…Με μια BMW του '50

─ Με κυνήγησαν με τζιπ. Με έριξαν με τη μηχανή σε χαντάκι μετά τη Νέα Καλλίστη. Λούφαξα μέσα στα λασπόνερα. Άκουσα τον επικεφαλής "Τον φάγαμε τον συμμορίτη… πάμε να φύγουμε". Ύστερα λιποθύμησα. 
Ακούγαμε την αφήγηση του πατέρα μου ξημερώματα μιας Κυριακής του 1959. Εγώ πίσω από την πόρτα των δωματίου μου έντρομη, μόλις πέντε χρονών. Η Σαραντακκλησιώτισσα γιαγιά μου και η μάνα μου τρελαμένες και οι δύο από την πολύωρη απουσία του. Ματωμένο το πρόσωπό του, λασπωμένη η δερμάτινη στολή του, που τόσο μα τόσο πολύ του πήγαινε.

Παλληκαράκι είκοσι χρονών ζήτησε να πάει στο μέτωπο της Αλβανίας. Τον έστειλαν εξορία στη Σαμοθράκη. Ως αριστερός δεν θεωρήθηκε αρκετά πατριώτης, για να πολεμήσει για την πατρίδα του. 
Στη δεύτερη εξορία του, στην Κατοχή, βρέθηκε κοντά στα Σκόπια από τους Βούλγαρους φασίστες αυτή τη φορά ως ντουρντουβάκι* σε έργα καταναγκαστικά. Εκεί, για μα μην πεθάνει από πείνα και εξάντληση, δήλωσε ότι ξέρει τη ραπτική. Τότε έμαθε κοντά σε αληθινούς τεχνίτες να ράβει στρατιωτικές στολές.
Με την ίδια τέχνη βρήκε σύζυγο. Στη μητέρα μου είπε. "Τούλα, είσαι μοδίστρα, εγώ ράφτης. Δεν θα πεινάσουμε." Αυτή ήταν η πρόταση γάμου του. Βιοπορίστηκαν ράβοντας φόρμες εργατικές από μάλτα. Έτσι λεγόταν το μπλε ύφασμά τους, πολύ πριν έλθει το τζιν. 
Είχε, ωστόσο, και το σαράκι της μηχανής. Ένα Zündapp μοτοποδήλατο ήταν το πρώτο μας μηχανάκι.  Μ’ έκανε τρελές βόλτες. Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων. Με είχε αδυναμία. Ακολούθησε η μεγάλου κυβισμού μεταχειρισμένη BMW. Μηχανή, κράνος, δερμάτινη στολή όλα φερμένα από τη Γερμανία από έναν σύντροφο, που δεν άντεξε τη μετεμφυλιακή πείνα. Επέλεξε να ξενιτευτεί από το 1950. Χόρτασε ψωμί κοντά στους πρώην φασίστες, που πολέμησε στην Κατοχή.

Τώρα η BMW –γερό σκαρί– άντεξε τη λύσσα των παραστρατιωτικών του Τάγματος Εθνοφυλακής Αμύνης Ροδόπης. Ο πατέρας, όμως, τσακίστηκε.
Η δουλειά με τους εργάτες στη Μπουρού, τους ψαράδες στο Φανάρι και τους λιμενεργάτες στο Πόρτο Λάγος μάς συντηρούσε. Τους έραβε φόρμες, τις παρέδιδε ο ίδιος με τη μηχανή του –πρωτοπόρος του delivery–, τους θύμιζε και τα εργατικά τους δικαιώματα και την ανάγκη να αγωνίζονται γι’ αυτά. Η ιδεολογία του στο DNA του.  

Τώρα ο φόβος, η συντριβή. Στην ανάγκη η μάνα μου κατέστρωσε σχέδιο. 
─ Κώστα, η μηχανή μας παίρνει καλάθι. Θα το αγοράσουμε και θα ερχόμαστε μαζί σου. Δεν θα τολμήσουν να ξεκληρίσουν ολόκληρη οικογένεια.
Έτσι, πάνω στη BMW μπροστά ο πατέρας, ο αδελφός μου Ανδρέας πίσω, στο καλάθι η μάνα και εγώ με τις φόρμες των εργατών αγκαλιά και… ξοπίσω μας τα Τ.Ε.Α. του 1959 να τρώνε τη σκόνη μας, να ακούνε το τραγούδι μας.
Το σχέδιο της μάνας ─ σχεδία σωτηρίας για τον πατέρα και την οικογένεια.


Υστερόγραφα

1. Ανάρτησα το κείμενο αντί μνημοσύνου. Μου μίσεψαν μέρα Μαγιού, χωρίς να τους χορτάσω, η μητέρα μου (2008), ο αδελφός μου (2012), η νύφη μου (2006). Ο πατέρας μου έφυγε το Φθινόπωρο του 2008, μόλις έξι μήνες μετά από τη μητέρα.

2. Δεν γράφω λογοτεχνία. Μόνο μαρτυρίες.

3. Στον διαγωνισμό μικροδιηγήματος για τη Σχεδία (Απρίλιος 2020), τον επίσημο φορέα στήριξης των Αστέγων, με τίτλο "100 λέξεις σε 100 ώρες για τη Σχεδία" 100 λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες από την παραπάνω μαρτυρία αποτέλεσαν την προσωπική μου συμμετοχή. Το κείμενο εγκρίθηκε από Επιτροπή (αποτελούμενη από τους Σπύρο Κιοσσέ, Χάρη Μιχαλόπουλο, Φωτεινή Ναούμ –Εύγε!–) μαζί με πολλά ακόμη μικροδιηγήματα γνωστών Λογοτεχνών και άγνωστων ανθρώπων, που θεωρούν ακόμη τη γραφή και την ανάγνωση οξυγόνο τους. 
Η έκδοση του συλλογικού τόμου με τίτλο "Ανθολογία μικροδιηγήματος του διαγωνισμού 100 λέξεις σε 100 ώρες για τη Σχεδία", βαίνει καλώς. Τα κείμενα έχουν καταχωρηθεί με αλφαβητική σειρά και ξεπερνούν τα 450. 

Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα των εκδόσεων «Παρατηρητής της Θράκης», η Ανθολογία πρόκειται να κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος Ιουλίου. 
Τα έσοδα από τις πωλήσεις του τόμου θα δοθούν στους Αστέγους. Παράκληση. Ας τον αγοράσουμε. Μένουμε ασφαλείς στο σπίτι μας, ωστόσο, φροντίζουμε και γι’ αυτούς που δεν έχουν σπίτι. 


*ντουρντουβάκι : παράφραση από Βουλγάρικη λέξη, που σημαίνει φαντάρος αγγαρείας ή τάγμα εργασίας. Τα ντουρντουβάκια ήταν Έλληνες όμηροι στα Βουλγαρικά τάγματα εργασίας (1941-1944), που υποχρεώνονταν να σπάνε και να μεταφέρουν πέτρες για τη διάνοιξη δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών.


Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου
Φιλόλογος