…Για τη Μαίρη (Κατσίκη-Λαγκάζαλη)

Το μπρούτζινο επίθυρο χεράκι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα εκείνο το μεσημέρι του Ιουνίου του 1967. Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα απέναντι σε ένα σοβαρό γκριζοπράσινο βλέμμα. 
─ Θέλω να δώσω κάτι στη μητέρα σου.

Κρατούσε επιμελώς διπλωμένο ένα αντρικό σακάκι. Το παρέδωσε στη μητέρα μου με την παράκληση να ξηλώσει τη φόδρα κάτω από τον αριστερό ώμο. Μοδίστρα η μητέρα μου ακολούθησε τις οδηγίες και κάτω από τη βάτα ραμμένο αριστοτεχνικά ανακάλυψε ένα σημείωμα.
Το διάβασε και μου φάνηκε πως χλόμιασε. Δεν είπε τίποτε σε μας. Ασχολήθηκε με το ράψιμο της φόδρας. Όσο διήρκεσε η διαδικασία, παρατηρούσα τη Μαίρη. Μας είχε ήδη συστηθεί. Μαζεμένα τα κατάξανθα μαλλιά της σε έναν χαλαρό γαλλικό κότσο. Μου φάνηκε ξεχωριστά όμορφη. Καμία σχέση με αυτό που λέγαμε τότε μεσογειακή ομορφιά. Μάλλον έμοιαζε με Σκανδιναβή Θεά. Ψηλή, λεπτή, λευκή επιδερμίδα, ξανθά μαλλιά, γκριζοπράσινα μάτια. 
Σοβαρά και χαμηλόφωνα μας εξήγησε ότι ο πατέρας της μόλις είχε επιστρέψει από τη Γυάρο με αρκετά προβλήματα υγείας. Ότι είχε στον ώμο τού σακακιού του ραμμένο το σημείωμα του δικού μου πατέρα, για να μην λογοκριθεί από τους ανθρωποφύλακες της Γυάρου. Ότι είχε καθήκον να το παραδώσει στα χέρια της μητέρας μου. Η ίδια είχε αναλάβει υπεύθυνα την παράδοση. Και τώρα ένιωθε ανακούφιση. Μας είπε ακόμη ότι μόλις τελείωσε την ΣΤ’ Γυμνασίου και ότι ετοιμαζόταν για τις εξετάσεις του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου, τύπου Β’, για την εισαγωγή της στην Ιατρική. Εδώ ο θαυμασμός μου για τη εξωτερική της εμφάνιση μετατράπηκε σε βαθιά εκτίμηση για την επιλογή των τόσο απαιτητικών σπουδών. Μόλις είχα βρει το πρότυπό μου. Η Μαίρη έφυγε χαιρετώντας ευγενικά.
Η μητέρα μου τότε ξεδίπλωσε το σημείωμα. Δεν μου διάβασε τα αρχικά λόγια αγάπης που την αφορούσαν. Μου διάβασε με σπασμένη φωνή την κατακλείδα…
─ Η απόφασή μου είναι να μην υπογράψω και να παραμείνω στη Γυάρο ως την πτώση του τραγελαφικού καθεστώτος των συνταγματαρχών, γιατί αργά ή γρήγορα επίκειται, όπως λένε και οι σύντροφοι στις αναλύσεις τους…

Η μητέρα μού εξήγησε ότι η απόφαση αυτή θα ήταν καταστροφική για την οικογένεια και τη μικρή μας επιχείρηση και ότι εμείς ως γυναίκες έπρεπε να συμμαχήσουμε και να την ανατρέψουμε. Διαφορετικά θα πεινάσουμε, κατέληξε, τονίζοντας μία μία τις συλλαβές. Στα δεκατρία μου χρόνια άκουγα συνειδητές πολιτικές αποφάσεις, ζούσα δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις και έπρεπε ισότιμα να γίνω και μέρος μιας σωτήριας λύσης. Πάρα πολλά για να τα κατανοήσω, πάρα πολλά για να τα συναισθανθώ. Προτίμησα να τα απωθήσω… Είχα τα μαθήματά μου, τα Αγγλικά μου, την παρέα μου, τις μουσικές μου και το φλερτ. Αυτά ήταν η κανονικότητά μου. Αυτά ήθελα.

Μετά από δυο μέρες ξαναείδα τη Μαίρη. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετική. Είχε ανέβει πολλά επίπεδα… 
Από το 1965 που πρωτολειτούργησε το ΞΕΝΙΑ Κομοτηνής, έργο του πρωτοπόρου Αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, γινόταν εκεί με μεγάλη επισημότητα ο χορός του Συλλόγου των Αποφοίτων του Γυμνασίου Θηλέων Κομοτηνής. Ήταν το "ντεμπούτο", η πρώτη εμφάνιση των κοριτσιών που αποφοιτούσαν με επίσημο ένδυμα. Συνήθως στον χορό ερχόταν και η πλειοψηφία των αποφοίτων από το Γυμνάσιο Αρρένων. Γινόταν τότε αυτή η μαγική μείξη οιστρογόνων και ανδρογόνων, που κατέληγε σε αλυσιδωτές ερωτικές εκρήξεις πολλών μεγατόνων.
Εμείς, η κοριτσοπαρέα της γειτονιάς του ΞΕΝΙΑ, στηνόμασταν από νωρίς στην περιποιημένη πέτρινη περίφραξη του Ξενοδοχείου –που ρημάζει τώρα– περιμένοντας και παρακολουθώντας τις αφίξεις. Είδα πρώτα να βγαίνουν από το ταξί δυο υπέροχες γάμπες με μπεζ γόβες ψηλοτάκουνες. Μετά είδα τη λεπτή σιλουέτα μέσα σε μια μουσελίνα σε χρώμα, λέγαμε τότε, σάπιου μήλου –ανοιχτού βυσσινί– με άνοιγμα που αναδείκνυε μια πλάτη στητή και λεία. Πρόσεξα τον χαλαρό γαλλικό κότσο σαν τεράστιο κοχύλι, που έστεφε το όμορφο πρόσωπο με τα γκριζοπράσινα μάτια και τη λευκή επιδερμίδα. Με μια φράση, η Μαίρη ήταν αρχοντική. Δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωσα περηφάνια. Και τη φαντάστηκα το ίδιο επιβλητική και αρχοντική ως Γιατρό. Έμαθα το Φθινόπωρο ότι είχε πετύχει στην Ιατρική και μετά, όπως συνήθως συμβαίνει στη ζωή, χαθήκαμε… 

Τραβήξαμε δρόμους διαφορετικούς. Την ξαναβρήκα πολλά χρόνια αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου του 1980 ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας, στη Μαιευτική Κλινική του Νοσοκομείου της Κομοτηνής. Πρώτα άκουσα εγώ τις ωδίνες της εξώθησης, μέχρι να βγει ο δεύτερος υπέροχος γιος της Μαίρης και μετά άκουσε εκείνη εμένα να γεννώ την πρωτότοκη κόρη μου Ινώ. Και οι δυο ακούσαμε εξίσου το τρυφερό μάλωμα του Βαγγέλη Αγγελίδη, του αγαπημένου μας Γιατρού Μαιευτήρα, γιατί κάναμε πολλή φασαρία… για το τίποτα, όπως έλεγε. Και οι δυο συμφωνούσαμε τότε ότι όσα παιδιά και να γεννούσαμε, όπου και να ήμασταν, θα επιλέγαμε τον Βαγγέλη Αγγελίδη, το Δημόσιο Νοσοκομείο Κομοτηνής και τις τρεις υπέροχες μαίες βοηθούς του. Τις αναφέρω γιατί θα το ήθελε πολύ και η Μαίρη. Ήταν οι κ.κ. Πόπη Κάρρα, Λεμονιά Χωραφά-Πασχαλινού, Δώρα Μπάρμπα. Είχαν και οι τρεις τους έναν ήπιο και γαλήνιο τρόπο να μας ξεφοβίζουν, να μας εξοικειώνουν με τα βρεφάκια μας και με τον θηλασμό. Τρυφερές, ακούραστες, υπομονετικές, σπάνιες…

…Όταν η Μαίρη άνοιξε το Μικροβιολογικό της Εργαστήριο στην Κομοτηνή, υποδέχτηκε τρεις γενιές από την ευρύτερη οικογένειά μας, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, εμάς και τα παιδιά μας. Μακάρι να προλάβαινε και τα εγγόνια μας. Θυμάμαι τις συζητήσεις μας για τα τρέχοντα θέματα. Πάντα καλά ενημερωμένη και με δυνατή κρίση. Μιλούσαμε και για τις προσπάθειες των παιδιών μας στα Σχολειά τους και μετά στο Πανεπιστήμιο και στην προσωπική τους ζωή. Καταλήγαμε συνήθως σε αισιόδοξα συμπεράσματα, γιατί λέγαμε πως πήραν πολλή αγάπη και πως είδαν καλά παραδείγματα από γονείς και φίλους, πως δεν θα χαθούν. Ηχεί ακόμη στα αφτιά μου το γέλιο της, δυνατό, γάργαρο, ανεπιτήδευτο. Ένα γέλιο σαν τη ζωή που έζησε. Μια ζωή αληθινά αρχοντική, με δυνατές επιλογές, καθαρές σχέσεις, απροσποίητη συμπεριφορά. Μαίρη, μας λείπεις. 

Δώρα Κάσσα Παπαδοπούλου
Φιλόλογος