Πάντα με… Bodyguards

…Η τρίτη του εξορία ήταν στη Γυάρο. Άργησα πολύ να αντιληφθώ, παρά τις αφηγήσεις του τότε, ότι υπήρξε τόπος μαρτυρίου, ανάλογος των ναζιστικών στρατοπέδων. Στα δεκατρία μου χρόνια, που με πέτυχε το 1967 η χούντα των συνταγματαρχών και η τρίτη εκτόπιση του πατέρα, η δική μου κανονικότητα περιλάμβανε άλλα πράγματα. Το Σχολειό, το φροντιστήριο Αγγλικών, την παρέα μου, τις μουσικές της εποχής και το φλερτ. Πραγματικό ή υποτιθέμενο, φανταστικό ή απλώς επιθυμητό μάς έτρεφε και συγχρόνως μας έτρωγε ανεξαρτήτως φύλου. Αυτά ήθελα στη ζωή μου. Άλλα όμως την καθόρισαν.
Έμεινα χωρίς πατέρα για έξι μήνες. Βούλιαξε οικονομικά η μικρή επιχείρηση του εμποροραφείου, που είχαν στήσει με προσωπική δουλειά μαζί με τον αδελφό του. Σημειωτέον. Στο μαγαζί στα εφτά χρόνια της χούντας δεν πάτησαν μήτε δημόσιοι υπάλληλοι, μήτε ένστολοι, μήτε πολίτες συντηρητικοί. Ο φόβος μήπως χαρακτηριστούν ως συμπαθούντες… τους έτρεπε σε φυγή. Η μητέρα έμεινε μόνη να παλεύει με το βελόνι. Κάποιος έπρεπε να μας ζήσει. Ο αδελφός μου εκτροχιάστηκε, παλεύοντας να αποδείξει ότι ήταν δυνατός, ότι δεν του κόστιζε η απουσία του πατέρα, ότι στα δεκαπέντε του ήταν πολύ σκληρός ροκάς… για να παραδοθεί …στον μονάρχην Αρταξέρξη, που έταζε καριέρα στον στρατό, αν γινόσουν μέλος της χουντικής νεολαίας των Αλκίμων. Και εγώ ένιωθα οργή, αλλά μου έλαχε ο ρόλος του "καλού παιδιού". Μετουσίωνα, λοιπόν, την οργή μου σε αριστεία στα μαθήματα, γεγονός που μου πρόσφερε αυτοπεποίθηση και ταυτόχρονα την αίσθηση ότι έπαιρνα ένα μέρος από το δίκιο μου πίσω.

…Στο μεταξύ είχα αποκτήσει και έναν θαυμαστή. Τον πρόσεξα στη Νικολάου Ζωίδη, στο πεζοδρόμιο απέναντι ακριβώς από το φροντιστήριο Αγγλικών του Τζεναβαρίδη. Εκεί πηγαίναμε τρεις φορές την εβδομάδα περισσότερο για να συναντιόμαστε με αγόρια του Αρρένων και λιγότερο από ενδιαφέρον και φιλομάθεια για την Αγγλική γλώσσα και κουλτούρα. Την πρώτη φορά με ακολούθησε πολύ διακριτικά μέχρι το σπίτι. Είπα μέσα μου ότι ίσως να ήταν τυχαίο. Τις επόμενες συνεχόμενες φορές το τσέκαρα αλλάζοντας πορεία, επιλέγοντας διαφορετικές διαδρομές και κάνοντας στάσεις σε βιβλιοπωλεία και βιτρίνες. Ήταν εκεί. Τον έκοβα με την άκρη του ματιού μου. Συμπαθής και μεγάλος στην ηλικία. Μπορεί και πάνω από τα εικοσιπέντε! Δεν είχε τίποτε από τη γαλλική φινέτσα ενός Αλέν Ντελόν, τίποτε από το πιο μάτσο ιταλικό στιλ του Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι. Έστω. Τον ενέταξα, ωστόσο, στις επιτυχίες μου και μάλιστα το εκμυστηρεύτηκα με κάποια οίηση στη μητέρα μου. Χαμογέλασε! Αυτή η γυναίκα δεν γελούσε τότε. Πάντα σοβαρή, περίφροντις. Ωστόσο, συγκατένευσε να δει, να τσεκάρει τον νεαρό. 
Τα προσφυγικά σπίτια, γιατί σε ένα τέτοιο μέναμε, μεσοτοιχία με την οικογένεια Στογιαννίδη, ήταν ή ισόγειες ή ημιυπόγειες με όροφο διπλοκατοικίες. Το δικό μας σπίτι, ημιυπόγειο με όροφο, είχε τρίφυλλο παράθυρο σχεδόν περασιά με τον δρόμο. Τον είδε καλά, λοιπόν, η μητέρα μου τον νεαρό θαυμαστή και αμέσως σοβαρεύτηκε. Η ετυμηγορία της σαφής. Δεν σήκωνε αντιρρήσεις. 
─ Δώρα, λυπάμαι. Δεν είναι θαυμαστής. Είναι Ασφαλίτης. 

Βαριά κουβέντα. Σίδερο. Ζώντας ήδη δεκαεφτά χρόνια παντρεμένη με τον πατέρα μου με την παράνομη ιδεολογία (το Κ.Κ.Ε. ως κόμμα νομιμοποιήθηκε από την πρώτη κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή αμέσως μετά τη μεταπολίτευση του 1974) ήξερε πολύ καλά σχεδόν όλο το δυναμικό της Ασφάλειας Ροδόπης. Την είδα να αγανακτεί, να εξανίσταται. Συνήθως ήταν ψύχραιμη, χαμηλών τόνων, το πρακτικό μυαλό της οικογένειας, η λύση σε πολλά αδιέξοδα.
─ Μα τι νόμιζαν ότι είσαι μέλος παράνομης οργάνωσης; Ένα δεκατριάχρονο παιδί; Έλεος πια!

…Ο πατέρας μου υποκύπτοντας στις δικές μας ψυχολογικές πιέσεις υπέγραψε τελικά την ταπεινωτική για ιδεολόγο δήλωση και γύρισε από τη Γυάρο, αρχές του Οκτώβρη του 1967. Σοκ πρώτο. Είχε φύγει με μαύρα μαλλιά και ελαφρώς γκρίζους κροτάφους. Ήταν στα σαρανταπέντε του. Γύρισε με κάτασπρα μαλλιά, κατάμαυρος και εμφανώς αδυνατισμένος. Σοκ δεύτερο. Από την πρώτη μέρα ολοφάνερα τον ακολουθούσαν, όπου και αν πήγαινε, δύο Ασφαλίτες, χωρίς να παριστάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν. Ασφαλίτες.

Τη δεκαετία του '60 στην Κομοτηνή τα καταστήματα λειτουργούσαν όλα τα απογεύματα εκτός Τετάρτης. Ο πατέρας μου 2.30 με 5.00 μ.μ. συνήθως επέστρεφε από το ραφείο στο σπίτι και ξεκουραζόταν. Οι δύο σωματοφύλακές του, τότε, κατέλυαν κάτω από τρεις ακακίες διαγωνίως απέναντι απ’ το σπίτι μας, σε ένα τρίγωνο πλάτωμα με δημόσια βρύση–μπρούντζινο βατραχάκι (φανταστικό παιχνίδι για τα παιδιά της γειτονιάς μας). Κάθονταν σε ένα πεζούλι, στον φράχτη του υπέροχου κήπου της κυρίας Κλεονίκης. Παρόλο που ήταν αρχές Οκτώβρη, ο καιρός παρέμενε καλός, σχεδόν ζεστός. Επί δέκα και πλέον μέρες η μητέρα μου έβλεπε τη μαύρη ταλαιπώρια τους. Στο τέλος δεν άντεξε και μίλησε στον πατέρα.
─ Τους λυπάμαι, Κώστα. Τουλάχιστον ένα καφεδάκι θα μπορούσα να τους προσφέρω. 

Ο πατέρας μου συγκατένευσε. Ετοιμάστηκε δίσκος με το σχετικό βελονίσιο πετσετάκι, αριστούργημα μικροτεχνίας της Σαραντακκλησιώτισσας γιαγιάς Νυμφοδώρας. Καφέδες, δροσερό νερό και κερασάκι γλυκό εις διπλούν. Ξαφνιάστηκαν με το κέρασμα. Αλλά ήταν και νέοι άνθρωποι, κουρασμένοι, ίσως μέσα τους αγανακτισμένοι από την πολύωρη άσκοπη υπηρεσία… και δέχτηκαν την προσφορά. Και η προσφορά έγινε καθημερινή. Πάντα τα δύο καφεδάκια με γλυκό του κουταλιού ή πίτα ή ζυμωτό ψωμί και φέτα μαλακή, που έφτιαχνε η μητέρα μου. Βγήκε ο Οκτώβρης και οι σωματοφύλακες δεν ξαναφάνηκαν. Φαίνεται ότι πείστηκε η Υπηρεσία ότι δεν εξυφαίνετο τρομοκρατικό χτύπημα…

Αρχές της δεκαετίας του '90, δεν θυμάμαι χρονιά, μετά πάντως από δώδεκα συναπτά έτη αναμονής, διορίστηκε ο αδελφός μου Ανδρέας ως Τεχνολόγος Μηχανικός στο τότε Πολυκλαδικό Λύκειο της Κομοτηνής. Πρώτη μέρα στο Γραφείο από ένστικτο κάθισε δίπλα στον πιο συμπαθή συνάδελφο, τον Γιώργο, που ήταν Φυσικός. Δέθηκαν αμέσως με φιλία αδελφική. Αρκετά χρόνια μετά ανακάλυψαν ότι ο Γιώργος ήταν γιος ενός από τους δύο σωματοφύλακες που παρακολουθούσαν τον πατέρα μας τον μακρινό Οκτώβρη του 1967. Όσο ζούσε ο αδελφός μου, η φιλία, η σύμπνοια, η βαθιά αλληλοεκτίμηση των δύο αντρών ήταν η οριστική απάντηση στον αυταρχισμό, στη βία, στον διχασμό που έσπειρε η προηγούμενη γενιά. Είναι γεγονός. Κάθε επερχόμενη γενιά είναι –οφείλει να είναι– καλύτερη από την προηγούμενη…   

Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου
Φιλόλογος