηκαν από τον Λάκη και τη Nuccia στο σπίτι τους στη Ρώμη. Πέρασαν μαζί μια αξέχαστη εβδομάδα σε χώρους ευλογημένους από την Ιστορία αλλά και τον σύγχρονο πολιτισμό. Σε ρωμαϊκά μνημεία, πλατείες, φοντάνες, τρατορίες, πινακοθήκες είχαν ξεναγούς και συνδαιτημόνες ξεχωριστούς γνώστες της Ρώμης. Ρωμαίοι και Ρωμιοί αντάμα, έλεγε ο Λάκης χαριτολογώντας. Αβάντι. 

Το σχέδιο του Αλέξανδρου να πηγαινοέρχεται στην Αθήνα για τις εξετάσεις του ήταν αντικειμενικά δύσκολο. Διευκολύνθηκε αφάνταστα από τη ζεστασιά που έβρισκε ως φιλοξενούμενος στο σπίτι του Αντώνη. Στην παρέα τους προστέθηκε τον Νοέμβρη του 1977 ένα νέο παιδί από την Ξάνθη. Ο Άλκης ολοκλήρωνε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι σοσιαλιστικές πεποιθήσεις του και ο ήρεμος ανθρωπισμός του ήταν για τον Αντώνη και τον Αλέξανδρο αυθεντικά διαπιστευτήρια φιλίας. Το ότι ήταν οπαδός της ΑΕΚ δεν τους ενόχλησε ιδιαίτερα.
Στα μέσα του 1978, ο Αλέξανδρος απέκτησε το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού. Σταμάτησε πλέον οριστικά το ποδόσφαιρο.

Το 1979 η ομάδα του Αμβούργου κέρδισε επιτέλους το πρώτο της πρωτάθλημα στη Γερμανία. Το 1980 έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, στον οποίο έχασε με 1-0 από τη Νότιγχαμ Φόρεστ στη Μαδρίτη. 

Στο ξεκίνημα του 1980, αμέσως μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, ο Αλέξανδρος εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Αμβούργο. Ήταν αποφασισμένος να πετύχει αυτή τη φορά ως Πολιτικός Μηχανικός. Παντρεύτηκε τη Λητώ και την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιος τους. Πήρε το όνομα του πατέρα της Paul (Παύλος). 

Στις αρχές του 1981 χρειάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, προκειμένου να διευθετήσει θέματα σχετικά με το δίπλωμά του. Στις 24 Φεβρουαρίου 1981 ο σεισμός των 6.7 Ρίχτερ, με επίκεντρο τις Αλκυονίδες, ένα νησιωτικό σύμπλεγμα στο ανατολικό τμήμα του Κορινθιακού κόλπου, τον έπιασε κυριολεκτικά στον ύπνο. Ο σεισμός ήταν τρομακτικός. Είχε 20 νεκρούς, τουλάχιστον 500 τραυματίες, ενώ περίπου 22.500 κτίρια κρίθηκαν ακατάλληλα. Κατέβηκε πέντε πέντε τα σκαλιά του ξενοδοχείου. Έμεινε όλη τη νύχτα έξω άυπνος. Με το φως της επόμενης μέρας κατάλαβε για πρώτη φορά πόσο σκληρή ήταν η ειδικότητά του. Η πρώτη του εμπειρία με το φυσικό αυτό φαινόμενο, μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος νιώθει πρακτικά ανήμπορος, ήταν τραυματική. 

Η Αναστασία προσπαθούσε στο μεταξύ να τον βοηθήσει επαγγελματικά. Στα μέσα του 1981 μεσολάβησε ώστε να προσληφθεί σε μεγάλη Τεχνική Εταιρία του Αμβούργου που, μεταξύ πολλών άλλων έργων, σχεδίαζε, υλοποιούσε και συντηρούσε όλες τις εγκαταστάσεις της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας. Πειθάρχησε αμέσως στον εσωτερικό κανονισμό της. Στα θέματα της ιεραρχίας, της ενδυμασίας με κοστούμι και γραβάτα και στην αυστηρή τήρηση του ωραρίου με κάρτες. Στα σύγχρονα γραφεία της βρήκε καταρτισμένους συναδέλφους. Ένιωθε ότι τον είχαν αποδεχτεί. Τον σέβονταν και τον βοηθούσαν στα πρώτα του βήματα. Και το σπουδαιότερο. Ουδέποτε ένιωσε άσχημα από έξωθεν πιέσεις και παρεμβάσεις. 
Ο Αλέξανδρος βρήκε έναν εργασιακό χώρο που ταυτιζόταν απόλυτα με τη δική του ιδιοσυγκρασία. Υπήρχαν οι γόνιμες προϋποθέσεις, ώστε να ξεκινήσει σωστά την καριέρα του. Σταδιακά κατάφερε να εξελιχθεί και να αναλάβει το Τμήμα που σχετιζόταν με τις κατασκευαστικές ανάγκες της ποδοσφαιρικής ομάδας του Αμβούργου. 
Αγόρασε και το πρώτο του αυτοκίνητο. Μία Mercedes. Επιτέλους απολάμβανε την οδήγηση σε σωστούς δρόμους και είχε απέναντί του στη συντριπτική πλειοψηφία τους οδηγούς που έκαναν το αυτονόητο, σέβονταν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. 
Η Λητώ είχε και αυτή ολοκληρώσει τις σπουδές της. Άρχισε αμέσως να δουλεύει σε Σχολείο της τοπικής Ελληνικής κοινότητας και λίγο αργότερα απέκτησε μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο. Αξιοκρατικά προσλήφθηκε στο Πανεπιστήμιο.

Στα ποδοσφαιρικά δρώμενα δέθηκε ακόμη περισσότερο με την ομάδα του Αμβούργου. Το 1982, με προπονητή τον διάσημο Αυστριακό Ερνστ Χάπελ το Αμβούργο πήρε για δεύτερη φορά το πρωτάθλημα Γερμανίας. Την ίδια χρονιά έφτασε και στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, χάνοντας εύκολα με 1-0 και 3-0 από τη Σουηδική Γκέτεμποργκ. 

Ωστόσο, το 1983 φτάνει… στα αστέρια. Κερδίζει το τρίτο της πρωτάθλημα στη Γερμανία και μετά από μια ξέφρενη πορεία καταλήγει στον μεγάλο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, της 25ης Μαΐου 1983, στο γήπεδο του ΟΑΚΑ στην Αθήνα. Εκεί, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, κερδίζει με 1-0 τη Γιουβέντους, με γκολ του Φέλιξ Μάγκατ. Η Γιουβέντους, με τεράστια ονόματα στη σύνθεσή της, όπως οι Τζοφ, Τζεντίλε, Σιρέα, Μπέτεγκα, Ταρντέλι, Ρόσι, Πλατινί και Μπόνιεκ, δεν κατάφερε να αντιδράσει.   
Ο Αλέξανδρος, η Λητώ και η Αναστασία πανηγύρισαν με την ψυχή τους την κατάκτηση του Κυπέλλου μαζί με τους παίκτες και τους παράγοντες της ομάδας. Ο ίδιος είχε κάθε λόγο να φαντασιώνει τον εαυτό του στον γύρο του θριάμβου αγκαλιά με το βαρύτιμο τρόπαιο κάτω από τις ιαχές των φίλων της ομάδας του.
Ο Αλέξανδρος στα χρόνια της νέας του ξενιτιάς προσπάθησε πολύ και κέρδισε την επικοινωνία του με τη Δώρα. Ήταν η επαφή του με τον περίγυρό του στην πατρίδα. Η Λητώ καταλάβαινε ότι τη χρειαζόταν. Δεν έφερε αντιρρήσεις.
Η Δώρα είχε τελειώσει με άριστα τις σπουδές της. Είχε την τύχη να διοριστεί αμέσως. Αφιερώθηκε στους μαθητές της, που θεωρούσε πάντα και δικά της παιδιά. Και, όπως ήταν φυσικό, έγινε η αγαπημένη τους Φιλόλογος. Απαλλαγμένη από τις εμμονές του Αλέκου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την Αρχαιολογία και ταξίδεψε πολύ. Παντρεύτηκε έναν συνάδελφό της και έγινε μητέρα δύο παιδιών.  

Η ζωή, σε γενικές γραμμές, του είχε φερθεί γενναιόδωρα. Ο Θεός της γιαγιάς του μάλλον θα τον τιμωρούσε για… όσα στραβά είχε κάνει, για… τις ακατανόητες αποφάσεις και επιλογές της ζωής του. Ο καλός, όμως, Θεός δεν φάνηκε να τον τιμωρεί. 

Με τους γονείς του δεν ξαναμίλησε. Του αρκούσαν όσα νέα τους μάθαινε από την αδελφή του και τη Δώρα. Ο πατέρας του, που αγαπούσε το ποδόσφαιρο, ήθελε πολύ να τον καμαρώσει σε κάποιον από τους αγώνες του έστω και με… τη Λούμπεκ. Ήθελε, επίσης, να τον συγχαρεί για το δίπλωμά του και για τον γάμο του. Η Νούλα, όμως, τον απέτρεπε συνέχεια. Ένιωθε πάντα προδομένη από τον γιο της.
Ο Αλέξανδρος έμελλε να ζήσει έντονα πολλές απώλειες αγαπημένων προσώπων. Απώλειες που είναι πάντα πιο επώδυνες για όποιον ζει μακριά. 
Ο ξαφνικός και πρόωρος θάνατος του πατέρα του, σε ηλικία μόλις 65 χρονών, του άφησε τραύματα. Ένιωθε ενοχές, πολλές ενοχές. 
Αρκετά χρόνια αργότερα πέθανε η γιαγιά του η Ουρανία, αφού διέγραψε ιστορική πορεία 100 περίπου χρόνων. Την ακολούθησε η μητέρα του σε ηλικία 85 χρονών. Λίγα χρόνια μετά έφυγε και ο «μεγαλύτερός του αδελφός», ο Λάκης. Ύστερα από μια ξεχωριστή δημοσιογραφική καριέρα στη Ρώμη αλλά και στην Ελλάδα ως ανταποκριτής του Mega Channel από τη Ρώμη, πάλεψε με τον καρκίνο αρκετά χρόνια. Έφυγε στα 61 του, αφήνοντας κενό δυσαναπλήρωτο για τη γυναίκα του, για τον γιο του Αλέξανδρο (ναι… Αλέξανδρο) αλλά και για τους φίλους του. 
Ενδιάμεσα έφευγαν και οικεία του πρόσωπα από το περιβάλλον της Δώρας. Η μητέρα της Τούλα, ο πατέρας της Κώστας, που δεν άντεξε για πολύ την απουσία της γυναίκας του. Ο αδελφός της Ανδρέας, που άντεξε μόλις έξι χρόνια την πρόωρη απώλεια της γυναίκας του Θώμης. Εντελώς απρόσμενα χάθηκαν η Θάλεια και η Μαρία από τις συμφοιτήτριές της. Και ακόμη πιο απρόσμενα έφυγε η αγαπημένη της μαθήτρια και φίλη Μαρία με το απίστευτο ταλέντο στη μουσική. 

Ο Αλέξανδρος έβρισκε παρηγοριά στη Λητώ, στον γιο τους, στη μαμά Αναστασία, αλλά και στους φίλους του. Ο Λάκης, όσο έζησε, ουδέποτε τον εγκατέλειψε. Επικοινωνούσαν τηλεφωνικά και φρόντιζαν να συναντιούνται οικογενειακώς μια στη Ρώμη και μια στο Αμβούργο. Ο Ανέστης, ο Απόστολος, ο Ντίνος, ο Γιώργος και ο Τάκης δεν ήθελαν να χάσουν τον καλό τους φίλο. Σταδιακά, άρχισαν να αποδέχονται τη νέα του ζωή. 
Ο Άλκης, που είχε ήδη προστεθεί στα στηρίγματά του, δεν είχε τέτοια θέματα. Δικαιολόγησε αμέσως τον Αλέξανδρο για την… απόδρασή του στο Αμβούργο. Και αρκετά χρόνια αργότερα –μεγαλογιατρός πλέον– θα ανέθετε στον Αλέξανδρο τα σχέδια του σπιτιού του στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης.

Ο Αντώνης, με ανεκτίμητη προσφορά στα χρόνια των σπουδών του Αλέξανδρου, αμέσως μετά τη στρατιωτική του θητεία είχε διοριστεί στην Αθήνα με το πτυχίο του Γεωπόνου και μάλιστα χωρίς «μέσον», πρωτοφανές για την εποχή. Ωστόσο, πνεύμα ανήσυχο δεν έδειχνε ενθουσιασμένος ούτε με την επιστήμη ούτε με τη μόνιμη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα. Γι’ αυτό και η εμφάνιση των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών στα μέσα της δεκαετίας του '80 τον είχε ιντριγκάρει δεόντως. Πάντα ήθελε να μυείται στις νέες τεχνολογίες. Ένιωθε ότι έμπαινε σε νέες περιπέτειες. Γράφτηκε, μάλιστα, στο Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής στην Αθήνα από όπου πήρε ένα ακόμη πτυχίο. Όταν είδε ότι έκλεισε ο κύκλος του στην Αθήνα φρόντισε να μετατεθεί στη Θεσσαλονίκη, για να είναι κοντά όχι μόνο στην αγαπημένη του ομάδα αλλά και στον Άλκη, με τον οποίο έγιναν του διαόλου το ταίρι. Οι δυο τους δεν άφησαν στην απέξω και τη φωνή της λογικής, τον Αλέξανδρο. Αυτός ήταν το ανάχωμα, έστω και από μακριά, που έθετε όρια, όταν αποφάσιζαν extreme περιπέτειες με γυναίκες, ταξίδια, τεχνολογία. 

Ο Αλέξανδρος σκεφτόταν για τον εαυτό του: «Όταν κάποιος πάρει μια απόφαση, σωστή ή λάθος, δεν έχει νόημα να γυρνάει και να βλέπει τα περασμένα. Ένιωθε δικαιωμένος από την απόφασή του να ακολουθήσει τη Λητώ. Να ζήσει σε μια πόλη που εξελισσόταν ραγδαία, με αποτέλεσμα να γίνει στην αυγή του 21ου αιώνα οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της Βόρειας Γερμανίας.» 

Ωστόσο, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν μπορούσε ούτε αυτός να αποφύγει τις σκέψεις για το τι θα συνέβαινε στη ζωή του, αν είχε αλλάξει γνώμη τα μεσάνυχτα της 17ης Αυγούστου του 1975. Αν για παράδειγμα δεν είχε απαντήσει στο τηλεφώνημα που του έκανε τότε η Λητώ.
Όσες φορές ήταν κουρασμένος, οι σκέψεις του ήταν σύντομες και αρκετά… ποδοσφαιρικές. Όπως, Λητώ εναντίον Δώρας… ξεκάθαρη ισοπαλία, Γονείς εναντίον Αναστασίας… στάνταρ 2, Τεχνικές υπηρεσίες Ελλάδας εναντίον αυτών του Αμβούργου… 2 δαγκωτό…
Όσες φορές δεν είχε ύπνο και έλειπε από δίπλα του η Λητώ, έκανε πιο περίπλοκες σκέψεις. Αυτές κατά κανόνα τον οδηγούσαν σε ένα άλλο σενάριο, ουσιαστικά σε… μια άλλη εκδοχή.


Η άλλη εκδοχή


Στο διαμέρισμα ήταν μόνος. Τακτοποίησε βιαστικά τα πράγματά του. Στον 5ο και τελευταίο όροφο, στη συμβολή των οδών Πάτμου και Προμηθέως στα Κάτω Πατήσια, το θερμόμετρο ήταν στα κόκκινα. Οι σκέψεις του και το πώς θα αντιδρούσε, μόλις θα του τηλεφωνούσε η Λητώ, του έφερναν ζάλη στο κεφάλι. 
Πετάχτηκε μέχρι επάνω στο πρώτο τηλεφώνημα. Περίμενε μέχρι να σταματήσει. Το ίδιο έκανε και στο δεύτερο. Ήταν ολοφάνερο ότι ο Αλέκος δεν ήταν έτοιμος να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση. Όλοι θα ήταν εναντίον του. 
Έβλεπε πρώτα την κοπέλα του. Αξεπέραστο εμπόδιο. Βουνό! «Άκουγε» μετά τις αντιρρήσεις της γιαγιάς του, του πατέρα του, της μητέρας του, της αδελφής του, του Λάκη, του Ανδρέα, του Ανέστη, του Απόστολου, του Αντώνη, του Γιώργου, του Τάκη, του Ντίνου… 
«Μην απαντήσεις», «Είσαι τρελός;», «Θα τα τινάξεις όλα στον αέρα», «Τι πας να κάνεις», «Τι θα πει ο κόσμος» ήταν μερικές από τις πιο ήπιες. Άλλες ήταν πολύ πιο φοβικές «Δεν θα γλιτώσεις από την οργή του Υψίστου», «Θα πας στην Κόλαση». Λιμοί, λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί, οι 10 πληγές του Φαραώ. 
Όχι, δεν θα γλίτωνε με τίποτε. Λες και ο Θεός θα αφιέρωνε το υπόλοιπο της ύπαρξής του, για να τον τιμωρεί παραδειγματικά με τον πιο πιθανό και απίθανο τρόπο. 
Έτσι, μπροστά σε ένα τόσο φορτισμένο σκηνικό με άτεγκτους εισαγγελείς και δικαστές όφειλε να πάρει την πιο δύσκολη μέχρι τότε απόφαση για το μέλλον του.

Στην άλλη πλευρά όλων αυτών στεκόταν απλώς η Λητώ χαμογελώντας. Ο Αλέκος προσπάθησε να σκεφτεί πιο ανάλαφρα την κατάσταση. Δεν τα κατάφερε. Κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση ζωής. Για τη Λητώ ίσως άξιζε να ξεπεράσει τις μομφές και τις καταδίκες που θα άρθρωναν οι φίλοι και οι γονείς του. Εκείνο, όμως, που δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει με τίποτε ήταν η Δώρα. Και η Δώρα ήταν το μεγάλο της ζωής του ταξίδι και ταυτόχρονα το απάνεμο λιμάνι. Αξία σταθερή. Γι’ αυτό και αδιαπραγμάτευτη. Έτσι αποφάσισε συνειδητά να μην απαντήσει στη Λητώ. Αργά έβγαλε το τηλέφωνο από την πρίζα, γιατί δεν εμπιστευόταν ακόμη τον εαυτό του. Ένιωθε την ήττα του. Σκληρή ήττα. Αλλά να αλλάξει εντελώς τη ρότα της ζωής του, στο άγνωστο; Δεν το τόλμησε ή… δεν το ήθελε τόσο πολύ, για να το τολμήσει. 

Έκανε βιαστικά ένα ντους, άλλαξε ρούχα και ξεκίνησε με προορισμό το πολύ κοντινό διαμέρισμα της Δώρας. Ήθελε να τη δει και να την ενημερώσει ότι έφτασε και ότι είναι καλά. 
Στην είσοδο τον καλωσόρισε η κοπέλα του και τον αγκάλιασε με ένα χαμόγελο ανακούφισης.
─ Άργησες. Είχα αρχίσει να νιώθω άβολα. Διαβάζουμε στο δωμάτιό μου με τις φίλες μου. Δεν μπορούσα να κρύψω την ανησυχία μου.
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Το σκηνικό γνωστό. Κόντευε μεσάνυχτα και το πάτωμα ακόμη σπαρμένο με βιβλία. Πάντα απορούσε για το πώς οι Φιλόλογοι κατάφερναν να παλεύουν με τόση εξεταστέα ύλη. Είχε γνωρίσει την «ομάδα φιλαναγνωσίας», τις συμφοιτήτριες της Δώρας, τη Γεωργία, τη Μαρία και τη Θάλεια με το που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ήταν δυνατή κοριτσοπαρέα. Διάβαζαν συνήθως μαζί. Είχαν στόχους και μοιράζονταν τις ανησυχίες και τις αγωνίες τους. Η Μαρία ήταν πιο εκδηλωτική. Μιλούσε χωρίς περιστροφές με Πατρινό λόγω καταγωγής λεξιλόγιο.
Ο Αλέκος, ωστόσο, δεν είχε διάθεση για πολλά λόγια.  
─ Δώρα, είμαι ταλαιπωρημένος (… παραπονέθηκε). Αύριο το πρωί θα πάω στη Σχολή. Θέλω να δω τα αποτελέσματα και το πρόγραμμα των εξετάσεων. Μια σχετική αγωνία την έχω.
─ Αλέκο μου, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ξέρω πόσο κουραστικό είναι αυτό το ταξίδι. Όσο για τα αποτελέσματά σου είμαι σίγουρη ότι τα πήγες καλά. Προέχει να ξεκουραστείς. 
─ Ωραία, λοιπόν, θα τα πούμε αύριο, νωρίς το μεσημέρι.  

Έφυγε και συνέχισε να σκέφτεται όσα είχαν προηγηθεί με τη Λητώ. Το γεγονός ότι άφησε αναπάντητες τις επανειλημμένες κλήσεις της, θα του στοίχιζε μέρος της αυτοεκτίμησής του. Ήδη ένιωθε πόνο στο στομάχι.  

Το πρωί ξεκίνησε σφιγμένος για τη Σχολή του. Την είδε αμέσως από μακριά. Στεκόταν μπροστά στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Η Λητώ ήταν εκεί. Πλάσμα ονείρου στον αληθινό κόσμο του. Πανικοβλήθηκε. 
Έκανε τον κύκλο του Πολυτεχνείου και μπήκε σαν τον κλέφτη στο Κτίριο Γκίνη της Σχολής του από την πλαϊνή είσοδο, της οδού Στουρνάρη. Έτρεξε στον Πίνακα Ανακοινώσεων και είδε ότι είχε περάσει τα μαθήματα της προηγούμενης εξεταστικής. Ήξερε, βέβαια, ότι θα έπρεπε να δώσει στις αρχές του Σεπτέμβρη άλλα δύο, τα δυσκολότερα του έτους. Αλλά αυτό ουδόλως τον απασχολούσε. Και να ήθελε, δεν μπορούσε να χαρεί. Αυτό που τον απασχολούσε ήταν να φύγει. Να φύγει, χωρίς να συναντήσει τη Λητώ. Δεν θα άντεχε μια νέα δοκιμασία. Η απόφαση είχε παρθεί. Ο κύβος είχε ριφθεί. Δεν θα διακύβευε τη ζωή του άλλη φορά.
Έκανε πάλι τον γύρο του Πολυτεχνείου και πήρε τον δρόμο με τα πόδια για το σπίτι του. Ενδιάμεσα σταμάτησε στο κεντρικό κτίριο του ΟΤΕ επί της Πατησίων. Τηλεφώνησε στον Ανέστη.
─ Είμαι στον ΟΤΕ. Θα κάνω αίτηση για να μας αλλάξουν τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού.
─ Όχι, δεν γίνεται. Το έχω δώσει σε εκατό ανθρώπους, τράπεζες, υπηρεσίες… Ξέχνα το! 
─ Ανέστη, σε παρακαλώ. Είμαι σε δύσκολη θέση, κατάλαβέ με και μην με ρωτήσεις το γιατί.
─ Ε, αφού το θέτεις έτσι, δεν θα επιμείνω. 

Ο Αλέκος ουδέποτε του εξήγησε, γιατί ήθελε αυτή την αλλαγή. Ο Ανέστης μπορεί να απόρησε, αλλά δέχτηκε μια ακόμη ιδιοτροπία του, προσθέτοντας έναν ακόμη λόγο για να τον εκτιμά. 

Νωρίς το μεσημέρι έφτασε στο ασφαλές καταφύγιο, στο διαμέρισμα της Δώρας. Ένα χαμόγελο, μια ανοιχτή αγκαλιά, μια σχέση πολύχρονη, δοκιμασμένη στα δύσκολα ήταν οι σταθερές της ζωής του. Η ξαφνική μεταβλητή της Λητώς δεν τις ανέτρεψε. Ευτυχώς. 
Ούτως ή άλλως ο βαθμός δυσκολίας ήταν μεγάλος. Ήταν σαν να έμπαινε ο πήχης σε έναν άλτη του ύψους στα… 2.50 μέτρα. Παρηγορήθηκε. Ως το βράδυ ένιωθε αρκετά καλύτερα.

Την άλλη μέρα το πρωί πήγε πάλι στο Πολυτεχνείο. Μπήκε πά-λι από την πλαϊνή είσοδο. Μίλησε με τους συμφοιτητές του, τον Γιώργο και τον Τάκη. Αναφέρθηκαν στις καλοκαιρινές τους διακοπές και έκαναν τον προγραμματισμό τους για τη συνέχεια της εξεταστικής περιόδου. Σταδιακά είχε αρχίσει να επιστρέφει… στην κανονικότητα. 

Την τρίτη μέρα είχε τόσο ξεχαστεί, που μπήκε αμέριμνος από την κεντρική είσοδο. Κινήθηκε, όπως συνήθιζε καθημερινά, προς τον Πίνακα ανακοινώσεων. Αναζήτησε το πρόγραμμα των εξετάσεων για τα δύο μαθήματα που όφειλε να δώσει. Είδε με μεγάλη του έκπληξη μια ανακοίνωση, που τον καλούσε προσωπικά να περάσει από τη Γραμματεία. Ανησύχησε. Στήθηκε αμέσως στην ουρά και περίμενε υπομονετικά τη σειρά του. Η Γραμματέας τού χαμογέλασε με νόημα και του έδωσε έναν κλειστό φάκελο. Τον διαβεβαίωσε ότι δεν έχει σχέση με τα μαθήματά του και τον παρακάλεσε να υπογράψει ότι τον παρέλαβε.  
Ο φάκελος είχε το ονοματεπώνυμό του χωρίς τα στοιχεία του αποστολέα. Βρήκε μια άδεια αίθουσα. Σωριάστηκε βαρύς σε ένα κάθισμα. Το κορμί του ήδη τον προειδοποιούσε για μια επικείμενη δοκιμασία. Έβγαλε το γράμμα. 

                                                                                                    Ἀθῆναι, 20 Αὐγούστου 1975
Ἀλέξανδρέ μου... 
Εἶχα ἕνα ἄσχημο προαίσθημα, ὅταν χωρίζαμε στόν Σταθμό τῆς Ἀθήνας… Τό εἶχα ἀποδώσει στήν κούραση. 
Εὔχομαι νά εἶσαι καλά. Θά μάθω ἄν εἶσαι καλά, ὅταν θά πάρεις καί θά διαβάσεις τό γράμμα μου ἀπό τή Γραμματεία τῆς Σχολῆς σου. Παρακάλεσα νά μοῦ τηλεφωνήσουν, μόλις σοῦ τό παραδώσουν.
Δέν ξέρω τί πῆγε στραβά λίγο μετά τόν Σταθμό. Σοῦ τηλεφώνησα πολλές φορές… Κάθε φορά ἔσπαγε ἕνα κομμάτι ἀπό τήν καρδιά μου. Δέν ἀπάντησες. 
Πέρασα τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ ἀπό τή Σχολή σου. Σέ ἀναζήτησα. Μάταιο. Δέν σέ βρῆκα.  
Σ’ ἀγάπησα πολύ. 
Ἔνιωσα ὅτι ἀνταποκρινόσουν ἐξίσου. 
Ὡστόσο, τώρα, πιστεύω πώς… κάτι πολύ μεγαλύτερο σέ κράτησε μακριά μου. 
Μπορεί νά ἤθελα πολλά, νά σοῦ ζήτησα πολλά. Λάθος μου. Ἄλλωστε, τί ἀπαιτήσεις θά μποροῦσα νά ἔχω ἀπό μία σχέση 8 ὡρῶν;
Εἶχες τήν δυνατότητα νά εἶσαι μαζί μου, τοὐλάχιστον αὐτές τίς 10 μέρες στήν Ἀθήνα. Θά μποροῦσες πολύ εὔκολα νά μέ κάνεις δική σου. Ἤθελα να εἶσαι ἐσύ ὁ πρῶτος μου ἔρωτας.
Δέν τό ἐπέλεξες. Μάλλον ἦταν μία καθαρή στάση. Δέν θά σέ ξεχάσω ποτέ. Πιστεύω πώς ἔχω τό δικαίωμα νά σέ κρατήσω γιά πάντα στήν καρδιά μου. Καί θά τό κάνω… στό ὑπόσχομαι.
Αὔριο τό πρωΐ ἐπιστρέφω στό Ἀμβοῦργο. Βλέπεις ὅτι οἱ 10 μέρες ἔγιναν 3; Οἱ 10 θά ἦταν πολύ λίγες, ἄν ἤμουν μαζί σου. Οἱ 3 ἦταν ὑπεραρκετές, γιά νά δῶ μόνη μου τήν Ἀκρόπολη.   
Κρατάω ὡς φυλαχτό τό τελευταῖο μας φιλί στόν Σταθμό καί ὅσα ζήσαμε στό ταξίδι.  

Σέ λατρεύω. Ἡ δική σου… Ἡ ψυχή σου…
Ἡ ἀγαπημένη σου Λητώ. 

Τελείωσε το διάβασμα και ξέσπασε σε λυγμούς. Αυτό που είχαν ζήσει, έστω για οκτώ ώρες με τη Λητώ δεν θα ήταν εύκολο να ξεπεραστεί. Μέχρι τώρα το είχε απλώς απωθήσει.
Ο Τάκης περνούσε τυχαία έξω από την αίθουσα. Απόρησε που τον είδε τόσο ταραγμένο. Ο Αλέκος τον απομάκρυνε ευγενικά. Με νοήματα τού έδωσε να καταλάβει ότι όλο αυτό δεν είχε σχέση με τα μαθήματα. Δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. Παρακαλούσε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Όμως ο Θεός της γιαγιάς του δεν του έκανε τη χάρη. Απλώς τον άφησε εκεί να τυραννιέται. 

Η Λητώ διάβαζε τις καθημερινές ως αργά στο γραφείο της. Διόρθωνε γραπτά, προετοίμαζε το μάθημα της επόμενης μέρας. Οι σκέψεις του διακόπηκαν από το κλάμα του γιου τους. 
─ Αλέξανδρε, ο Paul είναι ανήσυχος. Θα πας μαζί του μέχρι να κοιμηθεί;

Η φωνή της τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Πήρε στην αγκαλιά του τον μικρό. Ηρέμησαν και οι δύο. Το έχουν τα παιδιά αυτό το μαγικό άγγιγμα. Μετά από δυο παραμύθια είχε ήδη κοιμηθεί. Ο Αλέξανδρος ξαναγύρισε στις σκέψεις του, αυτές… της άλλης εκδοχής.   

Με το γράμμα της η Λητώ τον είχε κυριολεκτικά εξουδετερώσει. Ουδέποτε θα ξεπερνούσε στη συνέχεια ούτε αυτό το γράμμα ούτε και τη Λητώ. 

Στο μεταξύ ο Paul είχε αρχίσει και πάλι να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του. Είχε ανήσυχο ύπνο. Ήθελε πάντα να χώνεται ανάμεσα στον μπαμπά και στη μαμά. Ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια. Η Λητώ δεν είχε ακόμη τελειώσει. Ο Αλέξανδρος τον έβαλε δίπλα του στο μεγάλο κρεβάτι. 
Μόλις ησύχασε ο γιος του, οι περίπλοκες σκέψεις… της άλλης εκδοχής επέστρεψαν και πάλι.  
 
Στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο μετά τη μετεγγραφή του έδωσε τον καλύτερό του εαυτό. Οι βαθμοί του ξεπερνούσαν πάντα τις προσδοκίες του αλλά και αυτές των συμφοιτητών του. Πολύ σύντομα οι ειρωνικές ατάκες «περί κωλόφαρδων εκ μετεγγραφής εξ Ιταλίας» των «κανονικών» φοιτητών έγιναν συγγνώμες. Αρκετοί έπαιρναν θέση κοντά του στις εξετάσεις είτε για να διασταυρώσουν τα τελικά αποτελέσματα είτε για να αντιγράψουν. Ένιωθε με όλα αυτά να εξευτελίζει το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων στην Ελλάδα. Ένα στρεβλό και παρανοϊκό σύστημα που του είχε αφαιρέσει τη δυνατότητα να σπουδάσει από την αρχή στο Πολυτεχνείο, εκεί δηλαδή που φάνηκε να ανήκει με επάρκεια. 

Γύρισε μερικά χρόνια πίσω Φθινόπωρο του 1970. Θυμήθηκε τη μία και μοναδική προσπάθειά του στις εισαγωγικές εξετάσεις. Είχε επιλέξει σχολή θετικής κατεύθυνσης από τις θεωρούμενες υποδεέστερες του Πολυτεχνείου. Και είχε αποτύχει για δύο μόλις μονάδες, εξαιτίας του διαβολικά διεστραμμένου συστήματος εξετάσεων. Πρώτο μάθημα ήταν η Έκθεση. Ο ίδιος υπολόγιζε πολύ σε έναν καλό βαθμό στο μάθημα αυτό. Είχε δυνατό λόγο. Το θέμα, μεσούσης της δικτατορίας, ήταν διατυπωμένο στα Αρχαία Ελληνικά σε εξετάσεις θετικής κατεύθυνσης…(!) Μάλιστα! Με τα λίγα Αρχαία που ήξερε κατάφερε να μεταφράσει… το μισό. Ως εκ τούτου δεν το ανέπτυξε με επάρκεια. Ένιωσε ότι είχε αποτύχει στην Έκθεση. Συνέχισε εντελώς απογοητευμένος στα επόμενα μαθήματα. Όταν είδε τα τελικά αποτελέσματα, τρελάθηκε. Πήρε 16 στην Έκθεση και, όπως ανέμενε, μέτριους βαθμούς στα υπόλοιπα μαθήματα. Αν είχε αναπτύξει ολόκληρο το θέμα της Έκθεσης, ίσως έφτανε στο 18. Και με τον βαθμό αυτό θα είχε επιτύχει. Θα είχε θέση σε μια Σχολή θετικής κατεύθυνσης.

Το άχθος των μαθημάτων και της διπλωματικής του τον βοήθησαν να μαζέψει τα κομμάτια του από την υπόθεση… Λητώ και να τα διοχετεύσει στις σπουδές του. Στα μέσα του 1978 απέκτησε το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού Ε.Μ.Π. Οι γονείς του ήταν τρισευτυχισμένοι. Μπορούσαν πια να δέχονται υπερήφανοι τα συγχαρητήρια από τους φίλους και τους συγγενείς τους για την επιτυχία του γιου τους. Και το δικαιούνταν απόλυτα, γιατί είχαν, ομολογουμένως, πασχίσει πολύ. Ο ίδιος με περισσή αυτοπεποίθηση ένιωθε να τους συγχωρεί και σχεδόν να τους ευγνωμονεί. Άλλωστε, το τελικό αποτέλεσμα τους είχε δικαιώσει. 

Έχοντας ολοκληρώσει μια τεράστια υπέρβαση, είχε ξεχάσει και το όνειρο της ζωής του, όπως το είχε εκμυστηρευτεί στη Λητώ:  «…να γίνω ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής, να παίξω σε μια μεγάλη ομάδα, να με αποθεώνει ο κόσμος, να με αγαπήσει μια πολύ όμορφη κοπέλα χωρίς να με υποχρεώσει σώνει και καλά σε γάμο…»

Ήταν πλέον έτοιμος να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις της ζωής του. Να ξεπεράσει και άλλα όρια και άλλες ασφαλιστικές δικλείδες του. Στα μέσα της στρατιωτικής του θητείας παντρεύτηκε τη Δώρα. Λίγο πριν πάρει το απολυτήριό του από τον Στρατό, το 1980, γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, η Ινώ. Οκτώ χρόνια αργότερα γεννήθηκε το δεύτερό τους παιδί, ο Χρήστος. 
Έγινε γονιός, χωρίς να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένος και χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία για τον ρόλο αυτό. Ουδέποτε, ωστόσο, το μετάνιωσε.

Η Δώρα εκπλήρωσε κάποιους δικούς της στόχους. Ως πρώτη στο έτος είπε τον όρκο στην επίσημη τελετή της ορκωμοσίας της και πήρε τη δική της «εκδίκηση» για όσα αναίτια και άδικα είχε υποστεί η οικογένειά της από τη χούντα. Θυσίασε, βέβαια, στόχους επιστημονικούς. Αφιερώθηκε στους μαθητές της, που θεωρούσε πάντα… και δικά της παιδιά. Αφιερώθηκε στην οικογένεια και στα δύο παιδιά τους. Αφιερώθηκε στους γονείς του, στους γονείς της, στη νύφη της Θώμη, στον αδελφό της Ανδρέα, στα παιδιά τους όσες φορές τη χρειάστηκαν. Αφιερώθηκε σε πολλούς ανθρώπους που είχαν την ανάγκη της με γενναιόδωρη διάθεση. 

Ο Αλέκος διορίστηκε στα μέσα του 1981 και δούλεψε σε όλες σχεδόν τις τεχνικές υπηρεσίες του Δημοσίου στην Κομοτηνή. Με το πελατειακό κράτος σε πλήρη άνθηση ο πατέρας του με τις γνωριμίες του, παραμονές εκλογών, τον διόρισε με σύμβαση στη Νομαρχία. Λίγα χρόνια αργότερα μονιμοποιήθηκε με τον Νόμο Πεπονή, που καθιέρωσε για πρώτη φορά στην ιστορική πορεία του Ελληνικού κράτους αξιοκρατικό σύστημα για τις προσλήψεις στο Δημόσιο. 
Πάντα προσπαθούσε για το καλύτερο. Η τελειομανία του ήταν ίσως και ο μεγαλύτερος εχθρός του. Οι υπηρεσίες στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από μια αβάσταχτη προχειρότητα. Σε τέτοια περιβάλλοντα το στοιχείο αυτό δεν είναι προτέρημα. Είναι ελάττωμα. Είναι μια περιττή πολυτέλεια. Είναι καταστροφή.

Συνεργάσθηκε με καλούς και κακούς εργολάβους, με καλούς και κακούς μελετητές. Καλοί ήταν όσοι τον προσέγγισαν με ανιδιοτέλεια. Και ήταν ελάχιστοι ως επιβεβαίωση στον κανόνα. Οι κακοί ήταν αρπακτικά, θηρία ανήμερα. Πίστευε ότι είχε φίλους. Η έννοια της φιλίας όμως είναι εντελώς ουτοπική σε χώρους όπου κυριαρχούν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Στο όνομα της φιλίας οι απαιτήσεις ήταν υπερβολικές έως και… αρρωστημένες. Μετάνιωσε για πολλά. Η υποκρισία δυστυχώς περίσσευε. 

Τα καλύτερα χρόνια της θητείας του ήταν τα επτά πρώτα και τα επτά τελευταία. Με τον διορισμό του συνάντησε τον Γιώργο, συμμαθητή του από το Λύκειο Πολιτικό Μηχανικό, που τον στήριξε εξ αρχής. Ταυτόχρονα βρήκε μια σωστά στελεχωμένη τεχνική υπηρεσία για το πρόγραμμα Σχολικής Στέγης. Η αείμνηστη Μαριάννα, Αρχιτέκτονας με άποψη και διοικητικές ικανότητες, αφού την οργάνωσε με πυγμή, συνέχισε τη θητεία της στις τεχνικές υπηρεσίες του Πανεπιστημίου. Ο ίδιος τη διαδέχτηκε στο έργο της και ανέλαβε με ικανούς συνεργάτες να υλοποιήσει το νέο και φιλόδοξο πενταετές πρόγραμμα Σχολικής Στέγης 1981 έως… το 1988. Στο τέλος του προγράμματος όλα τα Σχολεία του Νομού Ροδόπης είχαν εγκατασταθεί σε σύγχρονα κτίρια και λειτουργούσαν μόνο το πρωί. Το αποτέλεσμα αυτό το εισέπραξε και ως προσωπική του δικαίωση.
Αγόρασε και το πρώτο του αυτοκίνητο. Ένα Mazda. Οι κακοί δρόμοι δεν του επέτρεπαν να απολαμβάνει την οδήγηση. Απέναντί του καθημερινά αντιμετώπιζε θρασείς οδηγούς με σχεδόν μηδενικό σεβασμό στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Στα τελευταία χρόνια της θητείας του, στο Τμήμα Εργαστηρίου Δημοσίων Έργων, ένιωσε επιτέλους να αναπνέει σε ένα υγιές περιβάλλον. Η αυτοτέλεια που είχε τον βοήθησε να αγωνιστεί για την αναβάθμισή του. Συνεργάστηκε με συναδέλφους, όπως η Σταυρούλα και ο Γιώργος, ο Πάρις, η Κυριακή, η Βούλα, η Μαρούλα, ο Μπάμπης, ο Αγαθός, ο Βαγγέλης και ο Λευτέρης, που αποδείχτηκαν και ειλικρινείς φίλοι. 
Όταν μάλιστα το Τμήμα τους εντάχθηκε στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση, μπορούσε πλέον να δουλεύει απερίσπαστος από κάθε λογής πιέσεις και πολιτικές παρεμβάσεις.

Στα ενδιάμεσα χρόνια και κυρίως στις ιδιαίτερες υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) η κατάσταση ήταν τραγική. Δεν πίστευε σε όσα έβλεπε και ζούσε. Με τρεις λέξεις… «τα είδε όλα».

Στα υπηρεσιακά του χρόνια γνώρισε ικανούς και λιγότερο ικανούς συναδέλφους, άντρες και γυναίκες. Με τις γυναίκες, παρόλο που αιωρούνταν πάντα ο κίνδυνος της παρεξήγησης,  συνεργαζόταν καλύτερα. Θαύμασε για την άρτια επιστημονική της κατάρτιση την πολύ μικρότερή του Πολιτικό Μηχανικό Σοφία. Ο σοβαρός χαμηλών τόνων χαρακτήρας της και η ανιδιοτελής –με πράξεις και όχι με λόγια– παρουσία της τον κέρδισαν. Η θέση της ανάμεσα στα πρόσωπα που εκτιμούσε και εμπιστευόταν παρέμεινε διαχρονικά ακλόνητη και αδιαπραγμάτευτη.

Στις τεχνικές υπηρεσίες με αναθέσεις μικρών και μεγάλων δημόσιων έργων κυριαρχούσε το ανελέητο κυνήγι του χρήματος. Η ανέλιξη των υπηρετούντων υπαλλήλων σε υψηλές διευθυντικές θέσεις ήταν περίπου αυτοσκοπός. Όχι άδικα, λοιπόν, θεώρησε ως ανώτερο παράσημο για τον ίδιο το γεγονός ότι ουδέποτε έγινε Διευθυντής.
Η Λητώ είχε απόλυτο δίκιο, όταν του έλεγε: «…Δεν συμβαδίζει η επιστήμη σου με τον ευαίσθητο χαρακτήρα σου. Θα δοκιμαστείς σκληρά…».  

Σε ένα αβάσταχτης προχειρότητας εργασιακό περιβάλλον ως Πολιτικός Μηχανικός διεκπεραίωσε πολύμορφα και αυξημένης ευθύνης τεχνικά και διοικητικά καθήκοντα. Η στελέχωση των τεχνικών υπηρεσιών της Νομαρχίας ήταν ελλιπέστατη. Αφύσικος για τις ανθρώπινες και επιστημονικές δυνατότητες ήταν ο φόρτος εργασίας του στη σύνταξη και επίβλεψη μελετών, στην επίβλεψη δημόσιων έργων και στη συμμετοχή σε επιτροπές πάσης φύσεως. 
Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες ήταν περίπλοκες και χρονοβόρες. Οι έξωθεν πιέσεις για την επίσπευσή τους ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν νομοτελειακά αναμενόμενο να αντιμετωπίσει και τραγελαφικές καταστάσεις.  

Η πιο ιδιάζουσα από αυτές είχε ως αφετηρία τις Ιδιωτικές επενδύσεις στη Θράκη. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 η πολιτεία αποφάσισε να επιδοτήσει νέες βιώσιμες επιχειρήσεις στις Βιομηχανικές περιοχές Ξάνθης, Κομοτηνής και Έβρου. Η πρόθεσή της να ενισχύσει τις πιο υποβαθμισμένες οικονομικά περιοχές της Ελλάδας φάνταζε σωστή. Δεν ήταν, όμως, καθόλου σωστή η υλοποίηση του σχεδίου της με τις διαδικασίες εξπρές ενός διάτρητου Αναπτυξιακού Νόμου. 
Η υπηρεσία που είχε όλες –μα όλες– τις αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, όπως η ένταξη, η έγκριση, η επιχορήγηση και ο διαχρονικός έλεγχος λειτουργίας μιας νέας επιχείρησης, ήταν η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ο υποψήφιος επενδυτής υπέβαλλε τη μελέτη της επιχείρησής του στην υπηρεσία αυτή. Η 9μελής Επιτροπή της, στελεχωμένη από ανώτερα και ανώτατα Διοικητικά στελέχη, εξέταζε τη μελέτη και γνωμοδοτούσε τόσο για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης όσο και για το ποσό της επιχορήγησής της. Στη συνέχεια ο επενδυτής αναλάμβανε την υλοποίηση του έργου και είτε σε ενδιάμεσα στάδια είτε κατά τη φάση της ολοκλήρωσης ζητούσε από την υπηρεσία να ορίσει μία από τις δέκα και πλέον Επιτροπές Ελέγχου. Η Επιτροπή Ελέγχου ήταν 3μελής. Ένας Πολιτικός Μηχανικός, ένας Μηχανολόγος Μηχανικός και ένας Οικονομολόγος. Οι τρεις υπάλληλοι του Δημοσίου, με πλήθος άλλων αρμοδιοτήτων στις υπηρεσίες τους, επισκέπτονταν τα νέα εργοστάσια κατόπιν ραντεβού. Στην Έκθεση Ελέγχου, που υπέβαλαν στην υπηρεσία, κατέγραφαν την πραγματικότητα της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής μαζί με το κόστος της επένδυσης. Για την έγκριση ή απόρριψη της Έκθεσης αυτής γνωμοδοτούσε η 9μελής Επιτροπή και η σχετική απόφαση είχε την υπογραφή του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. Σημειώνεται ιδιαίτερα ότι η Επιτροπή Ελέγχου αμέσως μετά από την υποβολή της Έκθεσής της δεν είχε την παραμικρή αρμοδιότητα να ελέγχει διαχρονικά την επιχείρηση και τη βιωσιμότητά της. Η σχετική αρμοδιότητα ανήκε εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία της Περιφέρειας. 
Οι αρμοδιότητες και οι σχετικές διαδικασίες ελέγχου έδειχναν ξεκάθαρες. Και τότε τι; Τι ακριβώς πήγε στραβά; 
Οι επενδυτές μετά από τον έλεγχο της 3μελούς Επιτροπής έβρισκαν πεδίο ελεύθερο, για να κάνουν… τα δικά τους. Έκλειναν εργοστάσια, εξαφάνιζαν μηχανήματα από το εσωτερικό τους, σταματούσαν την όποια παραγωγική διαδικασία, απέλυαν εργαζόμενους. Η κατάσταση έστω και με σχετική καθυστέρηση έγινε αντιληπτή. Η πολιτεία σκέφτηκε να αντιδράσει. Να αποδώσει ευθύνες. Η «βαριά σκιά» περί αναξιοπιστίας και χρηματισμού, που είχε σκεπάσει τις υπηρεσίες του Δημοσίου, ευνοούσε το κλίμα των διώξεων μετά από σχετικές καταγγελίες. Και εκεί ανέλαβε η Ελληνική δικαιοσύνη…
Ένας… ταλαντούχος νέος ανακριτής και ένας έμπειρος εισαγγελέας κατέληξαν με συνοπτικές διαδικασίες –ω του θαύματος– ότι από όλους τους εμπλεκόμενους στις επενδυτικές διαδικασίες ευθύνονταν αποκλειστικά και μόνον οι υπάλληλοι των Επιτροπών Ελέγχου. 
Για να τους δέσουν, μάλιστα, χειροπόδαρα, δεν δίστασαν να τους απαγγείλουν κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα περί διασπάθισης Δημοσίου χρήματος… από κοινού με τους επενδυτές(!). Άφησαν ήσυχη την αρμόδια υπηρεσία αλλά και κάθε υψηλά ιστάμενο. Εστίασαν στους υπαλλήλους, ενδεχομένως μετά από άνωθεν εντολές, και επεδίωξαν ξεκάθαρα να τους εξοντώσουν. Έδειχναν να πιστεύουν ότι ήταν πολύ κοντά στο να εξαρθρώσουν… ένα συνδικάτο εγκλήματος… κάτι σαν την Ιταλική Καμόρα.    

Η διάτρητη, λοιπόν, διαδικασία ελέγχου των ιδιωτικών επενδύσεων άφησε ακάλυπτο τον ίδιο και σχεδόν όλους τους Μηχανικούς της Θράκης. Αν αφορούσε μόνο στον ίδιο, θα το είχε πάρει κατάκαρδα. Θα είχε καταρρεύσει. Ευτυχώς σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις συνάντησε σπουδαίους ανθρώπους. 
Το 2003 ο τότε Πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.) Περιφερειακού Τμήματος Θράκης και ο Γενικός Γραμματέας αντιλήφθηκαν έγκαιρα τις στρεβλώσεις του Αναπτυξιακού Νόμου, που άφηνε έκθετους τους Μηχανικούς. Έκαναν αποφασιστικές κινήσεις και έβαλαν τις βάσεις για την υπεράσπισή τους. Λίγα χρόνια αργότερα, ο συμμαθητής του Νίκος ως νέος Πρόεδρος του Τ.Ε.Ε. Θράκης συνέχισε με επιτυχία το έργο της προηγούμενης Διοίκησης. Όχι, αυτή τη φορά δεν θα έπαιζαν αμέριμνοι μπάλα στα διαλείμματα. Θα έδιναν τις μάχες τους στις αίθουσες των δικαστηρίων. Και θα τις κέρδιζαν. Και δεν ήταν μόνον αυτοί. Ήταν και πάλι εκεί κοντά ο Ανέστης. Ήταν ακόμη δύο σπουδαίοι Δικηγόροι από την Κομοτηνή και δύο από την Αθήνα, που όρισε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας για την υπεράσπιση όλων των Μηχανικών της Θράκης. Από κοντά του –εκτός από τους πολύ δικούς του ανθρώπους– δεν έφυγε ούτε στιγμή και η Ψυχίατρός του, από την αρχή έως το τέλος μιας θεότρελης πενταετίας. Τόσα χρόνια χρειάστηκαν για να καταρριφθούν εύκολα ή δύσκολα οι παντελώς αστήρικτες εναντίον του κατηγορίες. 
Στο ίδιο διάστημα είδε με μεγάλη του λύπη καλούς του συναδέλφους να μην αντέχουν και να πεθαίνουν. Άλλους να τιμωρούνται σε πρώτο βαθμό με βαριές ποινές φυλάκισης και να αθωώνονται πανηγυρικά στο Εφετείο. Και άλλους να αποκτούν σταδιακά βαριά υποκείμενα νοσήματα, όπως συνηθίζουμε να λέμε σήμερα. 

Ο τότε Νομάρχης προσφέρθηκε να καταθέσει στις δίκες υπέρ των Μηχανικών. Αλλά ως γνήσιος Έλλην Πολιτικός, λίγο αργότερα, ζήτησε ως αντάλλαγμα τη συμμετοχή της Δώρας στο ψηφοδέλτιό του για τις Νομαρχιακές εκλογές. Η Δώρα δέχτηκε με βαριά καρδιά. Του χάρισε περίπου τρεις χιλιάδες προσωπικές ψήφους και βοήθησε στην επανεκλογή του. Για την ίδια ήταν μια σκληρή δοκιμασία, μέσα από την οποία όμως βγήκε σοφότερη. Βίωσε τις πελατειακές σχέσεις μεταξύ ψηφοφόρων και υποψηφίων στη χειρότερή τους μορφή. Ευτυχώς για την ίδια δεν εκλέχτηκε.

Ο Αλέκος έμελλε να ζήσει έντονα τις απώλειες αγαπημένων του προσώπων. Απώλειες που είναι πάντα  επώδυνες είτε τις ζεις από κοντά είτε από μακριά. 
Ο ξαφνικός και πρόωρος θάνατος του πατέρα του, σε ηλικία μόλις 65 χρονών, του άφησε τραύματα. Αρκετά χρόνια αργότερα πέθανε η γιαγιά του η Ουρανία, αφού διέγραψε ιστορική πορεία 100 περίπου χρόνων. Την ακολούθησε η μητέρα του σε ηλικία 85 χρονών. Λίγα χρόνια μετά έφυγε και ο «μεγαλύτερός του αδελφός», ο Λάκης. Ύστερα από μια ξεχωριστή δημοσιογραφική καριέρα στη Ρώμη αλλά και στην Ελλάδα ως ανταποκριτής του Mega Channel από τη Ρώμη, πάλεψε με τον καρκίνο αρκετά χρόνια. Έφυγε στα 61 του, αφήνοντας κενό δυσαναπλήρωτο για τη γυναίκα του, για τον γιο του Αλέξανδρο (ναι… Αλέξανδρο) αλλά και για τους φίλους του. 
Ενδιάμεσα έφευγαν και οικεία του πρόσωπα από το περιβάλλον της Δώρας. Η μητέρα της Τούλα –πάντα γλυκιά και υποστηρικτική με τα παιδιά τους–, ο πατέρας της Κώστας, που δεν άντεξε για πολύ την απουσία της γυναίκας του. Ο αδελφός της Ανδρέας, που άντεξε μόλις έξι χρόνια την πρόωρη απώλεια της γυναίκας του Θώμης. Εντελώς απρόσμενα χάθηκαν η Θάλεια και η Μαρία από τις συμφοιτήτριές της. Και ακόμη πιο απρόσμενα έφυγε η αγαπημένη της μαθήτρια και φίλη Μαρία με το απίστευτο ταλέντο στη μουσική.

Ο Αλέκος έβρισκε παρηγοριά στην οικογένεια και σε φίλους δοκιμασμένους. Η Σοφία ήταν πάντα εκεί. Ο Λάκης, όσο έζησε, ουδέποτε τον εγκατέλειψε. Επικοινωνούσαν τακτικά και φρόντιζαν να συναντιούνται οικογενειακώς στη Ρώμη και στην Ελλάδα. 
Με την αδελφή του κρατούσε διακριτές αποστάσεις. Με κίνδυνο να παρεξηγηθεί αυτή η συμπεριφορά την ακολούθησε σταθερά, για να μην της προσθέτει έγνοιες. Είχε τον άντρα της, δυο υπέροχα παιδιά αλλά και τη συνδιαχείριση επιχειρήσεων του Ιδιωτικού τομέα σε δύσκολους οικονομικά καιρούς. Δεν υπήρχε λόγος να τη φορτίζει με πρόσθετα προβλήματα.  
Με τον Ανέστη, τον Αντώνη, τον Άλκη και τον Ντίνο είχαν δεσμούς ακατάλυτους. Μπορεί να μην βρίσκονταν συχνά αλλά έδιναν πάντα το «παρών» στις χαρές και στα πολύ δύσκολα. Μετά από χρόνια ξαναβρέθηκαν με τον Απόστολο, τον Γιώργο και τον Τάκη. Υποσχέθηκαν να επικοινωνούν τακτικά και το τηρούν μέχρι τώρα.
Η ιδιαίτερη αναφορά στα πρόσωπα αυτά δεν σημαίνει ασφαλώς ότι θα ξεχνούσε ποτέ φίλους με τους οποίους έζησε στιγμές αληθινής χαράς, «με ταυτόχρονη έκκριση σεροτονίνης και αδρεναλίνης», όπως έλεγε ο Γρηγόρης. Είχε, λοιπόν, και φίλους δυνατούς, «γραμμωμένους», όπως ο Γυμναστής και σπουδαίος παίκτης του βόλεϊ Γρηγόρης, ο καλός του συνάδελφος Πολιτικός Μηχανικός Τάσος, ο Δικηγόρος Δημήτρης, ο αείμνηστος συνάδελφός του Τοπογράφος Μηχανικός Τάσος μαζί με τους δύο ταλαντούχους γιους του, ο Δάσκαλος Νίκος, ο Γυμναστής –Καθηγητής τώρα του Πανεπιστημίου– Γιώργος και πολλοί άλλοι στον χώρο της Μεταλλουργικής της Σχολής Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (Σ.Ε.Φ.Α.Α.) του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Εκεί επί δέκα και πλέον χρόνια, όσο η κόρη του ασχολήθηκε με την ενόργανη και ρυθμική γυμναστική, «ίδρωναν τη φανέλα», παίζοντας ατελείωτες ώρες βόλεϊ. Συχνά μετά από κάποιο κερδισμένο ή χαμένο στοίχημα κατέληγαν να καταναλώνουν –ελεγχόμενα πάντα– τις μπίρες τους, απολαμβάνοντας, ενίοτε, τις απίστευτες καμπύλες της Γωγώς Μαστροκώστα, που ήταν φοιτήτρια της Σ.Ε.Φ.Α.Α. στην Κομοτηνή και κυκλοφορούσε πάντα σε hot έκδοση, έτοιμη για ιλουστρασιόν εξώφυλλο στο Nitro του Never in the right order Κωστόπουλου.  
Ούτε, βέβαια, υπήρχε περίπτωση να ξεχάσει τις σχέσεις ζωής που καλλιέργησαν από κοινού με τη Δώρα. Εμπιστευόταν την Άσπα, ένα πλάσμα με δυνατή προσωπικότητα και σθένος παρά τη λεπτοκαμωμένη εξωτερική της εμφάνιση. Θαύμαζε βαθιά την αείμνηστη Μαρία, μία ταλαντούχα και παθιασμένη με τη δουλειά της μουσικό. Εκτιμούσε την Τασία για την ευθύτητα, τα πλούσια συναισθήματά της και τον δυναμισμό που έβγαζε ως Διευθύντρια Προσωπικού μεγάλου Ξενοδοχείου της Χαλκιδικής. Τη Σοφία Ε., που τη λάτρευαν και τα παιδιά του, την εκτιμούσε με όλη του την ψυχή.  
Και ενώ ευτύχησε να διατηρήσει σε καλό επίπεδο αυτές τις σχέσεις, κατέγραψε και αστοχίες. Με τον εκ Θεσσαλονίκης Φιλόλογο Νίκο υπηρέτησαν μαζί στην Κομοτηνή τη στρατιωτική τους θητεία. Δέθηκαν με δυνατή φιλία. Έκαναν οικογένειες και παιδιά σχεδόν ταυτόχρονα. Έγιναν κουμπάροι. 
Η σχέση τους, ωστόσο, αν και βασίστηκε σε αμοιβαία εμπιστοσύνη, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Μέσα του ήξερε ότι δεν έφταιγε. Τα εύλογα ερωτήματά του ουδέποτε απαντήθηκαν πειστικά από τον Νίκο και τη γυναίκα του. Ας είναι. 

Με τα παιδιά του ασχολήθηκε αρκετά, αλλά πάντα στον βαθμό που του επέτρεπε η δουλειά του. Ζώντας σε άλλη εποχή από τους δικούς του γονείς και με άλλη παιδεία προσπάθησε να μην συμπεριφέρεται αυταρχικά απέναντί τους. Είχε, όμως, μέσα του το DNA του Χρήστου και της Νούλας. Έκανε λάθη. Μετάνιωσε για όλα. Ευτυχώς, τόσο η κόρη του όσο και ο γιος του τον ξεπέρασαν. Και τους είναι ευγνώμων.
Ως χαρακτήρες και τα δυο παιδιά του είχαν στοιχεία τόσο από τον ίδιο όσο και από τη Δώρα. Η μεγάλη έφεσή τους, όμως, στη μουσική ανάγεται σαφώς στον παππού Χρήστο.  
Η Ινώ ήταν πιο κοντά στον ίδιο ως χαρακτήρας. Είχε ξεκάθαρους στόχους. Ήθελε να κάνει οικογένεια και παιδιά. Ήθελε να γίνει δασκάλα Ειδικής Αγωγής. Και τα κατάφερε. 
Ο Χρήστος ήταν πιο κοντά στη Δώρα στις επιδόσεις του ως μαθητής. Είχε τόσο υψηλή βαθμολογία στις Πανελλαδικές εξετάσεις, ώστε μπορούσε να περάσει μεταξύ των πρώτων σε όποια Σχολή του Πολυτεχνείου ήθελε. Εκείνος επέλεξε και ολοκλήρωσε το Τμήμα Πληροφορικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετά στράφηκε στο μεγάλο του όνειρο. Να παίζει στο Θέατρο… να γράφει Μουσική… να αποθεώνεται από τον κόσμο και κάπου εκεί να συναντήσει… τη δική του Δώρα ή… τη δική του Λητώ.

Είχε πλέον κουραστεί από τις σκέψεις του. Κατέληγε πάντα μπερδεμένος. Δεν ήξερε αν αυτή η εκδοχή, που μόλις είχε ολοκληρώσει, ήταν καλύτερη από την πραγματικότητα που ζούσε. Επίσης, έβλεπε και… μια ακόμη εκδοχή.
Θα μπορούσε να είχε σηκώσει το τηλέφωνο τα μεσάνυχτα της 17ης Αυγούστου 1975, να είχε ακολουθήσει τη Λητώ στις 10 μέρες στην Αθήνα και μετά να μην συνέχιζε μαζί της στο Αμβούργο. Αυτή η εκδοχή τού έβγαινε λίγο θολή, παρόλο που συμβάδιζε τότε με τη λίμπιντό του. Τώρα του φαινόταν τυχοδιωκτική και ως εκ τούτου εντελώς ασύμβατη με τον χαρακτήρα του. 

Από τη δύσκολη θέση ήλθε να τον βγάλει, όπως πάντα, η φωνή της γυναίκας του.
─ Αλέξανδρε, ελπίζω να κοιμήθηκε ο Paul… Έρχομαι κοντά σου… 
─ (Ψιθυριστά)… Λητώ μου, επιτέλους… Χαίρομαι που τέλειωσες και θα ξεκουραστείς. Ο Paul ήταν πολύ ανήσυχος και τον έφερα στο κρεβάτι μας… (Απολογητικά) …Άλλωστε, έχω και εγώ δουλειά νωρίς αύριο το πρωί.
─ (Μισοκοιμισμένη)… Το σημειώνω στο κατάστιχο… με τα υπόλοιπα χρεωστούμενα… του έγγαμου βίου…


Σεπτέμβριος 2018
Αφιερωμένο στη Λητώ


Αλέξανδρος Παπαδόπουλος
Πολιτικός Μηχανικός
Διαχειριστής του TimeLineAlex

.............................................................................................


Trailer




Λητώ

- Οι κινηματογραφικές σκηνές του τρέιλερ είναι από την ταινία Submergence (2017) - Alicia Vikander & James McAvoy
- Το μουσικό θέμα του τρέιλερ με τίτλο "Ο Ποιητής" συνέθεσε η Ινώ Παπαδοπούλου
- Η επεξεργασία του τρέιλερ έγινε από τον Αλέξανδρο Παπαδόπουλο






Leto

- The trailer’s movie scenes are from the movie Submergence (2017) - Alicia Vikander & James McAvoy
- The trailer’s musical theme titled "The Poet" was composed by Ino Papadopoulou
- The trailer was edited by Alexander Papadopoulos