Το Σάββατο 23 Μαΐου 2015 και ώρα 12:00 το μεσημέρι, στον όμορφα διαμορφωμένο χώρο του καφέ "Οχτώ", στην Κομοτηνή, έγινε η παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Γκόζη "Αφήστε με να ολοκληρώσω".
Για την όλη παρουσίαση φρόντισαν Οι Εκδόσεις "Πόλις", η εφημερίδα "Παρατηρητής της Θράκης", το "Ράδιο Παρατηρητής 94fm", η "Κοινότητα Νέων" και προσωπικά η Τζένη Κατσαρή - Βαφειάδη, Φιλόλογος.
Για το βιβλίο μίλησαν οι :
- Η Σοφία Σουβατζόγλου, Φιλόλογος, με μια περιεκτική και εμπεριστατωμένη εισήγηση.
- Η Μαρία Αλεξίου, Φιλόλογος, με την ευαίσθητη - σχεδόν θεατρική - ανάγνωση επιλεγμένων αποσπασμάτων του βιβλίου.
- Η Σοφία Τριανταφυλλίδου, φοιτήτρια Κοινωνικής Διοίκησης & Πολιτικής Επιστήμης Δ.Π.Θ., με τις εύστοχες τοποθετήσεις της.
Στην εκδήλωση ήταν παρών ο συγγραφέας Γιώργος Γκόζης, που μίλησε για το βιβλίο του και απάντησε με ευγένεια και ευστοχία σε όσες ερωτήσεις τού τέθηκαν. Παρευρέθηκε, επίσης, ο Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής κ.κ. Παντελεήμων, που ήταν συμφοιτητής του συγγραφέα στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το κοινό ήταν πολυπληθές, νεανικό και συμμετοχικό.
Γιώργος Γκόζης
Γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., με μεταπτυχιακό τίτλο στην Εκκλησιαστική Ιστορία, Χριστιανική Γραμματεία, Αρχαιολογία και Τέχνη, και ειδίκευση στην Αγιολογία. Εργάζεται στον χώρο της ναυτιλίας. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά. Το διήγημά του "Νυχτερινός στο Βάθος" βραβεύτηκε στο διαγωνισμό διηγήματος της Ελευθεροτυπίας 2001.
Κατά καιρούς υπήρξε συνεργάτης των εφημερίδων Αγγελιοφόρος, Μακεδονία και Θεσσαλονίκη. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Επιλογές και Fix Carre.
Τίτλοι
(2014) Αφήστε με να ολοκληρώσω, Πόλις
(2002) Ο νυχτερινός στο βάθος, Νεφέλη
(2002) Ο νυχτερινός στο βάθος, Νεφέλη
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2008) Ενδοσκεληδόν, Ζήτρος(2002) Δεκατρείς νέοι συγγραφείς, Νεφέλη
(2000) 20+1 ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη
Κύρια εισήγηση : Σοφία Σουβατζόγλου, Φιλόλογος
Πριν ξεκινήσω, θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Κατσαρή - Βαφειάδη και τον Παρατηρητή της Θράκης για την τιμή που μου έκαναν να μου εμπιστευθούν αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση, καθώς και για την ευκαιρία να γνωρίσω διά ζώσης έναν εξαιρετικά ταλαντούχο συγγραφέα της γενιάς μου.
Δεύτερη συλλογή διηγημάτων λοιπόν για τον Γ. Γκόζη, σε χρονική απόσταση δώδεκα χρόνων από την πρώτη. Ο συγγραφέας άλλωστε έχει δηλώσει ότι "αγαπάει ιδιαίτερα τη μικρή φόρμα, οπότε προτιμά τα διηγήματα. Μοιάζουν κάπως σαν φέτες της ζωής". Έτσι περνάμε από τα παιδικά χρόνια του, που κυριαρχούν στον "Νυχτερινό στο βάθος", στα εφηβικά και φοιτητικά κι από κει στην ενηλικίωση.
Ο τίτλος της συλλογής εύγλωττος στη σκωπτική του στόχευση αλλά και αυτοαναφορικός: "Αφήστε με να ολοκληρώσω:" ή στην πραγματικότητα "Μη μου μιλάτε όταν σας διακόπτω": Η φράση - κλισέ , το ρεφρέν που επαναλαμβάνουν κατά κόρον οι "συστημικοί και συστηματικοί τιποτολόγοι" των ελληνικών τηλεπαράθυρων, στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να ακουστούν αλλά -θεός φυλάξοι- να μην ακούσουν τους άλλους. Και κάπως έτσι αρχίζουν και ξετυλίγονται οι "παράλληλοι μονόλογοι" του τηλεοπτικού μας αυτισμού στην "τεμαχισμένη σε κομμάτια οθόνη, όμοια με τα κομμάτια του μπακλαβά στο ταψί", όπως το θέτει ο ίδιος ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, σε μια μινιατούρα διηγήματος, που φλερτάρει με το χρονογράφημα.
Ταυτόχρονα όμως ο τίτλος είναι και περιπαικτικός αυτοσαρκασμός από τον συγγραφέα για τον συγγραφέα, που "επέτρεψε σε μια δεκαετία να τον χωρίσει από το πρώτο του έργο", κατά δική του δήλωση πάντα. Αν δεν απατώμαι μάλιστα κ. Γκόζη, κλέβετε από τον εαυτό σας μια διετία.
Στο προκείμενο όμως: Το βιβλίο αυτό αποτελείται από 18 διηγήματα, ολιγοσέλιδα τα περισσότερα, και διαβάζεται απνευστί, με όποια σειρά εσείς θέλετε. Είναι από εκείνα τα βιβλία που δυσκολεύεσαι να σταματήσεις την ανάγνωσή τους.
Λόγος χειμαρρώδης, αφηγηματική δεινότητα, δαιμόνιο χιούμορ, διαβρωτική σάτιρα, αναπάντεχα λογοπαίγνια, ιδίωμα θεσσαλονικιώτικο, αργκό, αλλά και απόηχος θεολογικών σπουδών, τυπογραφικά τεχνάσματα, απρόσμενες αναφορές στην ποπ κουλτούρα της εποχής, μορφικές διαφοροποιήσεις για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια, σε μια υπέροχη αφηγηματική τσάρκα, που ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του '80 και του '90 και φτάνει μέχρι τον σημερινό νεοελληνικό τραγέλαφο, τις αγκυλώσεις και την παράνοια της εποχής μας.
Το πρώτο στη σειρά διήγημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Έκθεση Ιδεών" που μόλις ακούσατε, σατιρίζει ανελέητα την παθογένεια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: Τα κείμενα - φασόν που απαιτούν οι "Πανελληνίως Ανελλήνιστες Αφαιμακτικές Αιματολογικές Εξετάσεις", την παραπαιδεία, τη δημοσιοϋπαλληλική συμπεριφορά και διεκπεραιωτική διάθεση των εκπαιδευτικών, τη μετατροπή των μαθητών σε άλογα κούρσας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη εισαγωγή σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ, που είναι πλέον σίγουρο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, θα τους ανοίξει θριαμβευτικά την πόρτα της ανεργίας. Η προσωπική έμπνευση, η νεανική άποψη, η φρεσκάδα κι ο αυθορμητισμός ψαλιδίζονται ανερυθρίαστα. Νιώθω θύμα και θύτης μαζί. Ο μισός μου εαυτός ταυτίζεται κι ο άλλος μισός, ο μάχιμος εκπαιδευτικός, θέλει να διαμαρτυρηθεί: Υπάρχουν ακόμη δάσκαλοι με πολύ μεράκι για τη δουλειά τους. Εξαίρεση ίσως; Δον Κιχώτες ίσως; Πάντως υπάρχουν.
Τα επόμενα τρία διηγήματα ομαδοποιούνται ως "Τριλογία των φυλών της πόλης". Αρχίζει έτσι ένα σεργιάνι στη Θεσσαλονίκη. Σεργιάνι στην πολεοδομική γεωγραφία και στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης. Πρώτα η Πλατεία Ελευθερίας, "σημείο αναφοράς" ανάμεσα στους "Λόφους των Γραφείων", τον Θερμαϊκό κόλπο, το "Κράτος των Λεωφορείων" και το "Φράγμα των Τραπεζών".
Αμέσως μετά οι "έποικοί " της: τα "πουλιά" και οι "νομάδες Πρίγκηπες". Δεύτερη φυλή της πόλης οι "Παπόβιοι Άγγελοι". Θα σας αφήσω να ανακαλύψετε μόνοι σας ποιους εννοεί . Τρίτη οι "Εφοπλιστές του Βουνού", οι τζαμπατζήδες δηλαδή στο Θέατρο Δάσους και στο Θέατρο Γης, μέσα στο Σέιχ Σου.
Στο σημείο αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να ανοίξω μία διευκρινιστική παρένθεση. Όσο διάβαζα τα διηγήματα του κ. Γκόζη, μια φωνούλα μέσα μου επαναλάμβανε με συνομωτική χαρά: "Ήμουν κι εγώ εκεί". Λαθρο-θεατής και λαθρο-ακροατής στο Θέατρο Δάσους, σινεφίλ περιηγητής στον Έσπερο, στο Ανατόλια, στο Βακούρα (οι κινηματογράφοι ήταν για μένα κομβικά σημεία της πόλης). Ανήκω στη γενιά που χόρευε ξέφρενα στα μαθητικά πάρτι στους ρυθμούς των Boney Μ και των Abba και κρατάει ακόμη τις χιλιοπαιγμένες κασέτες με την ένδειξη "Ελληνικά - Επιτυχίες" στη μια πλευρά και "Ξένα διάφορα" στην άλλη. Δεν ξέρω λοιπόν πόσο αντικειμενική μπορώ να είμαι μ' αυτό το βιβλίο που ήταν για μένα μια δροσιστική, αναζωογονητική κατάδυση στη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων και στη νεότητά μου γενικότερα.
Κλείνω την παρένθεση κι επιστρέφω στους "Εφοπλιστές του Βουνού". Το διήγημα ολοκληρώνεται με μια αποστροφή - έκκληση σ' αυτούς που "έχουν σχετική εξουσία" να "μη στερούν τη λαοθάλασσα των Εφοπλιστών από τη θάλασσα των συναισθημάτων τους".
Μία αποστροφή - αποτροπή αυτή τη φορά, σε β΄ ενικό πρόσωπο, είναι κι ο τίτλος του επόμενου διηγήματος "Μην κάθεσαι ποτέ στο λεωφορείο". Επιβιβάσου στο "όχημα - ακορντεόν" και απόλαυσε τη διαδρομή όρθιος, συνιστά εν ολίγοις ο Αφηγητής.
Στα δύο διηγήματα που ακολουθούν το σκηνικό αλλάζει. Στο στόχαστρο μπαίνει η λεγόμενη "μαγειρική λογοτεχνία" και οι σπουδές δημιουργικής γραφής. Πιο πρόσφατος συρμός αυτός.
Στο διήγημα με τίτλο "Συνταγή Μαγειρικής: Διηγήματα ρολάκι" η κυρά - Σμαρώ, ως άλλος Μαμαλάκης και με μια essence Μαλβίνας στις προσφωνήσεις της, δίνει, με κέφι, μπρίο και ανεξάντλητη ευρηματικότητα, σε α΄και β΄ πληθυντικό πρόσωπο, οδηγίες - συμβουλές στις φίλες της, παρμένες από την κουζίνα της συγγραφικής τέχνης.
Στο επόμενο, με τον εύγλωττο τίτλο "Ασκήσεις Δημιουργικής Αντι-γραφής", η Λάουρα Χειμερινού, που έχει ήδη εκδώσει ένα μυθιστόρημα, αποφασίζει να παρακολουθήσει έναν κύκλο Μεταπτυχιακών Σπουδών Δημιουργικής Γραφής για να απογοητευθεί οικτρά από την έλλειψη κτηριακής υποδομής, συγγραμμάτων, μεθοδολογίας, από τη σύνθεση του ακροατηρίου και από τον Υπεύθυνο Σπουδών που επικοινωνεί με όρους reality show με τους συμμετέχοντες . Αποφασίζει έτσι να διακόψει τη φοίτησή της, καθώς η γραφή της κινδυνεύει να γίνει αντιγραφή ή "γραφή ενάντια στη γραφή της" και πάντως, σαφώς όχι δημιουργική.
Το όγδοο στη σειρά διήγημα , "Από το Degré Zéro ως το Berlin" είναι μια ευφορική περιήγηση στα στέκια της Θεσσαλονίκης του 80. Τζαζίστικα, ροκάδικα, salοon, κρεπερί, τοστάδικα, βιβλιοπωλεία, καταστήματα αθλητικών ειδών. Από το "διαχρονικό σημείο συνάντησης, την Καμάρα" και την Πλατεία Ναυαρίνου ως την Προξένους Κορομηλά και το Ποσειδώνιο. Μια περιήγηση με γλυκόπικρη νοσταλγία σε μια εικόνα "μαγική και μεταβατική", στη δεκαετία του 80, μια δεκαετία που "παρέδιδε τη σκυτάλη στο Διαφορετικό... Το τέλος μιας αισθητικής". Ο Αφηγητής ωστόσο αναγνωρίζει ότι η ζωή στην πόλη εξακολουθεί "να δονείται. Απλώς, κάθε περίοδο αλλάζει ο τρόπος". "Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν", έρχεται στο μυαλό μου ο στίχος του τραγουδιού.
Στο επόμενο διήγημα με τίτλο "Το πλοίο της Αγάπης", όπως με βιτριολικό χιούμορ αποκαλούν οι φαντάροι τη "σκουπιδιάρα", τα δηλητηριώδη βέλη της σάτιρας στρέφονται στις ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής του ελληνικού στρατού και στους συμπλεγματικούς καραβανάδες.
Ακολουθεί η ιστορία του κακομοίρη του Άκη του Αερομπέλ. Με προβλήματα πρόωρης εκσπερμάτισης , σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει τη συζυγική του ζωή και με τη διαπραγματευτική του ικανότητα στο ναδίρ, προχωρά σε "αποκοπή χαλινού". Κι όσο προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος στο φαρμακείο, διότι δε φτάνει που "έχει το πέος του ραμμένο διπλοβελονιά", τώρα πρέπει να "του το καπλαντίσουν κιόλας', τόσο γίνεται "το επίκεντρο της προσοχής" κι αισθάνεται "σαν πυροβολημένος με διαμπερή τραύματα σε όλο του το σώμα". Ο Αφηγητής τον παρακολουθεί με συμπάθεια, με κατανόηση.
Τα δύο διηγήματα που έπονται, "Ακηδία. com" και "Τηλεκηδείες live" καυτηριάζουν καταστάσεις που σχετίζονται με την εισβολή της ψηφιακής τεχνολογίας στη ζωή μας. Μοναχοί που σερφάρουν στο Διαδίκτυο και παίζουν στο Χρηματιστήριο, διευθυντές Γραφείων Τελετών που ειδικεύονται σε Κηδείες εξ Αποστάσεως, εμπορευόμενοι μέχρι τελικής πτώσεως τον ανθρώπινο πόνο.
Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στα Λιμενάρια της Θάσου και συγκεκριμένα στο ζαχαροπλαστείο "Ως ευ παρέστητε", που "κατέχει απαράμιλλα την τέχνη του Λουκουμά". Ο αφηγηματικός φακός εστιάζει στον μοναδικό σερβιτόρο και σταρ του ζαχαροπλαστείου, τον Λεμονή, έναν Greek lover με τα όλα του, των απότομων τρόπων προς τους πελάτες συμπεριλαμβανομένων.
Στο επόμενο διήγημα με τίτλο "Θεράπων Υπουργός" έρχεται στο προσκήνιο ο "Γαλαξίας των Κομματικών Πολιτικών" που ενορχηστρώνουν τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, προκειμένου να ικανοποιήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γκάμα συμφερόντων. Ο "Θεράπων Υπυργός" όμως αίφνης βρίσκεται "στα πρόθυρα μιας κρίσης άγχους" Έτσι απομονώνεται και βρίσκει τη λύτρωση σε μία "βρόμικη χαρά" που κρατά επιμελώς μυστική, χρόνια τώρα. Με περισσή αγαλλίαση και χειρουργική ακρίβεια αποκολλά "τα κακαδάκια της μύτης του", τα οποία στη συνέχεια καταβροχθίζει με λαγνεία, τεμαχίζοντάς τα " σε τεταρτημόρια γευστικής ηδονής". Η "ανασκαφή" περιγράφεται λεπτομερειακά. " Βρόμικη" απόλαυση. "Βρόμικες" μίζες έρχονται συνειρμικά στο μυαλό του αναγνώστη.
Ακόμη όμως και σ' αυτόν τον αριβιστή και αδίστακτο πολιτικό, ο Αφηγητής βρίσκει κάποια ελαφρυντικά. "Είχαν προγραμματίσει γι' αυτόν, πριν απ' αυτόν, και χωρίς αυτόν" σημειώνει, ενώ η εμβληματική φράση "Κι όλα αυτά δίχως αγάπη" επανέρχεται και κλείνει το διήγημα.
Στο επόμενο μονολογεί ο Αυτόπτης Μάρτυρας, "ο Μεσσίας της ενημέρωσης", που πιστεύει ότι "επιτελεί κοινωνικό λειτούργημα" και θεωρεί κάθε αποδέκτη εξ ορισμού "συνένοχο, συνεργό και συμπαίχτη".
Στο 16ο διήγημα ο Αφηγητής απευθύνει μία ετεροχρονισμένη επιστολή στον φίλο της νιότης του, που βρέθηκε "μπουκωμένος από τη νοθευμένη ηρωίνη" σε ηλικία 23 χρόνων.
Στο προτελευταίο η ατμόσφαιρα αλλάζει. Μπάνια του λαού στην κοινοτική πλαζ ΕΟΤ Επανωμής, στο κτήμα του Καραγκιόζη. Περιγράφεται η χωροταξία του λεωφορείου και κυρίως η ατμόσφαιρα στον δρόμο της επιστοφής. Καθοριστικό ρόλο παίζει η "Κασέτα". Πλευρά Α΄: ξένα διάφορα. από Ραφαέλα Καρά, Boney M, Abba, Ντέμη Ρούσο και Βίκυ Λέανδρος μέχρι το "αειθαλές και πολυχρονεμένο" "Play bouzoukι gia mena". Αλλαγή πλευράς και πλευρού; Ελληνικά επιτυχίες. Από Λ. Τζορντανέλι και Τ. Χρυσό μέχρι Κ. Καφάση, Λ. Μυτιληναίο, Β. Περπινιάδη και Δούκισσα. Το λεωφορείο μεταμορφώνεται σε "καράβι της στεριάς" και "η αγαπητική κοινότητά του βρίσκεται εντελώς Αλλού". Άλλοι καιροί, άλλα ήθη.
Για το τέλος ο Αφηγητής μας κράτησε ίσως το πιο ωραίο: ένα παραμύθι για ένα Αγόρι. Με όρους σχεδόν μαγικού ρεαλισμού τρία νεογέννητα με ίκτερο, το Αγόρι, η Μαρίνα Φλοίσβου και ο Όμιλλος - Φίλων Θαλάσσης (τι θαυμαστή ευρηματικότητα στα ονόματα αλήθεια), κίτρινα "σαν πεπονάκι, σαν μπανανούλα και σαν λεμονάκι" αντίστοιχα, δραπετεύουν από τις θερμοκοιτίδες όπου τα έχει τοποθετήσει η αυστηρή παιδίατρος Γιουτζένη Βύνη - Σιταρούλα, πάνω σε τρεις μαθητευόμενους πελαργούς με οδηγό τον Πελαργό (με το Π κεφαλαίο). Στόχος είναι να πλησιάσουν τον Ήλιο όσο μπορούν, ώστε να εξαφανιστεί κάθε ίχνος κιτρινίλας από πάνω τους. Συναντούν τον Σουλτάν Αϊτό, Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας των Πουλιών και του Ουρανού, ο οποίος γρήγορα ξεπερνά τις επιφυλάξεις του και αποφασίζει να τα βοηθήσει. Ο στόχος, όχι απλώς επιτυγχάνεται, αλλά τα τρία νεογνά επιστρέφουν στις θερμοκοιτίδες τους χωρίς κανείς να αντιληφθεί τίποτα. Οι νοσοκόμες ήταν απασχολημένες στο μεσοδιάστημα με το τηλεοπτικό χαζοκούτι. "Μα τι κίτρινη που είναι αυτή η τηλεόραση ώρες ώρες. Αυτή άραγε γιατί δε τη βάζουνε σε θερμοκοιτίδα;" αναρωτιέται ο Πελαργός, καθώς απομακρύνεται από το μαιευτήριο.
Το παραμύθι και οι τεχνικές του συνυπάρχουν με τα τηλεοπτικά reality, τις συνταγές μαγειρικής και τα ζώδια. Η αφήγηση διανθίζεται με στίχους από τραγούδια: ¨Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα , μυρμήγκια μοιάζουν οι άνθρώποι"," Ήλιε μου, ήλιε μου βασιλιά μου", με στίχους από την "Αντιγόνη": "Γεννήθηκα για να ενώνω κι όχι για να χωρίζω", με ατάκες γνωστές παραφρασμένες: "κάτσε κάτω από την πάνα", που θαρρείς πως γράφτηκαν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του Αφηγητή. Μέχρι και "Μωρά στη φωτιά" διαθέτει το αφηγηματικό μίξερ.
Οι γονείς του Αγοριού πλέουν σε πελάγη ευτυχίας ενώ η αυστηρή παιδίατρος μένει αποσβολωμένη. Το Αγόρι επαναλαμβάνει ήρεμα για τρίτη φορά τη φράση: "Όλα είναι δυνατά για τα παιδιά". Κλείνει συνομωτικά το μάτι στους φίλους του και σε όλα τα παιδιά του κόσμου, ενώ ο Αφηγητής σπεύδει να διευκρινίσει ότι το παραμύθι αυτό "είναι το δικό μου δώρο στο δικό μου αγόρι και σε κάθε παιδί που γεννιέται, και μετά να πούμε πως ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".
Ένα τέτοιο συνομωτικό κλείσιμο του ματιού προς κάθε αναγνώστη ένιωσα πως είναι όλο το βιβλίο του κ. Γκόζη. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως "δεν είχα πρόθεση να παρασύρω τον αναγνώστη, αντιθέτως ήθελα να του κρατήσω το χέρι σε μια συνοδοιπορία, χωρίς δόλο και ανταλλάγματα". Προσωπικά αισθάνομαι ότι μου κράτησε το χέρι ένα φιλαράκι από τα παλιά, ένας συνοδοιπόρος, που μπορεί να μην τον γνώρισα προσωπικά, περπατήσαμε όμως στα ίδια λημέρια, την ίδια περίπου εποχή, ακούγαμε τις ίδιες μουσικές, συχνάζαμε στους ίδιους κινηματογράφους, στα ίδια στέκια, εισπνέαμε το άρωμα της πόλης, αφουγκραζόμαστε τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.
Η σάτιρα του Γ. Γκόζη είναι αλανιάρα. Τρέχει πέρα δώθε και δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο. Υπονομευτική, υποδόρια, οργισμένη κάποτε, αλλά και με κάποια διάθεση κατανόησης, σχεδόν τρυφερότητας, ειδικά για τους αδύναμους, τους μη προνομιούχους ή για όσους και όσα χάθηκαν ανεπιστρεπτί.
Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα διηγήματά του (ο Μάκης ο Μπουλντού, η φιλόλογος Μελισσάνθη Κάπως - ΄Ετσι, η κυρά Σμαρώ, η Λάουρα Χειμερινού, ο Άκης ο Αερομπέλ, ο Λεμονής, σερβιτόρος - Greek λεβέντης και τόσοι άλλοι) είναι πρόσωπα της διπλανής πόρτας που τα συναντάμε καθημερινά, με τις αδυναμίες και τις ευαισθησίες τους, αυτό που θα λέγαμε αντι-ήρωες. Μοιάζουν σα να βγήκαν από την πινακοθήκη χαρακτήρων του Τσιφόρου ή του Ταχτσή. Ίσως δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν σάρκα και οστά με όρους ψυχολογικού ρεαλισμού λόγω της μικρής φόρμας, μένουν όμως χαραγμένα στη μνήμη μας.
Ο Αφηγητής επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση σε αρκετά διηγήματα, την πρωτοπρόσωπη σε άλλα. (Για παράδειγμα στο διήγημα "Από το Degré Zéro ως το Berlin", σε μια προσωπική αναζήτηση του χαμένου -ή μήπως τελικά κερδισμένου; - χρόνου, υιοθετώντας τη φωνή της κυρά Σμαρώς στα "Διηγήματα ρολάκι", του Αυτόπτη Μάρτυρα στο ομώνυμο διήγημα, του φίλου που γράφει στον Γιώργο, 20 χρόνια μετά τον θάνατο του δεύτερου από ηρωίνη στο διήγημα "... και δε με λες, σ' αρέσει ο πουρές;"). Συχνά καταφεύγει στην αμεσότητα της αποστροφής σε β΄ πρόσωπο: είτε στον οδηγό αυτοκινήτου, για να του ζητήσει κατανόηση για τους "Παπόβιους Άγγελους", είτε σε όσους έχουν εξουσία στα χέρια τους για να μην εμποδίζουν τους Εφοπλιστές του Βουνού, είτε στους δυνητικούς επιβάτες των λεωφορείων Θεσσαλονίκης με οδηγίες αξιοποίησης της διαδρομής προς εποχουμένους, είτε στον κάθε αναγνώστη χωριστά για να του δώσει ραντεβού για τις επόμενες βόλτες.
Διανθίζει πολλά διηγήματα με σπαρταριστούς διαλόγους και ευρηματικές ατάκες, γραμμένες στην ιδιόλεκτο των προσώπων που συνομιλούν. Πειραματίζεται με την παρώδηση του τηλεοπτικού λόγου, της τεχνικής της οπτικής ποίησης στο πρώτο διήγημα, του ρομαντισμού στις "Ασκήσεις δημιουργικής αντι-γραφής", της ευαγγελικής γραφής στην ιατροδικαστική έκθεση του Μάρκου Λουκά, του παραμυθιού εν μέρει στο τελευταίο διήγημα. Ενσωματώνει ατάκες από κινηματογραφικές ταινίες, στίχους από τραγούδια - σουξέ της εποχής, τα οποία υπομνηματίζουν την αφήγηση με καίριο τρόπο. Αξιοποιεί την αργκό αλλά και αγγλικούς όρους, κυρίως ψηφιακής τεχνολογίας, παράλληλα με λεξιλόγιο που παραπέμπει στη δεξαμενή των θεολογικών του σπουδών, και ασφαλώς το θεσσαλονικιώτικο ιδίωμα αφού και διότι. Όλα μπερδεύονται γλυκά...
Ο Αφηγητής, ενήλικος πια, ανακαλεί και διηγείται ιστορίες κυρίως από τα νεανικά του χρόνια. Αυτή η χρονική απόσταση ανάμεσα στον χρόνο της Ιστορίας και στον χρόνο της Αφήγησης τού εξασφαλίζει μια εποπτική ματιά. Η προσέγγιση ωστόσο δεν είναι πουθενά μουσειακή, διότι μπορεί παράλληλα να βλέπει τα παλιά και στη σημερινή τους δυναμική.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου φιγουράρει τμήμα μιας φωτογραφίας του Άλφρεντ Αϊζενστάντ, του διασημότερου φωτογράφου του περιοδικού Life. Απεικονίζει έκπληκτα παιδικά προσωπάκια , γεμάτα ενθουσιασμό, αγωνία, τρόμο, που κοιτάζουν μετωπικά τον φακό. Παρακολουθούν κουκλοθέατρο: τον Άι Γιώργη να σκοτώνει τον δράκο. Όχι στη Θεσσαλονίκη αλλά στο Παρίσι, το 1963. Νομίζω πως η φωτογραφία αυτή θα μπορούσε να τοποθετηθεί άνετα στο λήμμα "μέθεξη". Αληθινή μέθεξη. Αυτό το ειλικρινές, καθάριο βλέμμα, το ανυπόκριτο, θαρρώ πως καταφέρνει να διατηρεί κι ο συγγραφέας μας.
Κι αν κάποιοι από σας δεν σουλατσάρατε στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του '80 και του '90, μικρό το κακό. Όλοι μας έχουμε την προσωπική μας Αλεξάνδρεια, "την πόλη που μας ακολουθεί". Άλλωστε ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι γράφοντας: "Δεν πειράζει αν την έχασες αυτή την περιήγηση στο παρελθόν. Σκέψου ότι σήμερα και κάθε σήμερα σου δίνω ραντεβού για τις επόμενες βόλτες, γιατί σήμερα είναι η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου".
Επιτρέψτε μου να ... ολοκληρώσω με μία κριτική που πολύ θα ήθελα να την έχω γράψει εγώ. Με ... πρόλαβε όμως ο ποιητής Τέλλος Φίλης. Σας τη διαβάζω: " Ο Γ. Γκόζης τόλμησε να εκδώσει σε βιβλίο όλα τα τερτίπια που εμείς πιθανά κρατάμε ασχολίαστα μέσα μας. Να τα κάνει λογοτεχνικές συνεδρίες αυτοκριτικής, για θεραπευτικούς λόγους, μιας γενιάς που επειγόντως οφείλει ... να προχωρήσει μπροστά, με όποιο κόστος. Το ύπουλο και τόσο θεσσαλονικιώτικα αναγνωρίσιμο χιούμορ του, βοηθά ακόμη πιο πολύ στην αποθεραπεία. Το συνιστώ ειδικά σε όσους έχουν καιρό να χαμογελάσουν".
Ελπίζουμε μόνο κ. Γκόζη να μη χρειαστεί άλλη μια δωδεκαετία για να "συνοδοιπορήσουμε" και πάλι με διηγήματα ρολάκι ή και με μυθιστόρημα ρολό, πάντα "τραγανό απ' έξω και ζουμερό από μέσα"!
Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε και να δείτε εδώ :
http://www.paratiritis-news.gr/details.php?id=171563
https://www.facebook.com/ggozis
http://georgegozis.gr/