Μικρή πατρίδα ΙΙ (Λοφάριο… όσα θυμάμαι)

Μετά τον Εμφύλιο, δεκαετία του '50 και αρχές του '60, δύο τύποι με βαριά αρχαιοελληνικά ονόματα κυκλοφορούσαν με αμάξι στο χωριό, ο Περικλής και ο Σοφοκλής. Το αμάξι του Περικλή το έσερνε περήφανο άλογο, αλλά η πραμάτεια του δεν με ενδιέφερε και τόσο. Φρούτα και λαχανικά πουλούσε και είχε ψυχή ευγενική, καλοσυνάτη. Καμία σχέση με έμπορο καπάτσο, ανοιχτομάτη. Το αμάξι του Σοφοκλή ήταν κλειστό ημιφορτηγάκι. Ωστόσο, όταν κατέλυε στην πλατεία του Λοφαρίου και άνοιγε διάπλατα η πίσω πόρτα του, ένας κόσμος πλουμιστός, παραμυθένιος ανοίγονταν μπροστά μου. Υφάσματα, φορέματα, ρόμπες, εσώρουχα με τάξη κρεμασμένα, ίδιο ουράνιο τόξο, στο πάνω επίπεδο. Στο κάτω επίπεδο μέσα σε πανέρια καλλυντικά, χτένες, στέκες, φο-μπιζού, κολόνιες, παιδικά παιχνίδια. Ο Σοφοκλής κόμιζε στο Λοφάριο χαρά για κάθε παιδί και προσδοκία κομψότητας σε κάθε νεαρή ύπαρξη.

Ήταν γεννημένος έμπορος. Πάντα με χαμόγελο, χιούμορ και φιλοφρόνηση προς κάθε υποψήφια πελάτισσα. Εμφανισιακά θύμιζε Μανώλη Αγγελόπουλο, ανερχόμενο τότε αστέρι του λαϊκού πενταγράμμου. Και μάλλον πρέπει να το ήξερε, γιατί φρόντιζε κούρεμα και μουστάκι να θυμίζουν τον Ρομά στην καταγωγή καλλιτέχνη. Αλλά και η μουσική η μεταδιδόμενη στη διαπασών από το μεγάφωνο του ημιφορτηγού του πάντα περιλάμβανε τις μεγάλου βεληνεκούς επιτυχίες του Μανώλη, "Τα μαύρα μάτια σου", "Όσο αξίζεις εσύ", "Ανέβα στο τραπέζι μου", "Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι". Εγώ τον πετύχαινα τα Καλοκαίρια, γιατί από μωρό στο Λοφάριο αγκυροβολούσα. Στον "πεντάστερο ξενώνα" της γιαγιάς Κονδυλένιας, του παππού Γιάννη και της προγιαγιάς μου Ασημένιας, της πιο καθαρής και μοσχομυρισμένης γυναίκας του κόσμου. Μύριζε μόνιμα πράσινο σαπούνι Μυτιλήνης. Προ κορωνοϊού έπλενε τα χέρια της άπειρες φορές, γιατί μαγείρευε τρεις φορές τη μέρα για τουλάχιστον 10-12 άτομα. Πρωϊνό με αυγοφέτες και αφράτες πιτούλες στο τηγάνι (νεοελληνιστί πανκέικς) για όσους έφευγαν στο χωράφι. Μεσημεριανό συνήθως λαδερά ή όσπρια για όλο το ασκέρι, ενώ το βραδινό το ετοίμαζε κάτω απ’ τα αστέρια ως Σεφ πολλών Μισελέν. Στρώναμε κουρελούδες κατάχαμα έξω στην αυλή και τρώγαμε σε σοφράδες (χαμηλά στρογγυλά τραπέζια) χορτόπιτες ή χυλοπίτες χειροποίητες με δικό της μαλακό τυρί (νεοελληνιστί μοτσαρέλα). Κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα οι μεγάλοι πάντα για τα παλιά ή τα οικογενειακά θέματα ή για τις δυσκολίες της καθημερινότητάς τους, μέχρι που εμάς τα μικρά μάς έπαιρνε ο ύπνος τόσο μα τόσο γλυκά, ακούγοντας δωρεάν μαθήματα ενηλικίωσης, πάντα μέσα σε μια ασφαλή αγκαλιά. Και κάθε βράδυ η γιαγιά Ασημένια, αφού έκανε με πράσινο σαπούνι το μπανάκι της στην κάτω κουζίνα, έπλενε επιμελώς τα ρούχα και τα εσώρουχα της ημέρας σε νερό που είχε ζεστάνει στον ήλιο μέσα στη δική της "μπακίρα". Και αυτό το έκανε ανελλιπώς όλο το Καλοκαίρι.

Τον Σοφοκλή των κινούμενων νεωτερισμών, των καλλυντικών και των παιδικών παιχνιδιών τον έχω συνδέσει στη μνήμη μου και με δυο διαδικασίες, μία οικονομικής φύσεως και μία αισθητικής φύσεως. Η πρώτη ήταν το ανταλλακτικό εμπόριο, είδος με είδος. Στα χωριά, τότε, δεν κυκλοφορούσε χρήμα, παρά μόνο όταν πουλούσαν οι αγρότες τις σοδειές. Και το χρήμα πήγαινε κατευθείαν στα χρέη τους προς την Αγροτική Τράπεζα και στον επισιτισμό της οικογένειας. Δίναμε, λοιπόν, στον Σοφοκλή κοτόπουλα και αυγά και "αγοράζαμε" με τις θείες μου Αντιγόνη (Νόνη) Δημητριάδου-Αγόρα και Ελπινίκη (Νίκη) Δημητριάδου-Σταυρακάρα, νεαρές, τότε, λυγερές, προκομμένες και πανέμορφες, καλοκαιρινά υφάσματα.
Στο σπίτι υπήρχε μια ραπτομηχανή χειροκίνητη. Οι θείες μου ήξεραν από πολύ μικρές ράψιμο, κέντημα, μαντάρισμα, μαγειρική, νοικοκυριό χάρη στη μαγική γιαγιά Ασημένια. Την ευφυία, τη φιλομάθεια και την αισθητική που δεν επένδυσαν στην εκπαίδευσή τους την μετουσίωναν σε προκοπή και δημιουργία προσωπική. Μετά τον Πόλεμο, λόγω φτώχειας, τα αγόρια συνέχιζαν σπουδές στο Γυμνάσιο, ενώ τα κορίτσια, και ας ήταν πιο ευφυή, έμεναν στο σπίτι για τις αγροτικές δουλειές ή πήγαιναν στη μοδίστρα. Οι θείες μου ήταν το περιεχόμενο και η ουσία μιας λέξης, που εύστοχα έπλασε ο λαός μας, "χρυσοχέρες". Από αυτό το ταλέντο επωφελήθηκα ως παιδί και εγώ. Αγοράζαμε, λοιπόν, το πρωί με ανταλλακτικό πάντα εμπόριο, τα βαμβακερά υφάσματα από τον Σοφοκλή και το ατελιέ Νόνη – Νίκη μέχρι τη Δύση του ηλίου, πριν ανάψουν οι γκαζόλαμπες, γιατί ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμενο νερό δεν υπήρχαν, είχαν ράψει τουλάχιστον ένα φορεματάκι (με τιράντες και οπωσδήποτε με βολάν και μπολερό) για μένα, φούστες ή ρομπάκια για εκείνες, ποδιές και πετσέτες κουζίνας για τη γιαγιά. Το κάθε κουρελάκι γαζωνόταν με επιμέλεια, για να γίνει ασορτί κορδέλα για τις κοτσίδες μας, γιατί ξέχασα να σας πω ότι θείες και ανιψιά είχαμε μακριά μαλλιά πλεγμένα σε περίτεχνες κοτσίδες, μια μόδα που επανήλθε στις μέρες μας και μου αρέσει πολύ. 

Οι θείες Νόνη και Νίκη, ωστόσο, δεν είχαν υψηλές επιδόσεις μόνο στο νοικοκυριό και στη ραπτική. Είχαν χέρια δυνατά και προκομμένα στις αγροτικές δουλειές. Ξεπετούσαν διπλάσια και τριπλάσια "καρίκια" από τους γονείς τους στο τσάπισμα και θέριζαν με δρεπάνι και ειδικές ξύλινες χειρολαβές τα σιταροχώραφα με ταχύτητα μηχανής. Μου έδειχναν μετά τα τραχιά τους χέρια με τις φουσκάλες και μου έλεγαν χορωδιακά "Εσύ να σπουδάσεις, Δωράκι, να μην παιδεύεσαι σαν εμάς". Προλάβαιναν, ωστόσο, και πήγαιναν και σε χορωδία στην Κομοτηνή, γιατί ήταν και καλλίφωνες. 
Και δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ σ’ αυτήν τη χορωδία του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) Κομοτηνής. Ιδρυτής και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της, για όσα χρόνια λειτούργησε, ήταν ο εκ Σμύρνης ορμώμενος, γαμπρός Λοφαρίου, Δημοσιογράφος και Ραδιοφωνικός εκφωνητής Ε.Ι.Ρ. Κομοτηνής Χρήστος Χατζημιχάλης. Είχε παντρευτεί τη μικρότερη αδελφή της γιαγιάς μου Κονδυλένιας, την Ελένη, που μαζί με την Αλβίνη Ιωαννίδου ήταν οι μεγάλες ντάμες της Λέσχης Κομοτηναίων που πρωταγωνιστούσαν στις φιλανθρωπικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις της αμέσως μετά τον Εμφύλιο μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '70. 
Ο Χρήστος Χατζημιχάλης, άνθρωπος με βαθιά μουσική παιδεία, βρήκε πρόγραμμα επιχορηγούμενο –δεν έμαθα ακριβώς από ποιο φορέα– και σε συνεργασία με τον Σίμωνα Καρρά και την τότε βοηθό του, Δόμνα Σαμίου, δημιούργησε τη γυναικεία χορωδία προς διάδοση της παραδοσιακής μουσικής του Ε.Ι.Ρ. Κομοτηνής. Κάθε Πέμπτη ηχογραφούσαν για το τοπικό ραδιόφωνο εκπομπή – αφιέρωμα σε θεματικές ενότητες παραδοσιακών τραγουδιών κυρίως από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Για τις κοπέλες χορωδούς, που προέρχονταν σε μεγάλο ποσοστό από άπορες οικογένειες υπήρχε η μικρή αμοιβή των 20 δραχμών για κάθε ηχογράφηση. Για πολλές, μάλιστα, ήταν τα μόνα χρήματα που είχαν ποτέ δει και διαχειριστεί μόνες τους μέχρι τότε.
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον για τους Μουσικολόγους να ψάξουν γι’ αυτές τις παλιές ηχογραφήσεις στα Αρχεία της τωρινής Ε.Ρ.Τ. Κομοτηνής. Το προσωπικό πάντως Αρχείο του Χρήσου Χατζημιχάλη το είχε ζητήσει και το είχε πάρει από τη θεία Ελένη ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης. 
Από ένα φορητό ραδιόφωνο Μπλάουπουνκτ άκουγα ως παιδί των πρώτων τάξεων του Δημοτικού ανελλιπώς τις εκπομπές αυτές με το χορωδιακό παραδοσιακό τραγούδι και ήμουν σίγουρη ότι ξεχώριζα τις φωνές της Νόνης και της Νίκης. 

Τελειώνοντας θα ήθελα να απολογηθώ για τον πολύ προσωπικό χαρακτήρα του κειμένου μου. Μέσα μου, ωστόσο, πιστεύω ότι οι μαρτυρίες αυτές αφορούν και άλλους Λοφαριώτες και Λοφαριώτισσες. Θα ήταν ευχής έργο, αν καταγράφονταν από πολλούς συγχωριανούς ανάλογες εμπειρίες ζωής. Άλλωστε, έχω την πεποίθηση ότι οι μικρές προσωπικές ιστορίες αποτελούν συνιστώσες της μεγάλης Ιστορίας, είτε αυτή είναι Τοπική είτε Εθνική…

Υστερόγραφο: Οι θείες Νόνη και Νίκη ζουν και νοσταλγούν το χωριό τους. Η θεία Νόνη έγραψε και δύο βιβλία. Το ένα αφορά την οικογένεια Δημητριάδη και το Λοφάριο. Μέχρι τώρα, που διάγουν την όγδοη δεκαετία της ζωής τους, έχουν αναστήσει παιδιά και εγγόνια και εξακολουθούν –non stop– να κεντούν, να πλέκουν και να μαγειρεύουν με απίστευτη δεξιοτεχνία και αισθητική.

Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου
Φιλόλογος


Φωτογραφίες