Για ένα ποίημα…



Γράφει η Ελένη Ανδρέου, Ξανθιώτισσα συγγραφέας, στο βαθιά πολιτικό βιβλίο της για το Βερολίνο "Το Ξένο βλέμμα" σελίδα 85-86: "Η Στάζι, από την ίδρυσή της το 1950, ανέπτυξε ένα ευρύτατο δίκτυο παρακολούθησης όλων των πτυχών της ζωής των πολιτών της Ανατολικής Γερμανίας. 91.000 επίσημοι υπάλληλοι και περισσότεροι από 300.000 ανεπίσημοι συνεργάτες κατασκόπευαν, συγκέντρωναν και αρχειοθετούσαν όλων των ειδών τις πληροφορίες για τα παρακολουθούμενα πρόσωπα. Υπολογίζεται ότι ένας χαφιές αναλογούσε σε έξι πολίτες…….Οι φάκελοι των αρχείων της Στάζι έφταναν τα δέκα εκατομμύρια. Εκτιμάται ότι τα ράφια, στα οποία ήταν διευθετημένοι σε όρθια διάταξη, ο ένας δίπλα στον άλλο, είχαν συνολικό μήκος 180 χιλιομέτρων….."
Σε συνέντευξή του στο Περιοδικό Δρόμου Σχεδία τεύχος Οκτωβρίου 2019 σελίδες 35-37 ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Επίκουρος Καθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών λέει: "Η Ελληνική κοινωνία δεν αντέχει να επεξεργαστεί το τραυματικό παρελθόν, να το καταστήσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και μεταμέλειας και το καίει. Τον Αύγουστο του 1989 λίγους μήνες πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η μοναδική κυβέρνηση συνεργασίας Δεξιάς – Αριστεράς στον 20ό αιώνα αποφάσισε την καύση στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής 17.500.000 ατομικών φακέλων κοινωνικών φρονημάτων που διατηρούσε η Ασφάλεια. Μετέτρεψε, έτσι, την Ελλάδα στην πρώτη και μοναδική διεθνώς χώρα που προχώρησε στην καταστροφή της σκοτεινής κληρονομιάς ενός πολύχρονου αυταρχικού παρελθόντος." 

Ο πατέρας μου, ωστόσο, πολύ πριν από την καύση των φακέλων, έμαθε από αξιόπιστη πηγή γιατί τον φακέλωσαν. Τον είχαν φακελώσει… για ένα ποίημα. Την περίοδο 1931-1936 το απεργιακό κίνημα στη χώρα μας εμφάνισε ιδιαίτερη έξαρση εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ακολούθησε μετά το Κραχ του 1929 και τη στάση πληρωμών της Ελλάδας του 1932. Η κορύφωση των απεργιακών κινητοποιήσεων έγινε τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη με τη μεγάλη απεργία των καπνεργατών. Πνίγηκε, βέβαια, στο αίμα από την κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά (12 νεκροί, πάνω από 200 τραυματίες, εξ ου και ο "Επιτάφιος" του Ρίτσου και η μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη). Και στην Κομοτηνή την Πρωτομαγιά του 1935 ή του 1936 γίνεται μεγάλη συγκέντρωση εργατών. Στη συγκέντρωση αυτή ο πατέρας μου μόλις 16 χρονών, εργάτης ωστόσο σε κεραμιδαριό, απήγγειλε ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά για την κοινωνική προσφορά των εργατών. Έψαξα πριν από πολλά χρόνια και το βρήκα. Γράφτηκε το 1913 ως ύμνος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών και μελοποιήθηκε από τον Μανώλη Καλομοίρη. Το 1944 μελοποιήθηκε και από τον Αλέκο Ξένο. Ο πατέρας μου το έλεγε μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Για ένα ποίημα –και μάλιστα Εθνικού μας ποιητή– στιγμάτισαν ως μίασμα της κοινωνίας (έτσι χαρακτήριζαν τότε τους κομμουνιστές) ένα 16χρονο προσφυγόπουλο και το κυνήγησαν ανελέητα σχεδόν μια ζωή… άπονες εξουσίες. 

Παραθέτω το ποίημα "Εμείς οι εργάτες είμαστε…" του Κωστή Παλαμά:

"Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ποτίζουμε τη γης για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας
φτωχή αλουλούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά.

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.
Πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και μ’ όλο τ’ αλυσόδεμα, σκάφτουν και η γης πλουτεί.
Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, Εργάτη, νόμοι
στο τρών’ αδικητές χωρίς ντροπή!
Αγκαλιαστείτε, αδέλφια, ορθοί!
Με μια καρδιά, μια γνώμη.
─ Δικαιοσύνη, βρόντηξε και λάμψε, Προκοπή!"

Υστερόγραφο
Έγραψα αυτό το σημείωμα ως συμπλήρωμα της ανάρτησης …Με μια BMW του '50. Πρόθεσή μου δεν ήταν να ηρωοποιήσω τον πατέρα μου αλλά να δώσω το στίγμα μιας αυταρχικής εποχής με την ενδόμυχη ευχή να μην επαναληφθεί στο μέλλον.

Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου
Φιλόλογος